Παρουσιάζεται το νομοσχέδιο από την κυβέρνηση ως μια μεταρρύθμιση προς την κατεύθυνσης της προστασίας της εργασίας και του εργαζομένου. Έχετε χαρακτηρίσει το νομοσχέδιο ως βαθιά αντιμεταρρύθμιση. Που στηρίζεται αυτό;
Το αν μια νομοθετική παρέμβαση είναι μεταρρυθμιστική ή αντιμεταρρυθμιστική προκύπτει όχι από το όνομα που δίνει ο συντάκτης της, αλλά από το περιεχόμενο. Βάσει αυτού σας λέω κατηγορηματικά ότι πρόκειται για μια βαθιά αντιμεταρρύθμιση σε ό,τι αφορά το θεσμικό πλαίσιο της εργασίας. Μάλιστα, το νομοσχέδιο της κυβέρνησης πρέπει να το δούμε κάνοντας ένα βήμα πίσω και ανατρέχοντας όχι μόνο στα πρώτα μέτρα της διακυβέρνησης της ΝΔ, δηλαδή στην κατάργηση του βάσιμου λόγου και της συνευθύνης, που επίσης ήταν ρήξεις με δίκαιες ρυθμίσεις που είχαν έρθει από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στον νόμο 4635/2019, με τον οποίο η κυβέρνηση χτύπησε στην καρδιά τους τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τη διαιτησία. Εισήγαγε με τον νόμο αυτό ένα πυκνό πλέγμα εξαιρέσεων από συλλογικές συμβάσεις και έτσι πολλές επιχειρήσεις πλέον να μπορούν να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων, με αποτέλεσμα αυτές να μην μπορούν να αναπτύξουν την κανονιστική τους εμβέλεια και την προστατευτική τους λειτουργία. Το ίδιο έκανε η κυβέρνηση και με τη διαιτησία, ακρωτηριάζοντας το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής. Ελλείψει αυτών των δύο, ως διαπλαστικός ρυθμιστικός παράγοντας μένει η ατομική σύμβαση εργασίας. Μένει, δηλαδή, εκείνο το εργαλείο, το οποίο απωθήθηκε ήδη από τις απαρχές της δημιουργίας των εργατικών δικαίων, στις αρχές του 19ου αιώνα. Όταν στον 21ο αιώνα ξαναγυρνάμε στην ατομική σύμβαση εργασίας, τότε κάτι σάπιο υπάρχει.
Κατόπιν, η κυβέρνηση συνέχισε στην ίδια ρότα με δύο εμβληματικά νομοθετήματα για τη ΔΕΗ και τα ΕΛΤΑ, όπου ορίζεται ρητά πλέον ότι όσοι προσλαμβάνονται εφεξής δεν θα υπάγονται στους κανονισμούς εργασίας και στις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις της ΔΕΗ και των ΕΛΤΑ, άρα οι όροι εργασίας τους θα ρυθμίζονται με ατομικές συμβάσεις. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι μόνο τυχαία δεν ήταν η κατάληξή μας στις ατομικές συμβάσεις εργασίας, αλλά ήταν εξαρχής το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Και αυτό επιβεβαιώνεται και με το παρόν νομοσχέδιο.
