Αφού το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα ούτε μπόρεσε να ερμηνεύσει την μεγάλη κρίση του 1929, πολλώ δε μάλλον να την θεραπεύσει, από το 1933 και μετά το κεϋνσιανό υπόδειγμα θεσμοθετήθηκε ως το επικρατούν οικονομικό υπόδειγμα για όλες τις δυτικές κοινωνίες. Το επόμενο βήμα, όπως ήταν φυσικό, το υπόδειγμα, ως θεωρία, λύση και πολιτική πρακτική, θα έπρεπε να θεσμοθετηθεί για να διακανονίσει τις εμπορικές σχέσεις και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών. Δεδομένου ότι ο ναζισμός ηττήθηκε κατά κράτος και μαζί με αυτόν και το κορπορατικό του υπόδειγμα, όπως ήταν φυσικό η υιοθέτηση του δημοκρατικού κεϋνσιανού κορπορατικού υποδείγματος, κατέστη φυσική ανάγκη για τον δυτικό κόσμο, εφ’ όσον η Ανατολική Ευρώπη και η Ρωσία επέλεξαν ως μοντέλο ανάπτυξης το σταλινικό, επίσης κορπορατικό, υπόδειγμα, που υποτίθεται ότι κατάγονταν από την ακαδημία σκέψης του Μαρξ.
Η Κεϋνσιανή Παγκοσμιοποίηση έγινε μέσω της Συμφωνίας ή του Σύστηματος του Μπρέτον Γούντς, και ονομάστηκε έτσι, γιατί στο ξενοδοχείο The Mount Washington, της μικρής πόλης Bretton Woods της Πολιτείας των ΗΠΑ New Hampshire, από την 1 έως τις 22 Ιουλίου 1944, με τη συμμετοχή 730 αντιπροσώπων από 44 χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη σύσκεψη για να εξεταστούν πως θα λειτουργήσουν οι μελλοντικές εμπορικές σχέσεις των κρατών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Την χώρα μας την εκπροσώπησε ο Κυριακός Βαρβαρέσος, Διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος, ακαδημαϊκός, πολιτικός και οικονομολόγος, ενώ μέλος της αποστολής ήταν και ο νεαρός Α. Γ. Παπανδρέου που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Χάρβαντ. Η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ το 1946 και καταργήθηκε αρχικά τον Αύγουστο του 1971, από τον Πρόεδρο Νίξον, αλλά ουσιαστικά καταργήθηκε στα τέλη του 1973 με την κατάρρευση της ενδιάμεσης Σμιθσόνιας Συμφωνίας. (Η Ελλάδα έπαψε να ακολουθεί το δολάριο το 1975).
Η αιτία που έγινε αυτή η σύσκεψη, με πρωτοβουλία του Προέδρου Ρούζβελτ, ήταν πως τα κράτη, την επόμενη μέρα του πολέμου, θα απέφευγαν τις καταστάσεις που δημιουργούσε ο κανόνας του χρυσού (χρήση χρυσού ως νόμισμα) στην διάρκεια του μεσοπολέμου. Όπως έγινε δεκτό, στο τέλος αυτής της Συνόδου απ’ όλα τα κράτη, η υπό τον κανόνα του χρυσού και την σταθερή ως προς τον χρυσό ισοτιμία των νομισμάτων, η προσαρμογή του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών, μέσω των αυτόματων μεταβολών της ροής του χρυσού, της προσφοράς χρήματος, των τιμών και των μισθών, δεν λειτούργησε ποτέ. Όχι μόνον δεν λειτούργησε, αλλά αντιθέτως η ροή των βραχυχρόνιων κεφαλαίων προκαλούσε θανάσιμες ανισορροπίες στην οικονομία που τάχιστα αντανακλώνταν στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, προκαλώντας φαινόμενα όπως ο ναζισμός, φασισμός, δικτατορίες, φτώχεια, πολέμους, κοινωνικές αναταραχές αλλά και υποδουλώσεις λαών από τραπεζίτες και κεφαλαιούχους χωρίς πόλεμο από τις πτωχεύσεις των κρατών.
