Αγαπούλα, πούλα... εμείς δεν αγοράζουμε!

Ο κ Χρήστος Λαμπρίδης με υψωμένη τη γροθιά τιμά... την εργατική Πρωτομαγιά...
Ο κ. Χρήστος Λαμπρίδης υπήρξε Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Υπουργού Ναυτιλίας και στη συνέχεια ορίστηκε Γενικός Γραμματέας Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων...
Πριν μερικά χρόνια ο κ. Λαμπρίδης διαδήλωνε κατά της πώλησης του ΟΛΠ στην Cosco. Ήταν, όμως, Διευθυντής του Υπουργού Ναυτιλίας, όταν αυτό πουλήθηκε στην...Cosco...
Κατά την παραμονή του κ. Λαμπρίδη σε διάφορα πόστα του... Υπουργείου Ναυτιλίας:
- καταργήθηκε μετά από 70 χρόνια η υποχρέωση του ΟΛΠ να προσλαμβάνει μόνιμους λιμενεργάτες. Με αυτόν τον τρόπο, ο ΟΛΠ απέκτησε το δικαίωμα να αναθέτει ΟΛΕΣ τις λιμενικές λειτουργίες σε ... υπεργολάβους και εκ περιτροπής εργαζόμενους
- η COSCO συνέχισε ανενόχλητη να απασχολεί εκ περιτροπής λιμενεργάτες στους προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ. Μάλιστα, με νομοθετική ρύθμιση, που ψηφίστηκε με τον κ. Λαμπρίδη στα ... πόστα του Υπουργείου Ναυτιλίας, το καθεστώς αυτό - του εκ περιτροπής λιμενεργάτη - απέκτησε πλήρη νομοθετική κατοχύρωση, ώστε κανείς ΠΟΤΕ να μην το αμφισβητήσει και μάλιστα με επιβεβαίωση του μονοπωλίου της DPORT
- δεν κυρώθηκε ΟΥΤΕ ΜΙΑ από τις διεθνείς συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) για την προστασία της λιμενεργασίας...
- έπαυσε η ελεύθερη πρόσβαση των εκπροσώπων της ΠΝΟ στο λιμάνι του Πειραιά..
- ΔΕΝ αναθεωρήθηκε ο αναχρονιστικός νόμος της ΠΝΟ
- δεν καταργήθηκε το απεργοσπαστικό πλοίο ασφαλείας, που θεσμοθέτησε η Κυβέρνηση Σαμαρά
και πααααααάρα πολλά ακόμη.
Σήμερα ο κ. Λαμπρίδης οδύρεται για την κατάργηση του 8ωρου... όμως στο λιμάνι του Πειραιά το 8ωρο έχει ήδη καταργηθεί από την εποχή που ο κ. Λαμπρίδης ήταν στα... πόστα...
Πώς το έλεγε ρε παιδιά ο αείμνηστος Τάκης Σπυριδάκης;
Αγαπούλα, πούλα...
Σε ό τι μας αφορά, ο κ. Λαμπρίδης μπορεί να πουλά ό, τι θέλει... εμείς δεν αγοράζουμε

via Δημοσθένης Μπακόπουλος
 ===============

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΒΑΡΟΥΞΗΣ

 

 ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ ΧΩΡΑ;

ΑΘΗΝΑ 2021

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ISBN: 978-3-200-07549-8

Copyright © Αντώνιος Βαρουξής, 2021 Πρώτη έκδοση: Φεβρουάριος 2021 Διακίνηση: Lisantoni-Media, Βιέννη

 

Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η ολική, μερική ή περιληπτική αναπαραγωγή και μετάδοση έστω και μιας σελίδας του παρόντος βιβλίου κατά παράφραση ή διασκευή με οποιονδήποτε τρόπο (μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό κ.λπ. – Ν 2121/93 άρθρο 51).

Printed in Greece ΑllRightsReserved


Παρίσι, 1995

Άνοιξη, έχουν περάσει ήδη δώδεκα χρόνια στη Γαλλία, τα επαγγελματικά μου πήγανε και πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, ξεκίνησα αγοραπωλησίες ακινήτων, πέρασα να φτιάχνω εστιατόρια, καταστήματα κ.λπ., έφτιαξα το πρώτο, έφτιαξα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο· αλλά πάντα ανήσυχος. Να ανέβω, να εξελιχθώ. Πάρα πολλή εργασία, δωδεκάωρα, δεκαπεντάωρα, επί δεκαπέντε χρόνια.

Όλα τα χρόνια που έλειπα από την Ελλάδα, το ένα μάτι μου ήταν πάντα εκεί.

Και την καμάρωνα. Και ζήλευα που δεν μπορώ να είμαι εκεί, να μπορώ να χτίσω και κάτι στη χώρα μου. στη χώρα η οποία γέννησε όλο το δυτικό πολιτισμό. Νόμιζα ότι με το να γυρίσω να κάνω κάτι στην Ελλάδα, θα μπορούσα κι εγώ να συμβάλω στην ανάπτυξη και τον πολιτισμό της χώρας μου, που άρχισα να τον ανακαλύπτω όταν έφυγα απ’ αυτή. Ίσως η ξενιτιά, ίσως η νεότητά μου όταν ήμουν πιο νέος, ήταν άλλα τα ενδιαφέροντά μου.

Το Παρίσι μού άνοιξε τα μάτια. Τα σύμβολα τα ελληνικά είναι όλα παντού διασκορπισμένα μέσα στο Παρίσι. Δεκαπέντε χρόνια μου πήρε να ανακαλύψω το χρυσό που είχε μοιράσει η χαμένη χώρα μου. Το Παρίσι με έκανε να ανακαλύψω από πού κατάγομαι και ποιος είμαι. σ’ αυτή την πρωτεύουσα ανακάλυψα ποιος είμαι, πού πάω και τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Και ήθελα σ’ αυτές τις δύο χώρες –Γαλλία και Ελλάδα– που έχω για πατρίδες μου, να μοιράσω τη ζωή μου.

Έπρεπε να κάνω κάτι να τα συνδυάσω. Μου άρεσε η ιδέα του χαμένου πολιτισμού από τη χώρα μου και η καινούργια χώρα μου, η Γαλλία, που μου έδειχνε το δρόμο, το μέλλον μου. Ήξερα ποιον δρόμο ήθελα να ακολουθήσω. Με τα φώτα που απέκτησα απ’ τη Γαλλία και με τα γονίδια από τη χώρα μου, ανακάλυψα το χαμένο θησαυρό που ψάχνει κάθε άνθρωπος.
Έπρεπε πάση θυσία να βρω κάτι επαγγελματικό για να συνδυάσω τις δύο χώρες μου, δίχως να φύγω απ’ τη Γαλλία. Είναι η χώρα που μου έδωσε το μίτο της Αριάδνης για να βγω απ’ το λαβύρινθο και να κάνω την πορεία μου με καθαρή σκέψη.

Άρχισα να παρακολουθώ τη χώρα μου, την Ελλάδα, πιο στενά. Να βλέπω τι γίνεται, μήπως μπορέσω να βρω μια ιδέα επαγγελματική για να κάνω το συνδυασμό που είχα στο μυαλό μου. Μου πήρε σχεδόν ένα χρόνο μέχρι να ανακαλύψω το συνδυασμό που μπορούσα να κάνω για να υλοποιήσω την ιδέα μου. Και εκεί που βρισκόμουν στο δίλημμα πότε μπορώ να βάλω τα σχέδιά μου ναυλοποιηθούν, αναπάντεχα ήρθε μια οικονομική κρίση στη Γαλλία.

Όπως φαινόταν, τα πάντα θα ήταν στο ρελαντί και τα ακίνητα θα έχαναν τριάντα με σαράντα τοις εκατό.

Αυτό ήταν το έναυσμα για να βάλω μπροστά τα σχέδιά μου για την Ελλάδα. Με τους υπολογισμούς που έκανα, αυτή η κρίση θα κρατούσε εφτά οχτώ χρόνια έλεγα. Οπότε θα εκμεταλλευτώ την κρίση, να πάω στην Ελλάδα και να υλοποιήσω τα σχέδιά μου. Και σε μερικά χρόνια που θα έχει φύγει η κρίση, τα πάντα θα είναι έτοιμα και θα μπορώ από το Παρίσι να διοικώ τις επιχειρήσεις μου.

Το Παρίσι θα ήταν η έδρα μου, η επαγγελματική και η οικογενειακή. Ώστε να πορευθώ στη ζωή μου μέσα από τη χώρα που μου έδωσε τα φώτα. Και ταυτόχρονα να αναπτύσσεται και η χώρα μου, η Ελλάδα, μέσα από την επένδυση την οποία θα έκανα και μέσα από τα χρήματα που θα έμπαιναν στην Ελλάδα. Για να πραγματοποιηθεί η ανάπτυξη και να ανέλθει και το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων στο νομό που θα αποφάσιζα να κάνω την επένδυση.

Μια ωραία πρωία έπιασα τη Σαμπίν, σύντροφο στη ζωή μου, και άρχισα να της εξηγώ το τι θα κάνω. Δεν θα παραλείψω να πω, ό,τι έκανα στα επαγγελματικά μου, πάντα τα μοιραζόμουν με τη Σαμπίν, όλα, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Και πάντα συμφωνούσε μαζί μου. Ό,τι απόφαση και να έπαιρνα. Και μέχρι εκείνη τη στιγμή πάντα ήταν ενήμερη για όλες τις επαγγελματικές επιτυχίες ή και αποτυχίες μου. Μοιραζόμασταν τα πάντα, εγώ απ’ τη δουλειά μου κι αυτή απ’ τη δουλειά της, ενημέρωνε ο ένας τον άλλον.

Έπειτα από μια έρευνα αγοράς στον πρωτογενή τομέα, κατέληξα πού και τι ακριβώς θα κάνω. Λόγω του ότι δεν είχα πείρα σε τι είδους προϊόντα θα επένδυα, αποφάσισα να είναι προϊόντα με μεγάλη διάρκεια ζωής, ώστε να έχω χρόνο να αποκτήσω πείρα και σιγά σιγά να τα εξελίξω. Το εργοστάσιο θα έφτιαχνε αγροτικά προϊόντα επεξεργασίας και τυποποίησης: ελαιόλαδο, τουρσιά, πιπεριές και λοιπά.

Η έρευνά μου ήταν καλή στη Γαλλία, τη Γερμανία και τα Αραβικά Εμιράτα.

Είχα καλές υποσχέσεις για μελλοντικές παραγγελίες με πάρα πολύ καλές προοπτικές, εφόσον η ποιότητα, η τιμή και η συσκευασία ήταν στο ραντεβού. Το κεφάλαιό μου ήταν εκατό εκατομμύρια δραχμές και θα έμπαινα και σ’ ένα πρόγραμμα ευρωπαϊκής χρηματοδότησης με ποσοστό εξήντα τοις εκατό. Όλη η επένδυση θα ήταν γύρω στα τριακόσια πενήντα εκατομμύρια δραχμές.

Ξεκίνησα, λοιπόν, τα αλλεπάλληλα ταξίδια. Ελλάδα – Παρίσι. Κάθε εβδομάδα, επί έξι μήνες, το ίδιο πρόγραμμα. Να κάνω όλες τις μελέτες, όλα τα business plan για να τα καταθέσουμε στα αρμόδια υπουργεία και τις διάφορες υπηρεσίες, ώστε να εγκρίνουν την επένδυση. Για τη γραφειοκρατία δεν χρειάζονται πολλές αναλύσεις, θα έχετε ακουστά. Αλλά ήμουν νέος, είχα όρεξη, είχα δύναμη, ήξερα τι θέλω να κάνω, οπότε και τα πιο μεγάλα προβλήματα τα έλυνα· με χίλιες δυσκολίες, αλλά τα έλυνα –λίγες φορές με τον καλό τρόπο, άλλες φορές ήμουν κακό παιδί– αλλά προχωρούσαμε.

Ιδρύσαμε την εταιρεία Agros Ε.Π.Ε. Βρήκα έναν ντόπιο συνεργάτη από τα παλιά και τον έκανα μέτοχο στην εταιρεία, ώστε να τον εκπαιδεύσω για τη συνέχεια στο εργοστάσιο. Να μου μαζεύει τις πρώτες ύλες και να διευθύνει τα τοπικά θέματα υπό την εποπτεία μου.

Ο τοπικός μέτοχος που βρήκα είχε μεγαλώσει σε αυτή την περιοχή και είχε εμπειρία με τους αγρότες. Μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Με τα σχέδια που έκανα, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Αυτά βέβαια στη θεωρία. Το τι έγινε στην πράξη θα το δούμε παρακάτω.

Μετά από δώδεκα μήνες η επένδυση εγκρίθηκε και μπορούσα να ξεκινήσω. Με τους όρους τους να γίνουν σεβαστοί. Καταθέτουμε στην πολεοδομία για να πάρουμε την άδεια οικοδόμησης. Και περιμένω.

Η άδεια οικόδομησης αργούσε, δεν έβγαινε. Kαι κανένας συνεργάτης μου –πολιτικός μηχανικός, λογιστής, δικηγόρος– δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια λογική εκτίμηση γιατί δεν έβγαινε η άδεια. Όπως πάντα, παίρνω κι εγώ την τσάντα μου, μπαίνω στο αεροπλάνο και πάλι Ελλάδα. Δεν πάνε πέντε μέρες που είχα γυρίσει στο Παρίσι.

Φτάνω βράδυ στο νομό Ηλείας. ξυπνάω το πρωί, παίρνω το αυτοκίνητό μου μαζί με το συνεργάτη μου, τον Αποστόλη, για να με πάει στην πολεοδομία, διότι δεν ήξερα ούτε καν πού βρίσκεται. Φτάνουμε πρωί πρωί εννέα η ώρα. Ήμουν όπως πάντα ευγενικός με τους πρώτους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν μπορούσαν όμως να μου εξηγήσουν γιατί δεν βγαίνει η άδεια. Ρωτούσα μήπως υπάρχει κάποια εκκρεμότητα στο φάκελο, μήπως λείπει κάποιο χαρ- τί. «Όχι», μου έλεγαν, «ο φάκελος είναι κομπλέ».

«Οπότε», τους λέω, «τι κάνουμε»; Καμία απάντηση, καμία λογική. Κάποια μυστήρια δύναμη μάλλον δεν άφηνε να βγει η άδεια, κάποιο φάντασμα.

Ο συνεργάτης μου ο Αποστόλης μού λέει, από τη μικρή πείρα που έχει, ότι μάλλον θέλουν φακελάκι, δωροδοκία δηλαδή. «Για ποιον λόγο», τον ρωτάω,
«είμαστε στα πάντα νόμιμοι και είναι δημόσιοι υπάλληλοι».

Η υπομονή μου είχε εξαντληθεί. Ζητάω να δω το γενικό διευθυντή της πολεοδομίας για να δω πώς εκείνος εξηγεί όλη αυτή την καθυστέρηση. Είχε πάει ήδη μεσημέρι, πάνε τέσσερις ώρες που είμαστε εκεί. Μετά από πολλές φωνές και φασαρία δέχτηκε ο τοπικός άρχοντας (κύριος Χριστοδουλόπουλος) να με δει.

Μπαίνω στο γραφείο του μαζί με το συνεργάτη μου. Όπως πάντα ξεκινάω ευγε- νικός και με ήρεμη φωνή να του εξηγώ τι έχει συμβεί τις προηγούμενες τέσσερις ώρες. Με ακούει με προσοχή και αρχίζει να μου εξηγεί, χωρίς κανένας να βγάζει νόημα απ’ αυτά που έλεγε. Δεν υπήρχε καμία λογική, όλο βλακείες έλεγε. Απορούσα πώς είναι αυτός –διευθυντής της υπηρεσίας– υπεύθυνος για τις επενδύσεις στην Ελλάδα.

Δεν άντεξα, ανέβηκαν οι τόνοι. Φωνές, απειλές. Τίποτα. Βγαίνω εκτός εαυτού και για πρώτη φορά στη ζωή μου σηκώνω την τσάντα μου και αρχίζω να τον χτυπάω και να φωνάζω για το κακό που κάνει στη χώρα μου ως δημόσιος λειτουργός και να του λέω ότι θα ’πρεπε να βρίσκεται στη φυλακή.

Πετάχτηκαν οι υπάλληλοι από τα υπόλοιπα γραφεία και ο συνεργάτης μου και μας χώρισαν από τον καβγά. Και του είπα τα εξής: «Φεύγω τώρα και θα έλθω αύριο το πρωί να πάρω την άδεια. Αν δεν είναι έτοιμη, θα έλθω με τους δημοσιογράφους και με εισαγγελέα». Και παίρνω το συνεργάτη μου και φεύγω.

Την άλλη μέρα το πρωί πάμε στην πρώτη υπάλληλο και προς μεγάλη μας έκπληξη, ένας φάκελος μας περιμένει. Με την άδεια μέσα. Παίρνουμε το φάκελο και με χαρά λέω στον Αποστόλη «άντε, πάμε σε καμιά ταβέρνα να το γιορτάσουμε», μετά απ’ όλο αυτό το τρομακτικό γεγονός που τον χτύπησα με την τσάντα μου.

Πήγαμε σε μια ταβέρνα, στο Αχίλλειον, στην Κουρούτα Αμαλιάδος. Είναι μια ταβέρνα στην οποία, όταν σου φέρνουν το λογαριασμό, πάντα το ποσό είναι στρογγυλό. Δηλαδή 50, 100, 200 και λοιπά. Ποτέ δεν είναι 48 ή 85. Δυστυχώς έτσι λειτουργούν οι ταβέρνες στη χώρα μου.

Κάθισα τρεις μέρες ακόμα στην περιοχή για να αναθέσω όλα τα τεχνικά έργα. Για να ξεκινήσει η οικοδομή. Και ανέθεσα τις υπόλοιπες εργασίες στους συνεργάτες μου και έφυγα για Παρίσι. Μία εβδομάδα μετά άρχισαν τα τηλεφωνήματα με τους ντόπιους συνεργάτες μου να με ενημερώνουν πώς πάνε οι εργασίες.

Μου αναφέρουν ότι το συμφωνητικό το οποίο είχε κάνει η εταιρεία μας μέσω του νομικού μας συμβούλου, Δημητρίου Πιτσούνη –δηλαδή του δικού μας νομικού–, και της κατασκευαστικής εταιρείας Μανολόπουλου, είναι υπέρ της κατασκευαστικής εταιρείας και δεν μας καλύπτει καθόλου στην περίπτωση που δημιουργηθούν κατασκευαστικά λάθη.

Και στην ερώτησή μου, γιατί λοιπόν υπογράφηκε ένα τέτοιο συμφωνητικό,

η απάντηση ήταν ότι ο δικηγόρος ήταν δικός μας και του είχαμε εμπιστοσύνη ότι θα προστατέψει τα συμφέροντα της εταιρείας μας.

Πήρα τηλέφωνο τον κύριο Πιτσούνη, το νομικό μας, του έβαλα τις φωνές να διορθωθεί και να αλλάξει και να κάνει τη δουλειά του όπως πρέπει, προστατεύοντας τα συμφέροντα της εταιρείας διότι απ’ αυτήν πληρώνεται.

Με όλα αυτά που συνέβαιναν άρχισα να καταλαβαίνω και πού είχα μπλέξει. Αλλά τα πράγματα είχαν ήδη προχωρήσει και δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Βέβαια είχα και τέτοια δύναμη μέσα μου που έλεγα «εσείς θα παραιτηθείτε, όχι εγώ».

Η ανάθεση των χωματουργικών είχε άλλες εκπλήξεις. Τα φορτηγά δημοσίας χρήσεως του νομού μάς έδωσαν μια θεόρατη προσφορά μόνο και μόνο για να μεταφέρουν χαλίκια. στην ερώτηση που έκανα στους συνεργάτες μου αν θα μπορούσαν να φέρουν άλλα φορτηγά από άλλους νομούς, η απά- ντηση ήταν ότι απαγορεύεται φορτηγά από άλλο νομό να εργαστούν σ’ αυτόν εδώ το νομό.

Έκανα μερικούς πρόχειρους υπολογισμούς και αποφάσισα να πω στους συνεργάτες μου να αγοράσει η εταιρεία μας ένα φορτηγό, να προσλάβουμε κι έναν οδηγό για να προχωρήσουν οι εργασίες και θα είμαστε και κερδισμένοι.

Ξεκίνησαν οι εργασίες στα χωματουργικά. Είχαμε και το δικό μας οδηγό και το πρόβλημα λύθηκε απ’ ό,τι φαινόταν. Έπειτα από δεκαπέντε μέρες παίρνω πάλι το αεροπλάνο να κατέβω να δω τις εργασίες από κοντά. Όταν φτάνω, με ενημερώνουν ότι έχουμε μεγάλες καθυστερήσεις, διότι το φορτηγό μας το σταματάει η αστυνομία σε καθημερινή βάση και λέει ότι είμαστε παράνομοι. υπάρχει, λένε, ένας αστυνομικός με τη μηχανή του κάθε πρωί στο σημείο όπου θα πάει να φορτώσει το φορτηγό και λέει στον οδηγό ότι το φορτηγό είναι παράνομο και δεν μπορεί να φορτώσει.

Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, λέω. Δεν είναι δυνατόν, κάτι συμβαίνει εδώ.

Η αστυνομία να κάνει παρανομίες και να φοβίζει τον οδηγό και τους άλλους συνεργάτες μου, για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά;

Την άλλη μέρα το πρωί πάω στο εργοτάξιο με το αυτοκίνητό μου και λέω στον Αποστόλη «μπες μέσα στο φορτηγό και πάμε να φορτώσουμε χαλίκια».

ξεκινάει ο Αποστόλης με το φορτηγό κι εγώ ακολουθούσα με το δικό μου αυτοκίνητο. Η διαδρομή ήταν γύρω στα έξι με εφτά χιλιόμετρα. σ’ ένα τέταρτο περίπου φτάσαμε στο σημείο όπου αγοράζαμε τα χαλίκια. Πράγματι βλέπω έναν αστυνομικό με την αστυνομική του μοτοσυκλέτα να μας περιμένει. Λέω στον Αποστόλη «πήγαινε να φορτώσεις κι εγώ θα παρκάρω το αυτοκίνητό μου και θα κατέβω να μιλήσω με το όργανο της τάξης να δω τι συμβαίνει και πού είμαστε παράνομοι». Κα- τεβαίνω από το αυτοκίνητό μου και κατευθύνομαι προς τον αστυνομικό.

Όταν πλησιάζω περίπου στα δέκα μέτρα, ξαφνικά βάζει τη μηχανή του μπροστά και φεύγει. Βάζω τις φωνές να σταματήσει για να μιλήσω μαζί του. Αλλά τίποτα, εξαφανίστηκε, το όργανο του νόμου το έβαλε στα πόδια.

Ο Αποστόλης έβαλε τα γέλια και μου λέει «ξέρεις γιατί έφυγε»; «Όχι», του απαντάω. «Όταν τον πλησίασες», μου λέει, «σε γνώρισε ποιος είσαι και το έβαλε στα πόδια».

Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αλλά ούτε και θέλω να καταλάβω, διότι αν προσπαθήσω να αναλύσω τι μπορεί να συμβαίνει, δεν ξέρω ποια εκδοχή να πιστέψω, κι έτσι το τοποθέτησα στο κεφάλι μου κι αυτό ως ένα μυστήριο. Και θα δω παρακάτω πώς θα λύσω όλα τα μυστήρια που έχω μαζέψει μέσα στο κεφάλι μου από την ημέρα που αποφάσισα να κάνω αυτή την επένδυση.

Μυστήριο με την πολεοδομία. Μυστήριο με την αστυνομία και μυστήριο με το δικηγόρο της εταιρείας μας. Έτσι μ’ όλα αυτά τα μυστήρια τα έργα άρχισαν να προχωράνε.

Φτάσαμε στα κτιριακά.Ευτυχώς με την κατασκευαστική εταιρεία του Μανολόπουλου δεν είχαμε πολλά προβλήματα. Ίσως ο λόγος ήταν ότι είχε σπουδάσει στο εξωτερικό και η σύζυγός του ήταν Γερμανίδα και ξεχώριζε λίγο απ’ όλους τους άλλους. Όταν τελείωσαν όλα τα κτιριακά, συμπληρώσαμε όλα τα έγγραφα για την πρώτη δόση της επιδότησης, όπως έλεγε ο νόμος.

Η επιδότηση ήταν σε δύο δόσεις. Έπρεπε να περάσει μια επιτροπή να εγκρίνει τα έργα, ώστε να εκταμιεύσουν την πρώτη δόση. Μετά από τρεις μήνες καθυστερήσεων και διάφορες δικαιολογίες, και με πολλά υπονοούμενα και μυστήρια, αποφάσισαν να έρθουν.

Χαρούμενος εγώ και οι υπόλοιποι συνεργάτες μου τους καλωσορίσαμε στο εργοστάσιο, να τους δείξουμε ότι έχουμε φτάσει στο πενήντα τοις εκατό των εργασιών. Κάθισαν όλη την ημέρα και κρατούσαν σημειώσεις. Ήταν, αν θυμάμαι καλά, τέσσερα ή πέντε άτομα. Το απόγευμα μας αποχαιρέτησαν και έφυγαν για Αθήνα κι από την ερχόμενη εβδομάδα θα είχαμε την απάντησή τους για το πότε θα εκταμιευόταν η πρώτη δόση των χρημάτων.

Ήταν φθινόπωρο, είχε ωραία μέρα, τα πάντα είχαν πάει καλά με τον έλεγχο, και δεν είχα κανένα πρόβλημα. Όλες αυτές τις σκέψεις έκανα, παρότι είχαν ήδη περάσει δύο χρόνια από τότε που ξεκίνησα. Θα είμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε το εργοστάσιο την επόμενη σεζόν, η οποία άρχιζε τον Ιούνιο του 1997.

Είχαμε οχτώ, εννέα μήνες μπροστά μας
για να βάλουμε το μηχανικό εξοπλισμό, να προσλάβουμε προσωπικό για το γραφείο, να προσλάβουμε εργατικό προσωπικό, να υπογράψουμε συμφωνητικά με τους αγρότες απ’ τα διάφορα χωριά που βρίσκονταν γύρω μας.

Το χωριό όπου φτιάξαμε το εργοστάσιο λέγεται Χάβαρι. Είναι ένα χωριό χιλίων πεντακοσίων κατοίκων περίπου και όλοι σχεδόν ασχολούνται με τη γεωργία. Τα προϊόντα που θα παίρναμε απ’ αυτό το χωριό θα ήταν λίγα κι έπρεπε να συμπληρώσουμε με τα υπόλοιπα χωριά για να καλύψουμε τις ανάγκες του εργοστασίου, σε σχέση πάντα με το business plan που είχα κάνει κατά τη μελέτη μας. Έπρεπε να πάρουμε τρεισήμισι εκατομμύρια κιλά εμπορεύματα για να είμαστε εντός του προγραμματισμού μας.

Όταν ιδρύσαμε την εταιρεία είχαμε ανοίξει λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα Αμαλιάδος κι όλες οι πληρωμές γίνονταν απ’ αυτή την τράπεζα. Αυτή την τράπεζα την είχα υπόψη μου και για να ζητήσω κάποια χρηματοδότηση όταν ερχόταν η ώρα.

Η εταιρεία μας απ’ το καταστατικό της είχε δικαίωμα να κάνει επεξεργασία, τυποποίηση και εμπορία προϊόντων. Τα χρήματα που είχα φέρει για την επένδυση, ήταν στο λογαριασμό της Εθνικής κι από εκεί κάναμε όλες τις πληρωμές για τις κατασκευές του εργοστασίου.

Και λόγω του ότι ήμουν λίγο ανυπόμονος περιμένοντας να τελειώσει το εργοστάσιο, είχα την ιδέα να ξεκινήσω σιγά σιγά την εμπορία αγροτικών προϊόντων αγοράζοντας από άλλα εργοστάσια της περιοχής. Πρώτον, για να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας με τους πελάτες μας στο εξωτερικό, και δεύτερον, για να βγάλουμε και το εμπορικό κέρδος που θα βοηθούσε το δικό μας εργοστάσιο να ολοκληρωθεί.

Επισκέφτηκα τα εργοστάσια της περιοχής, γνώρισα όλους τους επιχειρηματίες, κουρασμένα και σπασμένα πρόσωπα είχαν όλοι, για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις των εργοστασίων τους. Χρεωμένοι όλοι στις τράπεζες και στους τοκογλύφους για να σταθούν στα πόδια τους. Με είδαν σαν σανίδα σωτηρίας για να αγοράσω τα προϊόντα τους.

Είχα πάρει τρεις καλές παραγγελίες από πελάτες στο Παρίσι, οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα. Βέβαια κατάλαβα γρήγορα ότι με όλο αυτό το επιχειρηματικό κλίμα που επικρατούσε στην αγορά –άθλιες καταστάσεις– θα έκανα τις αγορές μου σε καλή τιμή και θα μπορούσα να έχω ένα καλό κέρδος για την εταιρεία μου καταφέρνοντας να ισορροπήσω τα πράγματα μεταξύ τραπεζών και τοκογλύφων.

Αλλά και να φέρω μια άλλη μορφή εμπορίου στις συνεργασίες και όχι να τους πατήσω στο κεφάλι. Διότι οι άλλοι τούς είχαν λιώσει τα κεφάλια, δεν βγαίνει πουθενά να τους τα ξαναπατήσεις.

Όλη μου τη ζωή είχα αυτό το είδος εμπορίας στο κεφάλι μου. Ότι πρέπει να υπάρχουν κανόνες και σεβασμός, ώστε όλες οι πλευρές να είναι ικανοποιημένες και να μην πατάει ο ένας το κεφάλι του αλλουνού. Διότι αν γίνει αυτό, θα χάσουν και οι δύο πλευρές, αυτός που έχει τα χρήματα θα πατήσει τον άλλον, αλλά ο άλλος σε λίγο καιρό θα πεθάνει και θα χαθεί και το εργοστάσιό του· και δεν μπορείς να ακολουθείς αυτή την πορεία συνεχώς, να πεθαίνεις το ένα εργοστάσιο πίσω από το άλλο για να πλουτίζεις. Μ’ αυτή τη λογική θα καταντήσω νεκροθάφτης των εργοστασίων της χώρας μου.

Ο λόγος του ερχομού μου στη χώρα είναι η ανάπτυξη με όλους τους υγιείς κανόνες. Αγρότες, μεσάζοντες, εργοστάσια, εμπόριο, πελάτες, καταναλωτές, να είναι μια ολόκληρη αλυσίδα που ο καθένας θα παίρνει αυτό που του ανήκει για να ζήσει αξιοπρεπώς. Αλλιώς να πάνε στο καζίνο.

Αγοράζοντας τα τρία πρώτα φορτηγά προϊόντων, σε δοχεία πλαστικά δέκα κιλών και εξάγοντάς στο Παρίσι, ήμουν ευχαριστημένος από το εμπορικό κέρδος και το εργοστάσιο που μου τα πούλησε ήταν επίσης ευχαριστημένο, διότι τα χρήματα ήταν μετρητά. Και με ευχαρίστησε λέγοντας πως είχε πέντε χρόνια να πάρει μετρητά χρήματα στα χέρια του.

Ευχαριστημένος κι εγώ για τη δική μου εταιρεία που ξεκίνησε το εμπορικό κομμάτι ένα χρόνο πριν να ανοίξει το δικό μας εργοστάσιο.

Ο νομός Ηλείας είναι πολύ μικρός νομός και τα νέα μαθαίνονται γρήγορα. Άρχισαν να λένε ότι ξεκίνησα τις εξαγωγές και να βγάζουν διάφορες συκοφαντίες. Άλλα εργοστάσια έλεγαν «ο Θεός τον έστειλε», άλλα έλεγαν «αν ανοίξει το εργοστάσιό του, θα μας κλείσει όλους».

Βέβαια διαπίστωσα ότι τα αρνητικά ήταν πιο πολλά απ’ τα θετικά. Λέω όλα αυτά είναι νορμάλ και με την πάροδο του χρόνου τα πράγματα θα μπουν σε μια σειρά. Οι αγρότες του νομού το έβλεπαν θετικά για να βελτιώσουν το επίπεδο της ζωής τους. Εγώ προχωράω όπως έχω μάθει και κλείνω τ’ αυτιά μου στις σειρήνες. Αφιερώνομαι στο να τελειώσω το εργοστάσιό μου και να επιστρέψω στο Παρίσι όπως το είχα σχεδιάσει πριν να έλθω εδώ.

Ήλθε η απάντηση από τον έλεγχο της επιτροπής για να πάρουμε την επιδότηση και η απάντηση ήταν αρνητική. Έπρεπε λένε να μπουν τα μηχανήματα πρώτα και μετά να πάρουμε την πρώτη δόση.

«Δεν πειράζει», λέω στους συνεργάτες μου, «δικαιούμαστε τραπεζικό δανεισμό όπως το είχα προβλέψει. Και δεύτερον, τα χρήματα της επιδότησης μπορούμε να εξουσιοδοτήσουμε την τράπεζα να τα πάρει. Διότι αν περιμένουμε όλους αυτούς τους γραφειοκράτες που περιμένουν όλοι φακελάκι για να κάνουν τη δουλειά τους, το εργοστάσιο δεν θα τελειώσει ούτε σε δέκα χρόνια, κι εμάς μας έχουν απομείνει μόνο οχτώ μήνες για να το ανοίξουμε».

Ξεκινάω λοιπόν, πάω στην τράπεζα Αμαλιάδος, συναντάω το διευθυντή Βασίλειο Γεωργακόπουλο. Τα βάλαμε κάτω και συμφωνήσαμε να μου δώσει ένα δάνειο μακροχρόνιο, να ολοκληρώσω τα κατασκευαστικά και οι πρώτες δόσεις αποπληρωμής να ξεκινούν ένα χρόνο μετά από το άνοιγμα του εργοστασίου. Δηλαδή η πρώτη δόση είχε προγραμματιστεί για την 1η Ιουνίου 1998.

Επιστρέφω στους συνεργάτες μου, τους είπα τα νέα, χάρηκαν όλοι μαζί και αφοσιωνόμαστε όλοι στις εργασίες μας. Εγώ συνεχίζω τις εξαγωγές, αλλά τα νέα που μου μεταφέρουν οι συνεργάτες μου είναι αρνητικά.

Με τις εξαγωγές που κάνω έχω χαλάσει την αγορά, διότι τα εργοστάσια που αγοράζω τα προϊόντα τους, τα είχαν να τα πεθάνουν οι τράπεζες κι εγώ μ’ αυτά που κάνω έχω μπει στα πόδια τους και τους χαλάω τη δουλειά.

Από την άλλη, όλοι οι τοκογλύφοι στο νομό τους έχω γίνει κόκκινο πανί, γιατί χάνουν τους πελάτες τους και μου μεταφέρουν ότι όλοι αυτοί έχουν βαλθεί να μας εμποδίσουν να ολοκληρώσουμε το εργοστάσιο. Και όλοι αυτοί κάνουν κουμάντο στο νομό κι έχουν όλη τη δύναμη που πρέπει για να φτάσουν στο σκοπό τους.

