Γιατί η μετανάστευση ΔΕΝ συμβάλει στο δημογραφικό πρόβλημα

Η κατακλείδα που είχε η τοποθέτηση της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, στο συνέδριο της τράπεζας Eurobank, για το δημογραφικό ζήτημα προκάλεσε αρκετό θόρυβο και διαμαρτυρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Η ΠτΔ, σε μια ομιλία που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε να πιάνει τον σφυγμό και τις πραγματικότητες του ελληνικού δημογραφικού προβλήματος, παλινδρόμησε σε μια θέση περί της μετανάστευσης ως ‘αντίδοτου’ στην δημογραφική κρίση και την κρίση των ασφαλιστικών συστημάτων, η οποία εκφράζεται από πολλές φωνές της υπερφιλελεύθερης δεξιάς και της αριστεράς.

Κάποτε, μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, το επιχείρημα αυτό υπέρ των ευεργετικών επιδράσεων της μετανάστευσης στην δημογραφική συρρίκνωση της κοινωνίας, της αγοράς εργασίας, και κατ’ επέκτασιν στην κρίση βιωσιμότητας των ασφαλιστικών συστημάτων, ήταν ένα από τα ισχυρά σημεία της ατζέντας υπέρ των «ανοιχτών συνόρων».

Έκτοτε όμως, καθώς οι σχετικές οικονομομετρικές έρευνες προχώρησαν στην αξιολόγηση δεδομένων που αφορούν τις μέσο-, και μακροπρόθεσμες επιδράσεις από την μόνιμη παρουσία των μεταναστών στις κοινωνίες εγκατάστασης, η εικόνα άλλαξε.

Φάνηκε τότε, ότι η αρχική θετική επίδραση της μετανάστευσης στους δημογραφικούς δείκτες, αλλά και στον λόγο εξάρτησης του ασφαλιστικού συστήματος (σχέση εργαζόμενων/συνταξιούχων) αφορούσε μια «φωτογραφία της στιγμής» που πάρθηκε κατά την πρώτη φάση εγκατάστασης.

Την ίδια στιγμή όμως, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού συνεχίζει να γηράσκει και να συρρικνώνεται. Αυτό σημαίνει ότι οι υπό συζήτηση δείκτες (γενικός πληθυσμός, πληθυσμός αγοράς εργασίας, σχέση εργαζόμενων/συνταξιούχων) θα συνεχίζουν να συρρικνώνονται, με ελαφρά βραδύτερους ρυθμούς όμως. Και αυτό θα κάνουν μέχρις η σχέση μεταναστευτικών-υπεργεννητικών πληθυσμών και γηγενών-υπογεννητικών ανατραπεί, μέχρι δηλαδή να αποκτήσει ο μεταναστευτικός πληθυσμός τα μεγέθη ώστε να απορροφήσει την δυναμική μείωσης της πλειοψηφίας.

Και οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί, βέβαια, γηράσκουν. Η μεγαλύτερη γεννητικότητά που παρουσιάζουν οι οικογένειές τους, σε σχέση με τους γηγενείς μπορεί να υποστηρίξει την γήρανση αυτή, αν και έτσι εξουδετερώνεται μέρος των ευεργετικών επιδράσεων προς τους ντόπιους. Την ίδια στιγμή, η υπεργεννητικότητα, η ένταξη κ.ο.κ. τείνουν κι αυτές να επιβαρύνουν περισσότερο τις κοινωνικές δαπάνες. Αν λάβουμε υπόψη το σύνολο των παραμέτρων, επομένως, η εκτίμηση ότι το σύγχρονο καθεστώς υπερκινητικής μετανάστευσης έχει οπωσδήποτε θετική συνεισφορά, και ότι αποτελεί σενάριο «αμοιβαίου κέρδους», ανατρέπεται.

Για να ισχύσει το σενάριο «αμοιβαίας ωφέλειας» που προπαγανδίζουν οι υποστηρικτές των ανοιχτών συνόρων στους δημογραφικούς και ασφαλιστικούς δείκτες, θα πρέπει τα μεταναστευτικά ρεύματα να αυξάνονται γεωμετρικά. Σε τέτοια μεγέθη ώστε να μπορούν να καλύψουν το εύρος συρρίκνωσης των γενικού πληθυσμού, των εργαζόμενων, και των ασφαλισμένων.

Το σενάριο αυτό, είναι ένα σενάριο διαρκούς κλιμάκωσης της μετανάστευσης. Δηλαδή εκτεταμένης υποκατάστασης πληθυσμών καθώς οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη.

Πάμε να δούμε πως αυτή η πραγματικότητα αναπαρίσταται με αριθμούς.

Σύμφωνα με υπολογισμούς της δημογραφικής υπηρεσίας του ΟΗΕ, το 1995 η Ευρώπη είχε ανά μέσο όρο δείκτη γεννήσεων 1,5 παιδιά, πράγμα που οδήγησε σε μια ραγδαία πτώση των δημογραφικών δεικτών που αφορούν στην αγορά εργασίας: Λόγω της αύξησης του προσδόκιμου, αλλά και της γήρανσης του πληθυσμού, το μερίδιο των ανθρώπων που ήταν άνω των 64 χρόνων, τότε, αυξήθηκε από το 9,5% (1950) στο 15,6% (1995). Αντιστοίχως, μειώθηκε και ο λόγος εξάρτησης εργαζόμενων/συνταξιούχο από 7 εργαζόμενους ανά συνταξιούχο (1950), στους 4 εργαζόμενους ανά συνταξιούχο.

