Μελάς Κώστας
Ο λαϊκισμός είναι βασική έννοια, μέσω της οποίας επιχειρείται να επεξηγηθούν οι πολιτικές εξελίξεις. Ως έννοια είναι φορτισμένη με αρνητικές συνδηλώσεις, πολυχρησιμοποιημένη κυρίως από τις πολιτικές ελίτ, οι οποίες, αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση της χώρας, τη χρησιμοποιούν κατά κόρον ενάντια στις προτάσεις και στις απόψεις των αντιπολιτευόμενων πολιτικών ελίτ. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση, όταν κερδίσει τις εκλογές και γίνει κυβέρνηση, χρησιμοποιεί με τη σειρά της την έννοια του λαϊκισμού εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων, ακριβώς όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού, μεταξύ αντιπάλων αρχηγεσιών, κάθε συνάρθρωση “λαϊκών” αιτημάτων θα καταγγέλλεται από τους εκάστοτε κατέχοντες την κυβερνητική εξουσία σαν “λαϊκίστικη”. Ό,τι είναι για τον έναν “λαϊκό” για τον άλλον είναι “λαϊκίστικο” και αντίστροφα. Πάντοτε ο λαϊκισμός είναι ο λαϊκισμός του άλλου.
Η έννοια του λαϊκισμού είναι συνυφασμένη, in senso lato, με την έννοια της ισότητας. Δεν μπορεί να υπάρξει η έννοια του λαϊκισμού, χωρίς άμεση αναφορά στην έννοια της ισότητας. Ισότητα που σαφέστατα δεν δύναται ποτέ να πραγματωθεί, αλλά, ως έννοια, έχει τρομερή δύναμη στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο. Λαϊκισμός είναι ο τρόπος, με τον οποίο γεφυρώνεται προσωρινά η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) εξουσία μιας ελίτ στις συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής.
Ενώ οι πολιτικές αρχηγεσίες θα ήθελαν να διατηρήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποδεχτούν ορισμένες διαδεδομένες ιδέες που κολακεύουν τις μάζες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα και να αποδέχονται στην πράξη διάφορα αιτήματα που συνδέονται με τις παραπάνω ιδέες, τα οποία προβάλλουν διάφορες επαγγελματικές ομάδες.
Ο εγγενής λαϊκισμός της μαζικής δημοκρατίας κάνει πρωταρχικό καθήκον των ελίτ να εκδηλώνουν επιδεικτικά, σε κάθε δεδομένη ευκαιρία, πόσο κοντά βρίσκονται στον απλό άνθρωπο. Μια στάση διαφορετική ερμηνεύεται ως περιφρόνηση των συνανθρώπων και της ισχύουσας αρχής της ισότητας και τιμωρείται ανάλογα στο εκλογικό επίπεδο. Ως ιδεολογική έννοια, ο λαϊκισμός περιγράφει μια ήδη εμφανισθείσα αλλαγή της κοινωνικής βάσης. Στη συνέχεια, βεβαίως σπρώχνει στη διαμόρφωση της κοινωνικής βάσης, σύμφωνα με τη δική του οπτική.
Ασαφής-νεφελώδης προσέγγιση
Η ιδεολογία δεν περιορίζεται απλώς στην ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά αποβλέπει και στη διαμόρφωσή της με τρόπο συστηματικό. Αυτό σημαίνει ότι στο πλαίσιο της ιδεολογίας συνυπάρχουν η θεωρητική επεξεργασία και η κοινωνική δραστηριοποίηση, η αντίληψη και η κοινωνική παρέμβαση, η ερμηνεία και η πολιτική κινητοποίηση. Η πολιτική λειτουργία της έννοιας δεν έχει ανάγκη ορισμού σαφών κριτηρίων, με βάση τα οποία θα καθοριστεί το ακριβές περιεχόμενό της.
Ως παραγόμενη έννοια λαμβάνει υπόσταση από τις όποιες συνδηλώσεις προέρχονται από την καθορίζουσα και πρωταρχική έννοια της ισότητας. Η τελευταία είναι επίσης μια έννοια με ασαφές περιεχόμενο, εκτός αν επιλεγούν, δια συμβάσεως, ορισμένα κριτήρια, τα οποία να μην απαιτούν αναγωγή σε άλλα κλπ. Και σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, η πολιτική λειτουργία της έννοιας “ισότητα” δεν έχει ανάγκη επιστημολογικών θεμελιώσεων. Αρκεί μια ασαφής-νεφελώδης προσέγγιση, υποστηριζόμενη καθημερινά από τα ΜΜΕ, για να αποκτήσει η λέξη “ισότητα” ένα σαφέστατο συμβολικό περιεχόμενο, το οποίο καθίσταται κυρίαρχο στον καθορισμό της συμπεριφοράς των ατόμων.
Αυτό που συνάγεται από τα προηγούμενα, καθιστά εμφανές ότι ο λαϊκισμός δεν είναι ούτε μόνο προϊόν χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων, ούτε αυτόνομο λαογενές προϊόν. Οι αναλυτές, οι οποίοι επιχειρούν ερμηνείες στη βάση της μιας ή της άλλης μερικής αλήθειας, οδηγούνται σε αναλυτικά και πολιτικά αδιέξοδα. Συγκεκριμένα, είναι αναλυτικά ατελέσφορη και πολιτικά επικίνδυνη η αντίληψη που θεωρεί ως υπεύθυνους (του λαϊκισμού) άλλοτε τα λαϊκά στρώματα και άλλοτε τις αρχηγεσίες που τα εξαπατούν.
Λαϊκισμός και κοινωνικό αίτημα
Κανένας δεν μπορεί να εξαπατήσει κανέναν αν η κοινωνική πραγματικότητα δεν εμπεριέχει το προβαλλόμενο αίτημα ως δυνατότητα που μπορεί να πραγματωθεί και η οποία βρίσκεται εν μέρει στα χέρια (ή στο κεφάλι) του αιτούντος. Πρέπει να υπάρχει το ευήκοον ους, όχι μόνο ως απλώς υπάρχον, αλλά και ως ευρισκόμενο σε υπερδιέγερση, έτοιμο να ακούσει κάτι που το ίδιο έχει προκαλέσει και αισθάνεται ότι πρέπει να ειπωθεί.
Αυτό δεν σημαίνει ότι και η δημαγωγία δεν μπορεί να είναι μέρος του λαϊκιστικού λόγου. Όμως, δεν είναι δυνατό να αναχθεί η έννοια της δημαγωγίας ως βασική αναλυτική κατηγορία του λαϊκισμού. Κι αυτό, διότι τότε η ιστορικά διαπιστωμένη διαχρονικότητα της δημαγωγίας στερεί οποιαδήποτε ερμηνευτική δυνατότητα στην έννοια του λαϊκισμού ως ειδική κατηγορία της ιστορικής περιόδου της μαζικής δημοκρατίας.
Παράλληλα, κανείς δεν είναι σε θέση να καταστεί αυθεντικός διερμηνευτής των όποιων λαϊκών αιτημάτων και στόχων, ώστε να αποδείξει τη λαογένειά τους. Η όποια προσπάθεια καταβληθεί χρειάζεται την καταρχάς πρόταξη κριτηρίων, με βάση τα οποία θα πραγματοποιηθεί η επιλογή. Η καταφανής αδυναμία ύπαρξης τέτοιων κριτηρίων καθιστά την όποια προσπάθεια μάταιη, ή τις περισσότερες φορές οδηγεί στην αποδοχή, ως ορθού, κάθε λαϊκού αιτήματος.
Σχόλια