Σταύρος Λυγερός
Η επίσκεψη Ερντογάν στα Κατεχόμενα 47 χρόνια ακριβώς μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο προσδίδει έναν πολιτικό συμβολισμό που Αθήνα και Λευκωσία δεν πρέπει να παρακάμψουν, όπως συνηθίζουν. Σ’ αυτό το άρθρο, ωστόσο, δεν θα ασχοληθώ ούτε με την επίσκεψη, ούτε με τη διπλωματική διελκυστίνδα για το Κυπριακό. Ας δραπετεύσουμε από τη συγκυρία, σε μία προσπάθεια να δούμε το “δάσος” κι όχι τα “δένδρα”. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Λόγω της ημέρας θα υπενθυμίσω αυτά που έχω ξαναγράψει, δίνοντας τον λόγο σε Τούρκους αξιωματούχους, οι οποίοι διαχρονικά μας λένε ξεκάθαρα τι σημαίνει για την Άγκυρα το Κυπριακό. Μόνο οι αρμόδιοι σε Αθήνα και Λευκωσία –με λίγες εξαιρέσεις– αρνούνται με ιδεοληπτική εμμονή να “ακούσουν”. Για την Τουρκία, λοιπόν, το Κυπριακό ήταν πάντα πρώτα απ’ όλα γεωπολιτικό ζήτημα και κατ’ επέκταση ζήτημα γεωστρατηγικής.
Ο έλεγχος όλης της Κύπρου ήταν και παραμένει κεντρική συνιστώσα στην εθνική στρατηγική της Τουρκίας να αναδειχθεί σε δύναμη με πρωτεύοντα ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, πολύ πριν εμφανισθεί ο Ερντογάν στο πολιτικό προσκήνιο. Ο έλεγχος της Μεγαλονήσου δεν εξασφαλίζει στην Τουρκία μόνο τον έλεγχο των κρίσιμης σημασίας θαλασσίων οδών της περιοχής, αλλά και αυξάνει κατακόρυφα τη στρατηγική σημασία της για Δύση και Ανατολή. Παραθέτω, λοιπόν, δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, χωρίς δικά μου σχόλια:
Αναλύοντας τη στρατηγική σημασία που έχει η Κύπρος για την Τουρκία, ο πρώην Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τουράν Γκιουνές έχει δηλώσει: «Η Κύπρος είναι τόσο πολύτιμη όσο το δεξί χέρι για μια χώρα που ενδιαφέρεται για την άμυνά της, ή τα επεκτατικά της σχέδια. Αν δεν συγκρατήσουμε στη σκέψη μας αυτήν τη στρατηγική σημασία της Κύπρου, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την ειρηνευτική επιχείρηση της 20ής Ιουλίου (εισβολή), ή μάλλον είναι αδύνατον να καταλάβουμε την όλη κρίση στην Κύπρο. Πολλές χώρες, σε κάποιο βαθμό γιατί αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, θέλουν να δουν το Κυπριακό απλώς ως απότοκο της επιθυμίας μόνο να προστατεύσουμε την τουρκική κοινότητα στο νησί» (Χουριέτ 20.7.1980).
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ έχει δηλώσει το Νοέμβριο 1983 στη Μιλιέτ: «Η Κύπρος είναι ένα νησί που διαπερνά την Τουρκία σαν μαχαίρι. Είναι εξαιρετικά ζωτική από την άποψη της ασφάλειάς μας. Αυτό το νησί δεν πρέπει να βρίσκεται σε εχθρικά χέρια. Η ύπαρξη των Τούρκων στη Βόρεια Κύπρο είναι μια εγγύηση προς την κατεύθυνση αυτή».
Ο πρωθυπουργός της εισβολής Μπουλέντ Ετσεβίτ, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στα Κατεχόμενα τρεις σχεδόν μήνες μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, δήλωσε: «Εάν η Κύπρος μοιραστεί ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αν γίνει οποιαδήποτε ενέργεια που θα οδηγούσε σε κάτι τέτοιο, θα φέρουμε με τα ίδια μας τα χέρια την Ελλάδα στα νότιά μας, τη στιγμή που στα δυτικά, στο Αιγαίο, έχουμε τόσα προβλήματα. Θα καθιστούσαμε, με τα ίδια μας τα χέρια, την Ελλάδα μια μεσανατολική χώρα και έτσι θα αυξάνονταν τα προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες» (ΑΠΕ 10.2.1984).
