Συμπληρώθηκαν φέτος 85 χρόνια από την έκδοση του έργου του Τζον Μέιναρντ Κέινς «Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος». Στο σπουδαίο αυτό έργο αναφέρεται το ακόλουθο άρθρο του Ιταλού οικονομολόγου και πολιτικού Τζόρτζιο Λα Μάλφα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
«Γράφω ένα βιβλίο για την οικονομική θεωρία το οποίο, θεωρώ, θα αλλάξει επαναστατικά σε μεγάλο βαθμό –όχι αμέσως αλλά στο διάστημα των προσεχών δέκα ετών- τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος σκέφτεται για τα οικονομικά προβλήματα. Δεν έχω προς το παρόν την αξίωση να με πιστέψεις, αλλά από τη μεριά μου όχι μόνον το ελπίζω, αλλά έχω την απόλυτη εσωτερική βεβαιότητα». Ετσι έγραφε στις αρχές του 1935 ο Τζον Μέιναρντ Κέινς στον Τζορτζ Μπέρναρντ Σο. Μετά από ένα χρόνο, τον Φεβρουάριο του 1936, κυκλοφορούσε στα βιβλιοπωλεία «Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», το βιβλίο που πράγματι, μέσα σε λίγα χρόνια, θα άλλαζε επαναστατικά την οικονομική σκέψη και θα έθετε τις βάσεις της κατοπινής οικονομικής πολιτικής. [Ελληνική έκδοση: Παπαζήσης 2001]. Αξίζει τον κόπο να μιλήσουμε ξανά γι’ αυτό, τώρα που οι ιδέες του Κέινς επανέρχονται για να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια σκηνή.
Οταν εκδόθηκε η «Γενική θεωρία...» υπήρχε μεγάλη προσμονή. Φαντάζονταν ότι το βιβλίο θα άγγιζε τα οικονομικά προβλήματα της εποχής και κυρίως το πρόβλημα της μαζικής ανεργίας, που είχε αυξηθεί υπερβολικά μετά την κρίση του 1929. Κανείς όμως, εκτός από έναν περιορισμένο κύκλο οικονομολόγων, δεν γνώριζε ή δεν μπορούσε να φανταστεί περί τίνος επρόκειτο. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο είχε μιαν εξέλιξη απρόσμενη ακόμα και για τον Κέινς.
Αρχικά, το 1931, ο Κέινς είχε σκεφτεί να ερευνήσει τη «νομισματική θεωρία της παραγωγής», δηλαδή την επίδραση του νομίσματος στην παραγωγική δραστηριότητα –ένα θέμα ακαδημαϊκό. Βαθμιαία όμως το βιβλίο έγινε η αφορμή για μια ριζική κριτική των κυρίαρχων οικονομικών θεωριών και ιδιαίτερα του φιλελεύθερου οπτιμισμού, σύμφωνα με τον οποίο τα οικονομικά συστήματα της αγοράς εγγυώνται αυτόματα την επίτευξη και τη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης. Το ότι ο Κέινς δεν συμμεριζόταν τον φιλελεύθερο οπτιμισμό ήταν γνωστό χάρη στις ετερόδοξες ιδέες, που είχε ο ίδιος συχνά αναπτύξει με τα γραπτά του ήδη από τη δεκαετία του 1920. Το 1932, το βιβλίο που έγραφε πήρε μιαν εν μέρει απρόσμενη κατεύθυνση.
Ξαναδιαβάζοντας ένα κείμενο για τον Μάλθους εν όψει μιας συλλογής βιογραφικών γραπτών, ο Κέινς ανακάλυψε ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και ο Ρόμπερτ Μάλθους είχαν μεταξύ τους μια θεμελιώδη συζήτηση, της οποίας είχαν χαθεί τα ίχνη, καθώς θεωρούνταν χαμένη η αλληλογραφία τους. Ο Πιέρο Σράφα όμως, «από τον οποίο τίποτα δεν είναι κρυφό» -όπως έγραψε ο Κέινς-, κατόρθωσε να βρει αυτή την αλληλογραφία, από την οποία προέκυπταν οι λόγοι της σύγκρουσης μεταξύ των δυο οικονομολόγων. Ο Ρικάρντο είχε μελετήσει «τη θεωρία της διανομής του προϊόντος σε συνθήκες ισορροπίας». Ο Μάλθους αντίθετα είχε επικεντρωθεί «σε αυτό που καθορίζει την ποσότητα της παραγωγής καθημερινά στον πραγματικό κόσμο». Σε αυτό το σημείο ο Κέινς συμπέραινε ότι η επίδραση του Ρικάρντο ήταν βλαβερή, επειδή είχε αποσπάσει την προσοχή από το πραγματικό πρόβλημα του επιπέδου της παραγωγικής δραστηριότητας και ότι το ζητούμενο ήταν να επιστρέψουμε σε εκείνη τη συζήτηση και να επιβεβαιώσουμε τις συγκεκριμένες ιδέες του Μάλθους εναντίον των θεωρητικών αφαιρέσεων του Ρικάρντο.
