Σε εποχές όχι πολύ μακρινές και σε γενιές που ακόμα επιζούν, όταν μιλούσαμε για την πολιτική, την ταυτίζαμε αυτονόητα με την ευθύνη και το προνόμιο διαμόρφωσης της Ιστορίας. «Κάνω πολιτική» σήμαινε, περισσότερο ή λιγότερο, «γράφω Ιστορία»: διαμορφώνω όρους – προϋποθέσεις («τρόπους») ικανοποίησης των κοινών αναγκών, κοινών στοχεύσεων, ποθούμενης ποιότητας του συλλογικού βίου.
Σήμερα, στην Ελλάδα τουλάχιστον, η σύνδεση της πολιτικής με την ευθύνη για την ποιότητα της ζωής στα πλαίσια κοινού βίου, δεν θεωρείται καθόλου αυτονόητη – οι επείγουσες προτεραιότητες είναι άλλες. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η πολιτική ασκείται αυτονομημένη επιδεικτικά από την κοινωνία, επείγουσα προτεραιότητα είναι να κερδηθούν οι εντυπώσεις στο παιχνίδι διεκδίκησης της εξουσίας – τίποτε άλλο.
Οι πολίτες – ψηφοφόροι είμαστε ουσιαστικά αμέτοχοι στο παιχνίδι εξουσίας που παίζουν τα κόμματα. Ο ρόλος μας και οι δυνατότητές μας να επηρεάσουμε το παιχνίδι, δεν διαφέρουν από τον ρόλο και τις δυνατότητες παθιασμένων, ίσως, αλλά μόνο θεατών στο (επαγγελματικό) ποδόσφαιρο. Και στις δύο περιπτώσεις, πανομοιότυπα, οι αυτουργοί (παίκτες) διακυβεύουν κερδοφορία μυθώδη και τις συνακόλουθες προνομίες δημοσιότητας, ενώ οι θεατές – χειροκροτητές μόνο ηδονίζονται με τις ψευδαισθήσεις «φαντασιακής ταύτισης» που ανέλυσε ο Φρόιντ.
Η απόσπαση της πολιτικής από την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών και στοχεύσεων συντελέστηκε «ανεπαισθήτως» – ακριβώς όπως ο Καβάφης το ορίζει. «Μεγάλα και υψηλά τείχη» χωρίζουν την πολιτική από την κοινωνία («από τον κόσμον έξω»). Δεν ακούσαμε «κρότον κτιστών ή ήχον», το διαζύγιο πολιτικής και κοινωνίας δεν ενοχλεί κανέναν. Ακόμα και το μικρονοϊκά φασαριόζικο ΚΚΕ, άψογα συντεταγμένο σε ετοιματζίδικα συλλαλητήρια, «μάχεται» με κονσερβαρισμένη συνθηματολογία, για την αυτοσυντήρησή του (φυσικά) – όχι για την απάτη και αυθαιρεσία της πολιτικής. Αντίστοιχα αδιάφορος για την κοινωνία είναι και εκείνος ο «πατριωτισμός», που όσους βουλευτές κι αν βγάλει, κηραλοιφές θα πουλάει και κομπογιαννίτικα μαντζούνια – ώς εκεί μπορεί.
Βέβαια, η υπονόμευση της άλλοτε εμπειρίας «κάνω πολιτική – γράφω Ιστορία», έστω και ασυνείδητη ή αθέλητη, φτωχαίνει το κοινωνικό πεδίο, νομοτελειακά. Τα παραδείγματα τέτοιας πτώχευσης ή και ευτελισμού της πολιτικής είναι πάμπολλα, θορυβωδώς επηρμένη είναι η περίπτωση του σημερινού δημάρχου της Αθήνας. «Δενδροφύτευσε» ο θλιβερός με φοίνικες σε γλάστρες (!! ύψιστε Θεέ) την κεντρικότερη λεωφόρο της κυκλοφοριακής κόλασης των Αθηνών – σαν δήθεν «πεζόδρομο» για να ρομαντζάρουν οι (προφανώς ανεγκέφαλοι) εντόπιοι ή οι μαζοχιστές τουρίστες, σε ακροβασία «περιπάτου» καταμεσής στον εφιάλτη των επιθετικών οχημάτων.