Πέντε περίπου χρόνια αργότερα ο Ετσεβίτ διατηρούσε τις ίδιες ακριβώς απόψεις: «Εάν μια ομοσπονδιακή λύση δεν γίνει δεκτή, είναι φανερό ότι θα υπάρξουν δύο κράτη στη νήσο, τα οποία θα δηλητηριάζουν συνεχώς τις σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδας, ή η νήσος θα διχοτομηθεί μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Η Τουρκία δεν έχει συμφέρον να φέρει την Ελλάδα και στο νότιο πλευρό της» (Αγών 25.3.1989).
Συμπληρωματικά παραθέτουμε απόσπασμα από τη μελέτη “Τουρκοελληνικές σχέσεις και Μεγάλη Ιδέα” της Διεύθυνσης Στρατηγικών Μελετών του τουρκικού Γενικού Επιτελείου: «Η περικύκλωση της σημερινής Τουρκίας, της οποίας ο πληθυσμός έφθασε τα 50 εκατομμύρια και η οποία κατέχει έναν ισχυρό στρατό, στον Νότο, με την άλωση της Κύπρου και τον αποκλεισμό των θαλασσίων οδών προς τη Μεσόγειο και το Αιγαίο σε περίπτωση παγκόσμιας σύρραξης, είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει δεκτό όχι μόνο από την Τουρκία, αλλά και οποιοδήποτε κράτος που θα βρισκόταν στην κατάσταση αυτή» (Νέα 24.1.1986).
Σε συνέντευξή του (Μιλιέτ 23.7.1985) ο Ντενκτάς είχε δηλώσει ότι «ακόμα και αν η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν υπήρχε, η Τουρκία πάλι δεν θα άφηνε την Κύπρο στην Ελλάδα».
Κατά τον Τουρκοκύπριο πολιτικό Αλπάι Ντουρντουράν, η τουρκική πλευρά επιθυμεί να έχει δικαίωμα λόγου πάνω σ’ ολόκληρη την Κύπρο (Ορτάμ 18.4.1985).
Σαφέστατος ήταν και ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Σοϊσάλ: «Δεν θέλουμε την Ελλάδα στη νότια πλευρά μας… Όσον καιρό η Κύπρος δεν θα αποτελεί βάση για επιθέσεις εναντίον της Τουρκίας, δεν υπάρχει πρόβλημα» (Σημερινή 28.8.1988).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο κορυφαίος Τούρκος σχολιαστής Αλί Μπιράντ: «Η επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο δεν έγινε μόνο για τα μαύρα μάτια των Τουρκοκυπρίων. Η Τουρκία επενέβη επίσης και για να προωθήσει τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα» (Μιλιέτ 13.3.1984).
Ενδεικτική και η ανάλυση του Τούρκου στρατηγού Τζελίλ Γκιουρκάν (Κίπρις Πόστασι 20.12.1983), σύμφωνα με την οποία σε περιόδους ελληνοτουρκικής κρίσης ή πολέμου η Ελλάδα «θα δημιουργήσει απειλή για τα λιμάνια της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Σε μια τέτοια κατάσταση τα λιμάνια της Αλεξανδρέττας, της Μερσίνας και της Αττάλειας θα αποκτήσουν ζωτική σημασία για τις εισαγωγές-εξαγωγές και τον ανεφοδιασμό της Τουρκίας. Μια Κύπρος που θα βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της αντίπαλης δύναμης θα μπορούσε με άνεση να κλείσει αυτά τα λιμάνια και έτσι να οδηγήσει την Τουρκία σε μια πολύ επικίνδυνη απομόνωση. Κατά συνέπεια, η Κύπρος θα πρέπει να βρίσκεται, με κάθε θυσία, σε χέρια που θέλουν το καλό της Τουρκίας. Αυτό θα πρέπει να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο της εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας. Από στρατιωτική σκοπιά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας η πιο ασφαλισμένη Κύπρος θα ήταν μια Κύπρος που θα βρισκόταν στο σύνολό της υπό τον έλεγχο της Τουρκίας. Η φόρμουλα της διχοτόμησης, που θα δημιουργούσε δύο ανταγωνιζόμενα χωριστά κράτη, ένα τουρκοκυπριακό στον Βορρά κι ένα ελληνοκυπριακό στον Νότο, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ιδεώδης λύση για την ασφάλεια της χώρας μας. Μια τέτοια λύση θα συνεπαγόταν τον τεράστιο κίνδυνο της επέκτασης του ήδη υφισταμένου θερμού χώρου επαφής και διαφωνιών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και κατά μήκος της Κύπρου».