Πώς επιβεβαιώνεται;
Με πάρα πολλούς τρόπους. Δείτε τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας για την αναίρεση του οχταώρου. Αυτή πια θα γίνεται με ατομική σύμβαση εργασίας. Ο κ. Χατζηδάκης, με τον προπαγανδιστικό οίστρο που τον έχει καταλάβει, μας λέει ότι διευθέτηση του χρόνου εργασίας υπάρχει από τη δεκαετία του ’90. Παραλείπει, όμως, να πει ότι αυτή μπορούσε να γίνει μόνο με συλλογική συμφωνία. Και ακόμη παραλείπει να πει ότι αυτή η διάταξη δεν περπάτησε στην πράξη, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, ακριβώς γιατί οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν ανέλαβαν το ρίσκο και κυρίως την ευθύνη να συμφωνήσουν την αναίρεση του 8ώρου. Όπως και να το κάνουμε, η διευθέτηση με την παροχή δωρεάν εργασίας με αντάλλαγμα μόνο μειωμένο ωράριο σε άλλες μέρες, πρόσθετο χρόνο ανάπαυσης ή άδειες αναψυχής είναι μια βαθιά τομή στα του χρόνου εργασίας. Αυτό βέβαια πλήττει συγχρόνως και βασικά εργαλεία δημιουργίας θέσεων εργασίας, δηλαδή την πολιτική του χρόνου εργασίας. Σε άλλο σημείο του νομοσχεδίου αναφέρεται πως με ατομική σύμβαση εργασίας μπορούν να συμφωνούν εργαζόμενος και εργοδότης άδεια χωρίς αποδοχές για ένα χρόνο, άδεια που μπορεί ανανεώνεται χωρίς χρονικό όριο, πρακτικά επ’ αόριστον. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ένα ισχυρό διευθυντικό δικαίωμα που έχει ο εργοδότης, με το ισχύον δίκαιο, να θέτει το προσωπικό του σε διαθεσιμότητα μέχρι τρεις μήνες το χρόνο πληρώνοντας τις μισές αποδοχές, τώρα μετατρέπεται σε ένα ολοκληρωτικό εργαλείο, που επιβάλλει ακραία επισφάλεια στον εργαζόμενο, χωρίς τα αναχώματα της διαθεσιμότητας του νόμου 3198/1955.
Οι διατάξεις της απαξίωσης της διαιτησίας και των μηχανισμών ελέγχου του ΣΕΠΕ, όπως και η πρόκριση των ατομικών συμβάσεων στέλνουν σήμα πως παύει να είναι η εργασία υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του υπουργείου Εργασίας και επομένως του κράτους;
Το κράτος αναιρώντας ουσιαστικά την προστατευτική λειτουργία του νόμου και μετατρέποντάς τον σε εργαλείο στα χέρια του ισχυρού δεν εγκαταλείπει απλώς το ρόλο του, αλλά επιβάλλει την αντιστροφή του ρόλου του από εργαλείο προστασίας σε εργαλείο αποπροστασίας. Από αυτή την αντιστροφή του ρόλου δεν ωφελείται η οικονομία, το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει, υπονομεύεται η δεξαμενή από την οποία αρδεύονται και οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Ωφελούνται ελάχιστοι, αυτές είναι οι ολιγαρχικές αποφύσεις και αυτού του νομοσχεδίου. Ουσιαστικά συνεχίζεται η μνημονιακή πολιτική εσωτερικής υποτίμησης δια της μείωσης των μισθών – γιατί αυτό κάνει η κυβέρνηση– και συγχρόνως αποσυναρμολογούνται οι μηχανισμοί του εργατικού δικαίου, προκειμένου να υιοθετηθούν οι προτάσεις του ΣΕΒ. Αυτή η κυβέρνηση έχει παραχωρήσει ατύπως νομοθετική πρωτοβουλία στο ΣΕΒ, αρκεί να δει κανείς τα μέτρα που προτείνει ο ΣΕΒ στις εκθέσεις και τις έρευνές του και πώς αυτά τα μέτρα υλοποιούνται στη συνέχεια από την κυβέρνηση. Αλλά το περιεχόμενο του νομοσχεδίου, όπως και το περιεχόμενο του Ν. 4635/2019 δεν ωφελεί όλα τα μέλη του ΣΕΒ, αλλά λίγα. Ένα μεγάλο μέρος των μελών του ΣΕΒ είναι οι επιχειρηματίες της παραγωγικής οικονομίας, η οποία θα υποφέρει ξανά, όπως υπέφερε και στην περίοδο των μνημονίων με την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Σας θυμίζω ότι τότε έκλεισαν εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν εξαρτώνται από τις εξαγωγές αλλά από την εσωτερική ζήτηση, την οποία αν τη γκρεμίσεις θα κλείσεις επιχειρήσεις.
