Ο Ντόναλντ Κέιγκαν (1932-2021), διδάσκοντας για δεκαετίες στο Γέιλ, εμφύσησε την αγάπη για την αρχαία Ελλάδα στις νέες γενιές κλασικιστών.
«Δυστυχώς, είμαι πολύ ηλικιωμένος πια και ο μόνος τρόπος να μου κάνετε συνέντευξη είναι να έρθετε να με δείτε από κοντά, κάτι που αντιλαμβάνομαι πως θα είναι δύσκολο για εσάς. Ευτυχώς είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε διά ζώσης πριν από κάποια χρόνια», ήταν η ευγενική απάντηση που μου έστειλε, στις αρχές Ιουλίου, σε ένα μέιλ ο Ντόναλντ Κέιγκαν, ο κορυφαίος σύγχρονος ιστορικός του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο οποίος έφυγε πριν από λίγες ημέρες από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών. Αφορμή για την επικοινωνία και το αίτημα μιας συνέντευξης ήταν η πρόσφατη βράβευσή του από την πρέσβειρά μας στην Ουάσιγκτον, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, η οποία του απένειμε εκ μέρους της Προέδρου της Δημοκρατίας το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα για το επιστημονικό του έργο. Ηταν μια ελάχιστη αναγνώριση από την πατρίδα μας μιας και ο Κέιγκαν, διδάσκοντας για δεκαετίες στο Γέιλ, εμφύσησε την αγάπη για την αρχαία Ελλάδα στις νέες γενιές κλασικιστών και μάλιστα σε μια περίοδο που οι ανθρωπιστικές σπουδές άκουγαν το σάλπισμα της υποχώρησης στο πνεύμα της «εργαλειοποίησης» της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Ο Κέιγκαν, ωστόσο, δεν ήταν άνθρωπος προσκολλημένος στο παρελθόν. Αισθανόταν πως τα διδάγματα των αρχαίων, ειδικά αυτά που αφορούσαν την ειρήνη και τον πόλεμο, μπορούσαν κάλλιστα να εφαρμοστούν ακόμη και την εποχή της τεχνολογίας αιχμής. Οι απόψεις του αποτέλεσαν θεμέλιο λίθο για την εξωτερική πολιτική που ακολούθησε η Αμερική κατά την προεδρία του Ρέιγκαν, αλλά και του Μπους του νεότερου. Οπως υπογράμμιζε και η νεκρολογία που πρόσφατα δημοσιεύθηκε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», ο Κέιγκαν πίστευε ότι οι χώρες με ισχύ έχουν την υποχρέωση να θέσουν τους κανόνες ώστε να αποφευχθεί το χάος. Δεν έζησε ώστε να δει τους Ταλιμπάν να θριαμβεύουν ξανά στην Καμπούλ, για να σχολιάσει εάν η απόφαση της ταχείας απόσυρσης των στρατευμάτων από τον Μπάιντεν ήταν ορθή.
Τον κατέταξαν, βέβαια, στους θεωρητικούς του νεοσυντηρητισμού, ωστόσο ο ίδιος δεν επιδίωξε ποτέ να έχει στενές σχέσεις με το Οβάλ Γραφείο και το πολιτικό κατεστημένο. Οι γιοι του από την άλλη, o σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής και αρθρογράφος Ρόμπερτ και ο συγγραφέας και ιστορικός του Πολέμου Φρέντερικ, δεν κρατούσαν τις ίδιες αποστάσεις Ο πρώτος μάλιστα είναι σύζυγος της Βικτόρια Νιούλαντ, νυν υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ για πολιτικές υποθέσεις. Σε μια συνέντευξη του 2015, όταν ο δημοσιογράφος Μπιλ Κρίστολ τον είχε αποκαλέσει «War guy», του ξέφυγε ένα δυνατό αυθόρμητο γέλιο. «Σημασία έχει να δει κανείς τι μας φέρνει σε έναν πόλεμο ώστε να το αποφύγει», ήταν η αντίδρασή του. Οσο για το πάθος του με τον Πελοποννησιακό Πόλεμo, τον Θουκυδίδη και την Αθηναϊκή Δημοκρατία, δεν δίσταζε να λέει ότι η μελέτη τους είναι μια τεράστια πηγή σοφίας για τη συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων. Ιδίως όταν αυτά βρίσκονται στη μέγγενη των συγκρούσεων και του λιμού, ενώ έδινε βαρύτητα και στις αποφάσεις της ηγεσίας και στα όρια μέσα στα οποία πρέπει να λειτουργεί. Πίστευε ακράδαντα πως αν οι ηγέτες αντιμετωπίσουν στο αρχικό στάδιο μια απειλή, τότε μπορεί να αποφύγουν τα χειρότερα. Είχε υποστηρίξει τις επεμβάσεις στο Βιετνάμ και στο Ιράκ και μάλιστα αμφισβητούσε τον πατριωτισμό όσων είχαν ενστάσεις για την ανάμειξη των ΗΠΑ.