Ο Τούρκος στρατηγός Οσμάν Νατζίν σε άρθρο του στην “Γκιουνές” (αναδημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 22.8.1986) αναφέρει τους λόγους, για τους οποίους η Τουρκία δεν θα εγκαταλείψει ποτέ την Κύπρο: «Η Κύπρος αποτελεί θέμα παρεμπόδισης του Ελληνισμού… Η Κύπρος αποτελεί το πιο κοντινό και το πιο άμεσο θέμα ασφάλειας για την Τουρκία, διότι, κοντά στα άλλα, η νήσος προσφέρεται θαυμάσια για κατασκευή νέων και σύγχρονων αεροδρομίων. Ένα εχθρικό κράτος που θα εγκαθιστούσε τέτοιες βάσεις στη νήσο θα συνιστούσε μεγάλη απειλή για την Τουρκία».
Στην Γκιουνές (αναδημοσίευση στην ελληνοκυπριακή Εμπρός 28.5.1988) ο Ορχάν Ερκανλί (ως συνταγματάρχης πρωταγωνίστησε στο πραξικόπημα του 1960 στην Τουρκία) έγραψε ότι «για την Τουρκία το Κυπριακό δεν είναι απλώς ένα θέμα διασφάλισης των ζωών των τουρκικών γενεών που διαβιούν στη νήσο. Η στρατηγική ασφάλεια της Τουρκίας και τα συμφέροντά της στη Μεσόγειο δεν μπορούν να επιτρέψουν ολόκληρη η νήσος να τεθεί υπό τον έλεγχο της Ελλάδας. Το να επαναληφθεί για μία ακόμα φορά το λάθος που έγινε στο Αιγαίο θα ήταν ασυγχώρητο σφάλμα εκ μέρους της Τουρκίας».
Κοινοί παρονομαστές για Κυπριακό
Η θεώρηση του Κυπριακού που περιγράφουν οι παραπάνω δηλώσεις δεν ήταν θεώρηση μόνο της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας, η οποία ήταν καθεστώς στην περίοδο που εξετάζουμε. Είναι και θεώρηση των νεοοθωμανών, που είναι πλέον το νέο καθεστώς στην Τουρκία. Κοινός παρονομαστής κεμαλιστών και νεοοθωμανών, άλλωστε, είναι η πολιτικοψυχολογική ανάγκη να αντιστρέψουν την ιστορική τάση συρρίκνωσης που βίωσαν, λόγω της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εισβολή και κατοχή της βόρειας Κύπρου είναι η δεύτερη επέκταση μετά την ενσωμάτωση της Αλεξανδρέττας λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι κοινοί αυτοί παρονομαστές επιβεβαιώνονται όχι μόνο από την πολιτική Ερντογάν και από αποσπασματικές δηλώσεις στελεχών της, αλλά και από αυτά που ολοκληρωμένα έχει γράψει στο βιβλίο του “Στρατηγικό βάθος” ο αρχιτέκτονας της νεοοθωμανικής εξωτερικής πολιτικής Αχμέτ Νταβούτογλου (πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός της Τουρκίας) για την Κύπρο και το Κυπριακό. Το γεγονός ότι τώρα, σε αντίθεση με το παρελθόν, η Άγκυρα μιλάει για δύο κράτη έχει βεβαίως την εξήγησή του.
Σχόλια