Ξαναγυρνάμε δηλαδή στην πολιτική των μνημονίων, χωρίς δεσμευόμαστε από μια τέτοια συμφωνία;
Κάτι χειρότερο, από μια άποψη. Πολλά από τα φονικά μέτρα των μνημονίων ήταν προσωρινά. Προσωρινή ήταν ακόμη και η μείωση του κατώτατου μισθού, γι΄ αυτό μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου στον Αύγουστο του 2018 υπήρξε μια πρώτη αύξηση. Και αν δεν πάγωνε τώρα ο κατώτατος μισθός –όπως διαφαίνεται ότι θα γίνει- θα είχαμε και πάλι κάποιες μικρές αυξήσεις. Προσωρινή στα χρόνια των μνημονίων ήταν και η αναστολή της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, όπως και η αναστολή της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης στη συρροή κλαδικών και επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων. Αυτά κάποια στιγμή (Αύγουστος 2018) τελείωσαν. Αυτό που γίνεται τώρα, η αποδόμηση του θεσμικού πλαισίου της εργασίας από την κυβέρνηση της ΝΔ, δεν είναι πλέον προσωρινή αλλά πάγια.
«Το νομοσχέδιο δίνει δύναμη στον εργαζόμενο», όπως δήλωσε ο Κ. Μητσοτάκης, προσθέτοντας ότι «Προστατεύει τους εργαζόμενους. Προωθεί την ισορροπία μεταξύ οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής». Περί αυτού πρόκειται;
Πρόκειται για προπέτασμα. Βάζει η κυβέρνηση στη βιτρίνα του νομοσχεδίου της την επικύρωση δύο διεθνών συμβάσεων εργασίας, για την προστασία της υγείας και της ζωής των εργαζομένων και για την αντιμετώπιση της βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης, για γονικές/πατρικές άδειες, και τη μεταφορά της οδηγίας για τη συμφιλίωση εργασίας και ιδιωτικής ζωής στο εσωτερικό δίκαιο, τα εμφανίζει μάλιστα σαν να ήταν δικό της έργο, ενώ είναι δημοσίου διεθνούς δικαίου υποχρεώσεις της χώρας. Βάζοντας όμως στη βιτρίνα αυτά, επιχειρεί να κρύψει τα υπόλοιπα. Και παράλληλα εξαπολύεται μια πρωτοφανής προπαγάνδα με παρουσιάσεις στον Τύπο και γενικά στα ΜΜΕ που μηρυκάζουν το non-paper της κυβέρνησης και βιάζουν τη λογική και την πραγματικότητα. Αυτό που διατρέχει το περιεχόμενο του νομοσχεδίου είναι η βίαιη από-προστασία της εργασίας, συνέχεια όλων των νομοθετικών μέτρων κατά της εργασίας που έλαβε αυτή η κυβέρνηση από την αρχή της θητείας της.
Εμφανίζεται ως εφαρμογή των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών. Είναι έτσι;
Εκτός του ότι υπάρχει παραχάραξη των συγκριτικών στοιχείων στο παρόν νομοσχέδιο, ισχύει αυτό που είχε παρατηρήσει σκωπτικά η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας για τα φονικά μέτρα των μνημονίων· η βέλτιστη πρακτική στο Ηνωμένο Βασίλειο να κινούνται τα αυτοκίνητα στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, δεν είναι βέλτιστη πρακτική στην Αθήνα ή τη Νέα Υόρκη.