Από το 1824 έως το 2009 είχαμε τουλάχιστον 286 επίσημες χρεοκοπίες από 110 κράτη. Δηλαδή κατά μέσο όρο κάθε κράτος χρεοκοπούσε επίσημα αυτή την περίοδο τουλάχιστον κατά τρεις φορές περίπου. Ταυτόχρονα οι παραπάνω χρεοκοπίες, λόγω της χρήσης του χρυσού ως νομίσματος, αντιστοιχούσαν σε κατοχή της κάθε χώρας και του Λαού της από τράπεζες και κεφαλαιούχους ή -στα σύγχρονα ελληνικά- σε επενδυτικά φάντς, χωρίς την παρουσία κατοχικού στρατού (στη νεοφιλελεύθερη γλώσσα, η τραπεζική κατοχή ονομάζεται επένδυση). Τελικά οι κερδισμένοι από το καθεστώς του κανόνα του χρυσού, είτε οι μέρες ήσαν καλές είτε ήσαν άσχημες, ειρηνικές ή πολεμικές, βρέξει χιονίσει, ήσαν οι τράπεζες και οι κάτοχοι χρηματικού πλούτου.
Ας δούμε το θέμα βαθύτερα. Τι συνέβαινε με τον κανόνα του χρυσού; Υπό τον κανόνα του χρυσού το νόμισμα κάθε χώρας είχε αναφορά στον χρυσό. Δηλαδή το κυκλοφορούν χρήμα ήταν αντίστοιχο με τον χρυσό που είχε κάθε χώρα. Έτσι όταν συναλλάσσονταν ένας Ιταλός με ένα Έλληνα, η συναλλαγή γινόταν επί της ουσίας με χρυσό, με κάποια ισοτιμία σταθερή. Αν τώρα μια χώρα Α για κάποια αιτία είχε ύφεση, τότε αμέσως μείωνε τις εισαγωγές της από την χώρα Β και τις άλλες χώρες που συναλλάσσετο. Αλλά η πτώση των εξαγωγών της χώρας Β, έκανε δυσμενέστερο το ισοζύγιο πληρωμών της και παράλληλα επηρέαζε την ισοτιμία του νομίσματος της. Για να αποκατασταθεί η ισοτιμία, η χώρα Β αύξανε τα επιτόκια της έτσι ώστε τα κεφάλαια να προστρέξουν στην χώρα, και ταυτόχρονα έκανε εσωτερική υποτίμηση, έτσι ώστε να καταστεί ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον. Κάνοντας αυτό, μείωνε τις εισαγωγές της και έτσι το πρόβλημα της το μετέφερε στη χώρα Γ που είχε συναλλαγές. Έτσι άρχιζε μια αλυσίδα ροής κερδοσκοπικών κεφαλαίων από την μια χώρα στην άλλη και διαρκών εσωτερικών υποτιμήσεων και υψηλής ανεργίας, για να διατηρηθεί η εξωτερική αξία του νομίσματος. Δηλαδή η ανάπτυξη κάθε χώρας εξαρτιόταν από τους κερδοσκόπους ή επί τω κομψότερω από τους διεθνείς επενδυτές.
Η διεθνής αστάθεια κατά συνέπεια έτεινε να είναι καθεστώς. Ορθά τόνιζε ο Κέϋνς ότι «..Όπως το επέβαλε (το διεθνές εμπόριο) η ορθοδοξία….δεν υπήρχαν στη διάθεση της κυβερνήσεως μέσα εξασθενήσεως της οικονομικής δυσπραγίας εις το εσωτερικόν εκτός του ανταγωνισμού δια την απόκτηση αγορών…το διεθνές εμπόριο είναι άπελπι μέσον εξασφαλίσεως απασχολήσεως εις το εσωτερικόν δια του εξαναγκασμού ξένων κρατών να προβούν εις αγοράς (εισαγωγές) και δια του περιορισμού των αγορών από αυτά (εξαγωγές). Αν η προσπάθεια αυτή επιτύχει, θα σημάνει απλήν μετατόπισην της ανεργίας εις τον γείτονα, όστις θα υποκύψει εις τον αγώνα».
