H Pax Sinica και ποιες προκλήσεις δημιουργεί για τη Δύση

 Η ανάδυση μιας «Pax Sinica» στην οποία θα περιλαμβάνεται και η Ρωσία, μπορεί να χαράξει νέες διαχωριστικές γραμμές, γράφει ο Alexander Gabuev. Οι ανησυχίες της Ευρώπης, οι κίνδυνοι για τη Ρωσία και πώς μπορεί να αντιδράσει η Δύση.


του Alexander Gabuev (*)

Η επαναπροσέγγιση μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας καθίσταται ένα όλο και σημαντικότερο ζήτημα στην Ευρωπαϊκή πολιτική. Η ανάδυση ενός άξονα Μόσχας-Πεκίνου θα ασκήσει όλο και μεγαλύτερη επιρροή στα ευρωπαϊκά και διατλαντικά συμφέροντα, τόσο οικονομικά όσο και σε επίπεδο ασφάλειας.

Αντίστοιχα, όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες αρχίζουν να ενδιαφέρονται ώστε να μπει φρένο στη στροφή της Ρωσίας προς την Κίνα. Για το Κρεμλίνο, που προσπαθεί να διατηρήσει τη στρατηγική του αυτονομία, οι ευρωπαϊκές ανησυχίες για την επαναπροσέγγιση μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας θα μπορούσαν θεωρητικά να δημιουργήσουν συνθήκες για μια στενή και πραγματιστική βελτίωση των σχέσεων με την ΕΕ, δημιουργώντας έτσι μια πηγή αντιστάθμισης των σχέσεων της Μόσχας με το Πεκίνο.

Αλλά είναι απίθανο να εμφανιστεί ένα τέτοιο παράθυρο ευκαιρίας, λόγω των εσωτερικών πολιτικών τόσο στη Ρωσία όσο και στην ΕΕ, καθώς και λόγω της συνεχιζόμενης αντιπαράθεσης της Ρωσίας με τη Δύση. Στο πλαίσιο αυτό, τόσο η Μόσχα όσο και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα επικεντρωθούν στις ξεχωριστές, ασυντόνιστες προσπάθειες τους, που θα εμποδίσουν την ασύμμετρη Σινορωσική σχέση από το να γείρει ακόμα περισσότερο προς όφελος της Κίνας.

Στις 10 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Heiko Maas σε ομιλία του στην Bundestag προειδοποίησε πως δεν πρέπει να καούν όλες οι γέφυρες με τη Ρωσία, ως απάντηση στην επιχείρηση καταστολής της ρωσικής αντιπολίτευσης μετά τη σύλληψη του Alexei Navalni. «Θα οδηγούσατε τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας, δημιουργώντας έτσι τη μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική συμμαχία στον κόσμο. Δεν νομίζω πως αυτή θα πρέπει να είναι η στρατηγική της Δύσης στην κριτική ενασχόλησή της με τη Ρωσία», προειδοποίησε ο κ. Maas. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που εκφράστηκε τόσο ευθέως μια από τις κρίσιμης σημασίας στρατηγικές ανησυχίες της Ρωσίας: η σκληρή στάση της Δύσης έναντι της Μόσχας καλλιεργεί στενότερους δεσμούς μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας, κάτι που δεν είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης.

Μόλις πριν από λίγα χρόνια, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις πρώτες τομεακές κυρώσεις που επιβλήθηκαν κατά της Ρωσίας, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ εμφανίζονταν επιφυλακτικές ως προς τη στροφή της Ρωσίας προς Ανατολάς. Σε ιδιωτικές συζητήσεις, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έλεγαν πως οποιαδήποτε πραγματική εγγύτητα μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου ήταν αδύνατη, καθώς η Ρωσία εξαρτώνταν πολύ από τις αγορές και τράπεζες της Δύσης και παράλληλα φοβόταν και ήταν δύσπιστη έναντι του γείτονα της στα ανατολικά, ενώ η Κίνα εκτιμά τις σχέσεις της με την ΕΕ και της ΗΠΑ πολύ περισσότερο απ’ ότι τους δεσμούς με μια απρόβλεπτη και επιθετική χώρα που υπόκειται σε διεθνείς κυρώσεις. Παρόμοια ήταν και η άποψη της Ουάσινγκτον, με υψηλόβαθμο αξιωματούχο των ΗΠΑ να δηλώνει στον συγγραφέα του άρθρου αυτού πως «η ίδια η επαναπροσέγγιση είναι ψευδής, αλλά αν η Ρωσία θέλει πράματι να βρεθεί υπό την επιρροή της Κίνας, δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό θα πρέπει να απασχολεί τη Δύση».