Ένα ακόμα επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι οι διατάξεις αυτές αποτελούν εκσυγχρονισμό του εργατικού δικαίου και εναρμόνιση με τη σημερινή πραγματικότητα…
Αυτά αναφέρει το non paper του υπουργείου, που επαναλαμβάνονται στερεοτύπως από όσους επιχαίρουν για το νομοσχέδιο του κ. Χατζηδάκη. Τα επιχειρήματα είναι γνωστά, αλλά είναι πολύ σαθρά και πολύ φθηνά θα έλεγα. Το ότι κάποια νομοθετήματα είναι «παλιά» είναι ένας τίτλος. Αυτό δεν λέει τίποτα για το περιεχόμενο του παλιού και του νέου. Διότι υπάρχουν παλιά πράγματα που είναι πάρα πολύ ακριβά για τη ζωή των εργαζομένων, για τις κοινωνίες αλλά και για την οικονομία που τροφοδοτείται από τον μισθό. Για παράδειγμα, η ελευθερία με ισότητα είναι ένα πολύ παλιό πράγμα, πολύ ακριβό όμως για τη ζωή μας. Το ίδιο η αλληλεγγύη ή ο συνδικαλισμός, οι συλλογικές συμβάσεις. Μόνο άνθρωποι που δεν μετέχουν της ελληνικής παιδείας μπορούν να περιφρονούν έτσι αδιάκριτα το «παλιό», χωρίς να αναλύουν τι εννοούν με παλιό και καινούριο. Ο νόμος 2112/1920 της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, που τώρα αποδομείται με τα μέτρα της κυβέρνησης είναι ένας παλιός νόμος. Ισχύει εδώ και εκατό χρόνια. Αλλά έχει εγκατασταθεί στις συνειδήσεις και διατηρεί αμείωτη την αξία του. Το νομοσχέδιο αυτό, λοιπόν, είναι ένας βαθύς αναχρονισμός. Κι αυτό φαίνεται καθαρά και στη ρύθμιση για τις πλατφόρμες. Σε ό,τι αφορά τα ντελίβερι και τις πλατφόρμες που προσλαμβάνουν ντελιβεράδες, με το νομοσχέδιο δίνεται η χαριστική βολή. Επιτρέπει στους εργοδότες να επιλέγουν είτε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είτε σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου. Ξέρετε εσείς, όχι πολλούς, έναν εργοδότη που θα επέλεγε τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας; Δεν υπάρχει τέτοιος εργοδότης. Αντιλαμβάνεστε ότι η πολύ ευαίσθητη κατηγορία εργαζομένων, με άπειρους κινδύνους για τη ζωή και την υγεία τους καθημερινά, βγαίνει από την ομπρέλα προστασίας του εργατικού δικαίου. Αντί να τους δώσει προστασία έναντι της βίας της ατομικής σύμβασης εργασίας, το νομοσχέδιο εισάγει ένα τεκμήριο κατά της εξαρτημένης εργασίας, μια διεστραμμένη αντιστροφή των τεκμηρίων του εργατικού δικαίου υπέρ της εξαρτημένης εργασίας. Ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτή την κοιτίδα του νεοφιλελευθερισμού, το ανώτατο δικαστήριο διαπιστώνει ότι η σύμβαση εργασίας με τέτοιες πλατφόρμες είναι στην πραγματικότητα εξαρτημένη, παρά τις ψευδεπίγραφες συμβάσεις (ανεξάρτητων υπηρεσιών) που επιβάλλονται στους εργαζόμενους. Κόντρα και στη νομοθετική πρωτοβουλία της ισπανικής κυβέρνησης η «μοντέρνα» κυβέρνηση της ΝΔ πετάει έξω από το εργατικό δίκαιο τους όσους παρέχουν υπηρεσίες, εξαρτημένη εργασία, σε ψηφιακές πλατφόρμες.
Για την τηλεργασία, που είναι μια σύγχρονη μορφή εργασίας, θεωρείτε ότι παρέχεται προστασία με το νομοσχέδιο;
Αν με ρωτούσατε αν το νομοσχέδιο έχει θετικές διατάξεις, θα σας απαντούσα πως ναι. Θετική είναι βέβαια η επικύρωση των δύο διεθνών συμβάσεων εργασίας, η οποία όπως σας εξήγησα δεν πιστώνεται στην κυβέρνηση, γιατί αυτή ήταν υποχρεωμένη να το κάνει. Από την άλλη, είναι θετική και η ενεργοποίηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας, που είναι νομοθετημένη αλλά δεν εφαρμόστηκε μέχρι τώρα. Αρκεί βέβαια να συντρέξουν και κάποιες προϋποθέσεις. Πρώτον, να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις που θα υπαχθούν σε αυτή τη ρύθμιση, να προμηθεύονται και να ενεργοποιούν τις ψηφιακές κάρτες εργασίας. Δεύτερον, να υπάρχει η εγγύηση ότι θα τηρούνται όλα αυτά στην πράξη και όχι όποτε θέλει ο εργοδότης. Τρίτον, ότι θα υπάρξει ένας αποτελεσματικά στελεχωμένος ελεγκτικός μηχανισμός, ο οποίος θα έχει στη διάθεσή του και τα εργαλεία –δηλαδή αποτελεσματικές κυρώσεις- για να ελέγχει την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας. Αντ’ αυτών, η κυβέρνηση αποδυνάμωσε το ΣΕΠΕ και μείωσε δραστικά τα πρόστιμα και συγχρόνως μετατρέπει τώρα το ΣΕΠΕ σε ανεξάρτητη αρχή, μια απόπειρα απαλλαγής της από την πολιτική ευθύνη της λειτουργίας του ΣΕΠΕ. Ένα ακόμα θετικό μέτρο είναι το δικαίωμα αποσύνδεσης, δεν μένει παρά να το δούμε στην πράξη. Σε ό,τι αφορά την τηλεργασία πάντα, παρατηρώ ότι από το νομοσχέδιο έχει εξαφανιστεί το δικαίωμα επιστροφής του εργαζόμενου. Ο εργαζόμενος που συμφωνεί να μετατρέψει την κανονική εργασία σε τηλεργασία, έχει στο ήδη ισχύον δίκαιο δικαίωμα επιστροφής στην κανονική εργασία μέσα σε ένα τρίμηνο. Αυτό το δικαίωμα που τώρα εξαφανίζεται θα έπρεπε, για να είναι αποτελεσματικό, εκτός των άλλων να επεκταθεί τουλάχιστον στο ένα έτος.