Ακριβώς αυτό το πρόβλημα κλήθηκε να λύσει η Σύσκεψη στο Bretton Woods. Πως τα κράτη θα μπορούσαν να δρούν ανεξάρτητα από τις διεθνείς πιέσεις των τραπεζών και των κεφαλαιούχων, που σήμερα αποκαλούμε αγορές. Από αυτή την σύσκεψη και μετά, έγινε παγκόσμια κατανοητό ότι η ανεξαρτησία μιας δημοκρατικής χώρας αρχίζει από την άσκηση της ελεύθερης Νομισματικής Πολιτικής, αλλοιώς δεν θα είναι Δημοκρατία.
Ο John Maynard Keynes προσήλθε στην σύσκεψη, ως καταξιωμένος διεθνώς οικονομολόγος, ασχέτως αν το έργο του ελάχιστοι είχαν διαβάσει (όπως και σήμερα άλλωστε ελάχιστοι οικονομολόγοι τον έχουν μελετήσει) και ως αρχηγός της αποστολής της Μεγάλης Βρετανίας.
Για τον Κέυνς το θέμα, αν τα νομίσματα θα έπρεπε να έχουν σταθερή ισοτιμία ή να διακυμαίνονται ελεύθερα ή εντός ενός ορίου, ήταν δευτερεύον. Η αρχή της ενεργούς ζήτησης (ή της αποτελεσματικής δαπάνης) οδήγησε τον Κέυνς όχι μόνο να στηρίξει της επεκτατικές δημοσιονομικές δαπάνες αλλά και τις πολιτικές χαμηλών επιτοκίων που θα ασκούνταν από κάθε κυβέρνηση ξεχωριστά σε όλο τον κόσμο, πράγμα που θα απεξαρτούσε κάθε χώρα από τους τραπεζίτες και από τους κατόχους κεφαλαίων. Αυτό ο Κέυνς το ονόμασε «ο θάνατος του δανειστή» (τραπεζίτη-κεφαλαιούχου). Αυτή είναι η ουσία της Κεϋνσιανής Παγκοσμιοποίησης ο «θάνατος του δανειστή».
Ο Κέυνς τόνισε στη σύσκεψη ότι ο κάθε κεντρικός τραπεζίτης θα πρέπει να θέτει τα επιτόκια σε εκείνο το ύψος, που θα ικανοποιούσε τον στόχο της ανάπτυξης κάθε χώρας και της πλήρους απασχόλησης υλικών πόρων και εργατικού δυναμικού, ανεξαρτήτως των διεθνών πιέσεων. Αλλά όπως τόνισε «για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, τα επιτόκια να τίθενται από την κεντρική τράπεζα, θα πρέπει να υπάρχει περιορισμός στην διακίνηση κεφαλαίων».
Ο έλεγχος της διακίνησης των κεφαλαίων σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει ανάγκη να χρησιμοποιήσει μηχανισμούς αποφυγής διαρροής κεφαλαίων προς το εξωτερικό ή προσέλκυσης κεφαλαίων από το εξωτερικό. Κατά συνέπεια κάθε κεντρική τράπεζα στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Μπρέττον Γούντς θα μπορούσε να θέτει τα επιτόκια της, εκεί που αυτή επιθυμούσε, σε επίπεδο χαμηλό όσο ήταν δυνατόν.
Μια μείωση του επιτοκίου σημαίνει μεταφορά σημαντικών κεφαλαίων από τους δανειστές στον κόσμο της παραγωγής, επιχειρηματίες και εργαζομένους, που οδηγεί στην αύξηση της κατανάλωσης και της δαπάνης για επενδύσεις. Επί πλέον οι επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές στις υποδομές κάθε κράτους εκσυγχρόνισαν τα κράτη και δημιούργησαν περαιτέρω προϋποθέσεις για επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Όλα αυτά συνέτειναν στην αύξηση του ΑΕΠ, στη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση των εθνικών αποταμιεύσεων αλλά και στη μείωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ.
Στην περίοδο αυτή η ανάπτυξη του παγκοσμίου εμπορίου αυξήθηκε όσο πότε άλλοτε στην παγκόσμια ιστορία, λόγω ρευστότητας που τα ίδια κράτη δημιουργούσαν, και συνεπώς περισσότερο αν υποθέταμε ότι οι συναλλαγές γινόντουσαν σε χρυσό. Αν χρησιμοποιούσαμε τον χρυσό ως μέσο συναλλαγής, θα έπρεπε να είχαμε αποπληθωρισμό των τιμών αφού η τιμή του χρυσού λόγω σπανιότητας θα αυξανόταν χρόνο με τον χρόνο.