Αλλά οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλάζουν τώρα τη στάση τους έναντι της αυξανόμενης συνεργασίας μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου. Ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron ήταν ο πρώτος που μίλησε για τις συνέπειες που θα έχει για την Ευρώπη η Σινορωσική επαναπροσέγγιση,  σε συνέντευξή του στον Economist τον Νοέμβριο του 2019. Η συνέντευξη εκείνη –και ιδιαίτερα η έκκληση του Macron για συζήτηση με το Κρεμλίνο ώστε να μην καταστεί η Ρωσία «υποτελής της Κίνας» - προκάλεσε έντονη συζήτηση (και φυσικά επικρίσεις) στην Ευρώπη. Κρίνοντας από την ομιλία του Maas στην Bundestag, το Βερολίνο συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες του Γάλλου ηγέτη. Όσο για το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ενοποιημένη Αναθεώρηση για την Ασφάλεια, την Άμυνα, την Ανάπτυξη και την Εξωτερική Πολιτική που εκδόθηκε στις 16 Μαρτίου, δεν απομονώνει τη συνεργασία μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας, αλλά ονοματίζει τόσο τη συμπεριφορά της Μόσχας όσο και αυτή του Πεκίνου μεταξύ των βασικών απειλών.

Τι προκάλεσε, λοιπόν, μια τέτοια αλλαγή στις ευρωπαϊκές απόψεις για τη Σινορωσική επαναπροσέγγιση;

Το αυξανόμενο στοίχημα

Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που παίζουν ρόλο. Πρώτον και κυριότερο, από το 2014 υπήρξαν αλλαγές στη φύση και το μέγεθος των Σινορωσικών σχέσεων που είναι δύσκολο να αγνοηθούν. Οι αλλαγές αυτές είναι πιο εμφανείς στην οικονομική σφαίρα.  H Ρωσική Ομοσπονδιακή Τελωνειακή Υπηρεσία αναφέρει πως το μερίδιο της Κίνας στο ρωσικό εξωτερικό εμπόριο αυξήθηκε από το 10,5% το 2013 (πριν την ουκρανική κρίση και τις κυρώσεις) στο 16,7% το 2019 και στο 18,3% πριν ξεσπάσει η πανδημία το 2020. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως αυτός ο σχεδόν διπλασιασμός υλοποιείται την ώρα που το μερίδιο της ΕΕ στο εξωτερικό εμπόριο της Ρωσίας μειώνεται σταθερά. Ενώ οι συναλλαγές με την ΕΕ αντιπροσώπευαν το 49,4% του Ρωσικού εξωτερικού εμπορίου το 2013, το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 41,6% το 2019 και στο 38,5% το 2020.

Το εμπόριο Ρωσίας-ΕΕ μπορεί να είναι διπλάσιο από το εμπόριο Ρωσίας-Κίνας, αλλά πριν από μόλις επτά χρόνια η διαφορά ήταν πενταπλάσια, και πολλά στοιχεία δείχνουν πως η τάση αυτή θα συνεχιστεί. Για παράδειγμα, καθώς η Δύση κάνει κινήσεις για να μπλοκάρει την ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream 2, ο αγωγός Ρωσίας-Κίνας Power of Siberia, τον οποίον χλεύαζαν ευρωπαίοι αναλυτές πριν από λίγο καιρό, κοντεύει να φτάσει τον στόχο που είχε θέσει για το 2024, για δυναμικότητα 38 δισ. κυβικών μέτρων, ενώ συνεχίζονται οι συζητήσεις για έναν δεύτερο αγωγό μέσω της Μογγολίας (ο αγωγός Power of Siberia 2 θα στέλνει αέριο στην Κίνα από την Χερσόνησο Yamal και τη Δυτική Σιβηρία, που είναι αυτή τη στιγμή η βάση πόρων της Gazprom για τις αποστολές αερίου προς την ΕΕ). Και δεν είναι μόνο το εμπόριο που ανεβαίνει.