Εγώ άκουγα τα πάντα με μεγάλη προσοχή και τα λάμβανα υπόψη μου, κι έλεγα «δεν πειράζει, εμείς θα κάνουμε τις δουλειές μας καθαρές, όπως πρέπει, με το νόμο, κι όποιες δυσκολίες και εμπόδια βρίσκουμε μπροστά μας, θα λύνουμε όλα τα προβλήματα με το νόμο». Και συμβούλευα τους συνεργάτες μου να μη δίνουν προσοχή σ’ αυτά που ακούγονται και να αφοσιωθούν στις εργασίες που έχουμε μπροστά μας.

Μία μέρα ήρθε στο γραφείο μου κάποιος κύριος Ηλιόπουλος και ήθελε να με δει επειγόντως. Αυτός ο κύριος ήταν ένα νέο παιδί, γύρω στα τριάντα με τριάντα πέντε πρέπει να ήταν, πάρα πολύ ευγενικό παιδί.

Μου εξιστορεί ότι έχει ένα εργοστάσιο σταφίδας στην Αμαλιάδα που το είχε βρει από τον πατέρα του και το έχει αναλάβει αυτός και προσπαθεί να το αναπτύξει, κι ότι έχει μεγάλο πρόβλημα να κάνει εξαγωγές, διότι του έχει μπλοκάρει η τράπεζα τα πάντα και δεν θα αντέξει και μάλλον πάει για κλείσιμο.

Και ζητάει από μένα αν μπορώ να τον βοηθήσω, να κάνω εγώ την εξαγωγή στο όνομα της εταιρείας μου για να μην καταστραφεί. Και μου προτείνει, αν θέλω, να βγάλω κάποιο εμπορικό κέρδος απ’ αυτό.

Τον άκουσα με προσοχή, και του λέω όλα τα οποία λένε για μας, τις φήμες που κυκλοφορούν πως έχω μπει στα πόδια των τραπεζών, στα πόδια των τοκογλύφων με τις δικές μου εξαγωγές και τώρα μου λες να σου κάνω εγώ την εξαγωγή τη δική σου. Τα πράγματα και οι φήμες θα χειροτερέψουν για εμάς.

Του απαντάω ότι θα συζητήσω το θέμα με το λογιστή, εάν μπορούμε να σε βοηθήσουμε κι αν όλα είναι νόμιμα, και δεν θέλω κανένα εμπορικό κέρδος διότι το εργοστάσιο είναι δικό σου κι ο πελάτης που έχεις στο εξωτερικό είναι δικός σου. Οπότε την κατάσταση στην οποία σε έχουν φέρει δεν θέλω να την εκμεταλλευτώ.

«Άφησέ με να το σκεφτώ», του λέω, «και πάρε με τηλέφωνο σε δυο τρεις μέρες να σου απαντήσω». σηκώθηκε ευγενικά και συνεσταλμένα και βγήκε από το γραφείο μου.

Άρχισα να συλλογιέμαι ότι νέος άνθρωπος και να τον έχουν φέρει σ’ αυτή την κατάσταση. Ήρθε τη χειρότερη στιγμή στο γραφείο μου. Με όλες τις φήμες να είναι εναντίον μας. Κι όμως αποφάσισα να τον βοηθήσω. Πήρα το λογιστή και του είπα να κάνει την εξαγωγή νόμιμα δίχως κανένα εμπορικό κέρδος, όπως και έγινε.

Οι φήμες μετά απ’ αυτό το γεγονός οργίασαν. Και το χειρότερο απ’ όλα, η τράπεζα που τον είχε μπλοκάρει, ήταν η ίδια τράπεζα μ’ εμένα, η Εθνική Αμαλιάδος.

Πήγαινα στην Εθνική καθημερινά να διεκπεραιώσω εργασίες και εκκρεμότητες δικές μου, χωρίς να έχει αλλάξει κάτι απέναντί μου. Και προσπαθούσα να καταλάβω αν έχω κάνει κάτι κακό γι’ αυτούς. Αυτοί δεν μου έδειξαν τίποτα, τα πάντα νορμάλ.

Αλλά μερικές φορές διαπίστωνα ότι τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά, αλλά λίγο, ελάχιστα, στις σχέσεις μου με το διευθυντή. Οι εργασίες στο εργοστάσιο προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς για να είμαστε έτοιμοι την επόμενη σεζόν.

Επιστρέφω στο Παρίσι για να καθίσω μερικές μέρες με τη Σαμπίν και να δω λίγο τους πελάτες μας, αν είναι ευχαριστημένοι από τα προϊόντα που αγοράζουν και να δούμε πώς θα αναπτύξουμε τη συνεργασία μας. Χάρηκε η Σαμπίν με την επιστροφή μου και είχαμε μία εβδομάδα μπροστά μας να περάσουμε μαζί και να της μεταφέρω όλη την εικόνα που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα, με όλες τις λεπτομέρειες, Εξηγώντας της όλες τις φήμες που λέγονταν εναντίον μας, μου έδινε κουράγιο λέγοντας ότι όλα αυτά πηγάζουν και επικρατούν σε όλες τις υποανάπτυκτες χώρες.

Ναι, αλλά εγώ της έλεγα ότι τη χώρα μου δεν τη θεωρώ υποανάπτυκτη κι ότι η χώρα μου έδωσε όλα τα φώτα στο δυτικό κόσμο.

Κι αυτό ήταν που με παρακίνησε να έλθω πίσω και να συνδυάσω τις δύο χώρες μου. Η μία που γεννήθηκα και η άλλη που με υιοθέτησε και με έκανε να ανακαλύψω τα φώτα της ίδιας μου της χώρας.

Βέβαια, η οπτική πλευρά της Σαμπίν είναι μέσα απ’ αυτά που έχει σπουδάσει και την επιρροή της από το διεθνή οργανισμό στον οποίο εργάζεται. στις τοποθετήσεις της είναι πιο αντικειμενική από εμένα. Διότι εγώ είμαι αυτοδίδακτος κι όλα τα θέματα τα αντιμετωπίζω εμπειρικά, μέσα από αυτά που έμαθα κι από την πείρα μου. Και είμαι θιγμένος με το να λέει τη χώρα μου υποανάπτυκτη.

Μέχρι να καταλάβω ότι η Σαμπίν θέλει να με βοηθήσει να δω με πιο καθαρό μυαλό και ότι συμφωνεί σε όλα. Ποτέ δεν μετάνιωσε, πως είναι λάθος η απόφαση που πήρα να πάω στην Ελλάδα, διότι συμφωνεί κι αυτή ότι πρέπει να γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα και να ανέβει το μορφωτικό επίπεδο των ανθρώπων κι ότι θα είναι δίπλα σε όλον τον αγώνα που θα κάνω γι’ αυτή την επένδυση.

Γέμισα τις μπαταρίες μου, πήρα λίγο φως απ’ το Παρίσι και με όρεξη φτάνω στην Αθήνα.

Γεμάτος αυτοπεποίθηση πάλι για τη μάχη. Το εργοστάσιο φτάνει πλέον στις τελευταίες φάσεις και πρέπει να οργανώσουμε το γραφείο. Τους είπα να προσλάβουν πέντε έξι άτομα για το γραφείο με μόνο κριτήριο την επαγγελματική τους κατάρτιση, τίποτα άλλο. Δεν θέλουμε τα κριτήρια των προσλήψεων να είναι πολιτικά, αριστερά, δεξιά, κεντρώα. Για εμάς οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, αυτοί οι διαχωρισμοί έχουν φτάσει την Ελλάδα σ’ αυτό το χάλι.

 

Βέβαια όλα αυτά στη θεωρία. Διότι απ’ ό,τι διαπίστωσα, πολλοί απ’ τους συνεργάτες μου είχαν την ίδια νοοτροπία με όλους τους ντόπιους και μπροστά μου έδειχναν ότι όλα αυτά δεν ισχύουν. Βεβαίως στο σημείο που είχα φτάσει όλα τα έβλεπα, αλλά δεν είχα χρόνο να τα διορθώσω. Διότι αν ασχολούμουν και μ’ αυτά τα θέματα, θα έχανα το δάσος και θα έμενα με το δέντρο. Αλλά αργότερα που θα είχαν μπει τα πράγματα κάπως στη σειρά τους, θα έβρισκα χρόνο να ασχοληθώ.

Έρχεται η στιγμή που πρέπει να βρούμε με ποιους αγρότες θα συνεργαστούμε. Ο μέτοχος και συνεργάτης τον οποίο είχα διαλέξει γι’ αυτή την εργασία ξεκίνησε τις συνομιλίες με όλους τους αγρότες απ’ όλα τα χωριά.

Έπειτα από μερικές μέρες μου με- ταφέρει ότι σε όλα τα χωριά έχουν βγει άσχημες φήμες ότι είμαστε απατεώνες, ότι θα πάρουμε τα προϊόντα τους και θα τους φάμε τα λεφτά.

Άκουσα με προσοχή και δεν με εκπλήσσει καθόλου, διότι ήδη εδώ και τρεις μήνες έχουν ξεκινήσει οι φήμες από τα ντόπια κυκλώματα. Διότι είμαστε καθαροί και κύριοι. Και χάνουν οι τακογλύφοι, οι τράπεζες και όλοι οι απατεώνες που λυμαίνονται στην περιοχή.

Τα πράγματα όμως τώρα είναι πολύ σοβαρά. Διότι το άνοιγμα του εργοστασίου εξαρτάται από τα προϊόντα που θα πάρουμε. Διαφορετικά θα έχουμε ένα καινούργιο εργοστάσιο και θα το κοιτάμε. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι το έργο μου από δω και πέρα θα είναι πάρα πολύ δύσκολο.

Όλα τα άλλα εργοστάσια του νομού ήξερα πως συνεργάζονται με τους αγρότες. Είχαν φθάσει τους αγρότες σε τέτοιο σημείο, να βρίσκονται μεταξύ ζωής και θανάτου από τη μία, κι από την άλλη τα εργοστάσια της περιοχής τα ίδια πνιγμένα με χρέη στις τράπεζες και στους τοκογλύφους. Με λίγα λόγια τρελές καταστάσεις. Ούτε στα θρίλερ του Χίτσκοκ δεν τα βρίσκουμε αυτά.

Οι εργοστασιάρχες είχαν μόνο τον τίτλο ότι είναι αφεντικά απέναντι στους αγρότες, στην πραγματικότητα ήταν σε πιο χαμηλό επίπεδο από τους αγρότες. Και μάλλον είχαν συνθηκολογήσει με τα βρόμικα κυκλώματα να μη χάσουν τον τίτλο του εργοστασιάρχη και να τρέχουν πίσω από τους βουλευτές για να βγάζουν φωτογραφίες και να τους γράψει ο τοπικός τύπος.

Μετά από πάρα πολλές συζητήσεις με τους συνεργάτες μου για το ποιοι αγρότες θα συνεργστούν με την εταιρεία μας, αποφασίσαμε να κάνουμε συμβάσεις συνεργασίας με τους αγρότες και να τους δώσουμε μια επιταγή στον καθένα σαν προκαταβολή με την προϋπόθεση η επιταγή να εισπραχθεί με την πρώτη ποσότητα προϊόντων που θα έφερναν στο εργοστάσιο. Και μετά οι πληρωμές θα γίνονταν μια φορά την εβδομάδα, κάθε σάββατο, μετρητοίς.

Πράγματι την άλλη μέρα η νομικός της εταιρείας έφτιαξε τις συμβάσεις και τις έδωσε στο συνεργάτη μου και μέτοχο της εταιρείας.

Μετά απ’ το συμβάν που είχαμε με τον προηγούμενο νομικό, τον κύριο Πιτσούνη, αποφάσισα να βρω μια νέα νομικό, που να μην έχει διαβρωθεί από τις τοπικές μαφίες, και σιγά σιγά να υποστήριζε τα συμφέροντα της εταιρείας, και υπογράψαμε μαζί της μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών με το μήνα. Ανεξάρτητα από τον όγκο εργασίας, έχει δεν έχει δουλειά, αυτή θα παίρνει ένα ποσό μηνιαίως.

Πέρασαν μερικές ημέρες και οι συμβάσεις με όλα τα χωριά υπογράφηκαν. Κι όταν θα άρχιζε η συγκομιδή, θα έφερναν τα προϊόντα στο εργοστάσιο. Το εργοστάσιο έχει τελειώσει, όλα τα μηχανήματα έχουν μπει, κάναμε την πρόσληψη του χημικού για την επεξεργασία των προϊόντων, και περνάμε στη φάση να παραγγείλουμε όλα τα είδη συσκευασίας που χρειαζόμαστε για να βάζουμε τα πρϊόντα μετά την επεξεργασία τους και να είναι έτοιμα για εξαγωγή.

Το γραφείο έχει στελεχωθεί. Έχουν γίνει οι προσλήψεις και τα πάντα δείχνουν να δουλεύουν ρολόι. Έχω μιλήσει με την τράπεζα, ότι όταν θα αρχίσει η συγκομιδή θα χρειαστώ μερικά κεφάλαια κίνησης, και θα αποπληρώνονται από τις εξαγωγές των προϊόντων. Κανένα πρόβλημα, όλα καλά, με διαβεβαιώνει η τράπεζα.

Έχει απομείνει ένας μήνας για να αρχίσουν οι πρώτες παραλαβές προϊόντων από τους αγρότες. Το εμπορικό κομμάτι συνεχίζει τις εξαγωγές, έχουμε ακόμα ένα μήνα για να ανοίξουμε και λέω να εκμεταλλευτώ το χρόνο, να περάσω μερικές μέρες με τη Σαμπίν, να δω τους πελάτες μας και να τους ενημερώσω ότι από το σεπτέμβριο θα είχαμε πλέον τα δικά μας προϊόντα και μεγαλύτερη ποικιλία.

Και μετά από το Παρίσι να πεταχτώ στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, όπου είχα ένα συνεργάτη που θα αναλάμβανε να προωθήσει τα προϊόντα μας σε όλες τις χώρες του Κόλπου. Πριν πάρω το αεροπλάνο για Παρίσι, ενημερώνω τους συνεργάτες μου για το ταξίδι μου και τους λέω να αρχίσουν τις προσλήψεις των εργατών, γύρω στα σαράντα άτομα περίπου, με εξάμηνες συμβάσεις. Τους είπα ότι όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι Έλληνες κι αν προσλάβουν κάποιον ξένο, πρέπει να έχει οπωσδήποτε χαρτιά εργασίας, διότι τα πάντα πρέπει να είναι νόμιμα. Και δεύτερον, να οργανώσουν τα εγκαίνια.

Και να ετοιμάσουν μια λίστα με ποιους θα καλέσουν και να με ενημερώσουν. στο ερώτημα αν πρέπει να καλέσουν βουλευτές τους απάντησα «θα προτιμούσα να καλέσετε όσους έχουν επαφές με το εργοστάσιο, δηλαδή αγρότες απ’ όλα τα χωριά και όσους συνεργάζονται μαζί μας στο νομό». Από αυτά που είχα ακούσει έλεγα να μείνω μακριά από τους πολιτικούς.

Φθάνοντας στο Παρίσι άρχισα λίγο να αναπνέω
και να ενημερώνω τη Σαμπίν ότι όλα είναι έτοιμα και σε ένα μήνα επιτέλους θα ανοίξουμε. Η Σαμπίν από τότε που ξεκίνησα αυτή την προσπάθεια είχε έλθει τρεις τέσσερις φορές στο νομό να δει πώς πάνε οι εργασίες και να μου δώσει και κουράγιο. Τώρα χάρηκε που όλα έχουν πάει καλά και μου λέει «είδες, τελικά πήγαν όλα καλά». Της απαντάω «κάτι μέσα μου μού λέει ότι από δω και πέρα τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα από πριν και επί τη ευκαιρία», της λέω, «θυμάσαι που μου είπες κάποτε, επιφυλακτικά, ότι η χώρα μου εί- ναι υποανάπτυκτη; Μετά από όλο αυτό το διάστημα που πέρασα στην Ελλάδα, συμφωνώ μαζί σου και σου ζητάω συγγνώμη για την τότε αντίδρασή μου που μου προσέβαλες τη χώρα»

και βάλαμε τα γέλια. Από την άλλη έλεγα, από μέσα μου, έχω κάνει πάρα πολλά ταξίδια στη δυτική Αφρική για επαγγελματικούς λόγους, σε πραγματικά υποανάπτυκτα κράτη και δεν τα είχα πάει άσχημα, είχα θετικά αποτελέσματα. Και έλεγα, πώς γίνεται, δεν θα τα καταφέρω στην ίδια τη χώρα που γεννήθηκα και μιλάω την ίδια γλώσσα, είναι δυνατόν;

Πέρασαν οι μέρες, είδα όλους τους πελάτες στο Παρίσι και παίρνω το αεροπλάνο για Τζέντα. στην Τζέντα ήρθε ο Ζιαντ να με πάρει από το αεροδρόμιο. Τον Ζιαντ τον είχα γνωρίσει πριν από πολλά χρόνια στο Παρίσι. Όπως όλοι οι σαουδάραβες έχουν από ένα διαμέριμα στο Παρίσι, έτσι κι αυτός είχε ένα στην ίδια γειτονιά μ’ εμένα. Είχαμε συναντηθεί σε διάφορα επαγγελματικά ραντεβού και οι συνεργασίες μας είχαν πάντα θετικό αποτέλεσμα δίχως προβλήματα, οπότε του είχα κάποια εμπιστοσύνη. Καθίσαμε μία εβδομάδα ολόκληρη, τα βάλαμε κάτω, ήθελε να αναλάβει την αποκλειστικότητα, για όλες τις χώρες των Εμιράτων. Και μέσα σ’ όλο αυτό το θετικό κλίμα, μου δίνει και μια μεγάλη παραγγελία για τέσσερα φορτία με προϊόντα.

Παίρνοντας το αεροπλάνο για Αθήνα σε όλη την πτήση συλλογιόμουν κι έλεγα όλος ο πλανήτης ζητάει ελληνικά προϊόντα και στο νομό Ηλείας ο ένας τρώει τον άλλον κι ο κόσμος δυστυχεί. Όσο σκεφτόμουν όλα αυτά, τόσο πείσμωνα και έλεγα στον εαυτό μου «πρέπει να τα βγάλεις πέρα πάση θυσία, πρέπει να σπάσει το απόστημα, δεν έχεις δικαίωμα να κάνεις πίσω ούτε ένα χιλιοστό».

Σκεπτόμενος όλα αυτά, μου διέκοψε τη σκέψη ο πιλότος ανακοινώνοντας ότι φτάνουμε και να ετοιμαστούμε για προσγείωση στην Αθήνα. Χαμένος στις σκέψεις μου νόμιζα ότι η πτήση είχε διαρκέσει μόλις δέκα λεπτά.

Φθάνοντας στην Πελοπόννησο ενημερώνομαι πώς έχουν τα πράγματα. Τους ενημέρωσα κι εγώ πώς πήγαν τα ταξίδια, τους έδωσα και την παραγγελία για τα φορτία στην Τζέντα,

αλλά δεν είδα τη χαρά που περίμενα στα πρόσωπά τους. Όλοι είχαν έναν αόρατο φόβο μέσα τους, ίσως απ’ όλο το θανατηφόρο κλίμα που έχουν δημιουργήσει τα κυκλώματα εναντίον μας. Διάβαζα στα μάτια τους ότι φοβούνται ότι δεν θα τα βγάλω πέρα και για όλο το νομό είμαστε οι απατεώνες και οι κλέφτες.

Τους εμψύχωσα λίγο, δηλαδή προσπάθησα, αλλά δεν νομίζω ότι κατάλαβαν και πολλά απ’ αυτά που τους έλεγα. Οι λέξεις που χρησιμοποιούσα για να τους εμψυχώσω μάλλον ήταν σε άλλη συχνότητα απ’ τη δική τους. Η συχνότητα των εγκεφάλων των συ- νεργατών μου, μου έδειχνε ότι έπιαναν πιο καλά τις άσχημες συχνότητες του νομού από τα βρόμικα κυκλώματα παρά τη δική μου συχνότητα. Απ’ όλα τα στελέχη που είχα, όλοι ήταν φοβισμένοι.

Μόνο ένα απλό παιδί ξεχώριζε λίγο, ο Αποστόλης. Με κοίταζε στα μάτια και διάβαζα ότι κάτι πρέπει να πιάνει από τη συχνότητά μου. Και έλεγα μέσα μου, ίσως λόγω της απλής θέσης που έχει στην κοινωνία να μην μπορούν να τον αγγίξουν εγκεφαλικά. Αλλά κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι κάτι πιάνει απ’ τη συχνότητα των λέξεών μου και τον είχα πάντα δίπλα μου για όλες τις δουλειές. Το δεξί μου χέρι.

Όπου και να πήγαινα, σ’ ολόκληρο το νομό, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ήταν μαζί μου. συζητούσα ώρες ατελείωτες μαζί του μήπως και εμπλουτίσω τις εμπειρίες μου σε τοπικό επίπεδο, να καταλάβω τη νοοτροπία του νομού Ηλείας. Είχε όλη την καλή διάθεση να μου απαντάει σε όλες τις ερωτήσεις για να μπορέσω να εισέλθω στο συλλογισμό του, για να καταλάβω σε ποιες συχνότητες εκπέμπουν οι ντόπιοι.

Έχουν απομείνει πέντε μέρες για τα εγκαίνια και μου φέρνουν τα κακά μαντάτα.

Το υπουργείο Γεωργίας δεν μας έχει στείλει την άδεια λειτουργίας για τα απόβλητα και το εργοστάσιο βέβαια δεν μπορεί να ανοίξει χωρίς άδεια. Με ενημερώνουν ότι ο φάκελος είναι κατατεθειμένος κομπλέ εδώ και έξι μήνες και το θέμα το παρακολουθεί ο λογιστής μας σε καθημερινή βάση, τηλεφωνικώς, και με πολλές επισκέψεις στην Αθήνα.

Ο λογιστής μού εξιστορεί τα πάντα για τις επαφές του με το υπουργείο και με πληροφορεί ότι η υπηρεσία αυτή είναι στον ίδιο όροφο με την υπηρεσία που είχαν έρθει για έλεγχο για να πάρουμε την επιδότηση.
«Εμείς», λέω, «δεν θέλουμε να πάρουμε την επιδότηση απ’ αυτούς, διότι θέλουν χρήματα και βρήκαν τρόπο πέντε μέρες πριν τα εγκαίνια να μας εκβιάσουν και να μας φέρουν στα νερά τους».

Ανακοινώνω σε όλους τους συνεργάτες μου ότι προχωράμε κανονικά το πρόγραμμά μας για τα εγκαίνια. Και μετά να φύγουν και τα τρία φορτία για τη σαουδική Αραβία. Και λέω στον Αποστόλη να ετοιμάσει το αυτοκίνητο, για την άλλη μέρα τέσσερις η ώρα το πρωί, να φύγουμε μαζί με το λογιστή να πάμε στο υπουργείο Γεωργίας.

Νύχτα ακόμη, έρχεται ο Αποστόλης με το λογιστή και παίρνουμε το δρόμο για Αθήνα, τριακόσια πενήντα χιλιόμετρα. σ’ όλη τη διαδρομή ρωτούσα να μου πουν πόσες φορές είχε πάει στην Αθήνα γι’ αυτή την άδεια και να μου περιγράψουν λεπτομερώς, πώς είναι στο γραφείο που πήγαινε και γενικά πώς ήταν η ατμόσφαιρα και τι γνώμη είχε για όλα αυτά. Και μου τα περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια. Έμεινα ευχαριστημένος απ’ αυτά που μου είπε ο λογιστής και συγκράτησα μόνο δύο.

Ότι μέσα στο γραφείο αυτό είναι μόνο δύο άτομα, κύριοι γύρω στα πενήντα με πενήντα πέντε, ότι ο ένας είναι Νέα Δημοκρατία και ο άλλος ΠΑ.ΣΟ.Κ. Και έχει καταλάβει ότι αυτοί οι δύο, ο ένας δεν έχει εμπιστοσύνη στον άλλο και αυτό θα το διαπιστώσω κι εγώ σε λίγο. Πάλι, λέω, φαντάσματα θα συναντήσω μπροστά μου. Και μου έρχονται στη μνήμη οι σκηνές που είχαν δημιουργηθεί με την πολεοδομία. Και ξαφνικά ψάχνω ασυναίσθητα να δω αν έχω την τσάντα μου μαζί. Ευτυχώς την έχω, λέω.

Φθάσαμε Αθήνα οχτώ η ώρα το πρωί. Το υπουργείο είναι στην οδό Αχαρνών, αλλά ήταν λίγο νωρίς και πρότεινα να πιούμε έναν καφέ να ξεκουραστούμε απ’ το ταξίδι και σε τριάντα λεπτά να πηγαίναμε. Παίρνουμε το ασανσέρ για τον έκτο όροφο. Φθάνουμε μπροστά στο γραφείο, η πόρτα ήταν ανοιχτή, μπαίνει πρώτος ο λογιστής και ακολουθώ εγώ με τον Αποστόλη.

Ο ένας σηκώθηκε αμέσως, με ένα κομπολόι στο χέρι κι ο άλλος καθιστός και κάνει τις συστάσεις ο λογιστής διότι εμένα δεν με ήξεραν. Και παίρνω το λόγο εγώ να τους εξηγήσω ότι σε τρεις μέρες το εργοστάσιο ανοίγει και πρέπει να πάρουμε την άδεια αυθημερόν. Προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι έχω κάνει τριακόσια ταξίδια Ελλάδα – Παρίσι γι’ αυτή την επένδυση. Και δεν είναι δυνατόν οι υπηρεσίες να μην κάνουν τη δουλειά τους.

Αυτοί, με αυτά που έλεγαν, ήθελαν κάποιον να τα αποκωδικοποιήσει, εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Για μια στιγμή είχα μια ιδέα, το γραφείο ήταν στον ίδιο όροφο με τον υπουργό, είχα δει την ταμπέλα βγαίνοντας απ’ το ασανσέρ. Και τους λέω, πάρα πολύ ήρεμα, ότι σας αφήνουμε μία ώρα να πάτε στον υπουργό και να του μεταφέρετε αυτά που σας είπαμε, ότι θέλουμε την άδεια σήμερα. Τους είδα σαστισμένους και τους λέω «δέκα η ώρα θα είμαι πίσω» και βγαίνουμε από το γραφείο με τον Αποστόλη και το λογιστή.

Παίρνουμε το ασανσέρ και πάμε πάλι για καφέ. Αποστόλης και λογιστής, δεν μιλάει κανένας τους. Σκυφτό το κεφάλι τους και περιμένουν. Όσο για μένα, περνάνε όλες οι εικόνες που έχω αντιμετωπίσει γι’ αυτή την επένδυση από το κεφάλι μου, από τη στιγμή που πρω- τοέφυγα από το Παρίσι μέχρι σήμερα.

Θυμάμαι και την κουβέντα της Σαμπίν, «η χώρα σου είναι λίγο υποανάπτυκτη» μου είχε πει χαμογελώντας. Πόσο μεγάλο δίκιο είχε, έλεγα. Αλλά δεν μου είχε πει ποτέ να μην την κάνω αυτή την επένδυση. Και τα έβαζα μαζί της στις σκέψεις μου. Έπρεπε να με είχε σταματήσει, έλεγα. Κι επαναλάμβανα τα ίδια
και τα ίδια στο κεφάλι μου.

Ανεβαίνουμε πάλι στον έκτο όροφο, βλέπω την πόρτα του γραφείου τους που ήταν ανοιχτή. Είναι και οι δύο καθιστοί, η ατμόσφαιρα παγωμένη, σαν να είχαν μαλώσει μεταξύ τους. «Γεια σας και πάλι», λέω ήρεμα. «Λοιπόν, μεταφέρατε αυτά που είπαμε στον υπουργό;»,

ρωτάω. «Ναι», παίρνει το λόγο ο ένας που καθόταν στο δεξί γραφείο. «Καθίστε», μου λέει, «κύριε Βαρουξή και μην εκνευρίζεστε», και αρχίζει να μου εξηγεί τα ανεξήγητα. Και μου ζητάει μία εβδομάδα ακόμη, για να κάνουν τα απαραίτητα ώστε να μου δώσουν την άδεια.

Τους εξηγώ ότι πρέπει να φύγω σήμερα μαζί με την άδεια, διότι σε τρεις ημέρες που θα ανοίξει το εργοστάσιο θα είμαστε παράνομοι.

Τίποτα, αυτοί το βιολί τους, τα ίδια και τα ίδια. Αρχίζουν πάλι οι τόνοι να ανεβαίνουν, φωνάζω να πάει κάποιος να φέρει έναν εισαγγελέα και τους δημοσιογράφους για να δείξουμε στον κόσμο πώς έχει καταντήσει το υπουργείο Γεωργίας.

Τίποτα, δεν πτοούνται καθόλου, κάθονται και με κοιτούν. Δεν αντέχω πλέον άλλο –έχω εξαντλήσει τα περιθώριά μου– σηκώνομαι όρθιος, πιάνω το γραφείο του και το σπρώχνω, μαζί με την καρέκλα του που κάθεται προς τον τοίχο. Και αρχίζω και φωνάζω και τους χτυπώ και τους δύο με την τσάντα μου.

Πετάγονται πάλι όλα τα διπλανά γραφεία να δουν τι συμβαίνει. Προσπαθούν να με σταματήσουν, αλλά εγώ συνεχίζω να χτυπώ με την τσάντα και να ουρλιάζω. Πετάγε- ται και ο υπουργός έξω να έρθει να μας χωρίσει.

Τελικά με σταμάτησε ο υπουργός. Λέει «τι κατάσταση είναι αυτή;». «Καθίστε», μου λέει, «κύριε Βαρουξή να τα πούμε ήρεμα, φέρτε του ένα ποτήρι νερό», λέει σε μια κοπέλα. Και συνεχίζει «είμαι ενήμερος», μου λέει, «κύριε Βαρουξή. Ζητάμε συγγνώμη για όλη την καθυστέρηση και θα σας παρακαλέσω να σταματήσουμε τον καβγά και να έλθετε δύο η ώρα το μεσημέρι να πάρετε την άδεια».

Έκπληκτος εγώ ζητάω συγγνώμη για ό,τι έγινε, και γυρίζω προς τον υπουργό και του λέω «έχω κουραστεί πολύ μ’ αυτή την επένδυση, και πάλι συγγνώμη». Με κοιτάει και απαντάει «σας καταλαβαίνω. Όπως είπαμε περάστε δύο η ώρα να πάρετε την άδεια».

Κατεβαίνοντας με το ασανσέρ, ο Αποστόλης και ο λογιστής είναι σκεπτικοί. Τους έχει προβληματίσει η συμπεριφορά μου. Εγώ από την άλλη δεν ξέρω τέλος πάντων πώς πρέπει να λειτουργήσω. Έξι μήνες για μία άδεια; Κοιτάζω την τσάντα μου, τελικά δεύτερη φορά η τσάντα μου, με τα χτυπήματα έχει βρεθεί λύση. Μήπως είναι μαγική; Αναρωτιέμαι.

Λέω στο λογιστή ότι εγώ με τον Αποστόλη θα πάρουμε το δρόμο της επιστροφής διότι είναι πολλές οι ώρες μέχρι τις δύο η ώρα, να κάνει τις βόλτες του στην Αθήνα και δύο η ώρα να πάει να πάρει την άδεια και να επιστρέψει με το λεωφορείο.

Στο δρόμο της επιστροφής με τον Αποστόλη, είχαμε τρεις ώρες χρόνο να τα πούμε και ήθελα να μου πει πώς τα βλέπει αυτά τα πράγματα που γίνονται μπροστά του.

«Τι να σου πω Γάλλε», μου λέει. Ο Αποστόλης με αποκαλούσε Γάλλο. Αλλά δεν με είχε πειράξει καθόλου αυτό. Άστον λέω, αφού με βλέπει έτσι, ίσως όπως φέρομαι να του θυμίζω Γάλλο. στο κάτω κάτω μπορεί μετά από τόσα χρόνια, μπορεί να έχω γίνει και να μην το ξέρω. Αυτός σαν απλός άνθρωπος μπορεί να ξεχωρίζει, λέω σκεπτόμενος.

«Εγώ», μου λέει, «είμαι ντόπιος και δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. Ο κόσμος είναι άνεργος, υποφέρει, πεινάει και κανένας δεν κάνει τίποτα. Αυτοί που είναι μέσα στα πράγματα καλοπερνάνε και εμείς είμαστε οι δούλοι. Τα πάντα ελέγχονται και κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτα».

«Από ποιον ελέγχονται;», ρωτάω. «Δεν ξέρω, τα πάντα είναι μπερδεμένα», μου λέει, «δεν κουνιέται φύλλο. Και όποιος πάει να κάνει κάτι πέφτουν όλοι επάνω του και διαλύεται κάθε προσπάθεια». «Ποιοι τους πολεμάνε;». «Όλοι, Γάλλε», μου λέει, «όλοι, όλα τα κυκλώματα, εφορίες, αστυνομίες, πολιτικοί, τοκογλύφοι»,

και γυρίζει απότομα και μου λέει «καλά πλάκα μου κάνεις; Εσύ τι έχεις πάθει από τότε που ήρθες στο νομό, αφού τα ξέρεις, σε λένε τον μεγαλύτερο απατεώνα, έχει βουΐξει ο νομός με όλα τα αρνητικά και θέλουν να σε διώξουν»,

και λέω «πού το ξέρεις, μπορεί να είμαι απατεώνας». «Να σου πω, έχεις όρεξη για παιχνίδια; Εφόσον από την ημέρα που ήρθες στην Ελλάδα είμαι συνέχεια δίπλα σου και βλέπω πως σε όλες τις σχέσεις σου και τις συνεργασίες είσαι καθαρός. Οι συμφωνίες και οι πληρωμές σου είναι όπως τα λες, οπότε πώς είσαι απατεώνας;».

Αυτό το παιδί, λέω από μέσα μου, έχει λίγο καθαρό μυαλό. «Έτσι είναι αγαπητέ μου Αποστόλη όπως τα λες, δεν είμαι απατεώνας, άλλος λόγος με έφερε στην Ελλάδα», του λέω, «δεν είμαι εδώ για να κλέψω, ήρθα να γνωρίσω τη χαμένη μου πατρίδα», του λέω. «Αλλά ας τα αφήσουμε όλα αυτά τώρα, έχουμε πολύ μεγάλο δρόμο ακόμα μπροστά μας. Ίσως μια μέρα που θα έχουμε χρόνο θα σου εξηγήσω γιατί ήρθα στη χώρα μου. Τώρα ας αφοσιωθούμε στη δουλειά μας».

Φθάνοντας στο νομό μάς ενημερώνει ο λογιστής ότι πήρε την άδεια κι ότι είναι μέσα στο λεωφορείο επιστροφής. Ευτυχώς, λέω μέσα μου, που δεν είχαμε καμία εκπληξη, γιατί μ’ αυτούς μέχρι την τελευταία στιγμή φέρνουν τα πάνω κάτω.