Με όρους της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος, που τόσο οι νεοφιλελεύθεροι την αγαπούν, η Συνθήκη του Μπρέττον Γούντς κατέδειξε στην πράξη ότι αυτή δεν διαβάζεται από αριστερά προς δεξιά, αλλά από δεξιά προς τα αριστερά. Δηλαδή στην εξίσωση Μ=PT/V αντί να βλέπουμε τις τιμές (Ρ) να μεταβάλλονται λόγω της μεταβολής της ποσότητας του χρήματος (Μ), αντίθετα πρέπει να βλέπουμε ότι η ποσότητα του χρήματος αυξανότανε λόγο αύξησης του όγκου των εμπορίου (Τ), υποτιθεμένου ότι οι τιμές παραμένουν σταθερές ή δεν έχουν πτωτική τάση.
Αλλά με δεδομένη την σταθερή ισοτιμία των νομισμάτων, είναι εκτός πραγματικότητας να δεχθούμε ότι πάντα, κάθε χώρας, το ισοζύγιο πληρωμών θα είναι πάντα ισοσκελισμένο. Με τον κανόνα του χρυσού υποτίθεται ότι οι ροές χρυσού θα επέλυαν το πρόβλημα που όπως απεδείχθη αυτό δεν γινόταν. Η διαδικασία αυτή άφηνε πίσω λιτότητα, ανεργία, πτώση του ΑΕΠ, χρέη και υποδούλωση των λαών σε τραπεζίτες και κεφαλαιούχους.
Η Συμφωνία του Μπρέττον Γούντς προέβλεψε ένα ειδικό ίδρυμα το ΔΝΤ (ΙΜF) (ναι τόσο παλιό είναι και κεϋνσιανής έμπνευσης, το πως κατάντησε είναι άλλη ιστορία) για την επίλυση των προβλημάτων ανισορροπίας στα ισοζύγια πληρωμών.
Το ΔΝΤ προβλεπόταν ότι θα είχε την διαχείριση μιας δέσμης νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν στην συμφωνία, σύμφωνα με την οικονομική τους ευρωστία, και κατά συνέπεια οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος καταθέτης. Από το ταμείο, κάθε χώρα θα μπορούσε να αγοράζει με το δικό της χρήμα όποιο νόμισμα χρειαζόταν για τις ανάγκες του εμπορίου της, σύμφωνα με τους κανόνες που είχαν τεθεί.
Επειδή τα κεφάλαια αυτά ήσαν περιορισμένα και οι κανόνες αυστηροί, υποτίθεται η αποκατάσταση της ισορροπίας στο ισοζύγιο πληρωμών θα γινόταν με μέτρα που η Κυβέρνηση άμεσα θα έπαιρνε, όπως μείωση εισαγωγών, υποκατάσταση εισαγωγών με ντόπια παραγωγή, επιβολή δασμών, αύξηση εσωτερικών επενδύσεων. Σε περιπτώσεις εξαιρετικές το Ταμείο μπορούσε να εγκρίνει πιο δραστικά μέτρα όπως την υποτίμηση του νομίσματος. Μια τέτοια επιτυχής υποτίμηση έγινε στην Χώρα μας το 1953, με Υπουργό Οικονομίας τότε τον Σπύρο Μαρκεζίνη, όπου ενώ η ισοτιμία ήταν 15/1 δολ ΗΠΑ, η ισοτιμία μεταβλήθηκε σε μια νύκτα σε 30 δραχμές/1 δολ ΗΠΑ. Ήταν η πλέον επιτυχής υποτίμηση που έγινε ποτέ παγκοσμίως και η ισοτιμία αυτή, προς τιμήν του πολιτικού προσωπικού και της Τραπέζης της Ελλάδος, διατηρήθηκε για 25 χρόνια περίπου.