Όταν ασκείται κριτική στη ρύθμιση για τις υπερωρίες, από το υπουργείο λένε ότι πρέπει να ρυθμιστεί το άναρχο τοπίο. Το καταφέρνουν;
Κανείς δεν αμφιβάλει ότι υπάρχει μαύρη εργασία, απλήρωτες υπερωρίες. Το θέμα, όμως, πάντοτε είναι τι κάνεις για το άναρχο τοπίο. Νομιμοποιείς την αναρχία; Νομιμοποιείς την παραβατικότητα; Γιατί οι δωρεάν υπερωρίες μέσω διευθέτησης με ατομική σύμβαση και η αύξηση των υπερωριών ισοδυναμεί με νομιμοποίηση της παραβατικότητας. Νομιμοποιείται η παροχή δωρεάν υπερωριακής εργασίας και ταυτόχρονα απεμπολεί το κράτος ένα πολύτιμο εργαλείο διαχείρισης του χρόνου εργασίας ως μέσου για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Αν ο εργοδότης μπορεί να παίρνει φθηνές ή δωρεάν υπερωρίες, ασφαλώς δεν θα κάνει προσλήψεις. Η αντιμετώπιση του άναρχου πεδίου από την κυβέρνηση φανερώνει μια λογική, που αν εφαρμοζόταν για την αντιμετώπιση της ολοένα αυξανόμενης εγκληματικότητας, θα οδηγούσε σε νομιμοποίηση εγκληματικών συμπεριφορών.
Την ίδια στιγμή καταργείται η Επιθεώρηση Εργασίας. Φυσικά, από το υπουργείο διατείνονται πως πρόκειται για αναβάθμιση η μετατροπή της σε ανεξάρτητη αρχή. Τι τελικά ισχύει;
Οι οργουελικές αντιστροφές που κάνει αυτή η κυβέρνηση είναι πλέον κοινός τόπος, μια στοιχειωδώς κριτική συνείδηση δεν μπορεί παρά να το αντιλαμβάνεται. Για το ΣΕΠΕ μπορεί να πει κανείς πολλά. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι βάσει διεθνών συμβάσεων εργασίας η Επιθεώρηση Εργασίας είναι κρατική ευθύνη και αρμοδιότητα. Η κυβέρνηση αφότου ανέλαβε τη διακυβέρνηση αποδομεί το ΣΕΠΕ. Το μετέτρεψε αρχικά σε διεύθυνση και τώρα σε ανεξάρτητη αρχή, που είναι, όπως ανέφερα ήδη, ένας –όχι τόσο έξυπνος- τρόπος μετακύλισης της πολιτικής ευθύνης για τις αδυναμίες του ΣΕΠΕ, όπως το κατάντησε η κυβέρνηση. Όταν θα κάνουμε την κριτική για την αδυναμία του ΣΕΠΕ να αντιμετωπίσει την παραβατικότητα και τη βία στις εργασιακές σχέσεις, θα μας λέει η κυβέρνηση –που μείωσε τα πρόστιμα και, γενικά, τις κυρώσεις και αποποιήθηκε τις ευθύνες της- ότι το ΣΕΠΕ είναι μια ανεξάρτητη αρχή.