Έφτασε η μέρα των εγκαινίων. Όλες οι προετοιμασίες είχαν γίνει κανονικά, οι συνεργάτες μου είχαν κάνει καλή δουλειά. Η μέρα ήταν πανέμορφη, με ηλιοφάνεια, τα αφαλατικά είχαν τελειώσει, το εργοστάσιο έλαμπε. Και το καμάρωνα κρυφά και σκεπτόμουν ότι δεν πειράζει για όλα αυτά που έχω τραβήξει, το αποτέλεσμα είναι μπροστά μου. Πέντε η ώρα το απόγευμα, ο κόσμος απ’ τα χωριά άρχισε να μαζεύεται. Είχαμε κανονίσει να έλθει και κάποιος παπάς να ευλογήσει το εργοστάσιο. Τα πάντα είναι έτοιμα, οι μπουφέδες, τα ποτά. Πλουσιοπάροχα.

Οι χωρικοί έχουν κάνει πηγαδάκια και συζητούν. υπάρχει μια ωραία ατμόσφαιρα. Οι συνεργάτες μου ξεναγούν τους χωρικούς στο εργοστάσιο, οι εργαζόμενοι που είχαν προσληφθεί για τη σεζόν είναι υπερήφανοι και ξεναγούν τους χωρικούς και δείχνουν τους χώρους. Τους δείχνουν ότι έχουν καινούργιες τουαλέτες, καινούργια ντους, μεγάλη τραπεζαρία, ντουλάπια να αλλάζουν ρούχα και τους εξηγούν ότι δεν υπήρχαν σε κανένα άλλο εργοστάσιο στο νομό αυτά τα πράγματα.

Βγαίνω στο προαύλιο, χαιρετάω τον κόσμο, αλλά το κεφάλι μου είναι αλλού. Μιλάω, κοιτάζω τους πάντες στα μάτια και δεν τους βλέπω. Τόση κούραση είχα συσσωρεύσει.

Ο συνέταιρος και μέτοχος ήξερε όλον τον κόσμο που είχε έλθει απ’ όλα τα χωριά. Και κινείται πιο άνετα μαζί τους. Το απολαμβάνει και χασκογελάει.

Έχουν φτάσει πληροφορίες στο κεφάλι μου, ότι στο νομό το παίζει αφεντικό. Αλλά δεν έδινα σημασία. Λέω άστον να το παίζει όπως θέλει. Εγώ θέλω οι δουλειές μας να γίνονται. στο κάτω κάτω αυτόν έχω υπόψη μου για διαχειριστή στα ντόπια θέματα. Κι εγώ θα είμαι στο Παρίσι να επιβλέπω τις πωλήσεις που θα γίνονται στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο.

Σκεπτόμενος αυτά ανέβηκα στο γραφείο να βρω λίγη ησυχία, να ξεκουραστώ, να πάρω τη Σαμπίν ένα τηλέφωνο να της μεταφέρω τα νέα, πώς είναι η ατμόσφαιρα και τι γίνεται. Έχει κάνει κι αυτή τον αγώνα μ’ εμένα σ’ αυτή την προσπάθεια, αλλά δεν μου το έδειχνε για να μου δίνει κουράγιο. Κάθομαι στο γραφείο, μιλάω με τη Σαμπίν, και ρίχνω και καμιά ματιά κάτω να δω τι γίνεται. Ο κόσμος είναι πολύς. Λέω, αυτό ίσως είναι καλό.

Όλοι έτρεχαν δεξιά αριστερά να εξυπηρετήσουν τον κόσμο. Κι εγώ στο τηλέφωνο με τη Σαμπίν, νιώθω τόση μοναξιά που δεν θέλω να βλέπω κανέναν μπροστά μου, μόνο να μιλάω με τη Σαμπίν.

Χτυπάει την πόρτα η γραμματέας και μου λέει ότι ήρθε η ώρα να κατέβω για να ξεκινήσει ο παπάς τον αγιασμό. «Εντάξει», απαντάω, «κατεβαίνω». Κατεβαίνω, ακούω τον παπά να ψέλνει, ούτε ακούω τι λέει, άστον να τα πει αφού έτσι είναι το έθιμο. Τελείωσε ο παπάς την τελετή, τον πλήρωσαν τα παιδιά και μας ευχήθηκε καλές δουλειές, και μετά πήρε κι αυτός μέρος στη γιορτή και ενώθηκε με όλους τους καλεσμένους. Φωνάζω τον Αποστόλη να έρθει να ανέβουμε στο γραφείο να τα πούμε. Ανεβήκαμε πάνω και τον ρωτάω να μου πει πώς βλέπει τα πράγματα.

«Τι να σου πω, Γάλλε», μου λέει, «όλα αυτά είναι ωραία και όμορφα, κι εμένα μου αρέσουν, αλλά όλοι αυτοί που είναι κάτω, αύριο θα είναι οι ίδιοι που θα μας χτυπάνε. Αυτοί είναι τα παπαγαλάκια που μεταδίδουν τις πληροφορίες, από τα βρόμικα κυκλώματα, και σε χτυπούν από παντού».

Χαμένος μες τις σκέψεις μου έλεγα, εύχομαι να μην έχει δίκιο σ’ αυτά που λέει. Χτυπάει η πόρτα και η γραμματέας μάς ανακοινώνει ότι ήλθαν δύο βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και θέλουν να με δουν. «Ναι», της λέω «να με δουν, αλλά στη λίστα των καλεσμένων δεν υπάρχουν βουλευτές, πώς έγινε;». «Ήλθαν μόνοι τους», μου λέει, «ακάλεστοι».

«Εντάξει», λέω, «φέρτους απάνω». Μπαίνουν δύο κύριοι ευδιάθετοι, συστηνόμαστε, «καθίστε», λέω ευγενικά. σηκώνεται ο Αποστόλης να φύγει. «Κάθισε», του λέω, «δεν έχουμε μυστικά να πούμε» και κάθεται. Μου άρχισαν τις φιλοφρονήσεις, ωραίο εργοστάσιο και μπράβο μου και πάρα πολλά άλλα.

«Ξέρετε», μου λέει, «ήρθαμε ακάλεστοι, έτσι είναι το έθιμο στο νομό». «Μεγάλη μας χαρά», λέω, «που σας έχουμε μαζί μας στα εγκαίνια». Άρχισαν να μου εξιστορούν ότι αυτοί θα είναι στη διάθεσή μου να με βοηθήσουν, ό,τι πρόβλημα έχω μπορούν να μου το λύσουν και λοιπά και λοιπά. Τους άκουγα με προσοχή και αναρωτιόμουν, τι γίνεται; Ήρθαν απροσκάλεστοι μόνο και μόνο για να μας βοηθήσουν; «Βεβαίως», λέω, «με μεγάλη μας χαρά θα δεχτούμε τη βοήθειά σας και την έχουμε και ανάγκη». Και συνεχίζουν να μου λένε «θα σε βοηθήσουμε πολύ στις εξαγωγές, Αμερική, Ευρώπη, Σαουδική Αραβία, παντού», ξέρουν κόσμο παντού, έχουν τα πάντα.

Ήταν λέει πρώην στελέχη του Λάτση του εφοπλιστή και λοιπά και λοιπά. Τους ευχαρίστησα για όλα τα καλά τους λόγια που μας είπαν και τους πρότεινα να κατέβουμε από το γραφείο να πιούμε κανένα ποτήρι με τον κόσμο (για να τους ξεφορτωθώ). Κατεβήκαμε κάτω, σερβιριστήκαμε, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια με όλες τις φιλοφρονήσεις και λοιπά. Και τους άφησα στην αγκαλιά των αγροτών να πουν τα δικά τους. Και πήρα πάλι τον Αποστόλη να ανέβουμε στα γραφεία. Κλείνοντας την πόρτα του γραφείου τον ρωτάω «λοιπόν πώς τους βλέπεις τους βουλευτές μας;»

.
«Αχ Γάλλε», μου λέει, «τι να σου πω, τα ξέρεις, κοράκια τους λέω εγώ, με όλους τους απατεώνες κάνουνε παρέα».

«Καλά καλά», του λέω, «μη συνεχίζεις, κατάλαβα. Θέλουν να μας βοηθήσουν να εξάγουμε σ’ όλο τον πλανήτη», του λέω, «και γιατί δε βοηθάνε τα άλλα εργοστάσια που είναι και φίλοι απ’ ό,τι βλέπουμε στον τοπικό τύπο;». Όπου είναι οι βουλευτές εκεί είναι και οι εργοστασιάρχες οι λεγόμενοι. «Και γιατί είναι όλοι καταχρεωμένοι και δεν εξάγει κανένας τίποτα;

Και αυτές οι εξαγωγές που κάνουν μερικοί στην Αμερική είναι στημένο παιχνίδι για να ζούνε τα βρόμικα κυκλώματα που λυμαίνονται στην περιοχή και έχει πέσει σκοτάδι παντού». «Δεν ξέρω», μου λέει, «εγώ δεν έχω πείρα απ’ αυτά τα πράγματα. Είμαι εδώ στο χωριό και προσπαθώ να επιβιώσω. Και επί τη ευκαιρία σε ευχαριστώ που με πήρες στη δουλειά». «Ναι», του λέω, «εγώ σε προσέλαβα, αλλά η δουλειά σου σε πληρώνει με αυτά που προσφέρεις στην εταιρεία, όχι εγώ». Και μ’ αυτά τα λόγια τον καληνύχτισα.

Πέρασαν οι μέρες, έγιναν οι εξαγωγές στη Σαουδική Αραβία, όλο το εργοστάσιο είναι πια σε λειτουργία, έχουν αρχίσει να παραλαμβάνουν λίγες μικρές ποσότητες και με διαβεβαίωναν μέρα με την ημέρα πως θα ανέβαιναν οι ποσότητες. Οι τιμές που αγοράζαμε ήταν πενήντα πέντε δραχμές στο κιλό.

Τα άλλα εργοστάσια αγόραζαν με πενήντα δραχμές. Βούιζαν πάλι οι φήμες, πάλι οι απειλές, ότι σπάσαμε την αγορά, ανεβάσαμε τις τιμές κι ότι θα καταστρέψω όλα τα εργοστάσια.

Εγώ καθησύχαζα τους συνεργάτες μου να κοιτούν μόνο τη δουλειά τους και να μη δίνουν σημασία σ’ αυτά που ακούγονται. «στο κάτω κάτω», τους λέω, «εμείς αγοράζουμε με συμφωνητικά συμβόλαια, ενώ οι άλλοι αγοράζουν ελεύθερα. Εκτός αν θέλουν να μας σπάσουν τα συμβόλαια με τους αγρότες. Τότε μπορούν αν θέλουν να ανεβάσουν τις τιμές. σε ελεύθερη αγορά λειτουργούμε. Ο υγιής ανταγωνισμός», τους έλεγα, «είναι ευπρόσδεκτος. Όποιος κάνει καλούς λογαριασμούς θα επιβιώσει».

Οι ποσότητες παραλαβής προϊόντων αυξήθηκαν, αλλά είχαμε άλλες εκπλήξεις. Με πληροφορούν ότι τα πιπέρια είναι πολύ μεγάλα, έξι έως εννέα εκατοστά, δηλαδή δεύτερης κατηγορίας. Η πρώτη κατηγορία είναι τρία έως έξι εκατοστά. Φωνάζω τον υπεύθυνο να μου εξηγήσει τι γίνεται, ο οποίος είναι και μέτοχος στην εταιρεία. Αυτά που μου έλεγε ήταν σαν να ήταν το ίδιο λεξιλόγιο με την πολεοδομία και το υπουργείο Γεωργίας, δηλαδή δεν έβγαζες νόημα. Έριχνε τα βάρη στους αγρότες, ότι είναι άχρηστοι και αγράμματοι και λοιπά.

«Εντάξει», του λέω, «θα δω πώς θα το χειριστώ το θέμα». Φωνάζω τον Αποστόλη, συζητάμε το πρόβλημα και μου λέει «Γάλλε, υποψιάζομαι ότι τα καλά πιπέρια τα πάνε στα άλλα εργοστάσια κι εμάς μας φέρνουν τη δεύτερη κατηγορία». «Ναι αλλά όλοι οι αγρότες οι δικοί μας έχουν υπογράψει σύμβαση μ’ εμάς», του λέω. «Και θα πρέπει να ξέρεις», μου λέει, «τα κυκλώματα έχουν πάντα τους τρόπους να τους εκβιάσουν. Και με όλες τις φήμες που κυκλοφορούν για μας, φοβούνται». «Ωραία», λέω, «ωραία πράγματα. Εντάξει Αποστόλη, πήγαινε, σ’ ευχαριστώ και θα δούμε πώς θα το διαχειριστούμε το όλο θέμα».

Φωνάζω το συνεργάτη και μέτοχο και του ανακοινώνω ότι φεύγει από την εταιρεία και δεν δέχομαι καμία κουβέντα και «σου αφήνω μόνο ένα πέντε τοις εκατό στην εταιρεία κι αυτό», του λέω, «δεν ξέρω γιατί το κάνω. Ίσως να είμαι λίγο άνθρωπος».

Άρχισε να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα. Με λίγα λόγια τον ξεφορτωθήκαμε. Την άλλη μέρα έστειλε τη γυναίκα του στο εργοστάσιο, να κάθεται στα σκαλιά των γραφείων και να κλαίει γιατί διώξαμε τον άντρα της.

Ο Αποστόλης γυρίζει όλα τα χωριά να συναντήσει τους αγρότες, να τους ενημερώσει ότι αυτός ο κύριος –μέτοχος– που το έπαιζε αφεντικό στο νομό, είναι εκτός εταιρείας. Κι ό,τι ήθελαν να απευθύνονται κατευθείαν στο εργοστάσιο ή να του λένε αυτού τι τους απασχολεί. Και ανέλαβε ο Αποστόλης αυτόν τον τομέα. ξαναφουντώνουν οι φήμες ότι το καράβι βουλιάζει, διαλύεται, κι ότι έδιωξα τον καπετάνιο.

Ενδιαφέροντα όλα αυτά. Εμψυχώνοντας όλους τους υπαλλήλους να μην ακούνε τίποτα και να κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους και ότι τα πάντα είναι υπό έλεγχο, «έχουμε εξαγάγει τόσα φορτία», τους έλεγα, «πριν καν ανοίξουμε το δικό μας εργοστάσιο, και τώρα που αρχίσαμε να λειτουργούμε φοβάστε;». Έπαιρναν λίγο κουράγιο, αλλά έβλεπα στα πρόσωπά τους ότι φοβούνται, φοβούνται πολύ.

Οι φήμες είναι πολλές, μέρα και νύχτα βουΐζει όλος ο νομός. Οι αγρότες δεν φέρνουν πολλά προϊόντα στο εργοστάσιο και κάτι πρέπει να κάνω.

Φωνάζω τη νομικό, να ετοιμάσει εξώδικα, για όλους τους αγρότες που έχουν συμβόλαια με εμάς. Και να τους απειλεί ότι όλοι μαζί θα πάνε στα δικαστήρια. Και να επιστρέψουν όλες τις επιταγές που τους είχε μοιράσει ο μέτοχος.

Με ενημερώνουν ότι όλοι οι αγρότες, έχουν σπάσει τις επιταγές στους τοκογλύφους κι έχουν πάρει τα λεφτά. Τρελάθηκα. Δίνω διαταγή να μην ξαναφύγει επιταγή εάν δεν είναι δίγραμμη. Δηλαδή να μην μπορεί κανένας άλλος να την εισπράξει εκτός από τον αναφερόμενο στην επιταγή.

Στέλνω τον Αποστόλη στα χωριά να μιλήσει με τους αγρότες και να τους πει ότι όλοι θα πάνε κατηγορούμενοι. Όσοι έχουν σπάσει επιταγές, πρέπει να πάνε το αντίστοιχο προϊόν στο εργοστάσιο. Όσοι τις έχουν, μπορούν να τις επιστρέψουν αν δεν θέλουν να συνεργαστούν μαζί μας. Και αυτοί που θέλουν να μείνουν, να φέρουν καλά προϊόντα.

Βούϊξε όλος ο νομός ότι έχουμε προβλήματα. Οι αγρότες φοβισμένοι με τα εξώδικα που έχουν λάβει, οι φήμες πολλαπλασιάστηκαν επί χίλια.Απ’ ό,τι φαίνεται φοβούνται τα δικαστήρια και τα έξοδα από τους δικηγόρους. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, μου μεταφέρει ο Αποστόλης ότι τα άλλα εργοστάσια ανέβασαν την τιμή στις πε- νήντα πέντε δραχμές, ίδια τιμή με τη δική μας.

«Ναι», λέω, «άσε καμιά εβδομάδα να δούμε πώς θα εξελιχθούν οι ποσότητες που θα παίρνουμε και βλέπουμε πώς θα αντιδράσουμε στα καινούργια δεδομένα». Ρωτάω τον Αποστόλη «τα άλλα εργοστάσια πώς πληρώνουν τους αγρότες;». Απάντηση: «επιταγές εξάμηνες, οχτάμηνες, δωδεκάμηνες. Έτσι είναι τα πράγματα εδώ στο νομό», μου λέει.
«Τους είδες κι εσύ, δεν είδες πώς έχουν καταντήσει τα μούτρα τους; Κάθε χρόνο πληρώνουν τα μισά προϊόντα απ’ αυτά που παίρνουν στους αγρότες. Κι αυτό διαρκεί δεκαετίες τώρα. Αλλά όλοι οι αγρότες έχουν συμφιλιωθεί μ’ αυτή τη νοοτροπία διότι θέλουν να ταΐσουν τα παιδιά τους».

«Ναι», του λέω, «τώρα που είμαστε εμείς εδώ, γιατί δεν συμμορφώνονται εφόσον είμαστε κύριοι απέναντί τους;». «Διότι όλα τα κυκλώματα τους έχουν τρελάνει στις φήμες, τις ακούνε από σοβαροφανείς ανθρώπους του νομού –δικηγόρους, τραπεζίτες, βουλευτές– και ο απλός αγρότης έχει χάσει τα αυγά και τα καλάθια, είναι στο σκοτάδι. Τοπικοί άρχοντες, δήμαρχοι, γραμματείς, φα- ρισαίοι, όλοι αυτοί», μου λέει, «είναι μέσα στα κυκλώματα».

«Και πώς θα ξεφύγουμε ρε Αποστόλη;» του λέω. «Α, Γάλλε», μου λέει, «ο καθένας με τη δουλειά του. Εγώ είμαι από εδώ, απ’ αυτό το χωριό, δεν ξέρω πολλά πράγματα. Αυτή είναι δουλειά δική σου». «Εντάξει, Αποστόλε», του λέω να τον καθησυχάσω, «όλα τα πράγματα θα πάνε καλά, όπως τα έχω σχεδιάσει. Μη φοβάσαι τίποτα, προχωράμε. Και μην ξεχνάς, τα δέντρα πεθαίνουν όρθια», και βάλαμε τα γέλια.

Μέσα σ’ όλο αυτό το κλίμα έρχεται και η παραίτηση της δικηγόρου της εταιρείας μας. Την παίρνω τηλέφωνο να τη ρωτήσω γιατί παραιτήθηκε και μου απάντησε ότι την εκβιάζει ο δικηγορικός σύλλογος Αμαλιάδος και αν δεν σταματήσει να προσφέρει νομικές υπηρεσίες στην Agros θα καταστραφεί. Και μου εξηγεί κλαίγοντας ότι είναι νέα δικηγόρος στο επάγγελμα και δεν θέλει να τα βάλει με τα κυκλώματα και ότι προτιμάει να σταματήσει τη συνεργασία μαζί μας.

Την ευχαρίστησα και της ευχήθηκα καλή σταδιοδρομία. Ο πόλεμος έχει ανέβει επίπεδο. Διάβρωσαν τον πρώην μέτοχο, τώρα τη νομικό, αύριο να δούμε τι άλλο μας περιμένει. σκέπτομαι όλος ο δικηγορικός σύλλογος Αμαλιάδος είναι εναντίον μας.

Οπότε μία λύση έχω, να φέρω κάποιον νομικό από μακριά, Αθήνα, να μην έχει σχέση με τοπικές μαφίες. Έτσι και έγινε. Έφερα ένα νέο παιδί, που είχε μόνο οχτώ μήνες δικηγόρος. Ήθελα πάντα νέα παιδιά διότι ήξερα ότι οι μεγάλοι είναι όλοι διαβρωμένοι. Γιώργο Φιλιππούση τον έλεγαν, ήταν ένα συνεσταλμένο παιδί.

Είμαι στο γραφείο μου και εργάζομαι στο τηλέφωνο με πελάτες απ’ το εξωτερικό και φωνά- ζω το λογιστή με την κοπέλα που ήταν υπεύθυνη για τους πελάτες του εξωτερικού να έλθουν να εργαστούμε μαζί για να δω πώς τα πάει η κοπέλα που ήταν υπεύθυνη στην επικοινωνία με τους πελάτες του εξωτερικού.

Όταν έγιναν οι προσλήψεις του γραφείου είχα πει ότι τα κριτήρια ήταν μόνο επαγγελματικά, να έχουν μόνο τα προσόντα που χρειάζεται η κάθε θέση. Διαπιστώνω με το πρώτο τηλέφωνο που κάναμε με την κοπέλα ότι δεν μιλάει ούτε γαλλικά ούτε αγγλικά ούτε γερμανικά. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ευχαρίστησα ευγενικά την κοπέλα και της λέω «πηγαίνετε στο γραφείο σας». Ζητάω εξηγήσεις απ’ το λογιστή και αρχίζει να απολογείται ότι έπρεπε να κάνει αυτή την πρόσληψη διότι ερχόταν από βουλευτή κι ότι θα τη βοηθούσε αυτός στα αγγλικά για τις εξαγωγές. «Και τα γαλλικά;», τον ρωτάω. Ησυχία, τίποτα, δεν απαντάει. «σε παρακαλώ», του λέω,
«να αποζημιώσετε την κοπέλα και να την αντικαταστήσετε με κάποιον που θα έχει τα προσόντα γι’ αυτή τη θέση».

Οι ποσότητες των προϊόντων που παραλαμβάναμε δεν ήταν ικανοποιητικές, ήταν πολύ μικρές. Μ’ έναν απλό πολλαπλασιασμό, για ενενήντα μέρες που διαρκεί η σεζόν, δεν θα παίρναμε ούτε το τριάντα τοις εκατό απ’ το σχεδιασμό που είχαμε κάνει, δηλαδή πηγαίναμε για φαλίρισμα. Φωνάζω τον Αποστόλη, του ανακοινώνω «η τιμή των προϊόντων εξήντα δραχμές το κιλό και πληρωμή και εξόφληση κάθε σάββατο». Ήξερα, αυτή η πολιτική θα αδυνάτιζε τα οικονομικά της εταιρείας, αλλά θα τα καταφέρναμε διότι οι πελάτες μας στο εξωτερικό ήταν σοβαροί. Ήξερα επίσης ότι ο πόλεμος των τοπικών κυκλωμάτων θα αγριεύσει και θα είχαμε μεγαλύτερες δυσφημίσεις εναντίον μας. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Έχω να διαλέξω μεταξύ ενός αργού θανάτου ή να προσπαθήσω να σώσω την κατάσταση. Διάλεξα το δεύτερο. Και το θαύμα έγινε.

Όλα τα χωριά έφεραν τα προϊόντα σ’ εμάς. Τα τρακτέρ έχουν γεμίσει όλο το προαύλιο, το προσωπικό τρέχει να παραλάβει τα προϊόντα, ουρές τα τρακτέρ, εκατοντάδες μέτρα να περιμένουν να ξεφορτώσουν. Είμαι στο γραφείο μου και παρακο- λουθώ όλη αυτή την ωραία ατμόσφαιρα και συλλογιζόμουν, «έτσι φανταζόμουν το εργοστάσιο από τη στιγμή που άνοιξε, αλλά δεν πειράζει, και τώρα καλά είναι».

Το επόμενο σάββατο τα γραφεία μας είχαν πάρει φωτιά από το πρωί, στην ουρά οι αγρότες για να πληρωθούν. Μπήκα για λίγο στο λογιστήριο να παρακολουθήσω τη διαδικασία. Πακέτα τα εκατομμύρια πάνω στο τραπέζι, δύο τρεις να μετράνε κι ένας να μοιράζει. Τα πρόσωπα των αγροτών χαμογελαστά, παρόλη την κούραση που είχαν στα πρόσωπά τους. Οι ουρές αγροτών απ’ έξω ατελείωτες. συλλογίζομαι και λέω «όλη την εβδομάδα θα έχουμε ουρές από τρακτέρ και κάθε σάββατο ουρές από αγρότες». Παρόλο που μου άρεσε όλη αυτή η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί, κατά βάθος μέσα μου δεν μου άρεσε καθόλου.
«υποανάπτυκτη χώρα», μου είχε πει η Σαμπίν. Πόσο δίκιο είχε.

Το πανηγύρι συνεχίζεται κανονικά με τα τρακτέρ και τους αγρότες.

Μία ωραία πρωία, με ενημερώνουν ότι έχουν πυροβολήσει το εργοστάσιο τη νύχτα που μας πέρασε και η κεντρική πόρτα είναι γεμάτη τρύπες από πυροβόλο όπλο κι ότι από μέσα ήταν και το αυτοκίνητό μου και έχει και αυτό μερικές τρύπες στην πόρτα.

«Φωνάξατε την αστυνομία;» τους ρωτάω. «Τους έχουμε πάρει από το πρωί αλλά δεν έχουν έρθει ακόμη», απαντάνε. Αστυνομία λέω και να μην πάνε, είναι η ίδια αστυνομία λέω μέσα μου με τα χαλίκια. Οπότε τα πράγματα είναι δραματικά. Τα κυκλώματα ελέγχουν τα πάντα.

Λέω «δεν πειράζει, δεν έχω χρόνο να ανακαλύψω γιατί η αστυνομία δεν κάνει τη δουλειά της, και πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας». Και αποφασίζουμε να βάλουμε ένα νυχτερινό φύλακα. Ο Αποστόλης που ανέλαβε να βρει ένα νυχτερινό φύλακα με ενημερώνει ότι κανένας δεν θέλει να είναι νυχτερινός φύλακας, διότι φοβούνται μη τους σκοτώσουν. Τι είναι όλα αυτά που ακόυω, αναρωτιέμαι. Ήρθα στη χώρα μου να την γνωρίσω και να βοηθήσω αν μπορώ και τώρα βρίσκομαι να μιλάμε για όπλα και για πολέμους. Εγώ ήρθα να κάνω αγροτικά προϊόντα.

Τελικά ο Αποστόλης βρήκε ένα παιδί από ένα ορεινό χωριό, ο οποίος δέχτηκε να είναι φύλακας, με την προϋπόθεση να έχει μαζί του και το κυνηγετικό του όπλο. Πού κατάντησα, έλεγα στον εαυτό μου. Ρωτάω τον Αποστόλη αν έχει άδεια για το κυνηγετικό του όπλο και με διαβεβαίωνει ότι έχει, δεν θα έχουμε πρόβλημα. Και τον παρακάλεσα όταν θα κάνει τη νυχτερινή βόλτα να μην κυκλοφορεί με το όπλο και να το έχει κρυμμένο κάπου. Διότι θα βγει η φήμη ότι ανοίξαμε πόλεμο με όπλα και λοιπά.

Πού καταντήσαμε, έλεγα πάλι. Και συνεχίζω να σκέπτομαι να τελειώσουν γρήγορα οι ενενήντα μέρες της σεζόν και μετά να ασχοληθώ λίγο με όλα αυτά που συμβαίνουν. Τώρα προτεραιότητα έχει μόνο το εργοστάσιο.

Μετά από δέκα μέρες τα πράγματα έδειχναν να έχουν μπει σε κάποιο ρυθμό. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν με το φύλακα που είχαμε βάλει.

Κι εγώ κυκλοφορώ στο νομό μ’ ένα αυτοκίνητο γεμάτο τρύπες από πυροβόλο όπλο. Οι φήμες οργιάζουν ότι είμαι εγώ η μαφία και δεν κάνω πίσω ούτε με πυροβολισμούς.

Είχαν βγάλει τη φήμη ότι ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο όταν με πυροβόλησαν κι ότι ανταπέδωσα στους πυροβολισμούς και ανέπτυξα ταχύτητα κι έφυγα. Ο κόσμος έβλεπε τις τρύπες στο αυτοκίνητο που κυκλοφορούσα και είχε πεισθεί ότι λύνω τα προβλήματα με τα όπλα. Άντε τώρα, λέω, να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. «Προτεραιότητα το εργοστάσια», επαναλάμβανα μέσα μου.

Είμαι απόγευμα στο γραφείο μου και προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε κάποια σειρά. Οι ουρές των τρακτέρ έχουν αραιώσει, οι εργάτες κάνουν τις τελευταίες παραλαβές της ημέρας, οι υπάλληλοι του γραφείου ετοιμάζονται να σχολάσουν. Να ησυχάσουμε σήμερα για λίγο, έλεγα. Έφυγαν όλοι, το εργοστάσιο ερήμωσε κι έπιασε δουλειά ο νυχτοφύλακας. στο εργοστάσιο βρίσκομαι εγώ κι ο Αποστόλης και ο νυχτοφύλακας. Καθόμαστε με τον Αποστόλη να βγάλουμε το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας και να πιούμε έναν καφέ. Ο ήλιος είχε δύσει και συνεχίζαμε τη συζήτηση.

Όταν ξαφνικά ο φύλακας, φωνάζει τον Αποστόλη να πάει έξω, τον θέλει λέει τώρα να πάει στην εξωτερική πόρτα του εργοστασίου. Τρέχει ο Αποστόλης να δει τι συμβαίνει. Και επιστρέφει τρέχοντας –λαχανιασμένος ανέβαινε τα σκαλιά– και με τρομαγμένο πρόσωπο μου λέει «Γάλλε, στείλανε ένα απόβρασμα της κοινωνίας, έναν τύπο που μπαινοβγαίνει στις φυλακές και είναι πολύ επικίνδυνος». Τα ακούω όλα με μεγάλη προσοχή και προσπαθώ μέσα μου να ζυγίσω την κατάσταση, πώς θα τη χειριστώ. Να πάρω την αστυνομία ήταν η πρώτη σκέψη μου, αλλά ποια αστυνομία, λέω, δεν υπάρχει.

Ρωτάω τον Αποστόλη αν οπλοφορεί αυτό το κάθαρμα. Μου λέει «δεν ξέρω, αλλά μάλλον πρέπει να οπλοφορεί». Ωραία, λέω μέσα μου, το κάθαρμα οπλοφορεί, ο φύλακάς μας οπλοφορεί, είμαστε έτοιμοι για πόλεμο. Έπρεπε να βρω λύση το γρηγορότερο. Το παιχνίδι τα κυκλώματα το είχαν στήσει καλά. Να σκοτωθούμε με ένα φυλακόβιο και να γράψουν οι εφημερίδες ότι κι εγώ είμαι μαφιόζος και λύνω τις διαφορές μου με τα πιστόλια. «Ωραία πράγματα», μονολογώ. Ο Αποστόλης συνεχίζει να με κοιτάει τρομαγμένος,

του λέω «πήγαινε κάτω, να είσαι ήρεμος, πιάσε συζήτηση μαζί του και πες του πως για δεκαπέντε λεπτά θα είμαι απασχολημένος στο τηλέφωνο κι όταν τελειώσω, θα τον δεχτώ με ευχαρίστηση».

Όταν ήμουν νέος, στην Αθήνα, δεκαοχτώ, είκοσι χρονών, μεγάλωνα σε μια γειτονιά που λεγόταν Φωκίωνος Νέγρη. Από τότε αυτές οι νεανικές παρέες που κάναμε, δύο τρία παιδιά της ηλικίας μας είχαν διαλέξει τον κακό δρόμο, αλλά πού και πού κάναμε μαζί τους παρέα για να μαθαίνουμε σαν νέοι που είμαστε γιατί διάλεξαν τον κακό δρόμο. στις συζητήσεις που κάναμε είχα διαπιστώσει ότι είχαν παρασυρθεί από την εύκολη ζωή και «τα όμορφα χρόνια», έλεγαν, «ήθελαν γλέντι». στο βάθος ήταν κανονικά παιδιά σαν εμάς. σπάω το κεφάλι μου τώρα να θυμηθώ, όταν ήμουν νέος, πώς θα έβγαινα από αυτό το αδιέξοδο με το κάθαρμα. Και αποφασίζω απλά να τον αντιμετωπίσω σαν άνθρωπο, έναν άνθρωπο που τον παρασύρανε στην απέναντι πλευρά.

Σηκώθηκα επάνω ήρεμος, είχα πάρει δύναμη από τις νεανικές μου σκέψεις, και κάτι με διαβεβαίωνε μέσα μου ότι αυτή η άσχημη στιγμή θα τελείωνε με θετικό τρόπο. Βγαίνω στο μπαλκόνι, είχε νυχτώσει κανονικά, οι εξωτερικοί χώροι του εργοστασίου φωτίζονταν μόνο από τις λάμπες. Βλέπω μακριά τρεις σιλουέτες να συζητάνε, Αποστόλης, φύλακας και κάθαρμα.

Και φωνάζω, «Αποστόλη, μπορείς να έρθεις με τον αγαπητό μας επισκέπτη. Και αν οπλοφορεί, να αφήσει το πιστόλι στο νυκτοφύλακα. Εμείς δεν οπλοφορούμε, εκτός από τον φύλακα», λέω φωναχτά. Ανεβαίνουν τα σκαλιά, τους περνάω στο γραφείο συνεδριάσεων, ο Αποστόλης φοβισμένος, ενώ το πρόσωπο αυτού του κυρίου είναι σαν τα πρόσωπα ηθοποιών που παίζουν κακούς ρόλους, είναι γύρω στα σαράντα, ψηλός και σωματώδης, και δείχνει έτοιμος για τα πάντα.

«Καθίστε», λέω ευγενικά και σιγανά. «Πρώτα απ’ όλα, τι θα σας κεράσουμε για να τα πούμε με την ησυχία μας;», και γυρίζω στον Αποστόλη και του λέω «Αποστόλη κέρασε κάτι τον επισκέπτη μας, έχουν περισσέψει αρκετά μπουκάλια αλκοόλ από τα εγκαίνια». «Τι θα πάρετε;» λέει φοβισμένα ο Αποστόλης. «Τι έχετε;» απαντάει το κάθαρμα. «Απ’ όλα», του λέει ο Αποστόλης. «Λοιπόν, βάλτε μου ένα ουίσκυ».

«Λοιπόν αγαπητέ μου», λέω, «μέχρι να σερβιριστείτε το ουίσκυ, πού οφείλεται αυτή σας η βραδινή επίσκεψη;». Και αρχίζει να μου λέει ότι από τότε που ήρθαμε στην περιοχή έχουμε κάνει πάρα πολύ μεγάλη ζημιά στο νομό, ότι έχουμε καταστρέψει πολύ κόσμο και είμαστε η λέπρα της περιοχής, και ότι έχει αναλάβει αυτός να μας φέρει στον ίσιο δρόμο και να προστατέψει το νομό. Οι φυλακόβιοι, λέω μέσα μου, φυλάνε το νομό. Από τι τον φυλάνε; Μυστήριο.

Τον άφησα και είπε πολλά, πάρα πολλά. Όλα είχαν σχέση με απειλές και αγριάδες. Και ήταν έτοιμος για μάχη μαζί μου μέχρι εσχάτων.