Η πρώτη μας γνωριμία με τον Ντόναλντ και τον Ρόμπερτ Κέιγκαν έγινε σ’ έναν πλου πολιτιστικού τουρισμού που είχε γίνει το 2008 στο Αιγαίο από την Travel Dynamics των αδελφών Γιώργου και Βάσου Παπαγαπητού, οι οποίοι συνέλαβαν πρώτοι στις ΗΠΑ την ιδέα να κάνουν κρουαζιέρες για αποφοίτους μεγάλων αμερικανικών πανεπιστημίων με ομιλητές. Θυμάμαι τον πατέρα Κέιγκαν στη Μήλο να διαβάζει την επιστολή των Μηλίων προς τους Αθηναίους και να εξηγεί στους συμμετέχοντες πως, αν δεν έχεις στρατιωτική δύναμη, κανείς δεν νοιάζεται για το τι πιστεύεις. Ο υιός Κέιγκαν, ο Ρόμπερτ, μας είχε κάνει και μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση με χάρτες και διαφάνειες για το πώς πήγαινε η στρατιωτική παρέμβαση στο Ιράκ. Στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην «Κ» ο Ντόναλντ, δήλωνε προφητικά για τον ρόλο των ΗΠΑ ως παγκόσμιου σερίφη: «Η Αμερική έχει πολλά ελαττώματα για έναν τέτοιο ρόλο. Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι είμαστε ανεύθυνοι και ότι γυρίζουμε την πλάτη στα προβλήματα. Είμαστε ένα μεγάλο μωρό. Λέμε στον υπόλοιπο κόσμο “κάντε ό,τι θέλετε, αλλά αφήστε μας στην ησυχία μας”, και αυτό το λάθος το κάνουμε ξανά και ξανά. Πρέπει να ωριμάσουμε και να κατανοήσουμε ότι είναι αδύνατον να αποφεύγουμε να είμαστε πολίτες του κόσμου. Είναι πράγματι τρομακτικό να έχεις για σερίφη ένα τέτοιο πλάσμα. Ακόμη και σήμερα εξακολουθούμε να συμπεριφερόμαστε κατά τέτοιο τρόπο, ο οποίος σας κάνει να μη μας εμπιστεύεστε. Σπανίως σας καταπιέζουμε. Οχι γιατί είμαστε καλοί, αλλά διότι δεν μας ενδιαφέρει. Δεν το έχουμε ανάγκη».
Η ζωή του Κέιγκαν ήταν γεμάτη και συναρπαστική. «Ημουν τόσο τυχερός σε αυτό, που ένιωθα πως κάθε μέρα είναι η καλύτερη» είχε πει κάποτε. Γεννήθηκε το 1932 στη Λιθουανία από γονείς Εβραίους, έχασε ως νήπιο τον πατέρα του και μετανάστευσε με τη μητέρα του στη Νέα Υόρκη. Μεγάλωσε στην εβραϊκή κοινότητα του Μπρούκλιν. Καθώς η μάνα του δούλευε σε εργοστάσιο, εκείνος περνούσε όλες τις ώρες στον δρόμο, όπου καιροφυλακτούσαν πολλοί νταήδες, έτοιμοι για φασαρίες, κάτι που φαίνεται ότι σμίλεψε από νωρίς την ιδέα που είχε μέσα του για την αναπόφευκτη παρουσία της βίας στη ζωή.
Σπούδασε Ιστορία στο Μπράουν και ήρθε με υποτροφία Φουλμπράιτ στην Ελλάδα. Δίδαξε στο Κορνέλ, αλλά βρήκε ιδανική επαγγελματική στέγη στο Γέιλ. Εγραψε ένα τετράτομο βιβλίο για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο που θεωρείται εμβληματικό, καταπιάστηκε με τον Θουκυδίδη, εξέφρασε τις απόψεις του στο πόνημά του «Για τις απαρχές του πολέμου και τη διατήρηση της ειρήνης» και θεωρούσε ότι ο αθλητισμός και ειδικά το μπέιζμπολ είναι ένα είδος ομηρικής αλληγορίας για τους ήρωες, που πρέπει να ξεπεράσουν πολλά εμπόδια για να φτάσουν στο σπίτι τους. Χρησιμοποιούσε πολύ ενδιαφέρουσες τεχνικές στη διδασκαλία του και θεωρείται ένας από τους χαρισματικότερους καθηγητές Ιστορίας του 20ού αιώνα.
Σχόλια