Ενώ η Κίνα εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ πίσω σε όρους αθροιστικών επενδύσεων στη ρωσική οικονομία, ωστόσο οι ευρωπαϊκές επενδύσεις μειώνονται σταδιακά από τότε που ξεκίνησε η ουκρανική κρίση. Αντιθέτως, οι κινεζικές επενδύσεις αυξάνονται. Αν και το 2020 δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί μια κανονική χρονιά, ωστόσο είναι ενδεικτικό πως η απόκτηση από την Sinopec ποσοστού 40% στην μονάδα επεξεργασίας αερίου Amur αντιστοιχούσε στα 250 εκατ. δολάρια από τις 1,4 δισ. δολαρίων ξένες επενδύσεις που έγιναν στη ρωσική οικονομία πέρυσι.

Ακόμα πιο εμφανείς είναι οι ουσιαστικές αλλαγές στη στρατιωτική συνεργασία. Για πρώτη φορά από τα  μέσα του 2000, η Ρωσία πουλά στην Κίνα τα νεότερα οπλικά της συστήματα (Su-35 και S-400) και βοηθά το Πεκίνο να δημιουργήσει ένα σύστημα πυραυλικής προειδοποίησης. Ο πρόεδρος Vladimir Putin έχει επίσης ξεκαθαρίσει πως υπάρχει ένα ακόμα κοινό μεγάλης κλίμακας στρατιωτικό project που δεν είναι ακόμα έτοιμες να ανακοινώσουν Ρωσία και Κίνα.

Δεν σταματά στη στρατιωτική τεχνολογία η συνεργασία μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου στο θέμα της ασφάλειας, καθώς οι δυο χώρες φιλοξενούν όλο και σε πιο τακτική βάση μεγάλης κλίμακας κοινές στρατιωτικές ασκήσεις. Το 2018, απόσπασμα του κινεζικού στρατού συμμετείχε στην άσκηση Vostok, στην οποία η Κίνα κάποτε ορίζονταν ως ένας από τους βασικούς υποτιθέμενους εχθρούς.

Οι στρατηγικές αεροπορικές δυνάμεις των δυο χωρών πραγματοποίησαν κοινές περιπολίες στη Βορειοανατολική Ασία το 2019 και συνέχισαν την πρακτική αυτή και το 2020. Τέλος, η ομιλία του Putin στο Valdai Club στο τέλος του περασμένου έτους σηματοδότησε την πρώτη φορά που ο Ρώσος πρόεδρος υπονόησε το ενδεχόμενο στρατιωτικής συμμαχίας μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας στο μέλλον, παρά το γεγονός πως Ρώσοι και Κινέζοι αξιωματούχοι δήλωναν πάντα ξεκάθαρα πως δεν υπάρχουν σχέδια για επισημοποίηση μιας τέτοιας σχέσης. Το πιθανότερο ήταν ο Putin απλώς να έστελνε σήμα στη Δύση για τις χειρότερες παρενέργειες των πιέσεων που ασκεί στη Ρωσία. Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως η Μόσχα και το Πεκίνο εντείνουν τη στρατιωτική τους συνεργασία από τις αρχές του 2014 και ακόμα και οι πιο πεισματάριδες σκεπτικιστές τώρα δύσκολα απορρίπτουν το ενδεχόμενο αυτό ως ψευδές και ρηχό.

Δεύτερον, η ευρωπαϊκή συμπεριφορά έναντι της Κίνας έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Ενώ πριν από αρκετά χρόνια η Κίνα θεωρούνταν κυρίως ως ένας εμπορικός εταίρος και ως μια πηγή ανάπτυξης για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, τώρα οι ευρωπαίοι την βλέπουν όλο και περισσότερο ως ανταγωνιστή, ή ακόμα και αντίπαλο. Η νέα πλειοψηφούσα γνώμη φάνηκε στο έγγραφο του 2019 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τίτλο «EU-China A strategic Outlook», στο οποίο για πρώτη φορά στην ιστορία η Κίνα κατονομάζεται ως «συστημικός αντίπαλος» της ενωμένης Ευρώπης. Είναι λογικό, λοιπόν, που η συμβολή της ήδη γνωστής ρωσικής απειλής με τη νέα κινεζική, αρχίζουν να προκαλούν μεγαλύτερη προσοχή.