Ήταν ικανός να με σκοτώσει το ίδιο βράδυ, μέσα στο γραφείο μου, και μαζί μ’ εμένα και τον Αποστόλη και μετά θα άρχιζαν τις πιστολιές με το φύλακα. Μέχρι την τελική πτώση του ενός από τους δύο.

Πήρα το λόγο και του λέω «αγαπητέ μου, σε άκουσα πολλή ώρα, μου μετέφερες ακριβώς το μήνυμα για την εργασία που έχεις αναλάβει να κάνεις μ’ εμάς. Λοιπόν, όπως σεβάστηκα όλο το χρόνο που μου μιλούσες, έτσι θέλω κι εγώ να σεβαστείς εμένα στην απάντησή μου στα λεγόμενά σου και να μη με διακόψεις μέχρι να σου πω εγώ». συμφώνησε παραγγέλνοντας άλλο ένα ουίσκυ.

Αρχίζω να του εξιστορώ τα παιδικά μου χρόνια. Να του λέω «από τους γονείς μου δεν βρήκα τίποτα από υλικά αγαθά, μόνο αγάπη μου έδωσαν και τίποτα άλλο». Του μιλάω για τα νεανικά μου χρόνια στην Αθήνα, τα χρόνια που περάσαμε στη Φωκίωνος Νέγρη, όταν δύο τρεις φίλοι μας τότε διάλεξαν τον κακό τον δρόμο, και του εξιστορώ κι ένα όνομα που τον είχε σκοτώσει η αστυνομία.

Κι εγώ διάλεξα το δρόμο μέσα απ’ την εργασία και του είπα για το τι με έκανε να πάω στη Γαλλία. Του εξήγησα όλα αυτά που μου έμαθε η Γαλλία και το Παρίσι. Του είπα ότι το Παρίσι με βοήθησε να βρω τη χώρα μου και τον πολιτισμό της κι ότι ο ερχομός μου στην Ελλάδα ήταν για να ενώσω τις δύο χώρες στη ζωή μου και να βοηθήσω λίγο στην ανάπτυξη της χώρας μου, και διάφορα άλλα.

Για μια στιγμή βλέπω έχει αρχίσει να ιδρώνει, γυρίζει προς τον Αποστόλη και ζητάει ένα ποτήρι νερό. Μαζί με το νερό ο Αποστόλης του σερβίρει κι ένα ακόμα ουίσκυ.

Με διακόπτει. «Με αυτά που λες», μου λέει, «θυμήθηκα τα νεανικά μου χρόνια, κάπως έτσι σαν τα δικά σου ήτανε και τα δικά μου. Κράτησα», μου λέει, «τα δάκρυά μου για να μην ξεφτιλιστώ και άρχισα να ιδρώνω. Έχω γίνει μούσκεμα».

«Λοιπόν», του λέω ήρεμα, «πώς θα λύσουμε το πρόβλημα του ερχομού σου;»

. Άρχισε να απολογείται ότι πρώτη φορά του συμβαίνει κάτι τέτοιο, να πηγαίνει να χτυπήσει κάποιον και να κοντεύει να βάλει τα κλάματα.

Ο Αποστόλης, έκπληκτος από αυτή την απρόσμενη εξέλιξη, έφυγε ο φόβος από πάνω του και άρχισε να συμμετέχει στη συζήτηση χαμογελαστός. Περάσαμε ακόμη μία ώρα και οι τρεις μαζί και μιλούσαμε σαν να είμαστε τρεις παλιοί φίλοι. συνοδεύοντάς τον προς την έξοδο, του λέω να μην ξεχάσει να πάρει το πιστόλι, χαμογελώντας. «Δεν το ξεχνάω και θα πάω να σκοτώσω αυτούς που με έστειλαν», μου λέει χαμογελώντας. «Καραχάλιος ήταν το όνομά του» μου λέει ο Αποστόλης. Αλλά δεν μας είπε ποτέ ποιοι τον είχαν στείλει.

Η ρουτίνα στο εργοστάσιο συνεχίζεται. Πολλά προϊόντα, ουρές τα τρακτέρ, πληρωμές κάθε σάββατο και οι ποσότητες είναι όπως τα είχαμε σχεδιάσει. Βρίσκομαι στην Εθνική Τράπεζα Αμαλιάδος, για να συζητήσουμε τη μελλοντική χρηματοδότηση. συζητάω με το διευθυντή ότι θα χρειαστώ εκατό εκατομμύρια για τις αγορές των προϊόντων και μου λέει ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.

«σου βάζω σήμερα μια γραμμή με είκοσι πέντε εκατομμύρια και βλέπουμε για τη συνέχεια». Πηγαίνοντας προς το εργοστάσιο βλέπω λίγα τρακτέρ στο προαύλιο να ξεφορτώνουν. Λέω «τι έγινε Αποστόλη;». «Γάλλε», μου λέει, «τα άλλα εργοστάσια ανέβασαν τις τιμές εξήντα πέντε δραχμές το κιλό, και εφαρμόζουν το ίδιο σύστημα με μας, εξόφληση κάθε σάββατο».

«Και πώς έγινε αυτό ρε Αποστόλη; Εφόσον δεν είχαν λεφτά και πλήρωναν με πέτσινες επιταγές». Αυτό δείχνει, λέω από μέσα μου, ότι οι τράπεζές τους μπήκαν στο παιχνίδι για εμάς.

Ανακοινώνω στον Αποστόλη ότι από αύριο εβδομήντα δραχμές το κιλό και πληρωμές κάθε σάββατο. Βουΐζει πάλι όλος ο νομός, γίνεται πανζουρλισμός, φθάνουν στ’ αυτιά μου απειλές, φωνές. Εγώ κλείνω τ’ αυτιά μου στις σειρήνες και κοιτάω όπως πάντα τη δουλειά μου.

Οι λογαριασμοί μού δείχνουν ότι έχω μεγάλα περιθώρια να αγοράζω πιο ακριβά τα προϊόντα διότι δεν έχω μεσάζοντες στις εξαγωγές μας, εξάγουμε μόνοι μας στο κέντρο της Ευρώπης. Οι άλλοι που χρησιμοποιούν μεσάζοντες ας κάνουν ό,τι θέλουν, ο καθένας κάνει κουμάντο στο σπίτι του. ξαναρχίζουν τα τρακτέρ με τους αγρότες να έρχονται σ’ εμάς. Δεν περνάνε τρεις μέρες, μαθαίνουμε ότι οι άλλοι ανέβασαν πάλι τις τιμές και οι αγρότες πάνε στα άλλα εργοστάσια. Πόλεμος κανονικός. Όλος ο νομός έχει σηκωθεί στο πόδι. Μέσα σ’ όλο αυτό το αδυσώπητο κλίμα που έχει δημιουργηθεί, καθισμένος στο γραφείο δέχομαι ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα απ’ το διευθυντή της τράπεζας. Και αρχίζει να μου εξηγεί ότι πρέπει να σταματήσει αυτός ο πόλεμος τιμών και να καθίσουμε σ’ ένα τραπέζι να βρούμε κάποια λύση.

«Και πώς θα γίνει αυτό;», ρωτάω.
«Μην ανησυχείς», μου λέει, «αύριο το βράδυ έλα κατά τις οχτώ η ώρα στην τράπεζα και θα μαζέψω και τους άλλους εργοστασιάρχες για να βρούμε μια λύση». «Οκέι», λέω, «αύριο το βράδυ στις οχτώ θα είμαι στην τράπεζα». Και κλείνοντας μου τονίζει να πάω μόνος μου. Παράξενο, λέω, γιατί μου τονίζει να πάω μόνος μου; Μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν στο νομό αποφεύγω να πηγαίνω μόνος μου. Θέλω πάντα να είμαι με κάποιον από το εργοστάσιο. Τουλάχιστον, έλεγα, στα θέματα που αντιμετωπίζω δεν είναι άσχημο να υπάρχει και κάποιος μάρτυρας. Μη μου συμβεί κάποιο ατύχημα (με σκοτώσουν). Εγώ λέω θα πάρω το νομικό της εταιρείας μαζί μου και άστους αυτούς να λένε ό,τι θέλουν.

Φθάνουμε στην τράπεζα, εγώ με το νομικό, οχτώ παρά τέταρτο. Μας ανοίγουν την πόρτα και μας οδηγούν στον πρώτο όροφο όπου είχαν σχεδιάσει μια τραπεζαρία με τα διάφορα γραφεία και καρέκλες της τράπεζας. Είναι ο διευθυντής της τράπεζας που μας υποδέχεται και μας καλησπερίζει. Καθόμαστε. Είδα στο πρόσωπό του ότι δεν του άρεσε που ήρθα με το νομικό της εταιρείας, αλλά δεν είπε τίποτα.

Άρχισαν να έρχονται και οι άλλοι εργοστασιάρχες, μερικούς απ’ αυτούς –τρεις τέσσερις– τους ήξερα, γιατί είχα αγοράσει προϊόντα τους για εξαγωγή.

Τους υπόλοιπους δεν τους ήξερα, αλλά τους είχα ακούσει σαν ονόματα. Και τώρα τους γνωρίζω κι από κοντά. Η ατμόσφαιρα ήταν λες και βρισκόμασταν σε κηδεία. Όταν τελειώσαμε με τις συστάσεις, ο διευθυντής πήρε το λόγο για να εξηγήσει ότι είμαι καινούργιος στο νομό κι ότι ο εμπορικός πόλεμος στην αγορά πρέπει να σταματήσει για να ησυχάσει ο νομός. Μιλάει επί μιάμιση ώρα τώρα. Είναι όρθιος, εμείς καθιστοί, δεν παρακολουθώ πλέον τι λέει, δεν με ενδιαφέρει, αυτά που λέει είναι όλα βλακείες. Και αρχίζω να κοιτάζω τα πρόσωπα των άλλων εργοστασιαρχών. Έχω την εντύπωση ότι κανένας δεν παρακολουθεί τα λεγόμενα του διευθυντή. Παρακολουθώ τον τρόπο που κάθονται οι άλλοι εργοστασιάρχες και από τις εκφράσεις των προσώπων τους δείχνουν φοβισμένοι, σαν κάποιος να τους είχε μαλώσει πριν έρθουν σ’ αυτό το ραντεβού. Γυρίζω και λέω στο νομικό μου ψιθυριστά «παρακολουθείς αυτά που λέει;». Ναι, μου γνέθει με το κεφάλι του. Φτάνει προς το τέλος η ομιλία του διευθυντή και ακούω ξαφνικά, απευθυνόμενος σε μένα, «κύριε Βαρουξή, είσαι καλοδεχούμενος στο νομό μας, όλα τα εργοστάσια σε δέχονται στο νομό, αλλά πρέπει τα πράγματα να πάνε πιο σιγά», και προσθέτει ότι γι’ αυτή τη χρονιά μού επιτρέπουν –η τράπεζα και οι εργοστασιάρχες– να πάρω μόνο ενάμιση εκατομμύριο κιλά προϊόντα.

Παίρνω το λόγο, σηκώνομαι πάνω και απευθύνομαι στους εργοστασιάρχες. Τους αναλύω ότι για να καλύψω μόνο τις υποχρεώσεις μου σαν εργοστάσιο πρέπει να πάρω τρεισήμισι εκατομμύρια κιλά, διαφορετικά θα βάλω τα κλειδιά στην πόρτα και θα φύγω. Ησυχία απόλυτη. Από τους εργοστασιάρχες δεν μιλάει κανείς.

Απαντάει ο διευθυντής.
«Ναι κύριε Βαρουξή, έτσι δείχνουν οι λογαριαμοί που έχεις κάνει, αλλά έχεις μάθει διαφορετικά στη Γαλλία κι εδώ στο νομό ισχύουν άλλοι κανόνες».
«Μα δεν είναι θέμα κανόνων», λέω, «είναι η πραγματικότητα. Τα νούμερα δεν βγαίνουν μ’ ενάμιση εκατομμύριο κιλά, το εργοστάσιο θα κλείσει».
«Μην ανησυχείς», μου λέει ο διευθυντής, «εδώ είμαι εγώ σαν τράπεζα, δεν θα σε αφήσω να κλείσεις». «Ναι», λέω, «δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ όλα αυτά που γίνονται. Τα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά φτάνουν για όλα τα εργοστάσια, δεν ξέρω από πού έχει προέλθει όλος αυτός ο πόλεμος. Όλος ο νομός λέει ότι είμαστε οι μεγαλύτεροι απατεώνες, πάνε πυροβολούν το εργοστάσιο, η αστυνομία δεν έρχεται, μας στέλνουν κακοποιούς να μας σκοτώσουν», και τελειώνοντας λέω «πέρυσι πριν από το άνοιγμα του εργοστασίου μου, όλα τα εργοστάσια έπαιρναν προϊόντα μόνο για εξήντα μέρες, και μετά σταματούσαν και έλεγαν στους αγρότες δεν θέλουμε άλλα και τα προϊόντα σάπιζαν στα χωράφια και έφερναν σε απόγνωση τους αγρότες». «Ε», λέω, «φέτος θέλω να αγοράσω εγώ αυτά τα προϊόντα που θα έμεναν στα χωράφια και να μείνουν και οι αγρότες ευχαριστημένοι».

«σκεφτείτε κύριε Βαρουξή απόψε», λέει ο διευθυντής,
«τα πράγματα έτσι έχουν στο νομό», και τελειώνοντας λέει «από αύριο να ησυχάσει ο νομός» και μας κοιτάει στα μάτια. σηκωνόμαστε, τους καληνυχτίζουμε όλους και φεύγουμε. Η ώρα είχε πάει έντεκα το βράδυ, παίρνουμε τ’ αυτοκίνητο και λέω στο νομικό «Γιώργο, πάμε λίγο σε παρακαλώ στα γραφεία στο εργοστάσιο για να κάνουμε μαζί μια επανάληψη αυτών που ειπώθηκαν απόψε». «Βεβαίως», απαντάει ο Γιώργος.

Καθόμαστε στο γραφείο και λέω «Γιώργο, θέλω να μου πεις εσύ τι κατάλαβες απόψε απ’ όλα αυτά και τι αποφάσεις θα πάρουμε». «Κύριε Βαρουξή», μου λέει, «δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις, μιάμιση ώρα ο διευθυντής όλο βλακείες έλεγε», και τελειώνοντας μου λέει «εγώ έχω την εντύπωση ότι αυτοί όλοι οι εργοστασιάρχες φαίνονται σαν υπάλληλοι της τράπεζας. Δεν είδες, κάθονταν φοβισμένοι σαν μικρά παιδιά που τα έχεις μαλώσει». «Ευχαριστώ Γιώργο», του λέω, «διότι έκανα κι εγώ την ίδια διαπίστωση. Οπότε δεν είμαστε τρελοί, όπως λέει όλος ο νομός.

Άρα τώρα τι κάνουμε;». «Όπως βλέπω», λέει, «σ’ αυτόν το λίγο χρόνο που είμαι μαζί σας ως νομικός, όλα καλά τα κάνετε για τα συμφέροντα της εταιρείας, αλλά εδώ στο νομό η κατάσταση είναι μπουρδέλο. Δεν ξέρω τι να σου πω, εσύ θα αποφασίσεις». Τον ευχαρίστησα και χωρίσαμε.
Την επόμενη μέρα είμαι στο γραφείο μου και προσπαθώ να συγκεντρώσω τα κομμάτια μου, να καταλάβω τι γίνεται. Κανένας, λέω, δεν μπορεί να καταλάβει τι γίνεται. Κόλαση. Δεν υπάρχει άλλη λέξη για να χαρακτηρίσει την κατάσταση στην οποία έχω βρεθεί. Και με όλες αυτές τις σκέψεις χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η Σαμπίν. Χάρηκα που άκουσα τη φωνή της μέσα σ’ αυτή την κόλαση που βρισκόμουν. Και ξαφνικά την ακούω να μου λέει, βουρκωμένη, «ξέρεις εχθές το βράδυ πέθανε ο Κλάους, από έμφραγμα, στον ύπνο του». «Τι είπες;» της λέω. Νόμιζα ότι αυτά που μου έλεγε ήταν ένα κακό όνειρο και δεν είναι αληθινά. «Ναι», λέει, «τον χάσαμε χθες το βράδυ», χάθηκα, δεν ήμουν καθόλου καλά. «Καλά», της λέω, «άφησέ με λίγο, δεν νιώθω καλά, θα σε πάρω εγώ σε λίγο». σηκώνομαι πάνω, κλείνω την πόρτα του γραφείου μου κι αρχίζω να πετάω καρέκλες, τραπέζια κι ό,τι άλλο έβρισκα μπροστά μου και να τα σπάω. Κλαίγοντας, ουρλιάζοντας, γιατί και γιατί. Τριάντα οχτώ χρονών παιδί, τι έγινε; Ο Κλάους δεν ήταν μόνο ο αδερφός της Σαμπίν, ήταν φίλος, είχαμε περάσει πάρα πολύ όμορφες στιγμές μαζί. Είχαμε μοιραστεί αρκετά πράγματα. «Εσύ», του έλεγα, «Κλάους, δεν είσαι Γερμανός. Οι Γερμανοί είναι όλοι σοβαροί και κατσουφιασμένοι. Ενώ εσύ είσαι έξω καρδιά. σου άρεσει πολύ η έντονη ζωή. Μάλλον είσαι μεσογειακός τύπος», του έλεγα και γελάγαμε. Δεν έχασα μόνο τον αδερφό της γυναίκας μου, έχασα κι ένα λατρευτό φίλο κι ένα μελλοντικό συνεργάτη. Ο Κλάους με είχε βοηθήσει σε όλες τις μακέτες και μάρκες των προϊόντων μας. Και υπήρχε η σφραγίδα του σε όλα τα είδη συσκευασίας των προϊόντων. Του άρεσε η έντονη ζωή. Πήγαινε με χίλια χιλιόμετρα την ώρα. Μάλλον, λέω μέσα μου, κάτι του έλεγε ότι θα έφευγε νωρίς.

Είμαι σε τέτοια κατάσταση που δεν με ενδιαφέρει ούτε το εργοστάσιο ούτε θέλω να βλέπω κανέναν μπροστά μου. Φωνάζω τον Αποστόλη και του λέω «σε παρακαλώ, πες σε όλους μέσα ότι δεν θέλω τις επόμενες μέρες να με απασχολήσετε με τίποτα επαγγελματικό» και του λέω «ο Κλάους πέθανε»· και του είπα αυτό να το κρατήσει για τον εαυτό του και στους άλλους να μεταφέρει ότι πέθανε κάποιος συγγενής μου, τίποτα άλλο. Βρήκα λίγο την ψυχραιμία μου και τώρα έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου να στηρίξω τη Σαμπίν. Είχε χάσει τον πατέρα της όταν ήταν μικρή και τώρα χάνει τον αδερφό της, μέσα στην φουρτούνα του άντρα της, με αυτά που περνάω στην Ελλάδα. Την παίρνω τηλέφωνο, ήταν πιο ψύχραιμη και είχε φοβη- θεί και με μένα, μην πάθω τίποτα. «Όχι», της λέω,
«μην ανησυχείς, εγώ είμαι καλά, τα πράγματα εδω έχουν ηρεμήσει». Μιλήσαμε για το πότε θα γινόταν η κηδεία και της εξήγησα ότι θα ερχόμουν στο Λουξεμβούργο την επόμενη μέρα, αλλά δεν είχε πτήση κατευθείαν από Αθήνα, οπότε θα πήγαινα μέσω Παρισιού και θα έφθανα το βραδάκι. Της εξήγησα «δεν πειράζει που δεν θα είμαι στην κηδεία και θα έρθω δυο ώρες μετά, το προτιμώ, θέλω να θυμάμαι τον Κλάους όπως τον έζησα. Αλλά θέλω να είμαι εκεί, παρών σ’ όλο αυτό το δράμα που ζούμε».

Επιστροφή από το Λουξεμβούργο στο νομό. Δεν είχα δικαίωμα να με πάρει από κάτω αυτό το δραματικό γεγονός με τον Κλάους διότι θα πέθαινα κι εγώ. Ένας ολόκληρος νομός θέλει το θάνατό μου. Ας μην τους κάνουμε τη χάρη, σκεπτόμουν. Φθάνοντας στην Πελοπόννησο, ενημερώθηκα για όλα τα προβλήματα και διαπίστωσα απ’ αυτά που μου έλεγαν οι συνεργάτες μου ότι τις τρεις μέρες που έλειπα είχε ησυχάσει λίγο ο πόλεμος και οι συκο- φαντίες. Απαντάω λίγο ειρωνικά «μάλλον θέλουν να συμμετάσχουν στη λύπη μου».

Μια ωραία πρωία, βρίσκομαι στην τράπεζα για να συζητήσουμε ότι οι εισροές προϊόντων γίνονται κανονικά και πρέπει να βάλει στο λογαριασμό μου τα υπόλοιπα εβδομήντα πέντε εκατομμύρια που έχουμε συμφωνήσει για τις αγορές των προϊόντων. Αλλά αυτός, μου βάζει πάλι άλλα είκοσι πέντε εκατομμύρια. Παράξενο, λέω, φοβάται μήπως πάρω τα λεφτά και φύγω;

Πέρασαν μερικές μέρες, ο πόλεμος ξαναφούντωσε. Μας χτυπάνε από παντού οι δυσφημίσεις. Απατεώνες μας ανεβάζουν, κλέφτες μας κατεβάζουν. Τα άλλα εργοστάσια ανεβάζουν πάλι τις τιμές.

Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται, ο νομός και οι αγρότες απορούν πώς τα πτώματα των άλλων εργοστασίων ζωντάνεψαν και μοιράζουν λεφτά. Τι γίνεται; Δεν αντέχω άλλο, η ατμόσφαιρα έχει γίνει αποπνικτική. Θέλω να φύγω μακριά, να σκεφτώ τι θα κάνω και πώς θα αντιδράσω σ’ όλο αυτό το κλίμα. Παίρνω τον Αποστόλη για οδηγό και του λέω «πάμε στα βουνά να πάρουμε καθαρό αέρα, να μπορούμε να σκεφτούμε». Φεύγουμε με το αυτοκίνητο και σε καμία ώρα φθάνουμε σ’ ένα δάσος από δέντρα το οποίο λέγεται Φολόη. Είναι το μεγαλύτερο δάσος της Πελοποννήσου. Παρκάραμε και βγήκαμε να περπατήσουμε. Απ’ αυτή την περιοχή, σκέφτηκα, κατάγεται ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Και ασυνείδητα σηκώνω το κεφάλι προς τον ουρανό μήπως τον δω. Θυμάμαι τα χρόνια που έζησα με τον πατέρα μου, περνάει όλο το φιλμ της ζωής μου σε πέντε λεπτά και αναρωτιέμαι τι με έφερε σήμερα σ’ αυτό το δάσος. Μήπως με έφερε ο πατέρας μου; Μήπως είναι κάπου στον ουρανό και με παρακολουθεί, αναρωτιόμουν. Και γιατί δεν με βοηθάει, έλεγα, εφόσον βλέπει τι τραβάω. Μας έχουνε σταυρώσει. Και σηκώνοντας πάλι το κεφάλι μου στον ουρανό ξεσπάω σε κλάματα. Έκλαιγα σαν μικρό παιδί. Με βλέπει ο Αποστόλης που κλαίω κι έρχεται κοντά μου να δει τι συμβαίνει. Του εξηγώ αυτά που ήρθαν στο μυαλό μου και βάζει κι αυτός τα κλάματα. Κλαίγαμε και οι δύο σαν μωρά παιδιά. «Εντάξει», του λέω ξαφνικά, «αρκετά κλάψαμε, ξεσπάσαμε, καλό μας έκανε, τώρα πρέπει να δούμε τι κάνουμε με τα προβλήματά μας».

Αποφασίζουμε τις τιμές των προϊόντων να τις ανεβάσουμε στις ενενήντα δραχμές το κιλό. Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς. ξεκινάει πάλι το πανηγύρι με τα τρακτέρ, ουρές.

Μαζεύουμε πολλά προϊόντα, έχουμε φθάσει σχεδόν στο στόχο μας, υπολείπονται μόνο πεντακόσιες χιλιάδες κιλά.

Βουΐζει πάλι ο νομός, πέφτουν αστραπές και βροντές από παντού. Εγώ αφοσιωμένος στο έργο μου. Η Σαμπίν με ενημερώνει ότι την παίρνουν άνθρωποι από το νομό τηλέφωνο, άγνωστοι, και της λένε ότι ο άντρας της τρελάθηκε και καλύτερα να φύγει από το νομό γιατί θα τον σκοτώσουν. Αυτή τους απαντάει «ο άντρας μου δεν τρελάθηκε, διότι μιλάμε στο τηλέφωνο κάθε βράδυ και το μόνο που κάνει είναι να κοιτάει τη δουλειά του». Και προσθέτει «εγώ είμαι πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, εσείς μπορείτε να πάτε στο γραφείο του σε δέκα λεπτά και να του πείτε ό,τι θέλετε από κοντά». Και με αυτά τους καληνύχτισε, με την επισήμανση να μην την ξαναενοχλήσουν.

Μέσα σ’ όλο αυτό το κλίμα με παίρνει ο διευθυντής της τράπεζας και μου ανακοινώνει ότι σταματάει τη χρηματοδότηση κατόπιν διαταγών απ’ τα κεντρικά γραφεία της Εθνικής στην Αθήνα. Του εξηγώ ότι από τη συμφωνία που έχουμε κάνει υπολείπονται πενήντα εκατομμύρια ακόμα. «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, έχω διαταγές από τους ανωτέρους μου».

Ωραία πράγματα, λέω, δεν πειράζει, έχω κι άλλες λύσεις, πολλές ακόμη. Η ζωή μ’ έχει μάθει στην πράξη πώς να χειρίζομαι τα χρηματοοικονομικά.

Η τράπεζα μ’ έχει δανείσει ένα μακροχρόνιο δάνειο που θα άρχιζε να αποπληρώνεται σε δώδεκα μήνες από τώρα. Μου έχει δώσει πενήντα εκατομμύρια σαν κεφάλαιο κινήσεως, του οποίου η αποπληρωμή θα γίνεται από την εξαγωγή των προϊόντων. Και μην ξεχνάμε, έχω και την επιδότηση ολόκληρη και νιώθω ασφαλής από παντού. υπάρχει στην Ελλάδα ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο που λέγεται Γενικές Αποθήκες. Είναι μια θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας, τους οποίους τους φωνάζεις και κοστολογούν πόσα εμπορεύματα έχεις και σου δίνουν έναν τίτλο. Αυτός ο τίτλος για μένα ήταν διακόσια εβδομήντα εκατομμύρια. Είπα στο γραφείο μου να κάνουν όλες τις διαδικασίες, οι οποίες θα έπαιρναν πέντε μέρες, και ήμουν ευχαριστημένος διότι θα έλυνα το πρόβλημα. Αλλά τωρα, λέω, σε ποια τράπεζα θα πάω για να μου χρηματοδοτήσει τον τίτλο; στις συζητήσεις με τους συνεργάτες μου, μου έλεγαν να πάω σε άλλη τράπεζα, μη μου έχουν στήσει κανένα παιχνίδι.

Και τους απαντάω
«οι τράπεζες στο νομό είναι όλες συγκοινωνούντα δοχεία. Ό,τι παιχνίδι είναι να παιχτεί, θα παιχτεί». Λέγοντας αυτά, παίρνω τον τίτλο και πάω στην Εθνική Αμαλιάδος. Θα πάω να κάνω μια συζήτηση και αν μου εγγυηθεί ότι θα πάρω τα λεφτά, θα τους δώσω τον τίτλο. Διαφορετικά θα κοιτάξω να βρω κάποια άλλη τράπεζα. συζητώ με το διευθυντή δύο ώρες. Με διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και μου εγγυάται ότι όλα θα πάνε καλά με τον τίτλο. Και για να μου δείξει την καλή του διάθεση, μπορώ τώρα να περάσω από το ταμείο και να πάρω προκαταβολή είκοσι εκατομμύρια. συμφωνώ μαζί του, βγάζω τον τίτλο και του τον δίνω και επιστρέφω στο εργοστάσιο και τους αφήνω άλλα είκοσι εκατομμύρια δραχμές για τους αγρότες. Το υπόλοιπο ποσό του τίτλου θα μου το έδιναν σε δεκαπέντε μέρες. Παρόλο που δεν χρω- στάμε τίποτα στην αγορά, οι φήμες συνεχίζουν με αμείωτο ρυθμό. Μυστήριο.

Μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο ο διευθυντής της τράπεζας, ευδιάθετος, όλο χαρά και χαμόγελα, και αρχίζει να μου λέει να πάμε το απόγευμα σ’ ένα παραλιακό ταβερνάκι, να πιούμε κανένα ούζο. Κι ότι έχουν έλθει τρεις έξοχοι κύριοι από την Αθήνα και θέλει να μου τους συστήσει. Και τώρα που αποφάσισα να κάνω το εργοστάσιό μου στην Ελλάδα, πρέπει να κάνω παρέα με αξιόλογους και διαλεκτούς ανθρώπους.

Ωραίες συμβουλές μου δίνανε. Τον ευχαρίστησα και είπα «οκέι, πέντε η ώρα θα είμαι στο ραντεβού». Θέλω να ομολογήσω
δεν μου άρεσαν καθόλου αυτά, να γνωρίσω τρεις αξιόλογους κυρίους, εγώ δεν είχα χρόνο ούτε για τον εαυτό μου. Και αυτοί μου μιλάνε για αξιόλογους κυρίους.

Παίρνω όπως πάντα τον Αποστόλη μαζί μου και του εξηγώ για το ραντεβού. Και αυτός να πιει κάτι στην ταβέρνα που θα πάμε, λίγο πιο μακριά από εμάς –από εκεί που θα καθίσουμε, για να μη θυμώσουν οι αξιόλογοι κύριοι, διότι «εσύ», του λέω χαμογελώντας, «είσαι χωριάτης».

Και γελάσαμε. Πράγματι τρεις κύριοι με κουστούμια και γραβάτες μαζί με τον τραπεζίτη μου, σηκώνονται εγκάρδια να με χαιρετήσουν· με πάρα πολλές φιλοφρονήσεις να μου πλέκουν το εγκώμιο, τι ωραία πράγματα κάνω στο νομό, ότι έφτιαξα ένα μοντέρνο εργοστάσιο, ότι είμαι έξυπνος επιχειρηματίας κι ότι πριν ανοίξω το εργοστάσιό μου είχα ξεκινήσει τις εξαγωγές κι ότι ο τραπεζίτης τούς είχε διαβεβαιώσει ότι η Ελλάδα χρειάζεται τέτοιους επιχειρηματίες σαν κι εμένα.

Άκουγα με προσοχή και τους ευχαριστούσα για τα ωραία τους λόγια. Αλλά από μέσα μου, έβραζα, δεν ήξερα πού το πάνε και τι θέλουν να μου πουν. Άρχισαν να τσουγκρίζουν τα ποτήρια.
«Γεια μας» και λοιπά, για τη γνωριμία μας, όλο χαμόγελα. Να σημειώσω εγώ δεν πίνω ποτέ αλκοόλ όταν είμαι σε επαγγελματικό ραντεβού, πάντα πίνω κρασί όταν τελειώσω με τα επαγγελματικά μου. Εδώ έπινα ανθρακούχο νερό, το οποίο οι άλλοι δεν το είδανε καλά καλά, διότι αυτοί ήταν ήδη στο τρίτο καραφάκι ούζο και είχαν έλθει σε κέφι με αστεία και καλαμπούρια που έλεγαν.

Μετά από μία ώρα φιλοφρονήσεων και καλών λόγων για το πρόσωπό μου, γυρίζει ο τραπεζίτης και μου λέει με σοβαρό ύφος «κύριε Βαρουξή, θέλουμε να σου κάνουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα και όμορφη πρόταση». «Ακούω», λέω, «ευχαρίστως».

«Πρόκειται για μια μεγάλη επένδυση στην Ελλάδα, μία μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος», μία μονάδα που θα στοίχιζε μερικά δις σε δραχμές.

Άκουγα τα πάντα με προσοχή, οι τρεις κύριοι έβγαλαν κάτι χάρτες και μου έδειχναν και μου ανέλυαν πού και πώς θα γίνει η επένδυση.

Αρχίζω να τους λέω ότι ήδη μ’ έχει κουράσει η χώρα μου, σε μια μικρή επένδυση, πώς να μπλέξω με δις τώρα; Και εκτός τούτου, δεν έχω πλέον και κεφάλαια και ό,τι είχα και δεν είχα τα έριξα στο εργοστάσιό μου.

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και γυρίζει απότομα ο τραπεζίτης και μου λέει «Αντώνη, εγώ τι δουλειά κάνω; Εγώ σ’ αυτή την επένδυση που σου προτείνουμε θα σου δώσω όσα λεφτά χρειάζεσαι και παραπάνω αν χρειαστεί».

Ξαφνικά ησυχία. Από εμένα περίμεναν αμέσως ένα ναι ή ένα όχι. Γυρίζω χαμογελαστός και λέω «πάρα πολύ ωραία πρόταση, αλλά εγώ δεν έχω ιδέα απ’ το αντικείμενο»,

μου λένε «μην ανησυχείς καθόλου, θα έχεις τα καλύτερα στελέχη της Ελλάδος».

Με είχαν πιάσει τα διαβόλια μου μέσα μου, αλλά έπαιζα το σινεμά να μην το δείξω.

«Βεβαίως», απαντάω, «θα το κοιτάξω πολύ θετικά το θέμα, αλλά να το σκεφτώ καλύτερα το σαββατοκύριακο και τη Δευτέρα να πάω στην τράπεζα στο διευθυντή να του δώσω μια θετική απάντηση». Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, η ατμόσφαιρα βάρυνε. Έφυγαν τα χαμόγελα.

Και σ’ ένα διαφορετικό τόνο, μου λένε «βεβαίως, αλίμονο, σε καταλαβαίνουμε, πρέπει να το σκεφτείς το σαββατοκύριακο και να μας δώσεις την απάντησή σου τη Δευτέρα». Τους ευχαρίστησα για την πρόταση και για την όμορφη παρέα, προφασιζόμενος ότι πρέπει να γυρίσω στο εργοστάσιο διότι είχα αφήσει πολλές εκκρεμότητες. Και σηκώνομαι και πάω να βρω τον Αποστόλη.

Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και με ρωτάει ο Αποστόλης «προς τα πού πάμε, Γάλλε;». «στο διάολο», του λέω, «πού είναι, ξέρεις; Εκεί να με πας.

Πάρε το δρόμο, οδήγα και θα δούμε πού θα μας βγάλει».

Ήμουν σε μια ηλικία που είχα αποκτήσει λίγη πείρα, είχα ακούσει ήδη πάρα πολλές φορές στη ζωή μου ότι υπάρχουν αυτού του είδους οι προτάσεις στις μεγάλες μπίζνες. Αλλά εγώ είχα διαλέξει το δρόμο του να καταλαβαίνω τι κάνω και να μην προχωράω ούτε βήμα σε πράγματα που δεν τα ελέγχω. Διότι, έλεγα, αν είναι να κάνω κάτι και πρέπει να με κλείσουν φυλακή, τουλάχιστον να γνωρίζω για ποιo λόγο μπήκα φυλακή.