Παίρνοντας το 1995 ως έτος βάσης, και θεωρώντας ότι για την δημογραφική κρίση προκρίνεται η λύση της μετανάστευσης, ο ΟΗΕ επεξεργάστηκε διάφορα σενάρια σχετικά με τις ανάγκες της Ευρώπης των 15 σε εισροές πληθυσμών μέχρι το 2050. Σύμφωνα με τα σενάρια αυτά, η Ευρώπη θα πρέπει να εισάγει γύρω στα 80 εκ. μετανάστες (79,6) μέχρι το 2050, αν θα θέλει στο μισό του 20ου αιώνα να διατηρήσει την ίδια ηλικιακή σύνθεση νέων και ηλικιωμένων. Αν πάλι, επιθυμεί να διατηρήσει τον λόγο εξάρτησης εργαζόμενων/συνταξιούχων στο 3, που βρίσκεται περίπου σήμερα, θα πρέπει να εισάγει 153,6 εκ. μετανάστες, ενώ μέχρι το 2050 όσοι θα έχουν καταφθάσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο μετά το 1995, θα αποτελούν το 40% του συνολικού πληθυσμού. Αν πάλι η Ε.Ε. θα επιθυμούσε να διατηρήσει τον λόγο εξάρτησης των ασφαλιστικών της συστημάτων στο 4,0, θα πρέπει να υποδεχθεί… 701 εκ. μετανάστες μέχρι το 2050, και τότε αυτοί θα αποτελούν το 75% του πληθυσμού.

Εν κατακλείδι…

Ο φόβος για την «υποκατάσταση πληθυσμών», λοιπόν, δεν αποτελεί φαντασιούργημα μιας υποτιθέμενης ακροδεξιάς ατζέντας, ή συνωμοσιολογία. Αποτελεί άμεση συνέπεια μιας λογικής που θέλει να αντιμετωπίσει την δημογραφική συρρίκνωση με… εισαγωγές πληθυσμών.

Αυτή η άποψη  τείνει να αντιμετωπίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες σαν ένα σύνολο απρόσωπων «δεικτών». Και γι’ αυτό θεωρεί τόσο εύκολη την κάλυψη ενός οικονομικού συντελεστή που φθίνει («εργατικά χέρια», «πληθυσμός») με μαζικές μετακινήσεις και εισαγωγές πληθυσμών.

Όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, όμως, οι κοινωνίες –όλες οι κοινωνίες– έχουν συλλογικό πρόσωπο. Δηλαδή πολιτιστική ταυτότητα, ρίζωμα, συνέχεια μέσα στην ιστορία. Η αυτοδιάθεση και η δημοκρατία τους θεμελιώνονται ακριβώς πάνω στην επιβεβαίωση ότι το συλλογικό αυτό πρόσωπο δεν είναι εφήμερο, και δεν μπορεί να αλλάζει κατά το δοκούν μέσα στο χρόνο.

Οι κοινωνίες, δηλαδή, συγκροτούνται πρωτίστως πολιτιστικά. Κάτι που αρχίζουν και αντιλαμβάνονται πλέον στην Ευρώπη, γι’ αυτό για παράδειγμα ο Γάλλος Πρόεδρος Εμ. Μακρόν, μιλάει για «αποσχιστικότητα». Για να περιγράψει ακριβώς πως, η ραγδαία ρευστοποίηση των πληθυσμών που επέφερε η παγκοσμιοποίηση δεν γκρεμίζει τα σύνορα, όπως θέλει ένας αφελής δικαιωματισμός, αλλά ορθώνει τείχη πολιτιστικών συγκρούσεων, μέσα στην ίδια την κοινωνία. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη, με τις γενικευμένες πολιτισμικές συγκρούσεις, την συγκρότηση παράλληλων κοινωνιών και την ασυμφωνία στο επίπεδο των αξιών και των τρόπων ζωής, είναι το «κόστος υποκατάστασης» που πληρώνει μια κοινωνία, όταν επιλέγει την μετανάστευση ώστε να αντιμετωπίσει την δημογραφική της συρρίκνωση.

Ούτε βιώσιμη, επομένως, είναι η πολιτική αυτή, ούτε παράγει βέλτιστα αποτελέσματα. Οι θέσεις της δε, καταρρίπτονται, στα ισχυρά τους επιχειρήματα που αφορούν στο δημογραφικό, την αγορά εργασίας, την οικονομία και το ασφαλιστικό. Αντίθετα, αυτό που καταφέρνει, είναι να προσφέρει προσωρινά παυσίπονα: Υπό την επίδρασή της, τα κράτη αποκοιμίζονται αναβάλλοντας την καθιέρωση πολιτικών για την δημογραφική τους ανάταξη, το πρόβλημα επιδεινώνεται, και επιτείνεται η ανάγκη για εισαγωγές πληθυσμών. Ένας αδιέξοδος, φαύλος κύκλος…

Δεκεμβριστής

============

Σχόλια