Τέλος, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις γνωρίζουν όλο και περισσότερο πως η επαναπροσέγγιση μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου επιδεινώνει τόσο το ρωσικό όσο και το κινεζικό πρόβλημα για την Ευρώπη. Αν και η συνεργασία με την Κίνα δεν έχει αντισταθμίσει τελείως τις Ρωσικές απώλειες από τις κυρώσεις της Δύσης, ωστόσο η συνεργασία με το Πεκίνο έχει βοηθήσει τη Μόσχα σε ορισμένες πτυχές της αντιπαράθεσής της με τη Δύση. Για παράδειγμα, κινεζικές εταιρείες βοήθησαν τις ρωσικές αρχές να χτίσουν μια «ενεργειακή γέφυρα» προς την Κριμαία, τοποθετώντας καλώδια στον βυθό της Μαύρης Θάλασσας, βοηθώντας έτσι τη χερσόνησο να επιβιώσει του ενεργειακού μπλόκου που είχε πραγματοποιήσει το Κίεβο.

Οι κινεζικές τεχνολογίες έρχονται να αντικαταστήσουν ορισμένες ευαίσθητες ευρωπαϊκές τεχνολογίες, περιλαμβανομένων και στρατιωτικών. Οι κινεζικές ροές χρήματος που κατευθύνονται προς τους CEOs στρατηγικών κρατικών επιχειρήσεων και προς τους στενότερους συνεργάτες του Putin (κυρίως τον μεγιστάνα Gennady Timchenko που έγινε επικεφαλής του Ρωσοκινεζικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου τον Απρίλιο του 2014 λίγο αφότου προστέθηκε στην λίστα κυρώσεων των ΗΠΑ) ελάφρυνε κάπως το βάρος των κυρώσεων και κατέστησε τους λήπτες πιο δεκτικούς σε μια στενότερη συνεργασία με την Κίνα.

Με αυτόν τον τρόπο, το Πεκίνο βοήθησε τη Μόσχα -σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον- να αντέξει τις πιέσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ. Η βοήθεια αυτή επέτρεψε επίσης στη Μόσχα να γίνει πιο διεκδικητική σε άλλα σημεία του πλανήτη, από το να είναι παρούσα στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική μέχρι του να στηρίζει το καθεστώς της Βενεζουέλας και να παρεμβαίνει τις εκλογές των ΗΠΑ. Φυσικά, η ανθεκτικότητα της Ρωσίας μπορεί να αποδοθεί κυρίως στο περιορισμένο εύρος των δυτικών κυρώσεων, στα σχετικά επιδέξια βήματα της ρωσικής κυβέρνησης για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων αυτών, αλλά και στα αποθέματα που συγκεντρώθηκαν μετά από χρόνια πραγματιστικών νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Ωστόσο, και η Κίνα είχε μια μέτρια συνεισφορά, που βοήθησε τη Μόσχα να συνεχίσει την εξωτερική της πολιτική παρά τις αντιδράσεις της Δύσης.

Από την πλευρά της, η Ρωσία περιπλέκει το «Κινεζικό πρόβλημα» για τους ευρωπαίους και τους εταίρους τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στη στρατιωτική σφαίρα, καθώς η συνεργασία με τη Ρωσία ενισχύει τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας. Επιπλέον, η επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία με τη Ρωσία σε ορισμένους τομείς επιτρέπει στην Κίνα να βελτιώσει τα προϊόντα της και ως εκ τούτου να ανταγωνιστεί καλύτερα με τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες κατασκευής εξοπλισμού. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον ιδρυτή της Huawei, Ren Zhengfei, ένας Ρώσος μηχανικός έπαιξε ρόλο κλειδί στην ανάπτυξη των λύσεων 3G της εταιρείας, και η Huawei επί του παρόντος αυξάνει το ερευνητικό της προσωπικό στη Ρωσία για να αντισταθμίσει τις πιέσεις των ΗΠΑ.

Οι ανησυχίες της Ευρώπης

Τα προβλήματα που δημιουργεί η αυξανόμενη Σινορωσική συνεργασία αρχίζουν μακριά από τις ευρωπαϊκές ακτές. Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ βλέπουν όλο και περισσότερο την περιοχή Ινδίας-Ειρηνικού, περιλαμβανομένης της Νότιας Σινικής Θάλασσας, ως περιοχή συμφερόντων ασφαλείας τους.