Αυτή η πρόταση που μου έκαναν αυτοί οι τρεις κύριοι δεν είναι κάτι καινούργιο για μένα, το είχα συναντήσει πολλές φορές στη ζωή μου. Και πάντα η απάντηση ήταν κατευθείαν όχι. Δεν ανεβαίνω σε τρένο, έλεγα, το οποίο δεν ξέρω από πού έρχεται και πού παέι.

Και όλοι αυτοί που μου έκαναν αυτές τις προτάσεις ούτε κι αυτοί ξέρουν να σου πουν από πού έρχεται το τρένο και πού πάει. Αυτό είχα διαπιστώσει από τη μικρή μου πείρα. Απλούστατα όλοι αυτοί είχαν ανέβει σ’ ένα τρένο και νομίζουν ότι είναι το τρένο της επιτυχίας και ευτυχίας.

Θυμάμαι πιο παλιά, το 1989, βρεθήκαμε με τη Σαμπίν στην Αμερική, για να κάνουμε σαράντα πέντε μέρες διακοπές. Νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο και κάναμε τουρισμό απ’ τη Νέα υόρκη έως κάτω στο Μαϊάμι. στο Μαϊάμι είχαμε προγραμματίσει να καθίσουμε περισσότερες ημέρες για διακοπές.

Και φθάνοντας εκεί, έχουμε μείνει έκπληκτοι και με ανοιχτό το στόμα. Κοιτάζαμε γύρω γύρω, για να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Αυτή η εικόνα που είχαμε για το Μαϊάμι, δεν ταίριαζε καθόλου μ’ αυτό που βλέπαμε με τα μάτια μας. Κρίση μεγάλη οικο- νομική, λένε, έπεσε. Τα πάντα διαλυμένα. Πύργοι, γραφεία, άδεια. Πολυκατοικίες άδειες. Τετράγωνα ολόκληρα καταστημάτων κλειστά. Και η μιζέρια είχε απλωθεί σ’ όλο το Μαϊάμι. Μέχρι και η καλύτερη περιοχή, το φιλέτο που λέμε, το Coconut Grove, δεν είχε αποφύγει την οικονομική καταστροφή. Τα πάντα έρημα.

Ο Αποστόλης έχει χαθεί μέσα στους δρόμους, με ρωτάει «πού πάμε, Γάλλε;». Και του απαντάω «προχώρα, οδήγα και μη μου μιλάς καθόλου, κι εγώ θα σου πω όταν πρέπει να σταματήσεις». Με κοίταξε έκπληκτος στα μάτια, δεν είπε τίποτα και συνέχισε να οδηγεί.

Μετά από μερικές μέρες ξεκούρασης στο Μαϊάμι, κάνω δυο τρία ραντεβού με κάποιους γνωστούς μου επιχειρηματίες από την Ευρώπη. Και μιλάμε για επιχειρηματικές ευκαιρίες που έχει φέρει αυτή η οικονομική καταστροφή στο Μαϊάμι κι ότι όποιος αντέξει σε αυτές τις συνθήκες σε πέντε δέκα χρόνια θα ήταν εκατομμυριούχος. Κάνοντας μερικά ραντεβού για να εμβαθύνουμε τις επαγγελματικές συζητήσεις βρίσκομαι με τη Σαμπίν σε μια τραπεζαρία συνεδριάσεων, έχοντας απέναντί μου έναν ειδικό στα οικονομικά θέματα, έναν τραπεζίτη και τρία άτομα ακόμη που δεν θυ- μάμαι τα ονόματά τους. Με λίγα λόγια μου προτείνουν να μείνω στο Μαϊάμι για μπίζνες και ότι τώρα είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία που μου δίνεται. Μου προτείνουν ογδόντα εκατομμύρια δολάρια για κε- φάλαια κινήσεως και συνεχίζουν και λένε ότι όλα τα μαγαζιά απ’ το Coconut Grove είναι δικά μου. Μιλάμε για τετράγωνα ολόκληρα. Και να προσπαθήσω σιγά σιγά να τα αναστήσω μέχρι να περάσει η κρίση.

Κοιτάζω τη Σαμπίν και αυτή μου χαμογελάει. Μάλλον, λέω, θετικά το βλέπει. Θα γίνω ο καινούργιος Ωνάσης, σκεπτόμουν.

Άκουγα ακόμα δύο ώρες αυτά που είχαν να μου πουν και βγαίνοντας να φύγουμε με τη Σαμπίν, τους διαβεβαιώνω όλους ότι ήταν μια πολύ σοβαρή πρόταση αυτή που μου έκαναν και το θέμα θα το κοιτάξω με τη δέουσα προσοχή.

«Τι κάνουμε τώρα;» ρωτάω τη Σαμπίν.
«Ό,τι ήρθαμε να κάνουμε», μου απαντάει, «συνεχίζουμε τις διακοπές». Τρελάθηκα. Λέω δεν είναι δυνατόν στη μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής μου να γίνω Ωνάσης αυτή να μου απαντάει να κάνουμε διακοπές. Εγώ απαντάω «μετά τις διακοπές, θα καθίσω να το παλέψω και θα δεχτώ την πρόταση που μου κάνουν». «Βεβαίως», μου λέει, «αν το πήρες απόφαση να μείνεις, δεν έχω κανένα σκοπό να μπω εμπόδιο στα επαγγελματικά σου, αλλά μετά τις διακοπές χωρίζουμε κι ο καθένας τραβάει το δρόμο του». Προσπαθούσα να την πείσω ότι θα είμαι κάθε εβδομάδα στο Παρίσι και να μην παίρνει αποφάσεις τόσο βιαστικές. Ανένδοτη, μου απαντάει «χωρίζουμε». Τότε είχαμε μόνο τρία χρόνια μαζί.

Τελειώνουν οι διακοπές, η Σαμπίν παίρνει το αεροπλάνο για Παρίσι μόνη και στεναχωρημένη. Έμεινα τρεις μέρες μόνος μου στο Μαϊάμι να σκεφτώ όλο το θέμα από την αρχή. Την τρίτη μέρα πήρα το αεροπλάνο για Παρίσι και δεν απάντη- σα ποτέ στην πρότασή τους. Αλλά αποφεύγω από τότε να περάσω κι απ’ το Μαϊάμι.

Μετά απ’ όλες αυτές τις σκέψεις, χαμένος μες τους δρόμους του νομού Ηλείας, χωρίς κανένα προορισμό, ο Αποστόλης νομίζει ότι έχω τρελαθεί. ξέρω ότι την επόμενη Δευτέρα που θα πάω να δω το διευθυντή της τράπεζας που μου γνώρισε τους τρεις αξιόλογους κυρίους με τις γραβάτες και τα ούζα, ότι θα απαντήσω όχι. Δεν ανεβαίνω σε τρένο αν δεν ξέρω από πού έρχεται και πού πάει. Και τότε ξέρω ότι θα ξεκινήσω τη μάχη της ζωής μου. Ήδη ήμουν δύο χρόνια στο νομό και ήμουν στο τριάντα τοις εκατό της μάχης, και τώρα αρχίζει η κανονική μάχη, με την απάντηση που θα τους δώσω.

Δίχως κανένας να μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα. Αλλά μέσα μου έλεγα ότι πρέπει να δώσω αυτή τη μάχη κι ότι τα δέντρα πεθαίνουν όρθια.

Ξαφνικά γυρίζω προς τον Αποστόλη και του λέω «έχει πάει έντεκα η ώρα το βράδυ, πάμε σε καμιά ταβέρνα να φάμε κάτι, είμαστε νυστικοί όλη την ημέρα. Αλλά όχι στο νομό Ηλείας, κάπου μακριά, να μη μας ξέρουν». «Ποιο νομό Ηλείας», μου λέει, «σε δέκα λεπτά φτάνουμε Πάτρα». Φάγαμε και τελειώσαμε τρία μπουκάλια κρασί. Εγώ είχα μεθύσει.

Παίρνω τηλέφωνο ένα δικηγόρο στο Παρίσι που συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια και ξέρει ακριβώς πώς λειτουργώ. Μπρουνό σεμπατιέ τον λένε. Και τώρα, μία η ώρα το πρωί, τον ξυπνάω και ζητάω τη συμβουλή του, εξηγώντας του ταυτόχρονα την πρόταση των κυρίων με τις γραβάτες για το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Κι ότι θέλω τα φώτα του να με βοηθήσει να πάρω μία απόφαση. Με άκουγε με προσοχή και ξαφνικά αρχίζει να γελάει τρανταχτά και μου απαντάει γε- λώντας «Ντίσνεϊλαντ, Αντόνιο, τι να σε συμβουλέψω, τα ξέρεις όλα, είσαι έξυπνος άνθρωπος, ξέρεις ακριβώς», μου λέει, «τι συμβαίνει». Και τελειώνει λέγοντας «εσύ μόνο θα πάρεις την απόφαση, κανένας άλλος. Και ξέρεις πολύ καλά τι συμβαίνει και μην κάνεις τον ανήξερο». Νευρίασα με όλα αυτά που μου είπε, του είπα ένα ξερό ευχαριστώ και του έκλεισα το τηλέφωνο.

Τα τρία μπουκάλια κρασί που είχαμε πιει για να ξεχαστούμε απ’ αυτά που ζούμε, ξαφνικά δεν έχουν καμία επίδραση επάνω μου. Τα πάντα στο κεφάλι μου είναι ξεκάθαρα. Παίρνω όλο νεύρα τηλέφωνο τη Σαμπίν, να μου πει κι αυτή τη γνώμη της στο όλο θέμα. Και μου απαντάει ότι ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει και μόνο εγώ θα πάρω την απόφαση, αλλά ό,τι απόφαση και να πάρω θα είναι μαζί μου. Ωραία, λέω, ωραία πράγματα, έρημος και μόνος. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση η Σαμπίν παίρνει μερικές μέρες άδεια και έρχεται να με δει. Χάρηκα που ήρθε να μου δώσει λίγο κουράγιο, το χρειαζόμουν αλλά δεν της το είχα πει.
Ήρθε η Μεγάλη Δευτέρα, που έπρεπε να πάω στην Εθνική Αμαλιάδος να δώσω την απάντησή μου στην πρόταση της Παρασκευής των κυρίων με τις γραβάτες και τα πολλά δις.

Ο διευθυντής, σκυφτός στο γραφείο του, με καλημερίζει δίχως να σηκώσει το κεφάλι του και μου λέει να καθίσω. «Λοιπόν, κύριε Βαρουξή, αποφασίσατε;». «Αποφάσισα και η απάντησή μου είναι αρνητική» του λέω. Και αρχίζω να του απολογούμαι ότι εγώ είμαι αυτοδημιούργητος και αυτά που κάνω στα επαγγελματικά πρέπει να τα καταλαβαίνω. Αν δεν καταλαβαίνω κάτι, δεν προχωράω. Και ότι στη συνεργασία που έχουμε μέχρι τώρα δεν πρέπει να αλλάξει κάτι λόγω του ότι δεν δέχτηκα την πρόταση. Με άκουσε με προσοχή, με ευχαρίστησε με το κεφάλι του να κοιτάζει αλλού και φεύγοντας του λέω «θα έρθω την Παρασκευή για να πάρω τα υπόλοιπα χρήματα απ’ τον τίτλο εμπορευμάτων όπως το έχουμε προγραμματίσει». «Εντάξει», απαντάει ξερά.

Ήρθε η Σαμπίν στο νομό, περνάμε ωραία, με εμψυχώνει παρόλο που όλος ο νομός βουΐζει και απειλεί θεούς και δαίμονες. Εμείς όπως πάντα αφοσιωμένοι στο έργο μας. Έρχεται η Παρασκευή. Λέω στη Σαμπίν να με συνοδεύσει να διεκπεραιώσουμε μαζί κάτι εξωτερικές εργασίες για το εργοστάσιο, τράπεζες και λοιπά. Φθάνουμε μαζί στην Εθνική, ανεβαίνουμε στο διευθυντή, άνετοι εμείς τον καλημερίζουμε και είμαστε και ευδιάθετοι, τίποτα δεν προμήνυε τη φουρτούνα που θα ξέσπαγε.

«Καθίστε», μας λέει. Αρχίζει να μας εξηγεί και να λέει ότι η κεντρική διοίκηση της τράπεζας δεν συμφωνεί με αυτά που είχαμε συμφωνήσει και λέει ότι έχει διαταγές τον τίτλο εμπορευμάτων να τον κρατήσει για επιπλέον εγγύηση για τα κεφάλαια που μου ’χουν δώσει. Απαντάω «δεν έχω καμία εκκρεμότητα απέναντί σας. Διότι το ένα δάνειο είναι μακροχρόνιο και η πρώτη δόση αρχίζει μετά από δώδεκα μήνες και θα πληρωθεί κανονικά όταν έρθει αυτή η ώρα. Όσο για τα κεφάλαια κινήσεως που μας έχετε δώσει, πάλι δεν υπάρχει πρόβλημα και με τα επόμενα δέκα φορτία που πάνε για εξαγωγή έχετε ξεχρεωθεί. Και μην ξεχνάτε», του λέω, «θα σας εξουσιοδοτήσω και για την επιδότηση του κράτους που δικαιούμαστε.

Τα λεφτά του τίτλου τα χρειάζομαι να πληρώσω εργάτες και προσωπικό και στους αγρότες που χρωστάμε. Η σεζόν τελειώνει και έχουμε τις ποσότητες που είχαμε προβλέψει από την αρχή. Και μπορεί μέσα από τον τίτλο των εμπορευμάτων να καλύψουμε όλες τις υποχρεώσεις μας. Και στο εξωτερικό πάνε πολύ καλά οι πωλήσεις μας και είμαστε μέσα στο σχεδιασμό μας».
«Ανωτέρων μου διαταγή είναι κύριε Βαρουξή, δεν μπορώ δυστυχώς να κάνω τίποτα». Του απαντάω ότι δεν έχω άλλη λύση από το να πάμε νομικά να λύσουμε το θέμα. «Κάνε ό,τι νομίζεις», απαντάει ξερά. «Εντάξει», λέω, «δώσε μου σε παρακαλώ μια φωτοτυπία απ’ τον τίτλο που σου έδωσα για να ξεκινήσω νομικά». «Δεν σου δίνω τίποτα», απαντάει. Κοιτάω τη Σαμπίν, ούτε αυτή πιστεύει αυτό που διαδραματίζεται μπροστά μας. «Αυτό λέγεται κλοπή», του απαντάω, «μου έκλεψες τον τίτλο». Δεν απαντάει. Οπότε της λέω της Σαμπίν «δεν έχουμε άλλη λύση για να αποδείξουμε την κλοπή, πρέπει να φωνάξουμε την αστυνομία». Αλλά μέσα μου λέω ποια αστυνομία;

Παίρνουμε την αστυνομία να έλθει. Η αστυνομία απ’ την τράπεζα είναι τριακόσια μέτρα. Η αστυνομία δεν έρχεται. Τους παίρνω τηλέφωνο κάθε δέκα λεπτά. Αστυνομία πουθενά. Έχει πάει δώδεκα η ώρα, μεσημέρι, γυρίζω και λέω στη Σαμπίν ότι δεν έχουμε άλλη λύση, πρέπει να μη φύγουμε απ’ την τράπεζα μέχρι να έρθει η αστυνομία να μας βγάλει έξω, ώστε να έχουμε κάποια απόδειξη για την κλοπή του τίτλου. «Εντάξει», μου λέει.

«Λοιπόν, δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσει η ομηρία μας, πρέπει να πας να πάρεις σάντουιτς, τυρόπιτες, νερά για να αντέξουμε. Και κάνε γρήγορα γιατί σε δύο ώρες η τράπεζα κλείνει». Έρχεται η Σαμπίν με τα σάντουιτς, με κοιτάζει και χαμογελάει. Εγώ λέω πού καταντήσαμε. Θα σας πάω μέχρι τέλος, έλεγα. Η μάχη θα δοθεί μέχρις εσχάτων.

Φεύγουν όλοι οι υπάλληλοι της τράπεζας, μένει μόνο ο διευθυντής και ο υποδιευθυντής στο γραφείο τους. Και μιλάνε συνέχεια στο τηλέφωνο, αλλά δεν ξέρω με ποιους μιλάνε. Έχει πάει πέντε η ώρα το απόγευμα. Αστυνομία πουθενά. Εμείς τρώμε τα σάντουιτς και τους κοιτάμε μέσα απ’ την τζαμαρία των γραφείων τους. Πού και πού μας ρίχνουν καμιά ματιά να δούνε τι κάνουμε. Εμείς τρώμε τα σάντουιτς. Οι ώρες περνάνε, αστυνομία τίποτα. Έχει φτάσει οχτώ η ώρα το βράδυ και άρχισε να νυχτώνει. ξαφνικά εννέα η ώρα περίπου κάποιος χτυπάει την πόρτα της τράπεζας.

Ο διευθυντής πάει ανοίγει και μπαίνει μέσα ένας αξιωματικός της αστυνομίας. Κάτι λένε με το διευθυντή και κατευθύνονται προς εμάς. Και ο αξιωματικός λέει «τι συμβαίνει κύριε Βαρουξή;».Του εξιστορώ όλα τα γεγονότα κι ότι απ’ το πρωί περιμένουμε την αστυνομία για να αποδείξω την κλοπή του τίτλου. Και η αστυνομία δεν ερχόταν κι έχουμε δέκα ώρες εκεί μέσα. «Και τώρα», μου λέει ο αξιωματικός, «η αστυνομία είναι εδώ, τι θέλεις να κάνουμε;»

«Θέλω», λέω, «να μας πάρεις όλους μαζί στο αστυνομικό τμήμα –διευθυντή, υποδιευθυντή, εμένα και τη γυναίκα μου– και να δώσουμε κατάθεση όλοι γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Κι έτσι εγώ να μπορώ να έχω κάτι στα χέρια μου, να ξεκινήσω νομικά να λύσω το πρόβλημα». «Εντάξει», λέει, «πάμε όλοι μαζί στο τμήμα».

Κατεβαίνουμε κάτω όπου μας περίμενε ένα αστυνομικό φορτηγάκι με άλλους δύο αστυνομικούς. Και φτάνουμε όλοι μαζί στο τμήμα. Καταθέτουμε όλοι, ο καθένας με τη σειρά του. Διευθυντής, υποδιευθυντής κι εγώ. Έως τις δύο η ώρα το πρωί. Τελειώνοντας ζητάω μία φωτοτυπία από τις καταθέσεις μας και ο αξιωματικός μού λέει ότι τα γραφεία είναι κλειστά τέτοια ώρα και ότι το πρωί από τις δέκα η ώρα μπορώ να περάσω να πάρω τη φωτοτυπία.

Περνάμε την άλλη μέρα από το εργοστάσιο πρωί πρωί, τα πάντα λειτουργούν σωστά, και ενημερώνω τους συνεργάτες μου ότι έχω κάτι νομικά προβλήματα και θα λείπω όλη την ημέρα.

Οι συνεργάτες μου με ενημερώνουν ότι όλος ο νομός βουΐζει και ουρλιάζει ότι χθες το βράδυ ήμουν κρατούμενος στην αστυνομία όλη τη νύχτα μαζί με τη Σαμπίν.

Τους απαντάω «κλείστε τα αυτιά σας και συγκεντρωθείτε στις εργασίες σας». Και διακρίνω ένα μεγάλο φόβο στα πρόσωπά τους. Δέκα η ώρα το πρωί ανεβαίνουμε τα σκαλιά της αστυνομίας μαζί με τη Σαμπίν.

Φθάνουμε στη γραμματεία και ζητάω τις φωτοτυπίες από τις καταθέσεις που δίναμε όλη τη νύχτα. Η γραμματέας κάτι κάνει, ψάχνει δεξιά αριστερά και μου λέει «δεν βρίσκω καμία κατάθεση δική σας» και μήπως κάνω λάθος με αυτά που λέω, μήπως τα είδα όλα στον ύπνο μου. «Καλά», της λέω, «αν ήμουν μόνος μου, ίσως να αναρωτιόμουν μήπως τα είδα στον ύπνο μου, αλλά εδώ είναι και η Σαμπίν μαζί μου». Αυτή τίποτα, πάλι τα ίδια, ότι δεν ξέρουμε τι λέμε. Με κοιτάζει η Σαμπίν και μου λέει «πάμε να φύγουμε από δω μέσα τώρα».

Φεύγοντας αναρωτιόμαστε αν όλα αυτά που ζούμε είναι αλήθεια ή αν ονειρευόμαστε. «Έχω γυρίσει όλο τον πλανήτη», μου λέει η Σαμπίν, «αυτό το φιλμ δεν το έχω ξαναδεί». «Άστο το φιλμ», της λέω, «τώρα τι κάνουμε, πρέπει να βρούμε άκρη».

Παίρνω ένα δικηγόρο στην Αθήνα και του εξιστορώ τα γεγονότα. Μου λέει «πήγαινε κατευθείαν στα δικαστήρια και βρες τον εισαγγελέα υπηρεσίας, είναι όλο το εικοσιτετράωρο ένας εισαγγελέας στα δικαστήρια».
Φεύγουμε με κατεύθυνση τα δικαστήρια. Είναι περίπου πεντακόσια μέτρα απόσταση απ’ την αστυνομία. «Πάμε με τα πόδια», λέω. Πιασμέ- νοι χέρι χέρι περπατάμε στην πόλη της Αμαλιάδος,

ο κόσμος έτρεχε στις δουλειές του κι εμείς αναρωτιόμασταν αν αυτοί που μας κοιτούν, αν ξέρουν αυτά που ζούμε.

Αλλά, λέω, δεν ξέρουν τίποτα, αυτά είναι μέσα στα κεφάλια μας. Όλος ο κόσμος που κυκλοφορεί, αναρωτιόμουν πώς μεταδίδουν όλες αυτές τις συκοφαντίες που κυκλοφορούν εναντίον μας. Είναι δυνατόν να μεταδίδουν ψεύτικες πληροφορίες, κάθε θέμα που φτάνει στο κεφάλι τους, έλεγα, το μεταδίδουν ολόκληρο χωρίς καμία επεξεργασία να δουν τι είναι αλήθεια και τι ψέμα; Απλώς μεταφέρουν τις συκοφαντίες χωρίς καμία ανάλυση. Αλλά το μυστήριο ήταν από πού ξεκινάγανε όλες εκείνες οι συκοφαντίες.

Όλα αυτά αναρωτιόμασταν και ανταλλάσσαμε σκέψεις με τη Σαμπίν. Και αυτή την ίδια απορία με μένα είχε. Κάποια μυστήρια δύναμη. Και με αυτές τις σκέψεις φτάνουμε στα δικαστήρια. Κατευθυνόμαστε στη γραμματεία και ρωτάμε πού είναι το γραφείο του εισαγγελέα. Μας έδειξαν πού ήταν το γραφείο και κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί. Χτυπάω την πόρτα, ανοίγει ένας κύριος, λέω «μπορώ να περάσω μέσα να σας εξηγήσω τι θέλω;». Και μου απαντάει πως είναι πολύ απασχολημένος και αν μπορώ να περάσω σε καμιά ώρα. «Οκέι», λέω, «θα επιστρέψω σε καμιά ώρα». Βγαίνουμε έξω από τα δικαστήρια και καθόμαστε σ’ ένα καφέ απέναντι.

Η ώρα πέρασε, φθάνουμε στο γραφείο του εισαγγελέα, χτυπάμε την πόρτα. Τίποτα, η πόρτα είναι κλειδωμένη. Ρωτάμε σ’ ένα διπλανό γραφείο «πού είναι ο εισαγγελέας;». Και μας εξηγούν ότι κάτι έκτακτο συμβαίνει και έφυγε και θα επιστρέψει το απόγευμα.

Κοιτούσα τη Σαμπίν για να βεβαιωθώ αν αυτά που ζούμε είναι απλά ένα κακό όνειρο και δεν είναι αλήθεια. Αυτή απαντάει «ε, κάτι έκτακτο θα του συνέβη του εισαγγελέα και πάει σε κάτι επείγον» και να μην ανησυχώ, το απόγευμα θα τον συναντήσω. «Μακάρι, Σαμπίν, να είναι όπως τα λες», απάντησα,
«αλλά όλα αυτά που ζω εδώ στο νομό από τότε που ήρθα δεν είναι τίποτα νορμάλ, πάω να ξεχάσω κι εγώ τι είναι νορμάλ και τι είναι παρανορμάλ».

Πέντε η ώρα το απόγευμα, εισαγγελέας πουθενά. Το ίδιο και τη δεύτερη μέρα. Καθόμαστε όλη μέρα απέναντι στο καφέ και κοιτάμε την πόρτα των δικαστηρίων μήπως δούμε τον εισαγγελέα να μπαίνει. Τρίτη ημέρα. Τα ίδια. Τίποτα. συζητάμε με τη Σαμπίν, αναλύουμε την κατάσταση με τις ώρες, περιμένοντας. Κι αυτή έλεγε «είναι πρωτόγνωρα όλα αυτά που ζούμε» και να κάνω υπομονή μέχρι να δούμε πιο καθαρά με όλα αυτά που συμβαίνουν στο νομό.

Εφτά η ώρα το απόγευμα. ξαφνικά βλέπω τον εισαγγελέα να περπατά στο απέναντι πεζοδρόμιο. Πετάγομαι πάνω και τρέχω να τον προλάβω. «Κύριε εισαγγελέα…», λέω φθάνοντας.

Δεν πρόλαβα να συνεχίσω, γυρίζει και μου λέει ότι δεν θα φάει τη σφαίρα αυτός αντί για μένα και εξαφανίζεται τρέχοντας.

Η Σαμπίν με κοιτάει σαστισμένη. Δεν κατάλαβε αυτό που μου είπε ο εισαγγελέας. Χαμένος εγώ, της εξηγώ τι είπε. Μιλάνε για σφαίρες. Χαμένοι και οι δύο στις σκέψεις μας, αναρωτιόμαστε για ποιες σφαίρες μιλάνε. Εμείς είμαστε εδώ να κάνουμε μια επένδυση στα αγροτικά προϊόντα. υπάρχει πόλεμος με όπλα και μόνο εμείς δεν τον βλέπουμε;

Αναρωτιόμαστε. Η Σαμπίν μού δίνει κουράγιο. Όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα και για τους δυο μας. Δεν έχουμε πείρα σ’ αυτές τις καταστάσεις. Τα όπλα τα δικά μας, για να βρούμε το δίκιο μας, είναι μόνο ο νόμος.

Εδώ ζούμε μία κατάσταση στην οποία η αστυνομία έχει καταντήσει μαφία της περιοχής, με τη στολή του νόμου. Και τα δικαστήρια που λύνουν τις διαφορές νομικά μάς ομιλούν για σφαίρες. Οπότε, λέω, σ’ αυτή τη χώρα δεν υπάρχει τίποτα. Είναι σε μια αόρατη εμπόλεμη κατάσταση. Ένας πόλεμος που εμφανίζεται στα μάτια εκείνων που θα προσπαθήσουν να κάνουν κάτι για τη χώρα τους. Όλος ο λαός δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει. Ο καθένας τρέχει να βγάλει το μεροκάματό του, η αστυνομία και τα δικαστήρια ο κόσμος νομίζει ότι δουλεύουν κι ότι το κράτος λειτουργεί. Ενώ στην ουσία δεν υπάρχει τίποτα. Ένα κράτος φάντασμα, κάτι κτίρια που γράφουν απ’ έξω αστυνομία, άλλα κτίρια που γράφουν δικαστήρια, ενώ στην ουσία δεν υπάρχει τίποτα, όλο φαντάσματα.

Έχω μεγάλη τύχη, σκεπτόμουν, που είμαι με τη Σαμπίν να τα ζούμε όλα αυτά, διότι αν ήμουν μόνος, μπορεί και να είχα τρελαθεί. Να μη λειτουργεί τίποτα; Οι κολώνες του κράτους, αστυνομία και δικαστήρια, να μην υπάρχουν; Δραματικές στιγμές. Πολύ δραματικές. Διαπιστώνω σε μερικές ημέρες ότι όλοι οι δικηγόροι του νομού αρνούνται να κάνουν μήνυση στην Εθνική Τράπεζα. Όλοι οι δικηγόροι φοβούνται. Αλλά δεν μας έλεγαν τι φοβούνται, γιατί δεν μας εξηγούν να καταλάβουμε κι εμείς τι γίνεται; Τίποτα. Ένας φόβος έχει πέσει επάνω σ’ όλο τον κόσμο. Ο απλός πολίτης φοβάται. Η αστυνομία φοβάται. Οι δικαστικοί φοβούνται. Όλοι φοβούνται.

Κι εγώ με τη Σαμπίν να προσπαθούμε να βρούμε από πού προέρχεται ο πόλεμος κι όλος αυτός ο αόρατος φόβος. Είμαστε στον εικοστό αιώνα και η χώρα μου είναι ένα φάντασμα. Το σοκ είναι μεγάλο. Πολύ μεγάλο. Το έργο μας θα είναι τιτάνιο, από εδώ και στο εξής.

Η Σαμπίν πρέπει να επιστρέψει στο Παρίσι διότι τελείωσε η άδειά της. Και φοβάται να μ’ αφήσει μόνο μου σ’ αυτή τη χώρα. Αρχίζει και φοβάται πάρα πολύ. Και μου προτείνει να επιστρέψουμε μαζί, ώστε να σκεφτούμε στο Παρίσι πιο καθαρά για να δούμε πώς θα χειριστούμε όλο αυτό το χάος και αυτή τη φουρτούνα που μας χτυπάει από παντού. συμφωνώ κι εγώ μ’ αυτή τη λύση και λέω
«πήγαινε πρώτα εσύ και σε δύο τρεις μέρες έρχομαι κι εγώ». στο αεροδρόμιο, βάζει τα κλάματα και μ’ αγκαλιάζει και με φιλάει σαν να μ’ έβλεπε για τελευταία φορά. Και να επαναλαμβάνει ότι δεν θέλει να μ’ αφήσει μόνο μου και να προσέχω πολύ και να πάω το γρηγορότερο στο Παρίσι και να μην ανησυχώ, θα βρίσκαμε λύση. Φοβόταν για τη ζωή μου. Εγώ της απαντούσα «τα δέντρα πεθαίνουν όρθια». Καλύτερα μια μέρα ελευθερίας παρά μια ζωή γονατιστός, σκεπτόμουν.

Επιστρέφω στο εργοστάσιο, τα πάντα λειτουργούν στο ρελαντί, αλλά πλέον δεν με ενδιαφέρει τίποτα. Με τα καινούργια δεδομένα, πρέπει να δούμε τι συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα που λέγεται Ελλάδα.

Συζητάω με όλους τους συνεργάτες μου στο γραφείο, δεν τους λέω τίποτα απ’ τα καινούργια δεδομένα, αλλά το μόνο που τους είπα «η τράπεζα μάς έκλεψε τον τίτλο των εμπορευμάτων και τα ταμιακά της εταιρείας, πρέπει να κάνουμε καλή διαχείριση και να αφοσιωθούμε όλοι στη δουλειά μας και θα λύσουμε όλα τα οικονομικά προβλήματα. Εξάγοντας προϊόντα θα πληρώσουμε όλες τις υποχρεώσεις μας. Και θα τα καταφέρουμε, διότι οι πελάτες μας είναι σοβαροί και όλα θα πάνε καλά».

Μου απαντούν «βουΐζει όλο και περισσότερο ο νομός με χίλιες δυο πληροφορίες, συκοφαντίες, πολλές αντικρουόμενες φωνές. Οι κάτοικοι του νομού έχουν χαζέψει, κανένας δεν πιστεύει κανέναν και όλοι φοβούνται». Τους λέω να ετοιμάσουν τέσσερα φορτία για εξαγωγή στο Παρίσι και να πάω κι εγώ να παρακαλέσω τους πελάτες μας να μας πληρώσουν αμέσως διότι έχουμε ανάγκη. Και μετά απ’ αυτό να ετοιμάσουν άλλα δέκα φορτία για τη σαουδική Αραβία και να πάω εγώ να βρω το Ζιαντ, να μου πληρώσει τα φορτία μετρητοίς για να βγούμε από όλες αυτές τις δυσκολίες.

Φθάνουν τα φορτία στο Παρίσι. Παίρνω το αεροπλάνο και πάω κι εγώ να φύγω απ’ αυτή τη δολοφονική χώρα, έλεγα, για μερικές μέρες. Ήρθε στο αεροδρόμιο η Σαμπίν για να με πάρει. Με αγκάλιασε και με φίλησε σαν να είχα γυρίσει από πόλεμο. Επισκέφτηκα τους πελάτες μας, είχαν παραλάβει τα φορτία, τους εξήγησα ότι έχω ανάγκη από μετρητά και αν μπορούν να με πληρώσουν διαβεβαιώνοντάς τους ότι στο μέλλον θα έκανα κι εγώ κάτι για την εξυπηρέτηση αυτή. Πράγματι μου έδωσαν την επιταγή στο όνομά μου όπως το ζήτησα. Διότι εάν ήταν στο όνομα της Agros, θα μου τα μπλόκαρε η τράπεζα με πρόφαση επιπλέον εγγυήσεις για τα δάνεια που μας είχε δώσει. Με παίρνουν τηλέφωνο απ’ το εργοστάσιο και μου ανακοινώνουν ότι έχει βουΐξει ο νομός ότι την κοπάνησα και δεν θα ξαναγυρίσω και ότι οι αγρότες σταμάτησαν όλοι και οι εργαζόμενοί μας δεν δουλεύουν, φοβούνται μήπως χάσουν τα μεροκάματά τους.

Τους λέω να κάνουν τα αδύνατα δυνατά οι εργαζόμενοι να συνεχίσουν την εργασία τους και να ετοιμάσουν την παραγγελία για τη Σαουδική Αραβία και ότι σε τρεις μέρες θα είμαι εκεί με μετρητά. Παρακαλάω την τράπεζά μου στο Παρίσινα μου δώσει τα μετρητά κατευθείαν από την επιταγή και να μην περιμένω τρεις μέρες που ήταν το κανονικό. Με εξυπηρετούν.
Φθάνω στο εργοστάσιο. Τρακτέρ πουθενά. Όλοι οι εργαζόμενοι στο προαύλιο σε πηγαδάκια, όταν βλέπουν το αυτοκίνητό μου να μπαίνει μέσα στην εξώπορτα του εργοστασίου, όλοι τρέχουν να πάνε στις θέσεις εργασίας τους. Φοβήθηκαν. Με ενημερώνουν οι συνεργάτες μου ότι δεν φταίνε οι εργαζόμενοί μας, αλλά όλα αυτά που διαδίδονται είναι αληθινά διότι δεν με βλέπουν και πίστεψαν ότι πήρα το αεροπλάνο και εξαφανίστηκα. Επικρατεί μια σχετική ηρεμία με την επιστροφή μου.

Αφήνω τα χρήματα στο λογιστήριο, βγαίνει η φήμη στους εργαζόμενους ότι έφερα πάρα πολλά χρήματα μετρητά και λοιπά και λοιπά.