Εκείνο που πρέπει να γίνει εδώ αντιληπτό είναι ότι όλα αυτά γινόντουσαν από την κάθε κυβέρνηση κάθε χώρας, και αυτό γιατί πράγματι η κάθε κυβέρνηση είχε αυτή την δυνατότητα λόγω της εφαρμογής κεϋνσιανών πολιτικών. Αυτή είναι η ουσία της Κεϋνσιανής Παγκοσμιοποίησης σε σχέση με την Παγκοσμιοποίησης της Ευρωζώνης που όλα εξαρτώνται από τις τράπεζες και τους κατόχους χρηματικού πλούτου.
Ο Χρυσούς Αιών της Κεϋνσιανής Παγκοσμιοποίησης-Οικονομική Ανάπτυξη
Οι ιδέες αυτές εφαρμόστηκαν στο Δυτικό Κόσμο από το 1947 έως το 1973, έως ότου αντικαταστάθηκε από ένα νέο σύστημα που στηρίχτηκε στην ελεύθερη αγορά και σε ένα τραπεζικό σύστημα καζίνο.
Η διάσημη οικονομολόγος Ι. Adelman χαρακτήρισε αυτή την μεταπολεμική περίοδο ως την «Κεϋνσιανή εποχή μια αξεπέραστης παγκόσμιας οικονομικής ευημερίας, ένας Χρυσούς Αιών της οικονομικής ανάπτυξης, μια περίοδος πρωτοφανούς διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες». Ο παρακάτω πίνακας όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά[1] που επιβεβαιώνουν τον Κεϋνσιανισμό ως τις μέρες μας.
Μέση Ετησία Αύξηση % του κατά Κεφαλή Πραγματικού ΑΕΠ
Έτη Κόσμος ΟΟΣΑ Αναπτ. Χώρες
1700-1820 – 0,2 –
1820-1913 – 1,2 –
1919-1940 – 1,9 –
1950-1973 – 4,9 3.3
Μέση Ετησία Αύξηση % Πραγματικού ΑΕΠ
1950-1973 4,9 5,9 5,5
Από τον παραπάνω πίνακα προκύπτει ότι πράγματι κάτω από θεσμούς πολιτισμού, δηλαδή πραγματικής συνεργασίας, μπορεί η ανθρωπότητα να προοδεύσει όσο ποτέ στην ιστορία της.
Για 25 χρόνια τα υπό ανάπτυξη έθνη γνώρισαν κατά κεφαλή ανάπτυξη 3,3% ενώ οι χώρες του ΟΟΣΑ αύξηση κατά 4,9%. Τα πραγματικά ΑΕΠ αντίστοιχα αυξήθηκαν κατά 5,9% και 5.5% και παγκοσμίως κατά 4.9%.
Κατά την περίοδο του Μπρέττον Γούντς ποτέ δεν σημειώθηκε οποιαδήποτε κρίση και ο παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης δεν έπεσε ποτέ κάτω από το 3%.
Στην περίοδο αυτή, 1950-1973, το ΑΕΠ στην Βρετανία σημείωσε αύξηση κατά 2.93%, στην Γαλλία κατά 5,05%, στην Γερμανία κατά 5,68%, στις 30 Δυτικές Χώρες η αύξηση ήταν 4,8%, στην Ελλάδα 6,98% και στις ΗΠΑ 3,93%.
Επίσης την περίοδο 1950-1973, το κατά κεφαλή εισόδημα της Βρετανίας αυξήθηκε κατά 2,42%, της Γαλλίας κατά 4,01%, της Γερμανίας κατά 5,02%, των 30 Δυτικών Χωρών κατά 4,05%, στην Ελλάδα κατά 6,21% και στις ΗΠΑ σημειώθηκε αύξηση κατά 2,45%.
Η ανεργία κατά την ιδία περίοδο στην Βρετανία ήταν κατά μέσο όρο 1,6%, στην Γαλλία 1,2 %, στην Γερμανία 3,1%, στις ΗΠΑ διατηρήθηκε στο επίπεδο του 4,8% ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό ήταν περίπου 5%.
Ο πληθωρισμός καθ’ όλη την διάρκεια των ετών 1950-1973 ήταν 3,9% ενώ τα μέσα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν ξεπέρασαν το 4%.