Το πρόβλημα ήταν να καταδειχθεί ότι η ορθόδοξη σκέψη ήταν εσφαλμένη. Το 1934, σε μια ραδιοφωνική συνομιλία για το BBC, ο Κέινς είχε επισημάνει το πρόβλημα. Είχε εξηγήσει ότι οι οικονομολόγοι είναι διαιρεμένοι σε δυο μεγάλες κατηγορίες, σχεδόν σε δυο θρησκευτικά «πιστεύω». Από τη μια μεριά είναι εκείνοι «οι οποίοι πιστεύουν ότι στη μακρά περίοδο το οικονομικό σύστημα στο οποίο ζούμε αυτορυθμίζεται, έστω με τριγμούς, στεναγμούς και μουρμουρητά. Στην αντίθετη πλευρά είναι εκείνοι οι οποίοι απορρίπτουν την ιδέα ότι μπορούμε να μιλάμε για μια τάση του τωρινού οικονομικού συστήματος να αυτορυθμίζεται». Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι αιρετικοί, επειδή αμφισβητούν μιαν εδραιωμένη θεωρία, τα αδύναμα σημεία της οποίας είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Η κυρίαρχη σκέψη –είχε παρατηρήσει- έχει κλειστεί σε ένα οχυρό, το οποίο πρέπει να γκρεμιστεί προκειμένου να επικρατήσει η ευθυκρισία. «Εγώ –είχε προσθέσει- συμπαρατάσσομαι με τους αιρετικούς. Είμαι πεισμένος ότι το ένστικτό τους και η διορατικότητά τους τους οδηγούν προς τα ορθά συμπεράσματα, αλλά έχω εκπαιδευτεί μέσα στο οχυρό και αναγνωρίζω την εξουσία του και την ισχύ του. Μου είναι αδύνατο να θεωρήσω ικανοποιημένο τον εαυτό μου, όσο δεν θα έχω προσδιορίσει το ελάττωμα σε εκείνο το μέρος του ορθόδοξου συλλογισμού, που οδηγεί σε συμπεράσματα τα οποία μου φαίνονται απαράδεκτα».
Η «Γενική θεωρία...» είναι η προσπάθεια του Κέινς να προσδιορίσει «το ελάττωμα» του νεοκλασικού συστήματος και να καταδείξει πως και γιατί ένα σύστημα της αγοράς μπορεί να μην επιτυγχάνει την πλήρη απασχόληση. «Οι ιδέες που τόσο επίπονα αναπτύσσονται εδώ –έγραφε στον πρόλογο- είναι εξαιρετικά απλές και θα έπρεπε να είναι προφανείς. Η δυσχέρεια δεν βρίσκεται στις νέες ιδέες, αλλά στην αποκόλληση από τις παλιές που, τουλάχιστον για όσους μεγαλώσαμε με αυτές, διακλαδώνονται σε κάθε γωνιά του μυαλού μας».
Ο Κέινς θα τα καταφέρει καλύτερα ένα χρόνο αργότερα, το 1937, με ένα άρθρο στο Quarterly Journal of Economics με το οποίο απαντούσε σε τέσσερα άρθρα επιφανών οικονομολόγων του καιρού του, που ασκούσαν δριμεία κριτική στις θέσεις του. Σε αυτό το άρθρο με τίτλο «Η γενική θεωρία της απασχόλησης», ο Κέινς επαναπρότεινε τον σκελετό της «Γενικής θεωρίας…» με τρόπο πολύ απλό και πειστικό. Εθετε στο επίκεντρο του συστήματος τις προσδοκίες των επιχειρηματιών. Αυτές είναι που καθορίζουν την πορεία του οικονομικού συστήματος.
Το μέλλον είναι αβέβαιο και επομένως οι επιχειρηματίες οφείλουν να ποντάρουν σε αυτό. Αν αυτοί βλέπουν το μέλλον θετικά τότε θα επενδύσουν, θα προσλάβουν τους εργαζόμενους και ο μηχανισμός του πολλαπλασιαστή θα δικαιώσει και θα ενισχύσει τον οπτιμισμό τους. Αν αυτοί είναι απαισιόδοξοι, αν τα «ζωώδη ένστικτά» τους (animal spirits) είναι αδύναμα, δεν θα επενδύσουν, η ανεργία θα εξαπλωθεί και ο πολλαπλασιαστής θα συντείνει στην πτώση του επιπέδου της παραγωγικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Ιδού γιατί γίνεται αναγκαία η δράση του κράτους μέσω της νομισματικής πολιτικής ή μέσω των δημόσιων επενδύσεων.
Το ζητούμενο είναι να καλυφθούν τα κενά που οι προσδοκίες των επιχειρηματιών μπορεί να δημιουργήσουν στη συνολική ζήτηση. Χρειάζεται η δημόσια δράση για να αντισταθμίζει τις φάσεις αδυναμίας του καπιταλισμού. Ο Κέινς μάλιστα έτεινε να θεωρεί ότι με τη βαθμιαία συσσώρευση του κεφαλαίου θα μειώνονταν όλο και περισσότερο οι προσδοκίες των καπιταλιστών για κέρδη και ότι επομένως θα γινόταν αναγκαία «μια ευρεία κοινωνικοποίηση των επενδύσεων» από μέρους του κράτους. Σε αυτό το μέλλον δεν τον δικαίωσε. Τον δικαίωσε όμως για το γεγονός ότι από μόνος του ο αυθόρμητος μηχανισμός της αγοράς δεν αρκεί. […]
================
Γιατί η ανεργία είναι πολιτική απόφαση'Η κυβέρνηση πρέπει να προσαρμόσει τα ποσοστά δαπανών και τη φορολογία της έτσι ώστε οι συνολικές δαπάνες στην οικονομία να μην είναι ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες από εκείνες που επαρκούν για να διατηρήσουν το πλήρες επίπεδο απασχόλησης της παραγωγής σε τρέχουσες τιμές.
Εάν αυτό σημαίνει ότι υπάρχει έλλειμμα, μεγαλύτερος δανεισμός, «εκτύπωση χρημάτων» κ.λπ., τότε αυτά τα πράγματα από μόνα τους δεν είναι ούτε καλά ούτε κακά, είναι απλά τα μέσα για τα επιθυμητά όρια της πλήρους απασχόλησης και της σταθερότητας των τιμών…'
Αbba Lerner: “Functional Finance and the Federal Debt,”1943
Σχόλια