Μετά απ’ αυτή τη φήμη ξαναπήρα τα χρήματα απ’ το λογιστήριο και τα δίνω στον Αποστόλη να τα τρυπώσει σε κάποιο κοτέτσι, διότι ήμουν σίγουρος ότι θα μας τα έκλεβαν. Ο Αποστόλης φοβόταν να πάρει τέτοια ευθύνη. Και μου έλεγε «Γάλλε, είναι πολλά τα λεφτά κι εγώ είμαι φτωχός άνθρωπος, αν μου τα κλέψουν τι θα γίνει;».
«Δεν στα κλέβει κανένας», του λέω. «Πήγαινε στο κοτέτσι σου και κρύψτα, σου έχω εμπιστοσύνη».

Και κάθε μέρα ο Αποστόλης πήγαινε στο κοτέτσι και έφερνε λεφτά για να πληρώσουμε τις καθημερινές υποχρεώσεις μας. Δυστυχώς εκεί είχαμε καταντήσει, οι πληρωμές να γίνονται απ’ το κοτέτσι.

Οι μέρες περνούν. Έχω παγώσει στο κεφάλι
μου, σταματάω να αναλύω καταστάσεις διότι δεν αναλύεται τίποτα. Τα πάντα είναι μια τρέλα. Και αν προσπαθούσα να αναλύσω κάτι, θα ήταν καταστροφή για μένα. Θα τρελαινόμουν. Λέω Αντώνη, πάγωσέ τα όλα στο κεφάλι σου, όλα αυτά που γίνονται δεν υπάρχουν. Διαφορετικά θα με κλείσουν σε κανένα τρελοκομείο. Τις επόμενες ημέρες λειτουργούσα σαν ρομπότ. Διεκπεραιώνοντας τα καθημερινά θέματα τελείως μηχανικά. Καμία ανάλυση, κανένα αίσθημα. Το κεφάλι παγωμένο, όλα είχαν μπει στον αυτόματο πιλότο. Κι έλεγα καλύτερα έτσι, διαφορετικά θα έχανα τα λογικά μου. Αυτή τη λύση βρήκα για να αμυνθώ σε όλα αυτά που ζούσα.

Έχουν φτάσει τα φορτία στη Σαουδική Αραβία και πρέπει να πάω να πάρω χρήματα σε μετρητά. Ενημερώνω τους συνεργάτες μου ότι σε τέσσερις μέρες θα είμαι πάλι πίσω και να μην ακούνε τίποτα και να κλείσουν τ’ αυτιά τους. Επιστρέφοντας απ’ τη Σαουδική Αραβία, φορτωμένος δολάρια μετρητά, στο αεροδρόμιο έχει έρθει ο Αποστόλης με το αυτοκίνητο να με πάρει να πάμε στο νομό.

Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε, αρχίζει να μου λέει ότι έχει γίνει μεγάλη καταστροφή και ότι είκοσι εργαζόμενες γυναίκες έχουν πάθει δηλητηρίαση στο εργοστάσιο κι ότι νοσηλεύονται όλες στο Νοσοκομείο Αμαλιάδος. Ρωτάω αν πέθανε καμία.Και μου λέει όχι. Με παγωμένο το μυαλό μου του απαντάω «πώς έγινε αυτό το ατύχημα, να δηλητηριαστούν είκοσι άτομα;».

Και αρχίζει διάφορες αναλύσεις που έκανε και κατέληξε σε μία επικρατέστερη. Ότι κάποιοι έβαλαν έναν αγρότη να ραντίσει στο χωράφι του όλα τα πιπέρια του με δηλητήριο. Και όταν έφερε αυτός ο αγρότης τα πιπέρια σ’ εμάς ήταν όλα δηλητηριασμένα και, περνώντας τα πιπέρια από τα μηχανήματα κατά τη διαδικασία του τρυπήματος, άρχισαν από τις τρύπες των πιπεριών να βγαίνουν αναθυμιάσεις. Και όλα τα άτομα που βρίσκονταν σ’ εκείνο το χώρο δηλητηριάστηκαν από τις αναθυμιάσεις.

«Μάλιστα», είπα με παγωμένο το μυαλό.
Περνάμε από το νοσοκομείο να δω τις γυναίκες που νοσηλεύονται. Τους είπα μερικές κουβέντες για να τις ενθαρρύνω, ότι θα βρούμε αυτόν που το έκανε και ότι θα τον κλείσουμε φυλακή. Τα έλεγα αυτά και από μέσα μου έλεγα άλλα. Ποια φυλακή, ποια αστυνομία, ποια δικαστήρια. Όλα αυτά με παγωμένο πάντα το κεφάλι μου. Αυτή η αστυνομία και αυτά τα δικαστήρια εμένα θέλουν να κλείσουν φυλακή, διότι το ατύχημα έγινε στο εργοστάσιό μου.

Και ό,τι δεν κατάφεραν με τα πιστόλια, θα βάλουν τώρα τον κρατικό μηχανισμό που διοικούν οι ίδιοι. Με τις υποδομές φαντάσματα αστυνομίας και δικαστηρίων. Τα πράγματα έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο που ούτε με πυρηνική βόμβα δεν λύνεται το πρόβλημα. Αναθέτω όλες τις προσεχείς
εργασίες –χρήματα έχουν για τις επόμενες εβδομάδες– και τους λέω «θα πάω μερικές ημέρες στο Παρίσι να σκεφτώ και επιστρέφω». Με άκουσαν τρομαγμένοι με αυτά που τους έλεγα, τους αφήνω μόνους τους, ο κόσμος καίγεται κι εγώ έφευγα για Παρίσι. Λέω «χρήματα έχετε, γιατί ανησυχείτε;» για να τους καθησυχάσω. Αλλά μόνο για τρεις εβδομάδες, έλεγα από μέσα μου. Μετά θα σκεπτόμουν πώς θα χειριζόμουν τα πράγματα.

Λέω στον Αποστόλη να φέρει ένα ταξί να πάμε στην Αθήνα, στο αεροδρόμιο. Με κοιτάει έκπληκτος. «Γιατί να μην πάμε με το δικό μας αυτοκίνητο;» μου λέει. «Όχι», του φωνάζω, «δεν θέλω να μπω στο δικό μου αυτοκίνητο διότι είναι γαζωμένο από τις σφαίρες και δεν νιώθω καλά μέσα σ’ όλο αυτό το κλίμα που έχει δημιουργηθεί». Έρχεται το ταξί. Μπαίνουμε μέσα, κάθεται μπροστά ο Αποστόλης με τον οδηγό, εγώ κάθομαι πίσω και στη διαδρομή κοιτάζω έξω τη φύση να δω τι γίνεται. «Φωτιές πολλές παντού», λέει ο Αποστόλης. Πραγματικά δεξιά το βουνό καιγόταν. «Βάζουνε φωτιές για να τα νομιμοποιήσουν», λέει.

Εγώ χαμένος μες τις σκέψεις μου παρακαλούσα να τους ξεφύγει η φωτιά και να καούνε όλοι. Διότι αν δεν καεί ολόκληρη η χώρα, μ’ αυτούς που τη διοικούνε, δεν υπάρχει λύση. Και παρακαλούσα συνέχεια από μέσα μου «κάψτε την όλη, να μη μείνει τίποτα, μόνο στάχτες. Να δούμε οι καινούργιοι που θα τη χτίσουν αν είναι διαφορετικοί. Κάψτε τη, κάψτε
τη». Αυτή η φράση ηχεί στο μυαλό μου μέχρι να φτάσουμε στο αεροδρόμιο. Παρακαλούσα μέσα μου να μη μείνει τίποτα.

Μπαίνοντας στο αεροπλάνο είπα να ξεπαγώσω το κεφάλι μου και δειλά δειλά να άνοιγα ένα ένα τα ντουλαπάκια που είχα, να βάλω κάποια τάξη και να βρω κάποια μελλοντική λύση για το πώς θα προχωρήσουμε. Έχω τρεις ώρες μέχρι να φτάσουμε στο Παρίσι. Έχω ανοίξει όλα τα ντουλάπια του κεφαλιού μου και, φθάνοντας στο Παρίσι, λύση δεν βρίσκω πουθενά. Όλη μου η ύπαρξη, όλες μου οι γνώσεις που είχα στα τριάντα οχτώ μου χρόνια, δεν με βοηθούσαν πουθενά στα θέματα που αντιμετώπιζα. Το κεφάλι μου έφτανε σε τέτοιο σημείο που μου έλεγε «σταμάτα εκεί διότι αν προχωρήσεις θα χαθείς». Να χαθώ; Αναρωτιόμουν. Μα εγώ, λέω, δεν έχω χαθεί ποτέ. Γιατί τώρα μου λέει το μυαλό μου «ένα βήμα ακόμη και θα χαθείς»;

Τρώμε με τη Σαμπίν στο τραπέζι και της λέω ορισμένα πράγματα, δεν τα λέω όλα –για πρώτη φορά κάνω οικονομία στα λεγόμενά μου– γιατί φοβάμαι μήπως πάθει τίποτα η Σαμπίν. Και έλεγα, εάν είναι να τρελαθεί κάποιος από τους δυο, προτιμάω να είμαι εγώ, διότι δική μου απόφαση ήταν να επενδύσω στη χώρα μου. Οι ημέρες περνούσαν, η Σαμπίν πάει στο γραφείο της καθημερινά, εγώ να βράζω με όλα τα προβλήματα και η Σαμπίν να επαναλαμβάνει ότι πρέπει να ξεκουραστώ λίγο διότι με βρίσκει πολύ κουρασμένο.

Παίρνω τηλέφωνο στο εργοστάσιο καθημερινά, μου επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια –τα βουητά του νομού– και δεν δίνω καθόλου σημασία, δεν με αγγίζουν καθόλου.

Μέσα σε όλα αυτά μου λένε ότι χθες το βράδυ σταμάτησαν το λογιστή μας με το αυτοκίνητό του που επέστρεφε από το εργοστάσιο και τρεις κουκουλοφόροι τον χτύπησαν πολύ άσχημα. Και τον απείλησαν να παραιτηθεί από λογιστής του εργοστασίου διαφορετικά θα καθαρίσουν όλη την οικογένειά του και ότι είναι νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο Πάτρας.

Λέω «λυπάμαι πολύ γι’ αυτό το γεγονός» και ότι αν θυμάμαι καλά η σύζυγος του λογιστή είναι δικαστικός και μπορεί να κάνει κάτι, ως δικαστικός, να βρει ποιοι κουκουλοφόροι χτύπησαν τον άντρα της. Ο λογιστής βγήκε απ’ το νοσοκομείο και παραιτήθηκε από τη θέση του λογιστή στην εταιρεία. Η γυναίκα του η δικαστικός δεν έκανε καμία έρευνα για το ποιοι χτύπησαν τον άντρα της. Τώρα το εργοστάσιο θα δουλεύει χωρίς λογιστή, λέω.

Η Σαμπίν με βρίσκει συνέχεια κουρασμένο και ψάχνει λύσεις για να με ξεκουράσει. Μου προτείνει να πάμε στην Ιταλία μια βόλτα να κάνουμε και κανένα μπάνιο για να ξεχάσω όλα αυτά που με βασανίζουν.

Οι συνεργάτες μου με ενημερώνουν ότι τα μετρητά τελειώνουν. Τους δίνω οδηγίες να κλείσουν τις οικονομικές τρύπες με τρίμηνες,τετράμηνες, δίγραμμες επιταγές, για να έχουμε το χρόνο να βρούμε λύση. Παίρνουμε το αεροπλάνο για Ιταλία. Εγώ χαμένος μες τις σκέψεις μου, η Σαμπίν με κρατάει αγκαλιά για να μου δώσει κουράγιο. Εγώ στον ωκεανό των σκέψεων. Φθάνουμε στην Ιταλία. Πάμε στο σπίτι κάτι φίλων που μας το είχαν παραχωρήσει δωρεάν, διότι τα οικονομικά μας δεν ήταν και τόσο καλά. Ό,τι είχαμε και δεν είχαμε τα είχαμε ρίξει όλα σ’ αυτό το εργοστάσιο.

Με έχει πιάσει από το χέρι η Σαμπίν να πάμε στη θάλασσα για μπάνιο. Μία παραλία γεμάτη κόσμο. Μπαίνοντας σιγά σιγά μέσα στη θάλασσα σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω προς ένα λόφο. Και βλέπω έναν αρχαίο ελληνικό ναό. Αλλά νομίζω ότι ονειρεύομαι και βλέπω οπτασίες. Ρωτάω τη Σαμπίν «κοίταξε σε παρακαλώ σ’ αυτόν το λόφο», και της δείχνω με το χέρι μου, «βλέπω έναν αρχαίο ναό, είναι αλήθεια ή βλεπω οπτασίες;». «Ναι», μου λέει, «είναι ένας αρχαίος ναός σε καλή κατάσταση, απομεινάρια της ελληνιστικής εποχής». Ακούω την απάντηση και λέω εντάξει, είμαι καλά, δεν βλέπω οπτασίες.

Πάει πάλι το μυαλό μου στο σημείο που μου λέει «μην προχωράς, θα χαθείς». Εγώ λέω, για να λέει το μυαλό μου μην προχωράς, εκεί πρέπει να κρύβεται το μυστικό για να βρω τη λύση. Όλες αυτές οι σκέψεις ήταν όλη την ημέρα μες το μυαλό μου. Το μυστικό είναι κρυμμένο εκεί, έλεγα. Πώς όμως να πάω εκεί αφού το μυαλό μου μού λέει ότι όσοι πάνε εκεί δεν ξαναγυρίζουν;
Αλλά κάτι πάρα πολύ ισχνό άκουγα μέσα μου, «μη φοβάσαι, προχώρα και θα ξαναγυρίσεις». Και «εκεί είναι κρυμμένο το μυστικό». Μ’ αυτές τις σκέψεις γυρίζω, κοιτάζω τη Σαμπίν, κοιτάζω τον αρχαίο ναό και μπαμ, πηδάω μες τις σκέψεις μου. Μέσα στο χάος του μυαλού μου, για να βρω το κρυμμένο μυστικό.

Χάος στο κεφάλι μου. Αστραπές, βροντές, κεραυνοί, ταξιδεύω στα παιδικά μου χρόνια, βλέπω τους γονείς μου, βλέπω όλη μου τη ζωή σαν φιλμ. Ταξιδεύω, δεν ξέρω πού βρίσκομαι, αλλά η σκέψη μου ταξιδεύει. Τελειώνει το φιλμ των εμπειρικών αναμνήσεων που είχα στη ζωή μου. Μπαίνω σ’ ένα άλλο φιλμ όλων των γνώσεων από το σχολείο, απ’ όλα τα βιβλία που είχα διαβάσει στη ζωή μου. Ταξιδεύω, δεν σταματάει πουθενά η σκέψη μου, με ασύλληπτη ταχύτητα, περνάνε όλα. Αλλά βλέπω τα πάντα, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Παρόλη την ταχύτητα των σκέψεων, φθάνω στις γνώσεις μου για την Αρχαία Ελλάδα.

Τα εξετάζω ένα ένα, δεν αφήνω τίποτα να μου ξεφύγει, θέλω να ανακαλύψω το μυστικό. Φθάνω στο Μινωικό πολιτισμό, βλέπω όλη την ελληνική μυθολογία μπροστά μου, φθάνω στο λαβύρινθο με το Μινώταυρο και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενα, μπαμ, επάνω σ’ ένα τείχος. Χάθηκαν όλα. Καμία ει- κόνα, τίποτα.

Ένα χάος. Βρίσκομαι να ταξιδεύω δίπλα σε διάφορους πλανήτες οι οποίοι περνούν από δίπλα μου με μεγάλη ταχύτητα. Ταξιδεύω, συνεχίζω, ψάχνω. Τίποτα. Μόνο πλανήτες περνάνε από δίπλα μου. Ζωή ανθρώπων πουθενά. Κανένα σημείο ζωής. Εγώ ταξιδεύω. Ταξιδεύω, δεν ξέρω πόσες ώρες.

Ξυπνάω το πρωί, κοιτάζω δίπλα μου, δεν ξέρω πού βρίσκομαι, είμαι σ’ ενα κτίριο με πάρα πολλά κάγκελα και άνθρωποι να γυρίζουν σαν φαντάσματα, σαν να είναι όλοι υπνοβάτες. Δεν ξέρω αυτά που βλέπω αν είναι αλήθεια ή αν ονειρεύομαι. Και ψάχνω απεγνωσμένα τη Σαμπίν για να μου πει αν αυτά που βλέπω είναι οπτασίες. Προσπαθώ να καταλάβω εδώ που βρίσκομαι εάν είναι τρελοκομείο, διότι έβλεπα κάτι γιατρούς με άσπρες μπλούζες. Το κεφάλι μου το νιώθω βαρύ και λέω αν είμαι σε τρελοκομείο θα μου έχουν δώσει χάπια και γι’ αυτό νιώθω το κεφάλι μου βαρύ.

Είμαι κοντά στα κάγκελα της πόρτας και προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται. Ρωτάω τους γιατρούς στα γαλλικά «πού βρίσκομαι». Με κοιτάζουν σαν να μην καταλαβαίνουν αυτά που τους λέω και συνεχίζουν να απομακρύνονται από μένα. Κατάλαβα ότι μιλούσαν ιταλικά. Και λέω μάλλον δεν καταλαβαίνουν γαλλικά. ξαφνικά βλέπω το πρόσωπο της Σαμπίν να με πλησιάζει. «Καλά», λέω νευριασμένα, «πού βρίσκομαι; Εδώ είναι όλοι σαν υπνοβάτες». «Μην ανησυχείς», μου λέει, «είσαι σε ένα νοσοκομείο για ανθρώπους που έχουν πάθει νευρικό κλονισμό». «Καλά», λέω,
«με έφερες στο τρελοκομείο;». «Μην ανησυχείς», μου λέει, «ζήτησα εξιτήριο, να σε πάρω από δω και να πάμε σπίτι μας στο Παρίσι». «Άντε», της λέω,
«κάνε γρήγορα, τι είναι αυτό που μου έκανες, να με κλείσεις στο τρελοκομείο;».

Και κοιτάζοντάς με καλύτερα μου λέει «πού τα βρήκες τα ρούχα αυτά που φοράς;». Της λέω «δεν ξέρω πού τα βρήκα και ποιανού είναι, αλλά τώρα που μου το λες, ναι, δεν είναι δικά μου». Και ξαφνικά βλέπω κάποιον να περνάει από δίπλα μου και να φοράει το πουκάμισό μου. Μάλλον, λέω, η μπλούζα που φοράω θα ήταν δική του. Βγάζω την μπλούζα και με νοήματα του λέω ότι είναι δική του αυτή η μπλούζα και να μου δώσει του πουκάμισό μου. Και βλέπω ότι φοράει και το παντελόνι μου. Βγάζω και το παντελόνι και του το δίνω. Και φοράω το δικό μου. Τι γίνεται, λέω, δεν θυμάμαι τίποτα, πότε αλλάξαμε ρούχα;

Βγαίνουμε με τη Σαμπίν χέρι χέρι απ’ το τρελοκομείο και στο δρόμο μού εξηγεί ότι οι γιατροί δεν συμφωνούσαν με την έξοδό μου και τους είπε ότι παίρνει εκείνη την ευθύνη αυτή έως το Παρίσι. Κι όταν θα φτάσουμε στο Παρίσι θα βρούμε κάποιο γιατρό. «Τι συνέβη, γιατί εγώ δεν θυμάμαι τίποτα απολύτως;». Και αρχίζει να μου λέει ότι ήμουν σε ζωώδη κατάσταση, δεν μπορούσε κανένας να με πλησιάσει, να με πιάσει κι ότι είχα ανέβει σ’ ένα μεγάλο βράχο, εκατό μέτρα ύψος από τη θάλασσα και έκανα ακροβασίες και τραγούδαγα. Και φοβήθηκε πολύ, δεν ήξερε πώς να το χειριστεί και φώναξε την αστυνομία. Και με κυνηγούσαν δέκα αστυνομικοί μέχρι να με πιάσουν. Και φοβήθηκε πολύ μήπως πήδαγα απ’ το βράχο. Κι έτσι με πήγαν στο νοσοκομείο και με πλάκωσαν στις ενέσεις. Και όταν με πήρε ο ύπνος, τότε έφυγε.

«Μάλιστα», λέω, «εκεί φτάσαμε». Φεύγουμε για Παρίσι. Οι διακοπές μας διήρκησαν σαράντα οχτώ ώρες. Η Σαμπίν είναι πολύ κουρασμένη, είχε να κοιμηθεί δύο μέρες. Αλλά είμαστε ευχαριστημένοι που γυρίζαμε στο σπίτι μας. Ένιωθα σιγουριά στο σπίτι.

Οι γιατροί στην Ιταλία είχαν δώσει κάτι φάρμακα, χάπια, στη Σαμπίν για το ταξίδι. Το βράδυ μού πρότεινε η Σαμπίν να πάρω τα χάπια μου κι εγώ αρνιόμουν. Και μαλώσαμε. Και μου εξηγούσε «πάρτα μέχρι αύριο, μέχρι να βρούμε ένα γιατρό στο Παρίσι». Την άλλη μέρα είχε κλείσει ραντεβού στο νοσοκομείο το Sainte Anne. Φθάνοντας η γιατρός που μας δέχτηκε είπε να της εξιστορήσουμε τι συνέβη. Η Σαμπίν είπε με δικά της λόγια τι συνέβη στην Ιταλία. Κι εγώ επί δύο ώρες της τα είπα όλα, ό,τι έχω πάθει με τα επαγγελματικά μου κι ότι είχα φθάσει σε ένα σημείο εγκεφαλικό που ο εαυτός μου μού έλεγε «αν κάνεις ένα βήμα ακόμη θα χαθείς». Κι εγώ αποφάσισα να το κάνω το βήμα. Διότι νόμιζα ότι εκεί κρύβεται το μυστικό. Για να βρω λύση στα επαγγελματικά μου προβλήματα. Κι ότι μια φωνή μέσα μου μού έλεγε «κάντο, μη φοβάσαι, θα ξαναγυρίσεις». Και έτσι πήδηξα στο χάος και τώρα είμαι μπροστά της στο νοσοκομείο.

Η ζωή στο Παρίσι, εγώ είμαι μπουκωμένος στα χάπια, οι σκέψεις μου στους κόσμους που είχα ανακαλύψει όταν πήδηξα στο χάος. Και προσπαθούσα να συνδυάσω στο κεφάλι μου όλες αυτές τις γνώσεις του εγκεφαλικού ταξιδιού που είχα κάνει, με την πραγαματική ζωή και τα προβλήματά της, που δεν συνδυάζονται με τίποτα. Η Σαμπίν με παίρνει απ’ το χέρι και με πηγαίνει βόλτα σε όλα τα γνωστά μας μέρη, εκεί που είχαμε όμορφες αναμνήσεις μέσα στο Παρίσι με όλα τα σύμβολά του. Μήπως και ηρεμήσω λίγο. Εγώ τα μπέρδευα στο κεφάλι μου και έλεγα πως όλα αυτά τα σύμβολα του Παρισιού μ’ έκαναν να ανακαλύψω τον ιστορικό πλούτο της χαμένης χώρας μου και αυτά τα σύμβολα ήταν η αιτία για την καταστροφή μου. Και τώρα βρίσκομαι με χάπια. Δίχως αυτά τα σύμβολα εγώ δεν θα επέ- στρεφα στην Ελλάδα.

Αν και βαριά τραυματισμένος ψυχικά, η Σαμπίν συνεχίζει να ποτίζει τις ρίζες μου να μην ξεραθώ. υπομονή, λέω, που την έχει. Δεν με αφήνει, λέω, να πεθάνω, να ησυχάσω. Από πού αντλεί αυτή τη δύναμη; Να εργάζεται δεκαοχτώ ώρες την ημέρα και να έχει ένα φυτό τραυματισμένο και να συνεχίζει να το ποτίζει να μην ξεραθεί. Παρόλο που ήμουν σε άλλους κόσμους, έβλεπα στο πρόσωπό της ότι το χτύπημα που της έδωσε η ζωή είναι θανατηφόρο.

Έχασε τον πατέρα της στα δεκαέξι της χρόνια, έχασε τον αδερφό της στα τριάντα οχτώ του χρόνια και τώρα έχει φυτό τον άντρα της. Κι όμως, συνεχίζει να ποτίζει ενα φυτό που είναι σχεδόν μαραμένο. Αλλά ποτέ δεν έχασε την υπομονή της. Τιτάνιο αγώνα κάνει, σκεπτόμουν.

Οι μέρες περνάνε, πάντα την ίδια βόλτα στο Παρίσι, χέρι χέρι να με προστατεύει σαν μικρό παιδί. Και να συνεχίζει να μου ποτίζει τις ρίζες, να μην ξεραθώ.

Μαθαίνω νέα απ’ το εργοστάσιο, ότι μπήκαν κλέφτες μέσα κι ότι έσπασαν όλα τα γραφεία / λογιστήρια, πήραν όλα τα κομπιούτερ, όλους τους φακέλους, όλο το ιστορικό εγγράφων της εταιρείας. Και δεν έχει μείνει τίποτα. Εκτός απ’ τα γραφεία και τις καρέκλες.

Αλλά από τα εμπορεύματα δεν πείραξαν τίποτα, με διαβεβαιώνουν. Τα ακούω όλα, αλλά δεν με αγγίζει τίποτα, όλα αυτά δεν ανήκουν σ’ εμένα. Νόμιζα ότι το εργοστάσιο είναι ξένο κι ότι ακούω μια ιστορία. Και πάνω σ’ όλα αυτά μου μεταφέρουν ότι χρωστάμε πέντε εκατομμύρια δραχμές στους εργαζομένους. Και τους επόμενους μήνες θα πρέπει να προβλέψουμε τις πληρωμές των επιταγών που έχουμε εκδώσει για τα είδη συσκευασίας και χημικών. Τους απαντάω «πρέπει να απολυθεί όλο το εργατικό προσωπικό. Και σε μερικές μέρες θα βρούμε μια λύση να τους πληρώσουμε όλους τους εργαζόμενους, αυτά που χρωστάμε». Όλα αυτά τα έλεγα σαν να συμβούλευα κάποιο ξένο εργοστάσιο και αυτό το εργοστάσιο να μην ανήκει σε εμένα. σαν φυτό που ήμουν, μεταξύ σύμπαντος και γης στις σκέψεις μου, λέω στη Σαμπίν ότι οι εργαζόμενοι δεν φταίνε πουθενά για αυτά που συνέβησαν σ’ εμάς μέσα σε αυτό το εργοστάσιο. Κι ότι πήγαν και οι εργαζόμενοι να πληρώσουν αυτό το τίμημα,
στέλνοντάς τους όλους στο νοσοκομείο η μαφία, για να μας σταματήσουν.

Ξέρω ότι τα οικονομικά μας δεν είναι καλά, τον τελευταίο μήνα ζούμε απ’ το μισθό της Σαμπίν. Δεν έχουμε καταθέσεις, ό,τι είχαμε τα ρίξαμε σ’ αυτό το εργοστάσιο. Και τώρα εγώ είμαι φυτό και είμαι μεταξύ ζωής και θανάτου.

Παρόλ’ αυτά αποφασίζει η Σαμπίν να πάει σε μία τράπεζα στο Παρίσι και να πάρει ένα μακροχρόνιο δάνειο για να πληρώσουμε τους εργαζόμενους. Όσο για τους άλλους, τις άλλες πληρωμές, έλεγα, όταν θα γίνω καλά, θα σκεφτώ πώς θα το χειριστώ το θέμα. στο κάτω κάτω, έχουμε πολλά εμπορεύματα προς επεξεργασία. στέλνουμε στον Αποστόλη πέντε εκατομμύρια δραχμές για να πληρώσει τους εργαζόμενους.

Ο Αποστόλης με ενημερώνει ότι έχουν πέσει όλοι επάνω του και να μην πληρώσει τους εργαζόμενους διότι το εργοστάσιο είναι χαμένο. Και καλύτερα να κρατήσει τα χρήματα για να πληρώσει τους δικηγόρους του. Κλονίζεται ο Αποστόλη, διότι είναι απλό παιδί και είχε έρθει σε μεγάλο δίλημμα. Αλλά παρόλ’ αυτά, έκανε αυτό που του είπα, να ξεχρεώσει όλους τους εργαζόμενους. Με αυτή την πράξη ο Αποστόλης κέρδισε τον τίτλο από τα κυκλώματα ότι είναι μαλάκας. Έτσι ανταμείβονται αυτοί που πληρώνουν τους εργαζόμενους στην Ελλάδα, παίρνουν τον τίτλο του μαλάκα.

Μέσα σ’ όλο αυτό το κλίμα μού ανακοινώνει η Σαμπίν ότι έμεινε έγκυος κι ότι είναι ήδη δύο μηνών. Ωραία, λέω, εγώ φυτό και έχουμε μια καινούργια ζωή που θέλει να έρθει να ζήσει στη γη, μέσα σ’ αυτή την κατάσταση που ζούμε τα τρία τελευταία χρόνια μεταξύ ζωής και θανάτου. Όταν γνωριστήκαμε με τη Σαμπίν ήθελα να κάνω τρία παιδιά. Μου άρεσε πολύ η ζωή και ήθελα να τη μεταδώσω και στα παιδιά μας. Αλλά μας πήρε η φουρτούνα της ζωής. Αυτή με την καριέρα της, εγώ με τα επαγγελματικά μου και συνέχεια λέγαμε αργότερα, όχι τώρα, είναι νωρίς. Και αργότερα αργότερα, φθάσαμε σήμερα μέσα στον τυφώνα που λέ- γεται ζωή η Σαμπίν να μείνει έγκυος. Αλλά έλεγα καλώς να ’ρθει μια καινούργια ζωή στη γη να ζήσει. Πολύ μου αρέσει, να την προστατέψουμε από τους κακούς και να μεταδώσουμε τις γνώσεις που είχαμε αποκτήσει για να προστατευτεί στη ζωή του. Βαριά άρρωστος, έτσι έβλεπα τα πράγματα.

Ήρθε η μεγάλη μέρα, γεννήθηκε ο καρπός μας, τρεις η ώρα το απόγευμα στο Νεκέρ. Είμαστε στα σύννεφα. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τη χαρά μας. Μόλις βγήκε η Λίζα-Σοφία από την κοιλιά της μαμάς, έκανε αμέσως πιπί. Και φωνάζω
«αυτό είναι καλό, ο κόσμος που ζούμε για κατούρημα είναι».

Με κοίταξε η Σαμπίν και ντράπηκα και ζητάω συγγνώμη, αλλά μου ξέφυγε. Είμαστε στο σπίτι μας, rue des Cadix, και είχαμε πέσει και οι δύο επάνω στην κόρη μας είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, να μην κάνουμε λάθος πουθενά στο μεγάλωμα του καρπού μας. Να μεγαλώσει σε υγιές χωράφι έλεγα επηρεασμένος από τα αγροτι- κά προϊόντα. στην Ελλάδα, το χωράφι που λέγεται Ελλάδα, είναι δηλητηριασμένο και τα φυτά που φυτρώνουν (άνθρωποι) είναι όλα δηλητηριασμένα.

Δεν υπάρχει καθαρή σκέψη πουθενά. Μια χώρα από δράκουλες και φαντάσματα που διψούν για αίμα. Διακόσια χρόνια κράτος, διοικείται από δράκουλες. Ο κόσμος που κυκλοφορεί έχει βγει από τάφους και κυκλοφορούν σαν φαντάσματα. Περπατάνε και νομίζουν ότι είναι ζωντανοί. Εγώ τους βλέπω ότι η μόνη δουλειά που κάνουν είναι να βοηθάνε τους δράκουλες να πίνουν το αίμα που χρειάζονται. Και αυτό διαρκεί πολλά χρόνια τώρα. Και όσο περνάνε τα χρόνια, πιο πολύ αίμα ζητάνε. Έχουν εθιστεί, όπως στα ναρκωτικά. Και λόγω του ότι τα νεκρά φαντάσματα που περπατάνε, αυτά δεν έχουν πολύ αίμα για να χορτάσουν, ψάχνουν ανάμεσα στα φαντάσματα μήπως κυκλοφορεί καμιά ζωντανή ψυχή και όχι ανακυκλωμένη. Και πέφτουν επάνω της και ρουφάνε, ώστε να κάνουν δρακουλάκια και να συνεχίσουν τον αδυσώπητο πόλεμο, πίνοντας αίμα από τις ζωντανές ψυχές.

Κάθε δεκαπέντε χρόνια η Ελλάδα αδειάζει. Οι ζωντανές ψυχές βλέπουν ότι γεννήθηκαν σ’ ένα μεγάλο νεκροταφείο. Βλέπουν τους δράκουλες, βλέπουν τα πτώματα γύρω τους που περπατάνε. Διαισθάνονται ότι ζούνε σ’ ένα μεγάλο νεκροταφείο που λέγεται Ελλάδα. Διαισθάνονται ότι η Ελλάδα που καρποφορούσε τους σπόρους της ζωής δεν υπάρχει πλέον. Δεν το έχουν συνειδητοποιήσει, το διαισθάνονται. Και φεύγουν. Πάνε σε άλλα κράτη. Πάνε να βρούνε γεωργούς που προσέχουν τους σπόρους που φυτρώνουν να είναι υγιείς. Ώστε τα φυτά-άνθρωποι να μεγαλώνουν καλά και υγιή. Στα άλλα κράτη οι γεωργοί μάθανε από τη χαμένη, την παλιά Ελλάδα, πώς καλιεργούνται τα ανθρώπινα φυτά, και προσπαθούν να τα εφαρμόζουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. στο νεκροταφείο που λέγεται Ελλάδα τα φαντάσματα και οι δράκουλες λένε ότι τα ίδια συμβαίνουν σε όλες τις χώρες.

Έχει πέσει κατάρα επάνω τους απ’ την αρχαία γώση της κληρονομιάς, που χρειάζεται πολύ φαρδιές πλάτες για να αντέξεις σε όλα αυτά τα φώτα της παλιάς Ελλάδας. Πρέπει να ταξιδεύεις σε άλλους πλανήτες, οι ρίζες του ανθρώπου που γεννήθηκε σ’ αυτή τη γη που λέγεται Ελλάδα πρέπει να φυτρώσουν βαθιά στη γη μέχρι να την τρυπήσουν και οι ρίζες τους να περάσουν σε άλλους πλανήτες και να ριζωθούν με όλους τους πλανήτες του σύμπαντος. Και αν δεν το καταλαβαίνουν αυτό, να πάνε προς τον πιο απλό, εμπειρικό δρόμο της λογικής η οποία υπάρχει άφθονη μέσα στη φύση. Και το θαύμα θα γίνει.

Η ζωή μας στο Παρίσι συνεχίζεται με τη Λίζα μας να μεγαλώνει όπως πρέπει. Δεν μας ενδιαφέρει τίποτε άλλο. Εγώ έχω χαμηλώσει τη δοσολογία των χαπιών και θέλω να ξαναβρώ την υγεία μου όπως ήμουν πριν. Όχι ακριβώς όπως πριν, αλλά στο περίπου. Διότι τίποτα πλέον στη ζωή μου δεν θα είναι όπως πριν ξεκινήσω το μεγάλο ταξίδι στην Ελλάδα για να κάνω την επένδυση. Μέσα απ’ όλες αυτές τις εμπειρίες γινόμουν περισσότερο σοφός και ήθελα να μεταλαμπαδεύσουμε τη γνώση στην κόρη μας, που έχει και το όνομα Λίζα-Σοφία. ΣΟΦΙΑ, με κεφαλαία θέλω να το γράψω αυτό το όνομα. Γιατί, αναρωτιέμαι. Βλέπω ίσως ότι τα μικρά γράμματα δεν μπορούν να μεταδώσουν το νόημα που κρύβει αυτή η λέξη.