Από την άποψη της οικονομικής σταθερότητας και με ότι αυτό κοινωνικά συνεπάγεται, λόγω των σταθερών ισοτιμιών και της μη ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων καθ’ όλη την διάρκεια της Κεϋνσιανής Παγκοσμιοποίησης δεν πτώχευσε κανένα κράτος και δεν υπήρξε κοινωνική αναταραχή που να οφειλότανε στην οικονομία όπως την εποχή του μεσοπολέμου.
Μαθήματα από τον Κεϋνσιανό Χρυσό Αιώνα
«Το πρόβλημα της διατήρησης της ισορροπίας στο ισοζύγιο πληρωμών μεταξύ χωρών δεν επιλύθηκε ποτέ… και η αποτυχία να λυθεί αυτό το πρόβλημα, υπήρξε η μεγαλύτερη αίτια εξαθλίωσης, κοινωνικής δυσαρέσκειας και ακόμα αιτία πολέμων και επαναστάσεων επειδή υποτίθετο ότι υπάρχει κάποιος ευέλικτος αυτόματος μηχανισμός προσαρμογής ο όποιος ωθεί τα πράγματα προς την ισορροπία αρκεί να εμπιστευτούμε την μη παρέμβαση (laissez faire) που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα δόγμα αυταπάτης, που δεν λαμβάνει οπ’ όψη την ιστορική εμπειρία αλλά και που δεν έχει κάποια ισχυρή θεωρία να στηριχτεί»[2].
Αυτό το περίφημο κείμενο το έγραψε ο Κέυνς το 1941, μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ουσιαστικά περιέγραφε την αιτία του Πολέμου. Στη θέση λοιπόν της φυσικότητας του πολέμου, λόγω της ανθρώπινης απληστίας, ο Κέυνς ουσιαστικά ανασύρει από την ανθρώπινη φύση την διάθεση για συνεργασία που μάλλον είναι πιο φυσική στον άνθρωπο όταν ο λόγος επικρατεί. Αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο μάθημα της Κεϋνσιανής Παγκοσμιοποίησης που οικοδομήθηκε στο Μπρέττον Γουντς.
Αν ο άνθρωπος είναι ον πολιτικό από την φύση του, δηλαδή φύσει συνυπάρχει, φύσει νομοθετεί την συνύπαρξη του, μέσα από λάθη, πειράματα και εμπειρίες δυσάρεστες και ευχάριστες, τότε γιατί δεν μπορούν να συνυπάρξουν τα έθνη, με αμοιβαίο σεβασμό και οικονομική πρόοδο.
Ουσιαστικά η Κεϋνσιανή Παγκοσμιοποίηση διατηρώντας τις πολιτιστικές παραδόσεις κάθε λαού, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Κέυνς και του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά ικανοποιώντας επίσης τις ανάγκες του οικονομικά δρώντος ανθρώπου, που επιθυμεί να καταναλώνει, που επιθυμεί να επενδύει με κάποια απόδοση, που επιθυμεί να έχει κάποια σχετική ρευστότητα, έδωσε ώθηση στη διεθνή συνεργασία, στην ειρηνική συνύπαρξη και στην αμοιβαία οικονομική πρόοδο.
Δεν ισοπέδωσε, όπως τώρα κάνει το επικρατούν νεοφιλελεύθερο μοντέλο που προωθεί τον μετά δόλου πλουτισμό, διαλύει κάθε μορφής κουλτούρας, θεωρώντας μοναδική φυσική πολιτιστική ιδιότητα την απληστία και την μεγιστοποίηση της.
Με βάση λοιπόν την εγγεγραμμένη πολιτιστική ιδιότητα του ανθρώπου να συνυπάρχει, οικοδομήθηκε ένα συνεργατικό καθεστώς, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, βασισμένο σε διεθνείς οργανισμούς, με στόχο την πλήρη απασχόληση σε κάθε έθνος, την ανάπτυξη, την αύξηση της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών σε Βορρά και Νότο στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο.