Πέραν του ότι καταργείται κάθε μηχανισμός ελέγχου, πλήττονται οι αποζημιώσεις απόλυσης. Με τι αποτέλεσμα;
Όποιος απολύεται τώρα θα μπορεί να πάρει μια αποζημίωση, που θα κινείται στα κατώτατα όρια, γιατί οι επιχειρήσεις θα επικαλούνται οικονομικά προβλήματα είτε πραγματικά, είτε ως προϊόν δημιουργικής λογιστικής. Καταργείται ένα ουσιώδες στοιχείο προστασίας των εργαζομένων από παράνομες απολύσεις, το δικαίωμα επαναπρόσληψης, το οποίο αντικαθίσταται με μια πρόσθετη αποζημίωση.
Οι ρυθμίσεις για την μερική απασχόληση, θα ενισχύσουν την υποδηλωμένη ή μαύρη εργασία;
Οι ρυθμίσεις αυτές διαλύουν κυριολεκτικά τη διαχείριση του χρόνου από τον μερικώς εργαζόμενο, καθώς θα υποχρεούται να παρέχει πρόσθετη εργασία όχι σε συνέχεια του μειωμένου ωραρίου του αλλά και μετά από διακοπή. Όλο αυτό μας παραπέμπει πάλι σε έναν επαρκώς στελεχωμένο ελεγκτικό μηχανισμό και σε αποτελεσματικές κυρώσεις. Τίποτα από τα δύο δεν υπάρχει.
Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση είδε την πανδημία ως ευκαιρία για να περάσει αυτή την αντιμεταρρύθμιση;
Αυτό το σχέδιο αξιοποιεί ένα είδος «δόγμα του σοκ». Κατατέθηκε μέσα στη συνθήκη του φόβου και της ανασφάλειας λόγω της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης, η οποία θα γιγαντωθεί στο μέλλον. Ας μην γελιόμαστε όμως, το σχέδιο της ΝΔ για την εργασία είναι συνεκτικό και εκτεταμένο. Ο Ν. 4635/2019 θεσπίστηκε πριν ξεσπάσει η πανδημία. Αυτό μαρτυρεί ότι υπήρξε εξαρχής ένας σχεδιασμός να πλήξουν το συλλογικό και να αναδείξουν το ατομικό, όπου κυριαρχεί η βία του εργοδότη. Επομένως, ας μην ταυτίζουμε όλες αυτές τις νομοθετικές πρωτοβουλίες με τη συνθήκη της πανδημίας. Αντιλαμβάνεστε ότι έχουμε να κάνουμε με μέτρα τα οποία προφανώς δεν θα αντέξει η κοινωνία, και εννοώ πρωτίστως τους εργαζόμενους αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Αν γκρεμίσεις τους μισθούς που βρίσκονται ήδη σε βύθιση από τα χρόνια του μνημονίου, με μικρές ανάσες μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου, θα το πληρώσουν και οι επιχειρήσεις. Αυτό ίσως εξηγεί και τη διστακτικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σε ό,τι αφορά το νομοσχέδιο.