Κάποτε σ’ ένα ταξίδι μου στην Αφρική είχα ακούσει μια παροιμία και την είχα κρατήσει στο κεφάλι μου. Εάν κάποτε χαθείς στο δρόμο της ζωής, γύρνα πίσω στο μέρος απ’ όπου ξεκίνησες και ξαναξεκίνα πάλι από την αρχή. Και γυρίζω πάλι στα νεανικά μου χρόνια και λέω πρέπει να κάνω κάτι να προσφέρω κι εγώ στα καθημερινά έξοδα της ζωής μας. Και πάνω απ’ όλα να ξαναβρώ το δρόμο μου και να γίνω καλά.

Αποφασίζω να ανοίξω ένα κατάστημα το οποίο θα πουλάει σάντουιτς. Χρήματα δεν είχα, αλλά είχα πολύ μεγάλη πείρα. Με σύντομες διαδικασίες το άνοιξα πολύ γρήγορα, πιο πολύ με δυσκόλεψε το όνομα που θα έδινα σ’ αυτό το κατάστημα. Όταν ήμουν νέος, τα καταστήματα που είχα ανοίξει στο Παρίσι τους έδινα ονόματα από την Αρχαία Ελλάδα χωρίς να το σκέπτομαι καθόλου. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά, το όνομα πρέπει να με εκφράζει, να έχει κάτι το
οποίο θα συμβολίζει τη ζωή μου.

Το βρήκα. Θα το ονομάσουμε Ακροβάτη. Η Σαμπίν σκάει στα γέλια. Και της εξηγώ, ισορροπώ πάνω στη ζωή σαν ακροβάτης και πρέπει να περάσω απέναντι χωρίς να πέσω πάλι στο χάος και στην άβυσσο που έπεσα. Πολύ γρήγορα κέρδισα χρήματα, αγόρασα και τους τοίχους του καταστήματος, εγαζόμουν έξι το πρωί με έξι το βράδυ και μετά δύο ώρες με τη Λίζα να της μαθαίνω ελληνικά.

Με παίρνουν τηλέφωνο από το εργοστάσιο και μου λένε μια μικρή επιταγή τριάντα χιλιάδες δραχμές σφραγίστηκε και ότι έχει ξεκινήσει η διαδικασία του πλειστηριασμού του εργοστασίου μου. Τριάντα χιλιάδες δραχμές, αναρωτιέμαι. Και τα εμπορεύματα που έχουμε μέσα κάνουν διακόσια πενήντα εκατομμύρια. Οι συνεργάτες μου με συμβουλεύουν να κάνουμε διακοπή του πλειστηριασμού. «Με ποιους δικηγόρους και με ποια δικαστήρια;», τους απαντάω. Βέβαια δεν μπορώ να εξηγήσω τίποτα. Διότι δεν μπορούν να καταλάβουν τι έχω μάθει. Και τους αφήνω να σκεφτούν ό,τι θέλουν.

Έρχεται μια σκέψη στο μυαλό μου και λέω, εάν θέλουν να μου κάνουν πλειστηριασμό, πρέπει να με ειδοποιήσουν εδώ στο Παρίσι με δικαστικό κλητήρα, με κοινοποίηση, διότι στο καταστατικό της εταιρείας λέει ρητά ότι είμαι μόνιμος κάτοικος Παρισιού με διεύθυνση κατοικίας 12 rue des Cadix. Αυτό λέει ο νόμος και η λογική. Αυτά βέβαια ισχύουν στις πολιτισμένες χώρες, όχι σε χώρες νεκροταφείων και καλικατζάρων.

Πλειστηριάστηκαν τα πάντα. Δίχως ποτέ να ενημερωθώ για τίποτα επίσημα.

Το εργοστάσιο το πήρε ένας οδηγός φορτηγού που μας έφερνε πιπέρια με μια νοικοκυρά. Πού βρήκε τα λεφτά; Η τοπική μαφία μαζί με την τράπεζα του έδωσαν τα λεφτά. Βρήκαν ένα χωριάτη, που ανέβηκε σ’ ένα τρένο και δεν ξέρει από πού έρχεται το τρένο και πού πάει. Και κάθε Κυριακή θα πηγαίνει στην εκκλησία και θα λέει «βοήθα, Θεέ μου, να μη με πετάξουν απ’ το τρένο».

Οι πενήντα εξήντα οικογένειες που διοικούν την Ελλάδα, τους ονομάζω δράκουλες. Είναι αυτοί που τους πρότειναν να ανέβουν στο τρένο και ανέβηκαν με κλειστά τα μάτια και καταλάθος το τρένο δεν τους πέταξε και άρχισαν να κάνουν και απογόνους και έμειναν να επικρατούν επάνω στα πτώματα ζωντανών και νεκρών. Και λόγω του ότι δεν καταλαβαίνουν τι γίνεται στη ζωή, προστατεύονται οι δράκουλες από μπράβους. Δέκα μπράβους έχει ο καθένας και οι άνθρωποι της κοινωνίας τούς έχουν σαν πρότυπα, ινδάλματα. Και οι άνθρωποι μεγαλώνουν τα παιδιά τους, να μοιάσουν σε αυτούς που προστατεύονται από μπράβους.

Αυτοί είναι οι κανόνες στο νεκροταφείο που λέγεται Ελλάδα.
Το παιχνίδι που έχουν στήσει είναι πολύ εύκολο. Ένας ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να το καταλάβει σε τρία λεπτά.

Το νεκροταφείο αυτό αποτελείται από δράκουλες, φαντάσματα και παρανόμους. Όλες οι υπηρεσίες, οι υποδομές ολόκληρου του κράτους είναι υπό την εποπτεία των δρακούλων. Από πάνω προς τα κάτω, και από κάτω προς τα πάνω. Έχουν χτίσει ένα δίχτυ να μην περνάει κανένας, ούτε κουνούπι. Τους λείπει πολύ αίμα, είναι αχόρταγοι.

Κάποτε είχα ακούσει μια κουβέντα η οποία δεν μου άρεσε στο νομό Ηλείας. Είχαν πει ότι είμαι τυχοδιώκτης. Η λέξη τυχοδιώκτης τελικά μου αρέσει κι έτσι πρόσθεσα δίπλα σ’ αυτή τη λέξη
«πνευματικός». Τι ωραία φράση, σκέπτομαι, είναι αυτή. Τους έσκισα όλα τα δίχτυα που είχαν στήσει να πίνουν αίμα και πρέπει να τα ξαναφτιάξουν από την αρχή. Έγιναν πάρα πολλά δικαστήρια με εμένα απόντα. Δεν με ειδοποίησαν ποτέ. Με δίκασε η μαφία με τους δράκουλες, τριακόσια χρόνια φυλακή και μου απαγορεύουν να ξαναμπώ στο νεκροταφείο τους και είμαι καταζητούμενος και, αν προσπαθήσω να μπω κρυφά, θα με κλείσουν φυλα- κή για όλη μου τη ζωή.
Στο Παρίσι, στη Γαλλία μάς κάλεσε μία υπηρεσία οικονομικών εγκλημάτων, εμένα και τη Σαμπίν, να δώσουμε κατάθεση για ό,τι συνέβη στην Ελλάδα. Καταθέταμε επί δέκα ώρες. Και εγώ και η Σαμπίν. Λέγοντας όλη την αλήθεια με όλες τις λεπτομέρειες για το τι συνέβη στο νεκροταφείο Ελλάδα. Οι υπάλληλοι που μας πήραν τις καταθέσεις μάς ευχαρίστησαν, σοκαρισμένοι από αυτά που άκουσαν,μας ζήτησαν συγγνώμη γι’ αυτά που πάθαμε και φύγαμε. Είμαστε ευχαριστημένοι που επιτέλους κάποιος ήθελε να μάθει τι έγινε. Και ευχαριστούμε τους Γάλλους που μας άκουσαν. Βέβαια, δεν έμαθα ποτέ τι έκαναν οι Γάλλοι με αυτή την κατάθεση.
Μεγαλώνουμε τη Λίζα, πάμε διακοπές, έχει καταλάβει ότι κατάγομαι απ’ την Ελλάδα, με ρωτάει «μπαμπά, γιατί δεν πάμε διακοπές στην Ελλάδα;». «Δεν έχει έρθει η ώρα», απαντάω. Η Σαμπίν με κοιτάει και κουνάει το κεφάλι της. «Μη σου ξεφύγει λέξη», μου έλεγε, «το παιδί δεν πρέπει να μάθει τέτοια πράγματα. Πρέπει να ποτίζουμε τις ρίζες του με καθαρό νερό ώστε να ριζώσουν βαθιά στη γη». Γυρίζουμε διακοπές γύρω γύρω απ’ την Ελλάδα, πάμε Κύπρο, πάμε Τουρκία. στην Τουρκία επισκεπτόμαστε αρχαίους ελληνικούς ναούς. Αναλύω στη Λίζα ότι ο ναός αυτός είναι το σπίτι σου. Η Σαμπίν με κοιτάει άγρια. «Μη λες τέτοια πράγματα στο παιδί», με μαλώνει. Η Λίζα αρχίζει και χορεύει μέσα στο ναό. Οι δομήσεις τις χαμένης μου πατρίδας, σκέπτομαι, κάνουν το έργο τους. Η Λίζα συνεχίζει να χορεύει.

Η ζωή μάς δίνει και δεύτερο παιδί, την κόρη μας την Ολίβια-Αθηνά. Η χαρά δεν περιγράφεται. Δύο κόρες πανέμορφες, το όνομα πάντα ελληνικό. Η Αθηνά με την ελιά και τη σοφία της. Και λέω στις κόρες μου «αν ποτέ βρεθείτε σε αδιέξοδο στη ζωή σας, ψάξτε να βρείτε τι κρύβει το όνομά σας. Αυτές οι δύο λέξεις, Sοφία και Αθηνά, έχουν μέσα τους όλη την κοσμοθέαση. Τίποτε άλλο δεν χρειάζεστε να σας αφήσω για κληρονομιά. Τα υλικά αγαθά γίνονται πολύ εύκολα», τους λέω. «Το νόημα της ζωής είναι δύσκολο. Με τους δράκουλες και τα φαντάσματα».

Τελείωσα με τα χάπια, δεν παίρνω τίποτα πλέον, και συνεχίζουμε μια απλή ζωή, όπως κάνει όλος ο κόσμος. Εγώ έχω αποκτήσει μεγάλη πείρα στα επαγγελματικά μου, επισκέπτομαι διάφορες χώρες της Αφρικής και του πλανήτη. συμβουλεύω μεγάλους επιχειρηματίες, τι πρέπει να κάνουν για να λύσουν τα προβλήματά τους. Μου έχουν βγάλει το όνομα solutioniste. Δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα –νομικό, πολιτικό, φιλοσοφικό– που να μην μπορώ να δώσω λύση. Κερδίζω λίγα χρήματα για να ζήσουμε, αλλά όλο αυτό που κάνω το κάνω γιατί θέλω να καταλάβω τι γίνεται γενικά στον πλανήτη. Με ενδιαφέρει πιο πολύ η γνώση παρά τα χρήματα. Όλες οι γνώσεις μου λύνουν καθημερινά μεγάλα προβλήματα επιχειρηματιών. Και επαληθεύω αυτά που έχω στο κεφάλι μου, ότι δεν είναι μόνο θεωρία. Ό,τι λέω, το αποδεικνύω στην πράξη. Γι’ αυτόν το λόγο ποτέ δεν ζητάω χρήματα πριν λύσω το πρόβλημα που απασχολεί τον επιχειρηματία. Εάν το λύσω, τότε πληρώνομαι και με αυτόν τον τρόπο πορεύομαι μέχρι σήμερα. Όλα αυτά, βέβαια, αυτοδίδακτος.

Η Σαμπίν έχει κάνει σπουδές κοινωνιολογίας και οικονομικών και είναι ειδικός σύμβουλος για την Παιδεία. Νύχτες ολόκληρες στο τραπέζι μας, όταν βάζαμε τα παιδιά για ύπνο, ξαναφτιάχναμε τον κόσμο από την αρχή. Πώς θα γίνει ο κόσμος καλύτερος. Αυτή με τις πανεπιστημιακές της γνώσεις, εγώ με την πείρα του αυτοδίδακτου. Προσπαθούσαμε να τα συνδυάσουμε και τα δύο. «Η Παιδεία που διδάσκεται στα σχολεία», της έλεγα, «δεν έχει κάνει καμία πρόβλεψη για τους αυτοδίδακτους. Ο μεγαλύτερος ανθρώπινος πλούτος είναι εκεί και είναι και εκτός παιδείας. Κάθε δέκα χρόνια», της λέω, «οι αυτοδίδακτοι πρέπει να δίνουν εξετάσεις και να παίρνουν διπλώματα πανεπιστημιακά και ζωντανό παράδειγμα, το έχεις μπροστά σου». συμφωνεί απόλυτα μαζί μου, αλλά δεν ξέρουμε πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην πράξη. Βέβαια έχουμε κάποιες ιδέες και θα τις δούμε στο μέλλον.

Όλες οι εφημερίδες απ’ το νεκροταφείο Ελλάδα βομβαρδίζουν τον κόσμο με τα φαντάσματα ότι ήμουν ο μεγαλύτερος απατεώνας που πέρασε απ’ αυτή τη χώρα. Έφαγα όλα τα λεφτά, τα έκλεψα και τώρα κάνω διακοπές στο Παρίσι. Με αυτή την τροφή και τις πληροφορίες τρέφει αυτή η χώρα τα ανθρώπινα φαντάσματα.

Οι δράκουλες φοβούνται. Τρέμουν. Ζητάνε αίμα. Έρχεται η μεγάλη παγκόσμια κρίση το 2006. Αρχίζει ο πλανήτης και τραντάζεται. Το οικονομικό οικοδόμημα. Όλες οι χώρες προσπαθούν να προστατευθούν απ’ αυτή την κρίση. συζητάω με τη Σαμπίν, στο τραπέζι τρώγοντας, και μιλάμε για όλα αυτά που συμβαίνουν. Και προπαθούμε να καταλάβουμε τι έχει γίνει. Εγώ, χασκογελάω. Η Σαμπίν μού λέει
«είναι σοβαρά τα πράγματα κι εσυ γελάς;». «Γελάω», της λέω, «διότι οι δράκουλες και τα φαντάσματα στο νεκροταφείο Ελλάδα συνεχίζουν το πάρτυ και δεν έχουν πάρει χαμπάρι τίποτα. Για να καταλάβεις», της έλεγα, «τι συμβαίνει, πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό».
Φθάνει η κρίση στο νεκροταφείο Ελλάδα, το χτυπάει όλος ο πλανήτης το νεκροταφείο, το νεκροταφείο θα φαλιρίσει, τα φαντάσματα και οι δράκουλες θα περάσουν δύσκολες στιγμές. Εξηγώ στη Σαμπίν ότι τελικά υπάρχει Θεία Δίκη. «Χτυπάτε κι άλλο το νεκροταφείο Ελλάδα», έλεγα, «μη φοβόσαστε τίποτα. Οι δράκουλες και τα φαντάσματα δεν σκοτώνονται εύκολα».

Η Σαμπίν με μαλώνει για τα σκληρά μου λόγια, που μιλάω έτσι για τη χώρα μου. Και καθόμουν και της ανέλυα «άσε να την γκρεμίσουν, όλο αυτό το νεκροταφείο, και να φτιάξουμε μία καινούργια χώρα από τα θεμέλια, χωρίς δράκουλες και φαντάσματα. Και οι σπόροι να φυτρώνουν σε υγιή χωράφια».

Είχε θυμώσει πολύ μαζί μου η Σαμπίν, αλλά εμένα αυτό έβγαζε το κεφάλι μου. Και της έλεγα «μη φοβάσαι, οι ζωντανές ψυχές θα φύγουν και θα σωθούν, θα πάνε σε άλλες χώρες να φυτρώσουν».

Εξακόσιες χιλιάδες ψυχές ζωντανές έφυγαν. Έφυγαν για να γλιτώσουν. Αυτές οι ζωντανές ψυχές νομίζουν ότι έφυγαν λόγω οικονομικής κρίσης, εγώ λέω ότι δεν έφυγαν λόγω οικονομικής κρίσης, έφυγαν διότι είναι ζωντανές ψυχές και τους μύρισε η μυρωδιά του νεκροταφείου. Και φεύγοντας, ψάχνουν καθαρά χωράφια και αέρα για να αναπτυχθούν.

Όλες τις δικαστικές μου υποθέσεις με το νεκροταφείο της χώρας μου τις ρύθμισα. Τους πλήρωσα ορισμένα χρήματα και μπορούμε πλέον να πηγαίνουμε πλέον διακοπές στην Ελλάδα με τα παιδιά μας.

Αλλά φρόντισα να μην κυκλοφορούμε πολύ στη στεριά, διότι έχει φαντάσματα και δράκουλες, έτσι προτιμούσαμε τη θάλασσα και τα νησιά του Ιονίου. Τα βλαστάρια μας έχουν γίνει δύο όμορφες κοπέλες, τους μιλάω πολύ για τη χαμένη χώρα μου και να μη δίνουν πολλή σημασία σ’ αυτή τη χώρα που βλέπουνε μπροστά τους, να κάνουν ότι δεν την βλέπουν.

Κατεβαίνω πού και πού στην Αθήνα σαν παρατηρητής. Θέλω να δω την καταστροφή από κοντά, για να δω με τα ίδια μου τα μάτια αν τα φαντάσματα έφυγαν κι αν οι δράκουλες πέθαναν. Με το μάτι του παρατηρητή έβλεπα ότι είχαν πάθει λίγη ζημιά, μόνο τεχνικές υποδομές, επιχειρήσεις, μερικά δρακουλάκια είχαν αυτοκτονήσει, αλλά οι μεγάλοι δράκουλες είχαν συμμαζευτεί λίγο για να κάνουν καλή διαχείριση στο αίμα που είχε απομείνει.

Έπιναν λιγότερο μέχρι να έλθουν καλύτερες μέρες, να κολυμπήσουν πάλι μες το αίμα και να πίνουν αχόρταγα.Μέσα στα πολλά μου ταξίδια στην Αθήνα ως παρατηρητής, έβρισκα κανένα νέο παιδί και προσπαθούσα να καταλάβω πώς βλέπουν οι νέοι αυτή την κρίση. Τους ρωτούσα «τόσα χρόνια που σας χτυπάει αυτή η κρίση, πού είναι οι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας να εξηγήσουν στον κόσμο τι συμβαίνει;».

Οι νέοι μού απαντούσαν «ποιοι πνευματικοί», μου έλεγαν, «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μας βομβαρδίζουν και μας μιλάνε όλοι οι ειδικοί που ξέρουν απ’ αυτές τις οικονομικές καταστάσεις». Εγώ ξεσπάω στα γέλια και ζητάω συγγνώμη απ’ το νέο που έχω μπροστά μου. Οι δράκουλες έβαλαν τα ειδικά δρακουλάκια να εξηγήσουν στα φαντάσματα τι συμβαίνει, λέω.
Επιστρέφω στο Παρίσι τα τελευταία χρόνια, έχω αραιώσει τα επαγγελματικά μου ταξίδια. Αφιερώνω πολύ χρόνο στα παιδιά και στη γυναίκα μου διότι έχουμε μεγαλώσει πια, άσπρισαν τα μαλλιά μας.

Και με αυτά που έχουμε περάσει, πρέπει να κάνουμε οικονομία στις δυνάμεις μας για το υπόλοιπο ταξίδι που μας έχει απομείνει. Οι φατρίες με τους δράκουλες τσακώνονται ποιος θα κυβερνήσει το νεκροταφείο.

Πρέπει οι δράκουλες να ενωθούν για να κυβερνήσουν τα φαντάσματα. Πρέπει να διαχειριστούν το λίγο αίμα που έχει μείνει. Πρέπει να το μοιράζονται μεταξύ τους για να μείνουν στη ζωή και να μην πεθάνουν. Κάνουν μαφιόζικες συνεργασίες. Πρέπει οι δράκουλες να ξεχάσουν τις διαφορές μεταξύ τους, αλλιώς θα πεθάνουν. Μαζεύονται και όλοι μαζί οι δράκουλες διαχειρίζονται την κρίση, το λίγο αίμα που έχει απομείνει. Το λίγο αίμα πρέπει να μοιραστεί δίκαια, να μην πεθάνουμε.
Πέρασαν τα χρόνια και οι δράκουλες λένε «τώρα ο κάθε δράκουλας πρέπει να πάρει το βασίλειό του πίσω». Και χωρίζουν. Θέλουν να κάνουν εκλογές. Τα φαντάσματα πρέπει να ψηφίσουν. Πρέπει να υπάρχει ισορροπία, κι όποιος δράκουλας κερδίσει πρέπει να πάρει τη θέση του, για να διαχειριστούν τον καινούργιο πλούτο που θα έρθει απ’ το εξωτερικό. Και θα το αποπληρώσουν τα φαντάσματα του νεκροταφείου μετά από διακόσια χρόνια.

Αρχίζει το βιολί να παίζει, χτυπάνε τα ταμπούρλα, τα φαντάσματα που ήταν σε νάρκη αρχίζουν να κουνιούνται, οι δράκουλες σέρνουν το χορό, να δείξουν στα φαντάσματα ότι είναι ώρα να μπούνε στο χορό. Τους μοιράζουν δώρα. Τους δίνουν ένα πιάτο φαγητό. Τα μικρά δρακουλάκια έκαναν σωστά το έργο τους, μοίρασαν το φαγητό μέχρι το τελευταίο φάντασμα. Τα φαντάσματα άρχισαν να στέκονται στα πόδια τους. Η αγορά αρχίζει να γεμίζει, τα βιολιά παίζουν, τα ταμπούρλα χτυπούν πιο δυνατά. Και σιγά σιγά αρχίζουν να χορεύουν. Ώπα!

Εργάζομαι τα τελευταία χρόνια στο σπίτι, περνάω πολύ χρόνο με την οικογένεια, η Λίζα έχει φύγει για σπουδές στο εξωτερικό, η Ολίβια είναι μαζί μας μέχρι να τελειώσει κι αυτή στο Παρίσι, η Σαμπίν σκέφτεται να πάρει σύνταξη και να πάμε κάπου να βρούμε κανένα χωριό για τα γεράματά μας.

Παρακολουθώ το νεκροταφείο με μεγάλο ενδιαφέρον. Με όλη αυτή τη μουσική και τα τραγούδια που έχουν ξεκινήσει. Κάπου η σκέψη μου μού λέει ότι όλα αυτά που κάνουν είναι τα ίδια και πολύ χειρότερα από πριν απ’ την κρίση.

Το συζητάω με τη Σαμπίν και, όπως πάντα, θέλει να βλέπει τα πράγματα λίγο πιο θετικά από μένα. Και μου λέει «ε, μετά απ’ αυτή τη μεγάλη καταστροφή κάτι θα διορθωθεί σ’ αυτή τη χώρα. Αποκλείεται, θα το πήραν το μάθημά τους». Την ακούω, σκέπτομαι πολύ, αλλά εγώ, λέω από μέσα μου, είμαι αυτοδίδακτος, για να πιστέψω κάτι πρέπει να το δω στην πράξη.

«Αυτά τα βιολιά και τα ταμπούρλα και οι μουσικές που παίζονται, τα ακούω σαν ψεύτικα. Θέλουν πάλι να θολώσουν το μυαλό». Αυτά έλεγα στη Σαμπίν. «Και τι μπορώ να κάνω για να σε πείσω;», μου απαντάει.
Τώρα τα τελευταία χρόνια που άσπρισαν τα μαλλιά μου ξεκίνησα σιγά σιγά πάλι να ζωγραφί- ζω. Τη ζωγραφική την είχα ξεκινήσει στα εφηβικά μου χρόνια. Τότε έψαχνα να ζωγραφίσω πώς ήθελα να είναι το μέλλον μου. Αλλά τα παράτησα γρήγορα τα πινέλα μου και είπα πάω να δω με τα ίδια μου τα μάτια τι συμβαίνει. Και ρίχτηκα στη μάχη της ζωής.

Τώρα, ασπρομάλλης, θέλω να ζωγραφίσω τον κόσμο που θέλω να δω πάνω στη γη. Τα πινέλα μου, λέω, δεν μπορεί να μου τα σταματήσει κανένας. Έχω πείρα, είδα τι συμβαίνει στη ζωή, τα είδα όλα, έδωσα τις μάχες μου, δεν ξέρω αν το πέρασμά μου σ’ αυτή τη γη δικαολογεί τη γέννησή μου. Δεν ξέρω αν ωφέλησα την κοινωνία ή όχι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μπορώ να ζωγραφίσω τον κόσμο που γνώρισα και πώς είναι. Και δεν δέχομαι τη γνώμη κανενός, τα όπλα μου δοκιμάστηκαν στην πράξη, η πείρα που συσσώρευσα επαληθεύεται σε όλες τις μορφές της, τα πινέλα μου δεν θα τα σταματήσει κανένας, είναι τα πιο φονικά όπλα επάνω στον πλανήτη. Θα σκοτώσω όλους τους δράκουλες και όλα τα φαντάσματα. Και με αυτά τα πινέλα θα πολεμήσω μέχρι να πεθάνω.

Με τη γριούλα μου σ’ ένα φτωχό σπιτάκι. Παρακολουθώντας τα δυο μας βλαστάρια που φέραμε στη ζωή, Λίζα και Ολίβια. Θα ζωγραφίσω τον κόσμο που θέλω τα βλαστάρια μας να ζήσουν και να ριζώσουν, βαθιά στη γη.
συζητάμε με τη Σαμπίν και μου λέει «άσε την πίκρα που έχεις απ’ τη χώρα σου και συμβούλευσε κανέναν άνθρωπο για να αλλάξουν τα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς χρόνο έχεις, οικονομικά δεν είμαστε άσχημα, μπορείς να προσφέρεις μερικές υπηρεσίες δωρεάν». «Γιατί», απαντάω, «μου ζήτησε κανείς βοήθεια συμβουλών και δεν του πρόσφερα την πεί- ρα μου δωρεάν;». «Όχι», μου λέει, «ξέρω ότι έχεις προσφέρει σε μερικά φτωχόπαιδα, σε μερικές ζω- ντανές ψυχές που έφυγαν απ’ την Ελλάδα». «Λοιπόν Σαμπίν», της λέω, «αγάπη, άλλη μια φορά θα σου δείξω αυτά που λέμε στην πράξη. Είμαι εξή- ντα ενός χρονών και αφιερώνω δύο χρόνια δωρεάν, μέχρι τα εξήντα τρία μου, να δούμε την πράξη».
«Εντάξει», μου λέει, «συμφωνώ μαζί σου».

Τα τελευταία χρόνια που κάναμε διακοπές στην Ελλάδα, πάντα σαν παρατηρητής, με μερικά ταξίδια, ήξερα σ’ αυτό το νεκροταφείο τι πρέπει να γίνει για να βρει ο κόσμος δουλειές και να αναπτυχθεί η χώρα. Κατέληξα μέσα σε δύο εβδομάδες σκέψεων σε τρεις επενδύσεις οι οποίες φέρνουν ανάπτυξη, πολιτισμό και θέσεις εργασίας.

Η πρώτη επένδυση θα ήταν στον τουρισμό, η δεύτερη για τον πολιτισμό και η τρίτη επένδυση θα ήταν στην εμπορική ανάπτυξη μιας παλιάς κρατικής βιομηχανίας για εξαγωγή προϊόντων. Αυτά διάλεξα για να βοηθήσω τη χώρα μου για τελευταία φορά. Με την ηλικία που έχω δεν θα είχα άλλη ευκαιρία. Αυτή από τον τουρισμό λεγόταν Ολυμπία Εξπρές. Θα κατασκευάζαμε στην Ελλάδα έξι καταμαράν τετρακοσίων ατόμων το καθένα υπό την επίβλεψη Γάλλων ναυπηγών. Ήταν μια μεγάλη γαλλική εταιρεία που είχε μεγάλη πείρα σ’ αυτόν τον τομέα. Η ιδέα ήταν να ενώσουμε όλα τα νησιά του Ιονίου με δύο τουριστικούς τόπους, τους Δελφούς και την Αρχαία Ολυμπία, η οποία σήμερα δεν υπάρχει. Έτσι ο κάθε τουρίστας που επισκέπτεται κάποιο νησί να αφιερώνει μία ημέρα μονοήμερης εκδρομής να επισκεφτεί αυτούς τους δύο χώρους, αυτά τα δύο παγκόσμια μνημεία. Και να βελτιωνόταν η εμπορική αξία του τουριστικού προϊόντος των tour operator, που οι πελάτες τους θα είχαν αυτή τη δυνατότητα μιας μονοήμερης εκδρομής. Κέρδος για την Ελλάδα, εργασία στα ναυπηγεία, αυξήσεις εισιτηρίων στους αρχαιολογικούς χώρους, φόροι, τριακόσιες θέσεις εργασίας και λοιπά.

Παίρνω την τσάντα μου, ως συνήθως, τα ντοσιέ είναι κομπλέ, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Βρίσκω ένα βουλευτή, Μάκης Μπαλαούρας, ο οποίος πολιτεύεται στο νομό Ηλείας. Καθόλου τυχαία επιλογή. Είμαστε εδώ να δούμε πού πάμε και τι θέλουμε. Το ταξίδι μου ξεκίνησε από το νομό Ηλείας το 1995 και εκεί θέλω να το τελειώσω, να κλείσει ο κύκλος.

Έρχεται στο ξενοδοχείο Τιτάνια όπου έμενα να με δει. Του ανέλυσα τους σκοπούς του ταξιδιού μου, τα βρίσκει πάρα πολύ ενδιαφέροντα αυτά που λέω και μου απαντάει «εγώ θα σε βοηθήσω με όλες μου τις δυνάμεις σε ό,τι περνάει από το χέρι μου».

Χάρηκα με την απάντησή του. Αλλά είδα και κάποιον αόρατο φόβο στα μάτια του. Ειδικά για το δεύτερο και το τρίτο ντοσιέ. Ο φόβος, λέω, από το ’95 μέχρι το ’16 καλά κρατεί, είναι εδώ, ζει και βασιλεύει.

Μου κλείνει ραντεβού με το υπουργείο Ναυτιλίας και με συνοδεύει κι αυτός στο ραντεβού με τον υπουργό, τον κύριο Κουρουμπλή. Αυτός ο υπουργός υποτίθεται ότι είχε και πείρα, διότι ήταν στα πράγματα και στις προηγούμενες δεκαετίες. Είχε κι ένα πρόβλημα υγείας με τα μάτια του. Δεν έβλεπε, ήταν τυφλός. Και σκεπτόμουν, ίσως είναι καλύτερα που είναι τυφλός. Μπορεί να έχω την τύχη και να βλέπει με τα μάτια της νόησης. Μαζεύει όλα τα στελέχη του από το υπουργείο του
–όλοι με πάρα πολλά γαλόνια, αστέρια χρυσά– και με το Γενικό του Γραμματέα, κύριο Καλαματιανό, ξεκινάμε τη σύσκεψη. Τους εξηγώ ότι δεν θέλω τίποτα απ’ τη χώρα μου, ούτε λεφτά, ούτε τίποτα. Μία απλή σύμβαση μόνο με την εταιρεία μου και με το υπουργείο. Για να έχω την ασφάλεια ότι τα πάντα θα είναι νόμιμα και έχω επίγνωση της πραγματικότητας, τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Όλοι οι σύμβουλοί του με τα χρυσά αστέρια παρουσίαζαν το νεκροταφείο Ελλάδα ότι δεν υπάρχει πρόβλημα πουθενά. Τα πάντα λειτουργούν με το νόμο. Εγώ τους λέω «σκεφτείτε, αν δεν υπογραφεί η σύμβαση, μισό ευρώ δεν φέρνω στην Ελλάδα» και τους το επαναλαμβάνω.

Δύο χρόνια συσκέψεις και ραντεβού για να υπογράψουμε τέσσερις κόλλες χαρτί. Τίποτα. Κανένα αποτέλεσμα.

Δέχομαι επίσκεψη στο ξενοδοχείο μου, από κάποιον κύριο Μαρίτσα Γιάννη. Μου συστήνεται ως σύμβουλος του υπουργού ναυτιλίας, κυρίου Κουρουμπλή. Και μου λέει ότι θέλει να με βοηθήσει να κάνω την επένδυση. Αυτός για να με πείσει να δεχτώ τη βοήθειά του αρχίζει να μου λέει ότι το γραφείο του είναι το πιο μεγάλο και το πιο σοβαρό στην Ελλάδα και όλες οι επενδύσεις στην Ελλάδα, απ’ το 1990 έως το 2016, περνάνε από το γραφείο το δικό του.

Τον άκουσα με μεγάλη προσοχή και δεν μιλούσα. Έλεγα να το πω, ή να μην το πω; Με κοίταζε στα μάτια και περίμενε μια απάντηση από μένα, να δεχτώ τη βοήθειά του. σιγανά, να μην τον τρομάξω, του λέω «πάρα πολύ ωραία, απ’ ό,τι φαίνεται με τα λεγόμενά σου έχεις πείρα, έφτιαξες όλες τις επενδύσεις απ’ το 1990 έως σήμερα». «Ναι», μου λέει, «εμείς τις φτιάξαμε».

«Αγαπητέ μου θα ήθελα να μου πεις πόσες απ’ αυτές τις επενδύσεις που έκανες στην Ελλάδα βρίσκονται σε λειτουργία και αν μπορώ να επισκεφτώ κάποια από αυτές».

Τα έχασε. Κιτρίνισε. Ο φόβος στο πρόσωπό του. Δεν περίμενε να του κάνω αυτή την ερώτηση. Μετά από αρκετή ώρα από το σοκ ψιθυρίζει «α, έκλεισαν όλες, δεν υπάρχει καμία ανοιχτή, όλες εξαφανίστηκαν». «Και εσύ», τον ρωτάω, «σαν οικονομολόγος που είσαι πες μου, πού οφείλεται το κλείσιμο όλων των επενδύσεων από το 1990 μέχρι σήμερα;». «Κακοδιαχείριση», λέει.
«Όλοι», λέω, «κακοδιαχείριση; Τόσοι επιχειρηματίες δεν βρέθηκε ένας να κάνει καλή διαχείριση;» του λέω. «Όχι», λέει, «όλοι κακοδιαχείριση, αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα, εσύ δεν το ξέρεις; Πάντα έτσι γίνεται εδώ».

Δεν του είπα τίποτα για την επένδυσή μου στην Ελλάδα το ’97. Και του απαντάω «δεν ξέρω Γιάννη τι θα κάνεις, εγώ αν δεν με φωνάξετε να υπογράψω τη σύμβαση με το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ούτε τη στάχτη από το τσιγάρο μου δεν πρόκειται να σας αφήσω».