Σε εθνικό επίπεδο η βάση ήταν η ελεύθερη αγορά, με παρέμβαση του κράτους να διατηρεί την αποδοτικότητα του κεφαλαίου σε ικανοποιητικά επίπεδα, ο έλεγχος της ροής των κεφαλαίων, η όσο το δυνατόν δίκαιη κατανομή του ΑΕΠ από την οικονομική πρόοδο. Στο διεθνές επίπεδο επεβλήθησαν εκείνες οι πολιτικές που απέτρεπαν ανισορροπίες στα ισοζύγια πληρωμών, που συνεπάγονται στο παρελθόν πτωχεύσεις κρατών, υπερδανεισμούς και πόλεμους, εξασφάλιση της αυξανόμενης διεθνούς ζήτησης, σταθερές πλην όμως αναπροσαρμοζόμενες ισοτιμίες νομισμάτων, που πάντα αντανακλούσαν την παραγωγικότητα κάθε οικονομίας, και ροές πλεονασμάτων με μορφές επενδύσεων στις ασθενέστερες χώρες για να μπουν στην διαδικασία της οικονομικής προόδου.
Θα πρέπει να τονιστεί ο ρόλος της Αμερικής όλα αυτά τα χρόνια που ήταν η πλεονασματική χώρα που είχε αναλάβει την ανακύκλωση των πλεονασμάτων, ανοικοδόμησε την Ιαπωνία και την Γερμανία, πρωτοφανές στην παγκόσμια ιστορία. Η Αμερική έμοιαζε εκείνη την εποχή σαν την Αθήνα μετά τους Μηδικούς Πολέμους. Μια παγκόσμια δημοκρατική δύναμη. [3]
Οι ιδέες αυτές αποτέλεσαν την πεμπτουσία του Δυτικού Κόσμου, έως ότου καταλύθηκαν από την νεοδεξιά της Θάτσερ και του Ρέιγκαν, με την βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Κάθε ανάμνηση εξέλειπε με την Συνθήκη του Μάαστριχτ και την ίδρυση της ευρωζώνης. Από την νεοφιλελεύθερη βιβλιογραφία δεν γίνεται καμμία αναφορά στην Συνθήκη του Μπρέττον Γουντς για εύλογους λόγους. Από τότε ζήσαμε πλήθος περιφερειακών κρίσεων (ενδεικτικά, Μεξικό, Αργεντινή, Ιαπωνία, Ρωσία, Ουκρανία, Ταϊλανδή κα), τέσσερες παγκόσμιες με την μεγαλύτερη αυτή που άρχισε το 2008 και συνεχίζεται ως σήμερα. Αλλά επ’ αυτών θα επανέλθουμε..[4]
Στα επόμενο κεφάλαιο θα δούμε τις αιτίες της κατάρρευσης του Κεϋνσιανού υποδείγματος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο παρά την μεγάλη του επιτυχία στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ίσως είναι η μοίρα των «χρυσών αιώνων» να μην διαρκούν ούτε καν μισό αιώνα αλλά από την άλλη να έχουν αντίκτυπο αιώνιο.
[1] Πηγές: IMF World Economic Outlook, Madison, World Bank και Robert Skidelsky, ‘Keynes: The Return of the Master’, Στα Ελληνικά ‘Κέϋνς: Επιστροφή στη Διδασκαλία του’, σελ. 197, Μετ. Χρυσούλα Μεντζαρίλα, Επιμ. Καθ. Λευτέρη Τσουλφίδη, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2012).
[2] J.M. Keynes, ‘Post War Currency Policy 1941’, Repr. In The Collected Writtings of J.M. Keynes, vol. 25,ed D. Moggridge, London Macmillan 1980.
[3] Για να κατανοηθεί η Αμερική του τότε και του σήμερα βλέπε ‘Ικέτιδες’ IV, 305 του Ευριπίδη και ‘Ιστορία’ ΙΙ, 60 του Θουκυδίδη.
[4] Jorg Huffschmid, Politische Okonomie der Finanzmarkte, VSA-Verlag 1999, Hampurg. Στα Ελληνικά ‘Πολιτική Οικονομία των Χρηματιστηριακών Αγορών’ Πρόλογος Νίκος Κοτζιάς, μετ. Γ Παυλόπουλος, εκδ. Καστανιωτη 2001.
Σχόλια