Ανάλογη «πολιτική» με αυτή του «εκσυγχρονιστή» δημάρχου προσπαθούν να επαγγελθούν όλα τα κόμματα του κοινοβουλίου μας – δεν υπάρχει κόμμα που να ασκεί ή να υπόσχεται πολιτική μαχητικής άρνησης του παιχνιδιού των εντυπώσεων, πολιτική που φιλοδοξεί «να γράψει Ιστορία». Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ, με όποια παρονομασία κι αν καμουφλάρει τις πομπές του, δεν διανοείται την αυτοκριτική και τον αυτοέλεγχο, μιαν ελάχιστη, έστω, αίτηση συγγνώμης για τα ανήκεστα και φρικώδη ιστορικά του εγκλήματα: τη μονοτονική γραφή, το σημιτικό «γκρίζο Αιγαίο», την κατάλυση κάθε αξιοκρατίας, λειτουργικής ιεραρχίας και κριτικού ελέγχου στον δημόσιο τομέα, τον λαϊκισμό ως μονόδρομο προς την εξουσία.
Ούτε η καταθλιπτική εξ ορισμού «Νέα Δημοκρατία» διανοήθηκε ποτέ να αντιτάξει άρνηση και προγραμματική διαφοροποίηση από την αδιάντροπη ανηθικότητα του ΠΑΣΟΚ, να ζητήσει έλεος και συγγνώμη που αντί να αντισταθεί, εξομοιώθηκε εξευτελιστικά με το ΠΑΣΟΚ και πιθήκιζε τις «επιτυχίες» του. Να ζητήσει τον οίκτο της Ιστορίας για εγκλήματα της πολιτικής της αυτουργίας, όπως η ολοκληρωτική πολεοδομική καταστροφή της χώρας, η αμνήστευση του ΚΚΕ για τη ζαχαριαδική κακουργία, η προγραμματική εξαφάνιση του ελληνικού χωριού, της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας.
Η αίτηση συγγνώμης στην πολιτική δεν είναι επιταγή κάποιου κώδικα συμπεριφοράς (savoir vivre), είναι μέτρο και ένδειξη ετοιμότητας για επανόρθωση των σφαλμάτων. Δηλαδή, «σημείο» ρεαλιστικής ελπίδας. Τέτοια ελπίδα δεν ξεμυτίζει στον ελλαδικό πολιτικό ορίζοντα. Είχαμε μιαν επιπλέον ευκαιρία να προκληθεί η σωτήρια αυτοσυνειδησία, η αυτοκριτική που γεννάει ελπίδες: τα διακόσια χρόνια από την «εθνεγερσία» – τάχα και γιορτή που ξεγύμνωσε την κοινωνική αφασία, τη συντελεσμένη ιστορική μας εξαφάνιση. Κάποιοι, απλώς τσέπωσαν κι άλλο ευκαιριακό δημόσιο χρήμα ή αυξημένη δόση ευτελισμένης δημοσιότητας. Η γονιμότητα της ευκαιρίας βεβαιώθηκε μηδενική και μόνο με την επιλογή του γενικού συντονιστή. Επιλογή που βεβαίωσε, το τι μπορούμε να περιμένουμε στο πεδίο της πολιτικής από τον σημερινό πρωθυπουργό.
Ένα «λογικό» ερώτημα είναι: Γιατί την οικονομική χρεοκοπία την ανεχθήκαμε και υποστήκαμε εξευτελιστικές συνέπειες, ενώ την πολιτική χρεοκοπία αρνούμαστε, με τυφλό πείσμα, να την παραδεχτούμε; Ψευτοδίλημμα: Και στις δύο περιπτώσεις η επιπολαιότητα απέκλεισε τις ρεαλιστικές πιστοποιήσεις.
Σχόλια