Με φωνάζει ο κύριος Μαρίτσας να πάω Ελλάδα. Έχουμε λέει ραντεβού με το Γενικό
υπουργικού συμβουλίου για να μας βοηθήσει να υπογραφεί η σύμβαση με τρεις υπουργούς τώρα.

Σκέπτομαι, εδώ δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με έναν υπουργό, τώρα αυτός θέλει τρεις; Εμφανίζομαι στο ραντεβού, είναι κάπου στο Κολωνάκι, σε ένα κρατικό κτίριο, δεν θυμάμαι το δρόμο. Με περιμένει ο κύριος Μαρίτσας, ανεβαίνουμε στον όροφο εκεί που συνεδριάζουν οι υπουργοί, περνάμε στην τραπεζαρία συνεδριάσεων και είναι τέσσερις κύριοι και μας περιμένουν. συστηνόμαστε. Μιλάμε για την επένδυση πάρα πολλή ώρα.

Και ένας από τους κυρίους παίρνει το λόγο και μου λέει ότι λέγεται Καλαματιανός. Το μικρό του όνομα δεν το θυμάμαι. Και αρχίζει να μου εξηγεί ότι όλες οι εταιρείες που υπάρχουν στην Ελλάδα στην ακτοπλοΐα, αυτός τις βοήθησε όλες και αναπτύχθηκαν και έχει τριάντα χρόνια προϋπηρεσία σ’ αυτόν τον τομέα. Και συμπληρώνει ότι είναι και ξάδερφος του Γενικού Γραμματέα Εμπορικής Ναυτιλίας σήμερα, του κυρίου Καλαματιανού. Και θέλει να τον προσλάβω για Γενικό Διευθυντή και η επένδυσή μου θα γίνει δίχως κανένα πρόβλημα.

Τον κοιτάζω. Κοιτάζω τον κύριο Μαρίτσα, τους άλλους δύο κυρίους, όλοι ήρεμοι περιμένουν την απάντησή μου. Λέω «μου ζητάτε να σας προσλάβω για Γενικό Διευθυντή σε μια επένδυση που ακόμη δεν έχει υπογραφεί ούτε η σύμβαση κι εγώ να προσλαμβάνω Γενικό Διευθυντή στον αέρα, δίχως να έχω ούτε εταιρεία εδώ, τελείως στον αέρα;». Και συμπληρώνω «εσείς κύριε Καλαματιανέ, μετά από τόσες επιτυχίες που έχετε κατά τα λεγόμενά σας στην ακτοπλοΐα, πώς σήμερα ζητάτε εργασία από μια εταιρεία η οποία δεν υπάρχει;».
Φεύγοντας από αυτό το ραντεβού έχω άλλο ραντεβού με το Μάκη να του εξηγήσω τα νέα. Του λέω τι έγινε ακριβώς, αυτός πάντα φοβισμένος λέει ότι θα πάρει ραντεβού μ’ έναν υπουργό που είναι δίπλα στον πρωθυπουργό. Κύριος Φλαμπουράρης λέγεται ο υπουργός.

Αυτός ο υπουργός δίπλα στον πρωθυπουργό μού λέει ότι κοίταξε το φάκελο, τον μελέτησε καλά κι ότι σε όλα τα νησιά του Ιονίου όλοι οι τοπικοί άρχοντες του λένε «ο Βαρουξής θα μας αδειάσει τα νησιά από τους τουρίστες». Ότι θα τους χαλάσουμε τα μικρομάγαζα που έχουν ανοίξει σε κάθε νησί οι τοπικές μαφίες. Και ότι οι τοπικές μαφίες κάνουν κουμάντο και τους φέρνουν ψήφους στην κάλπη. Μετά από όλα αυτά με διαβεβαιώνει ότι θα κοιτάξει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να γίνει η επένδυσή μου.

Δύο μήνες αργότερα βρίσκομαι στην Πελοπόννησο με μια ομάδα Γάλλων για να επισκεφτούμε ένα κρατικό εργοστάσιο σ’ ένα άλλο ντοσιέ. Άκουσα ότι όλη η κυβέρνηση βρίσκεται στην Πάτρα και συνεδριάζουν εκεί με όλους τους υπουργούς.

Τελειώνοντας την επίσκεψή μας στο κρατικό εργοστάσιο, φεύγοντας, ρώτησα τους Γάλλους αν μπορούσαμε να περάσουμε απ’ την Πάτρα, που είναι μόνο δεκαπέντε λεπτά απόσταση, να έβλεπα έναν υπουργό για ένα άλλο ντοσιέ δικό μου. Φθάνοντας Πάτρα, μετά από διάφορα τηλεφωνήματα που ζητούσα να δω τον υπουργό εμπορικής ναυτιλίας για το ντοσιέ Ολυμπία Εξπρές, ο υπουργός μού δίνει ραντεβού σε ένα εστιατόριο στα ψηλά αλώνια της Πάτρας.

Μπαίνω στο εστιατόριο μαζί με τους Γάλλους, καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι και μετά από λίγο σηκώθηκα και ψάχνω να βρω τον υπουργό, τον κύριο Κουρουμπλή. Κάθονται σ’ ένα μεγάλο τραπέζι με καμιά δεκαπενταριά γαλονάδες με χρυσά αστέρια. Και με το Γενικό Γραμματέα, κύριο Καλαματιανό, που μου είχε στείλει και για διευθυντή τον ξάδερφό του. Ζητάω συγγνώμη και λέω «καλή σας όρεξη». Και ενημερώνω τον υπουργό ότι τρώμε σ’ ένα διπλανό τραπέζι κι όταν τελείωνε να τα λέγαμε για πέντε λεπτά.

Πραγματικά δύο ώρες μετά τελείωσαν το φαγητό, είχαμε τελειώσει κι εμείς και βλέπω το Γενικό Γραμματέα, κύριο Καλαματιανό, να συνοδεύει τον υπουργό διότι είναι τυφλός προς το τραπέζι μας. Κάθονται. Μιλάμε για την επένδυση. Και μου εξηγεί να μην ανησυχώ καθόλου, «η επένδυσή σου θα γίνει οπωσδήποτε» και τις επόμενες μέρες θα με πάρει τηλέφωνο. Και ο κύριος Καλαματιανός επαναλάμβανε τα ίδια με τον υπουργό, ότι όλα θα πάνε καλά. Ξαφνικά ο υπουργός

«α», λέει, «κάτι άλλο πριν το ξεχάσω, εδώ προς το Ρίο-Αντίρριο, κοντά στη γέφυρα την καινούργια υπάρχει ένα μεγάλο κρατικό οικόπεδο και μιας και είσαι εδώ στην Πάτρα να πας να το δεις, μήπως σε ενδιαφέρει να το αγοράσεις. Είναι φιλέτο», λέει, και πως μπορώ να το αγοράσω με γρήγορες διαδικασίες. Τον κοιτάω έκπληκτος. Λέω ονειρεύομαι, δεν είμαι καλά. Και του απαντάω «βεβαίως, τώρα που είμαι εδώ να κάνω και καμιά αρπαχτή».
«Ναι», μου λέει, «είναι κελεπούρι».

Τον ευχαρίστησα και φύγαμε. Φεύγοντας σκέπτομαι, εγώ θέλω να κάνω επενδύσεις και ο υπουργός θέλει να μου πουλήσει κρατικό οικόπεδο. Τα βιολιά παίζουνε, τα ταμπούρλα χτυπάνε και τα φαντάσματα χορεύουν μπροστά μου τώρα.

Δεύτερο ντοσιέ επένδυσης. Ολυμπιακές αξίες. Πρόκειται για ένα διεθνές κέντρο επιμορφώσεως πάνω στις Ολυμπιακές αξίες, υπό την αιγίδα ενός διεθνούς οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή η επένδυση θα γινόταν κοντά στα Ολύμπια στο νομό Ηλείας, σε μια περιοχή όπου υπήρχε μία έκταση πεντακοσίων στρεμμάτων όπου τώρα σε αυτό το μέρος ο κόσμος έχει κότες και μεγαλώνει γουρούνια σε αυτές τις εκτάσεις. Και ο κόσμος δεν έχει να φάει. Χίλιες μόνιμες θέσεις εργασίας. Τρεις χιλιάδες άτομα το μήνα θα επισκέπτονταν αυτό το κέντρο για να μαθαίνουν για τις Ολυμπιακές αξίες και θα έρχονταν απ’ όλα τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών. Έσοδα περίπου έξι εκατομμύρια το μήνα.

Το τελευταίο παρόμοιο Διεθνές Κέντρο των Ηνωμένων Εθνών που έγινε ήταν στην Κίνα. Το ντοσιέ όλης της επένδυσης μου το είχαν παραδώσει δίχως χρήματα, μου το έκαναν δώρο με την προϋπόθεση εάν η Ελλάδα δεχτεί αυτό το Διεθνές Κέντρο να αναλάβουν αυτοί την υλοποίηση και τη χρηματοδότηση, με αμοιβή τρία τοις εκατό επί του ποσού της επένδυσης. Ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι μού παρέδωσε το ντοσιέ, το οποίο λέγεται BRS Bros Michael Brosmer.

Μέσω του Μάκη φθάνουμε στον υπουργό παιδείας. Το δικηγορικό γραφείο του Μικαέλ στο Παρίσι έχει φτιάξει τη σύμβαση, δώδεκα σελίδων. Δύο χρόνια συζητήσεις με το υπουργείο Παιδείας και τον υπουργό. Δεν ζητάμε καμία διευκόλυνση, δεν ζητάμε επιδοτήσεις, δεν ζητάμε τραπεζικούς δανεισμούς, δεν ζητάμε ούτε ένα ευρώ. Αλλά ο υπουργός είχε πιο σοβαρά πράγματα να κάνει και δεν είχε δύο λεπτά να υπογράψει τη σύμβαση. Ποτέ δεν είπε ότι κάτι δεν του αρέσει, ότι διαφωνεί, ότι κάτι δεν είναι σωστό. Το μόνο που έλεγε «αύριο θα υπογράψουμε». Αύριο θα υπογράψουμε, πέρασαν δύο χρόνια. Και τώρα ετοιμάζεται για διακοπές (εκλογές).

Τρίτο ντοσιέ. Να βοηθήσω μια μεγάλη κρατική εταιρεία να σταθεί στα πόδια της. Αυτή τη μεγάλη κρατική εταιρεία τη διοικούν άτομα προερχόμενα από ναυτικό, στρατό, αεροπορία. Είναι όλοι υψηλόβαθμοι συνταξιούχοι. Δύο χρόνια ραντεβού. Συνεδριάσεις έως τις δύο η ώρα το πρωί. Οι Γάλλοι έχουν έλθει μαζί μου έξι ταξίδια γι’ αυτή την επένδυση, δεν βρίσκουμε άκρη πουθενά.

Σεπτέμβριος ’19. Έρχομαι Ελλάδα. Φέρνω μαζί μου δύο παραγγελίες προϊόντων γι’ αυτή την κρατική εταιρεία. Μία απ’ την Αίγυπτο και μία απ’ το Μαρόκο. Κρατικές παραγγελίες. Ύψους διακοσίων ογδόντα εκατομμυρίων ευρώ. Μου ανακοινώνουν ότι δεν έχουν πρώτες ύλες και να τους βρω εγώ τις πρώτες ύλες για να μου φτιάξουν τις παραγγελίες.

Λέω «πάρτε την παραγγελία και πηγαίνετε σε μία τράπεζα να σας δώσουν τα χρήματα, κρατική εταιρεία δεν είσαστε;». Απάντηση: «δεν μας δίνουν οι τράπεζες και δεν έχουμε και ΑΦΜ».
«Δεν έχετε ΑΦΜ;» ρωτάω. «Όχι», λένε. «Και πώς λειτουργείτε διακόσια χρόνια χωρίς ΑΦΜ, κρατική εταιρεία;». «Όχι», λέει, «μία μας το δίνουν και μία μας το παίρνουν».

Τα φαντάσματα είναι μπροστά μου, σκέπτομαι.

Τελειώνοντας τη σύσκεψη, να σηκωθώ να φύγω, πετάγεται ο πρόεδρος αυτής της εταιρείας και μου λέει «να σας πω κύριε Βαρουξή, δεν βλέπω να σας συνοδεύουν μπράβοι, δεν φοβάστε μ’ αυτά που ασχολείστε;».

Απαντάω
«όλα αυτά που ασχολούμαι», του λέω, «είναι όλα νόμιμα και όλα στο φως, οπότε δεν βλέπω το λόγο να έχω μπράβους». Με κοιτάζει έκπληκτος. Όλοι οι στρατιωτικοί λέω από μέσα μου μού μιλάνε για μπράβους. Και συμπληρώνω ειρωνικά «ελπίζω να με προστατεύουν αυτοί που έχετε βάλει να με παρακολουθούν όταν είμαι στην Ελλάδα. Εκτός εάν θέλουν να με σκοτώσουν λόγω του ότι κάνω τις δουλειές μου νόμιμα από το 1995 έως το 2019». Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Τα βιολιά παίζουν, οι δράκουλες μπροστά, ακολουθούν τα δρακουλάκια και μετά τα φαντάσματα.

Ιούνιος 2019. Νοίκιασα ένα αυτοκίνητο να πάω να βρω ένα νέο παιδί απ’ τα παλιά. Από την εποχή της Agros, τον Αποστόλη. Πλησιάζει τώρα τα πενήντα έξι πενήντα εφτά χρόνια. Ασπρίσαν τα μαλλιά του και ταλαιπωρείται να μεγαλώσει τα παιδιά του. Χάρηκε πολύ που με είδε και του λέω «πάμε προς Ολύμπια να κάνουμε καμιά βόλτα». Πηγαίνοντας μου λέει «ξέρεις εδώ σ’ ένα χωριό σήμερα,

30 Ιουνίου 2019, έχουν κάποια εθνική εορτή και θα έχει πολλούς επισήμους». «Ποιοι θα είναι;» ρωτάω. «Ε», μου λέει, «πάρε και διάβασε» και μου δίνει μια εφημερίδα. Διαβάζω. Όλα τα δρακουλά- κια του Νομού Ηλείας. Και διαβάζω και το όνομα Καλαματιανός. Θα καταθέσει στεφάνι εκ μέρους της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.

Ρωτάω
«Αποστόλη, αυτός είναι από το υπουργείο Ναυτιλίας;». «Ναι», μου λέει, «παραιτήθηκε από κει και τώρα είναι υποψήφιος βουλευτής». «Δηλαδή», του λέω, «είναι απλός πολίτης τώρα». «Ναι», μου λέει, «μάλλον». «Και αν είναι απλός πολίτης», του λέω, «πώς θα καταθέσει στεφάνι εκ μέρους της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού;». «Μπορεί να έχει εξουσιοδότηση», λέει. σκάω στα γέλια.

Και συνεχίζει ο Αποστόλης «Γάλλε, απ’ το 1995 μέχρι σήμερα μάλλον δεν κατάλαβες πού ζεις».Βρίσκω το τηλέφωνο αυτού του χωριού που θα γινόταν η γιορτή. Παίρνω τηλέφωνο τον πρόεδρο αυτού του χωριού να ρωτήσω υπό ποια ιδιότητα καταθέτει στεφάνι ο κύριος Καλαματιανός εφόσον είναι απλός πολίτης. Ο πρόεδρος του χωριού συμφωνεί μαζί μου, είναι πράγματι απλός πολίτης. Και ρωτάω «πώς εκπροσωπεί την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό;». Απάντηση: «α, εγώ δεν ξέρω τι γίνεται, μη μ’ ανακατεύεις σε παρακαλώ».

Γυρίζω προς τον Αποστόλη και του λέω «πάμε στην αστυνομία να του κάνουμε μήνυση για απάτη;». Μου απαντάει ο Αποστόλης «μέχρι να κάνεις τη μήνυση, θα έχει βγει βουλευτής και θα προστατεύεται απ’ τη βουλευτική ασυλία». Και σκάμε στα γέλια και οι δύο. «Μη γελάς καθόλου», μου λέει,
«Γάλλε. Τα πράγματα είναι χίλιες φορές χειρότερα από τότε που έφυγες απ’ την Ελλάδα. Διότι δεν κυκλοφορούν πλέον επιδοτήσεις και οι δράκουλες έχουν αφηνιάσει». Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές αυτός ο κύριος έχει βγει βουλευτής. Εγώ, σκέπτομαι, την επόμενη φορά που θα επισκεφτώ το νεκροταφείο Ελλάδα, θα καταθέσω στεφάνι εκ μέρους της γαλλικής κυβέρνησης. «Ποιος θα ελέγξει Αποστόλη;».

Πριν από πολλά χρόνια στο Παρίσι με είχε επισκεφτεί ένα νέο παιδί απ’ την Ελλάδα, τον είχα συνατήσει όταν πουλούσε κρέπες, rue de Commerce. Χειμώνα, καλοκαίρι, μέσα στα χιόνια με πρησμένα απ’ το κρύο χέρια και πόδια, πουλούσε κρέπες για να ζήσει. Και τον θαύμαζα για το κουράγιο που είχε. Και μια ωραία ημέρα έρχεται και με βρίσκει και με ρωτάει αν μπορώ να τον βοηθήσω να ανοίξει ένα μικρό μαγαζί για να μπει μέσα γιατί στο δρόμο οι συνθήκες είναι πολύ σκληρές. Του σύστησα τον τραπεζίτη μου να του βγάλει ένα μικρό δάνειο, του δίνω και το δικηγόρο μου και άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι. Ο Σπύρος μαθημένος από τη σκληρή δουλειά, έγινε μεγάλος επιχειρηματίας στο Παρίσι. Πολλά μαγαζιά, πολλά διαμερίσματα, αγόραζε και αγοράζει συνέχεια. Κι έχει γίνει ένας πολύ σωστός επιχειρηματίας.

Φθασμένος επιχειρηματίας τώρα με πολλά χρήματα, μια ωραία πρωία με παίρνει τηλέφωνο και μου ανακοινώνει ότι θέλει να πάει να επενδύσει στην Ελλάδα σ’ ένα μικρό ναυπηγείο, να κατασκευάζει ιστιοφόρα σκάφη. Και ζητάει τη συμβουλή μου, τι να κάνει. Βάζω τα γέλια. Μου λέει «γιατί γελάς;». Του λέω «κάτι θυμήθηκα, μη δίνεις σημασία. Όχι, να μην πας πουθενά σπύρο. Να επενδύσεις στη χώρα που σου έδωσε τα χρήματα. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Και αν θέλεις να γνωρίσεις τη χώρα σου που άφησες πίσω, πέταξε μερικά χρήματα, αυτά που έχεις για πέταμα. Τουλάχιστον να ξέρεις ότι τα πετάς για να γνωρίσεις τη χώρα σου και να γελάς με την κατάντια της». σκέφτεται λίγο ο Σπύρος και απαντάει
«μάλλον θα κάνω το δεύτερο, θα πάω να πετάξω μερικά να δω τι στο διάολο γίνεται».

Πέρασαν δύο χρόνια. Ο Σπύρος τρέχει στην Ελλάδα στις αστυνομίες και στα ελληνικά δικαστήρια. Με παίρνει τηλέφωνο και γελάει. «Ευτυχώς που μου το είπες» και συνεχίζει να γελάει.
Ένα άλλο παιδί πάλι από τα παλιά, ξεκίνησε κι αυτός από τα σάντουιτς και μερικά χρόνια αργότερα ζητάει τη συμβουλή μου αν πρέπει να πάει στην Ελλάδα να επενδύσει, διότι έχει βρει μεγάλη περιουσία από τον παππού του που ήταν μεγάλος τσέλιγκας και είχε πολλά παραλιακά βοσκοτόπια.

Και ήθελε να τα αξιοποιήσει να χτίσει βίλες. Κι εγώ του απαντάω «να μην πας πουθενά και να επενδύσεις στη χώρα που κέρδισες τα χρήματά σου, στη Γαλλία. Και τα χωράφια απ’ τον παππού να τα αφήσεις εκεί που βρίσκονται και να βάλεις ένα βοσκό μέσα με χίλια πρόβατα γιατί για τίποτε άλλο δεν κάνει η χώρα μας η Ελλάδα.

Αλλά και με τα πρόβατα δεν το έχω σίγουρο, θα στα κλέβουν».

Ο Τζίμης σήμερα τα έχει χάσει όλα, του τα έκλεψαν όλα οι μεγάλοι δράκουλες και μου λέει ότι δεν πρόκειται να ξαναπατήσει στην Ελλάδα ποτέ του.

Οι δράκουλες διψάνε για φρέσκο αίμα, σκέπτομαι. Οι καινούργιοι δράκουλες που κυβερνάνε τώρα την Ελλάδα χτυπάνε ακόμη πιο δυνατά τα βιολιά και τα ταμπούρλα, παίζουν και κάνουν διπλάσιο θόρυβο.

Οι μεγάλοι δράκουλες χορεύουν και πηδάνε ψηλά, να τους βλέπουν όλα τα δρακουλάκια και αυτά να πηδάνε πιο ψηλά από πριν. Και βλέπω τα φαντάσματα, δράκουλες και δρακουλάκια, να πηδάνε ακόμα πιο ψηλά χορεύοντας καλύτερα και καλύτερα.

Τα φαντάσματα χειροκροτούν και χορεύουν και λένε γλύφοντας τα χείλη τους «άντε, το αίμα δεν είναι μακριά, κάποιος θα έρθει, θα πιούμε φρέσκο αίμα». Χτυπάνε τα ταμπούρλα τόσο δυνατά που ακούγονται σ’ όλο τον πλανήτη, σε όλη την ομογένεια, τους φωνάζουν «ελάτε τώρα στο χορό, τώρα να γλεντήσουμε ελάτε.

Να ξεκινήσουμε με τις επενδύσεις, φέρτε τα λεφτά σας, που κερδίσατε σε ξένες χώρες, εμείς θα σας βοηθήσουμε να τα χάσετε όλα και θα σας κλείσουμε και φυλακή που ήρθατε να βρομίσετε τη χώρα σας».

Εύχομαι από μέσα μου δέκα εκατομμύρια ομογενών, ζωντανές ψυχές που ζούνε στον πλανήτη, να ακούσουν τη μουσική που χτυπάει δυνατά και να πούνε «όχι, ευχαριστώ. σέβομαι και αγαπώ τη χώρα που ζω».

Κι όταν έρχονται στην Ελλάδα, να έρχονται να ανάψουν ένα κερί για τη χαμένη χώρα τους μαζί με ένα μπουκέτο με λουλούδια. Όπως πάμε στον τάφο των γονιών μας. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε με τη χώρα μας. Δεν ξέρω σε ποια γενιά θα γίνει αυτό που θα γράψω παρακάτω, αλλά το γράφω να υπάρχει. Ίσως να γίνει μετά από χίλια χρόνια.

ΟΤΑΝ ΔΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΟΤΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΦΤΩΧΟΙ, ΠΛΟΥΣΙΟΙ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΠΡΑΒΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΥ ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΑΝΕ ΕΝΑ ΚΑΛΑΘΙ
ΚΑΙ ΠΑΝΕ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΝΑ ΨΩΝΙΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΑΧΑΝΙΚΑ, ΤΟΤΕ ΝΑ ΠΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΤΕ.

Αυτό είναι το μυστικό που έψαχνα όταν χάθηκα και πήδηξα στο χάος του μυαλού μου.

Μαθαίνω ότι οι βρικόλακες ετοιμάζονται να κάνουν τη μεγαλύτερη γιορτή που έχει γίνει ποτέ. Θέλουν να γιορτάσουν τα διακόσια χρόνια που έχουν φωλιάσει οι δράκουλες στο Βασίλειό τους. Στολίζουνε τη νύφη, που λέγεται Ελλάδα, και την κάνουν πολύ όμορφη για να μαζευτούν οι εραστές και οι γαμπροί και να βρούμε να την παντρέψουμε.

Τους λέω «στολίστε τη όσο θέλετε, τα δέκα εκατομμύρια ομογενών που βρίσκονται εκτός Ελλάδος τη βλέπουν τη νύφη και κάτω από το νυφικό δεν φοράει κιλότα και είναι και ανάπηρη, της έχουν βάλει ξύλινα πόδια και κρύβεται από το μακρύ νυφικό».

«Ώπα», λέω, και ρίχνω μια στροφή μπροστά στα μάτια της Σαμπίν. «Έλα Σαμπίν, έλα να πάμε μέσα στο γραφείο μου, να με βοηθήσεις να βρω κάτι γιατί γέρασα. Θυμάσαι το πρώτο μας ταξίδι στην Ελλάδα πριν σαράντα χρόνια; Μου είχες κάνει δώρο μια καρτ ποστάλ μ’ ένα γεροντάκι και μια γριούλα να κάθονται μπροστά στα σκαλοπάτια ενός φτωχού σπιτιού». «Ναι», μου λέει. «Κάπου την έχω βάλει», της λέω, «και πρέπει να τη βρω». «Να την κάνεις τι;» με ρωτάει. «Θέλω να της ρίξω μια ματιά, να δω εάν τους μοιάζουμε τώρα που μπήκαμε σε ηλικία και να ψάξουμε να βρούμε ένα μικρό χωριό εδώ κοντά, να αγοράσουμε ένα φτωχό σπιτάκι και να καθίσουμε μπροστά, να βγάλουμε μια καινούργια φωτογραφία και να την αφήσουμε στις επόμενες γενιές». Ευχαριστώ, Σαμπίν, η αλφαβήτα που έμαθα στο σχολείο δεν με βοηθάει να γράψω τι ήσουν και τι είσαι για μένα. Δεν υπάρχει αυτή η λέξη, Αγαπουλίτσο.
Όλες αυτές τις γραμμές που έγραψα, τις έγραψα μόνο για τα δυο μου βλαστάρια, Λίζα-Σοφία, Ολίβια-Αθηνά.
σας αγαπώ πολύ πολύ.
Papa.

 

 

 

Επίλογος

– Ο διευθυντής της πολεοδομίας Αμαλιάδος πήρε προαγωγή και έγινε δήμαρχος.

– Ο πρώτος νομικός της εταιρείας μας, κύριος Πιτσούνης, πήρε προαγωγή για τις υπηρεσίες που προσέφερε εναντίον της εταιρείας μας. Προσλήφθηκε νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας.

– Οι βουλευτές που μας επισκέφτηκαν στα εγκαίνια, κύριος Κορκολόπουλος και κύριος Κοντογιαννόπουλος έγιναν υπουργοί.

– Ο κύριος Καλαματιανός, πρώην Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, που κατέθεσε στεφάνι εκ μέρους του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης σαν απλός πολίτης και μας έστειλε τον ξάδερφό του κύριο Καλαματιανό για διευθυντή στην Ολυμπία Εξπρές, έγινε βουλευτής.

– Ο φορτηγατζής και η νοικοκυρά που πήραν το εργοστάσιό μου είναι φαλιρισμένοι και χρωστούν σαράντα εκατομμύρια ευρώ. Τόσα τους έφαγε η μαφία που τους έδωσε το εργοστάσιο. Και τώρα περιμένουν σαν φαντάσματα να τους ξανααναστήσουν με καινούργια προγράμματα και επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

– Ο τραπεζίτης της Εθνικής Τράπεζας Αμαλιάδος, Βασίλειος Γεωργακόπουλος, δικαζόταν στα δικαστήρια της Αμαλιάδος για άλλη υπόθεση και μυστηριωδώς η δικαστής πέθανε μία μέρα πριν βγάλει την απόφαση. Και σήμερα είναι ευνοούμενος συνταξιούχος.

– Ο υπουργός Ναυτιλίας κύριος Κουρουμπλής, που ήθελε να μου πουλήσει το κρατικό οικόπεδο στο Ρίο της Πάτρας, έχασε τις εκλογές και δεν βγήκε βουλευτής για μερικές ψήφους και έκανε έφεση για να ξαναβγεί βουλευτής και να ξαναγίνει υπουργός, να πουλήσει κανένα κρατικό οικόπεδο.

– Ο σύμβουλος του υπουργού Κουρουμπλή, Γιάννης Μαρίτσας, που μου έφερε για διευθυντή τον ξάδερφο του Καλαματιανού και μου είπε ότι έχει κάνει όλες τις επενδύσεις απ’ το ’95 ως το ’16 και όλες κλείσανε από κακοδιαχείριση και όλα τα ευρωπαϊκά κονδύλια χάθηκαν, περιμένει τις καινούρ- γιες επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να ξαναρχίσει ο χορός των δρακούλων, των δρακουλακίων και των φαντασμάτων. Βαράτε τα ταμπούρλα και τα βιολιά δυνατά να μη μας καταλάβουν.

– Το έτος 2005, βρισκόμενος σε μια χώρα της Καραϊβικής, από κει που κατάγεται ο Μπομπ Μάρλεϋ, έρχονται σ’ επαφή μαζί μου τηλεφωνικώς κάτι δρακουλάκια απ’ το νεκροταφείο Ελλάδα. Και μου ζητάνε βοήθεια, να βοηθήσω ένα δρακουλάκι απ’ το νεκροταφείο να στήσει ένα σταθμό πετρελεύσεων στη χώρα που ήμουν.

Αρνήθηκα στην αρχή, διότι ήξερα και τι αποτέλεσμα θα είχα με αυτό το τιγράκι, όπως το φωνάζουν στην Ελλάδα. Και τους απαντάω «αυτόν που φωνάζετε τίγρη στην Ελλάδα, εγώ λέω είναι μια μαϊμού που χοροπηδάει επάνω σ’ ένα τρένο που ανέβηκε και δεν ξέρω προς τα πού πάει το τρένο». Αλλά όπως είμαι πάντα μαθαίνω μόνο μέσα από την πράξη. Αποφασίζω λοιπόν να τους ανοίξω το σταθμό πετρελεύσεων.

Αποτέλεσμα, ως συνήθως, όπως τα δρακουλάκια της χώρας μου αρνείται να με πληρώσει. Το βάζω το δρακουλάκι αυτό μπροστά με δικαστήρια στη Γαλλία και στην Ελλάδα. Από το 2005 έως το 2019, σήμερα, η μαϊμού χορεύει και πηδάει μια απο δω και μια από κει. Τα γαλλικά δικαστήρια τον καταδικάζουν.

Τα ελληνικά κτίρια που γράφουν απ’ έξω Δικαστικό Μέγαρο, είναι γεμάτα δρακουλάκια φοβισμένα μέσα και βοηθάνε τη μαϊμού να χοροπηδάει πάνω στο τρένο.

Αυτή η μαϊμού μπήκε με ψεύτικους, πλαστούς τζίρους στο χρηματιστήριο της Νέας υόρκης και ήθελε από μαϊμού να γίνει δράκουλας, αλλά αγανάκτησαν κάτι μεγάλοι δράκουλες απ’ τη Νέα υόρκη και πετάξανε τη μαϊμού από το τρένο. Και τώρα τον βάλανε και πηδάει μέσα στα γήπεδα στο νεκροταφείο Ελλάδα.

Όλοι οι αξιωματούχοι του Ελληνικού κράτους παίρνανε τηλέφωνο το μάρτυρα που είχα στην Ελλά δα και τον απειλούσαν να πει ψέματα στο δικαστήριο,

να μη δικαστεί η μαϊμού. Η ιστορία μού θυμίζει τα χαλίκια της Agros το 1997. 2019, καμία αλλαγή.

Τα βιολιά παίζουνε, χτυπάνε τα ταμπούρλα και τα φαντάσματα χορεύουν. στην Αμερική θέλανε οι δύο βουλευτές που μας επισκέφτηκαν στα εγκαίνια να μας βοηθήσουμε να εξάγουμε τα πιπέρια. στην Αμερική οι δράκουλες πετάξανε τη μαϊμού απ’ το τρένο. Στην Αμερική ζητάει επενδύσεις ο Μητσοτάκης σήμερα.

– Όσο για τους πολιτικούς του νεκροταφείου που λέγεται Ελλάδα, απ’ τη μικρή μου πείρα που έχω αποκτήσει στα εξήντα δύο μου χρόνια, καταλάθος ανεβαίνουν στο τρένο της πολιτικής και πηδάνε κατευθείαν στο σκέπαστρο, πάνω από το τρένο και χορεύουν. Και κοιτάζουν τ’ άλλα τρένα που περνάνε γεμάτα με δρακουλάκια που χορεύουν σαν μαϊμούδες και νομίζουν ότι είναι τίγρεις και φοβούνται και κάνουν ό,τι τους λένε.

Λοιπόν να σας πω το μυστικό. Όλα αυτά τα δρακουλάκια είναι λαθρεπιβάτες, τους ανέβασαν πάνω στο τρένο και δεν έχουν κόψει ούτε εισιτήριο. Τους έκαναν μία πρόταση και πήδηξαν πάνω στο τρένο. Και ξεθάρρεψαν κι από μαϊμούδες, με τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης, παριστάνουν τις τίγρεις και τα λιοντάρια. Κι εσείς φοβάστε.

Λοιπόν, από δω και πέρα να τους βλέπετε σαν μαϊμούδες, διότι είναι έτσι ακριβώς όπως το λέω, είναι δοκιμασμένη η συνταγή μου στην πράξη. Και κατεβείτε απ’ την οροφή του τρένου και μπείτε μέσα να βοηθήσετε τους επιβάτες που έχουν κόψει εισιτήριο (δηλαδή το λαό).

Και αφήστε τα άλλα τρένα που κοιτάτε, είναι γεμάτα με μαϊμούδες που χοροπηδάνε και ουρλιάζουνε για να δηλώνουν την παρουσία τους και το παίζουν τίγρεις και λιοντάρια.

Τα νέα παιδιά της χώρας μου δεν έχουν ανάγκη από τρένα με μαϊμούδες και λιοντάρια. Γεννήθηκαν σε μία χώρα που βγάζει Ηνίοχους και τραβάνε ολόκληρο το τρένο. Δεν έχουν ανάγκη να ανέβουν σε ξένα τρένα και να μαϊμουδίζουνε. Και έχουν μάθει να πληρώνουν και το εισιτήριό τους.

Μόνο τότε θα σταματήσει η αιμορραγία των νέων που φεύγουν στο εξωτερικό.

υστερόγραφο 1
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Μάκη, που χωρίς να ξέρει τίποτα με βοήθησε να τελειώσω αυτές τις γραμμές, άθελά του. Ούτε εγώ ήξερα ότι κάποτε θα έγραφα αυτές τις γραμμές. Και πάλι ευχαριστώ, Μάκη. Το τίμημα ήταν να μην ξαναβγείς βουλευτής. Και ένα μεγάλο συγγνώμη στα ζωάκια για τους χαρακτηρισμούς, δεν μου φταίνε σε τίποτα τα ζώα, αλλά δεν βρήκα άλλους χαρακτηρισμούς.
υστερόγραφο 2
Όλα τα ονόματα και γεγονότα που αναφέρω είναι αληθινά. Εάν κάποιος διαφωνεί με τα λεγόμενά μου, δέχομαι αγωγές και μηνύσεις πολύ ευχαρίστως, αλλά μόνο στη Γαλλία, πουθενά αλλού.
Ευχαριστώ.

 

 

Σχόλια