Τα συνδικαλιστικά δικαιώματα περιορίζονται δραστικά, πλήττοντας κάθε μηχανισμό άμυνας των εργαζομένων, ενώ την ίδια στιγμή επιβάλλονται όροι βαρβαρότητας στους χώρους εργασίας. Οι ρυθμίσεις πιστεύετε πως φτάνουν στην ποινικοποίηση του συνδικαλισμού;
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τόσο των εργαζομένων, όσο και των εργοδοτών –με το νέο νόμο- υποχρεούνται να εγγραφούν σε ένα ψηφιακό μητρώο. Αν δεν το κάνουν κυριολεκτικά αποκεφαλίζονται. Δεν θα έχουν την ικανότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ούτε να διαπραγματεύονται. Δεν θα έχουν δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία του ΟΜΕΔ –ή σε ό,τι απέμεινε από αυτή. Δεν θα έχουν προστασία της συνδικαλιστικής δράσης. Πρόκειται προφανώς για μια δρακόντεια κύρωση, ενώ θα αρκούσε η επιβολή ενός προστίμου, για να αναγκαστούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να εγγραφούν. Η εγγραφή στο Μητρώο δεν είναι απλή ούτε αδάπανη. Η πλειονότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν έχει καν τα οικονομικά μέσα για την πρόσληψη ενός δικηγόρου, ο οποίος θα τη διευκολύνει να κάνει τις εγγραφές. Από την άλλη, με την εγγραφή στο Μητρώο τίθενται και θέματα προστασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
Σε ό,τι αφορά ειδικά την απεργία είναι περιττό να πω ότι είναι στο στόχαστρο όχι μόνο του νομοθέτη αλλά και των δικαστηρίων. Βασικός παράγοντας απορρύθμισης του δικαιώματος της απεργίας είναι η νομολογία των δικαστηρίων, με αποτέλεσμα το δικαίωμα στην απεργία να είναι περίπου ημιθανές για νομικούς λόγους. Βέβαια το δικαίωμα απεργίας είναι ημιθανές και για πραγματικούς λόγους, γιατί στη σημερινή συνθήκη οι άνθρωποι ασκούν συνηθέστερα ένα άλλο θεμελιώδες δικαίωμα, το δικαίωμά τους στον φόβο. Η κυβέρνηση επιφέρει τώρα ένα ακόμη πλήγμα με τη ρύθμιση που επιβάλλει να ψηφίζουν την απεργία το 50%+1 των μελών του σωματείου. Αυτό δεν συμβαίνει πουθενά, σε καμιά συλλογικότητα, ούτε στο εκλογικό σώμα όπου το κύρος των εκλογών δεν εξαρτάται από τη συμμετοχή. Ο κανόνας στη λειτουργία των συλλογικοτήτων είναι ότι μπορούν να λειτουργούν με όσα μέλη θέλουν και μπορούν να συμμετέχουν, με την τήρηση βέβαια της ελάχιστης απαιτούμενης απαρτίας και πλειοψηφίας.
Θα είναι εξαιρετικά δύσκολη πια η προκήρυξη μιας απεργίας, με το ασφυκτικό πλαίσιο που επιβάλλουν.
Με τα κριτήρια που θέλει να εφαρμόσει η κυβέρνηση θα είναι αδύνατο να προκύπτει οποιαδήποτε συλλογική απόφαση. Άλλωστε, η νομιμοποίηση της απεργίας κρίνεται από το πόσοι θα συμμετάσχουν στην απεργία, όχι πόσοι θα την υπερψηφίσουν. Εκεί κρίνεται η εμβέλεια, η αξιοπιστία και η ορθότητα της απόφασης του σωματείου. Κρίνεται, βεβαίως, και από τα μέσα που έχει στα χέρια του ο εργοδότης να πολεμήσει τη συμμετοχή στην απεργία με τον φόβο που μπορεί να διασπείρει. Τώρα θα έχουμε απολύσεις λόγω συμμετοχής σε απεργία και στην περιφρούρησή της, από τις οποίες απολύσεις δεν θα προστατεύονται ούτε οι συνδικαλιστές. Τέλος, απαράδεκτη είναι και η διάταξη για το προσωπικό ασφαλείας. Δεν νοείται απεργία όταν το προσωπικό παροχής υπηρεσιών κατά τη διάρκεια μιας απεργίας θα ανέρχεται στο 1/3 των εργαζομένων. Η απεργία, θυμίζω, κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα ως δικαίωμα πρόκλησης ζημίας, καθώς διακόπτει την παραγωγική λειτουργία της επιχείρησης.
Όσα συζητάμε τόση ώρα δεν φτάνουν να συζητηθούν σε επίπεδο δημόσιου διαλόγου. Το μόνο που ακούγεται είναι η φωνή του υπουργείου Εργασίας…
Μόνο λίγες εφημερίδες και ελάχιστα μέσα, σ΄ αυτά και το περιοδικό της Βουλής, τήρησαν τους κανόνες δεοντολογίας. Αν δείτε τα συστημικά Μέσα θα διαπιστώσετε ότι ο αντίλογος δεν μπορεί ούτε να δηλώσει την παρουσία του.
Ο Άρης Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου της Νομικής στο ΑΠΘ.
Σχόλια