Το Λονδίνο υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο από αυτή την άποψη. Το Ηνωμένο Βασίλειο συμπεριέλαβε το θέμα της περιοχής Ινδίας-Ειρηνικού στην Ενοποιημένη Αξιολόγηση της Ασφάλειας, Άμυνας, Ανάπτυξης και Εξωτερικής Πολιτικής που εκδόθηκε στις 16 Μαρτίου, και το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο δεν σταμάτησε σε στρατηγικές διακηρύξεις. Τον Φεβρουάριο ο Στρατηγός Nick Carter, αρχηγός του επιτελείου άμυνας της Βρετανίας, ανακοίνωσε πως το νεότερο βρετανικό αεροπλανοφόρο, το HMS Queen Elizabeth, θα κάνει το παρθενικό του ταξίδι στην Ασία και θα περιπολεί τη Νότια Σινική Θάλασσα ως μέρος ομάδας κρούσης από κοινού με το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ. Τα ναυτικά και άλλων μελών του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα αυτό της Γαλλίας, επίσης επιδεικνύουν μεγαλύτερη δραστηριότητα στην περιοχή.  

Ενώ οι ενέργειες αυτές έχουν στόχο να στηρίξουν την ελευθερία πλοήγησης των ΗΠΑ και να περιορίσουν την ικανότητα της Κίνας να επιβάλλει δια της βίας τους δικούς της κανόνες του παιχνιδιού στη Νότια Σινική Θάλασσα, η στρατιωτική και τεχνολογική συνεργασία μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας απλώς ενισχύει τις δυνατότητες του κινεζικού ναυτικού. Η ανάπτυξη των συστημάτων S-400 και των μαχητικών αεροσκαφών Su-35 που η Κίνα αγόρασε από τη Ρωσία, στην επαρχία Guangdong, στη νήσο Hainan, ή στα τεχνητά νησιά που έχει κατασκευάσει η Κίνα, θα ενίσχυαν σημαντικά τη δυνατότητα της Κίνας να ελέγξει τον εναέριο χώρο πάνω από την αμφισβητούμενη περιοχή της Νότιας Σινικής Θάλασσας.

Επιπλέον, χάρη στη συνεργασία του με τη Μόσχα, το Πεκίνο έχει την ευκαιρία να γνωρίσει στο κινεζικό ναυτικό την Μεσόγειο και τη Βαλτική Θάλασσα, έχοντας συμμετάσχει σε κοινές ασκήσεις με τη Ρωσία στη Μεσόγειο το 2015 και στη Βαλτική το 2017. Δεδομένης της συχνότητας των ασκήσεων αυτών, οι χώρες του ΝΑΤΟ είναι δεδομένο πως θα δουν περισσότερα κινεζικά στρατιωτικά πλοία στο πλάι των ρωσικών κοντά στις ακτές τους. Το 2021, μπορεί να υπάρξει και μια ευμεγέθης μονάδα στρατού ξηράς της Κίνας σε Ευρωπαϊκό έδαφος για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της στρατηγικής στρατιωτικής άσκησης Zapad της Ρωσίας.

Πέραν των αυξανόμενων στρατιωτικών δυνατοτήτων του κινεζικού στρατού που ενισχύονται με αγορές ρωσικών όπλων, η Σινορωσική συνεργασία στον κυβερνοχώρο μπορεί επίσης να προκαλέσει ανησυχία στην Ευρώπη. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καταγράφουν διαρκώς ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για κρατικά και εμπορικά δεδομένα από χάκερς που υποτίθεται πως εργάζονται για ρωσικές και κινεζικές μυστικές υπηρεσίες. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν αποδείξεις περί συντονισμού ή ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου, αλλά δεδομένης της προόδου και της δυναμικής της Σινορωσικής συνεργασίας, η συνεργασία στον τομέα αυτόν φαίνεται αρκετά πιθανή. Υπάρχουν αναφορές πως οι δυο χώρες άρχισαν να συνεργάζονται στο ευαίσθητο ζήτημα της αντικατασκοπείας μετά το 2014.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίον θα πρέπει να ανησυχεί η Ευρώπη είναι η πιθανή επικοινωνία μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας για την άσκηση επιρροής στη δημόσια γνώμη στη Δύση, ιδιαίτερα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Στο σημείο αυτό, δεν υπάρχουν παραδείγματα συντονισμού μεταξύ των δυο, αλλά οι επίσημοι λογαριασμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των ρωσικών και κινεζικών κρατικών υπηρεσιών (ιδιαίτερα οι αγγλόφωνοι λογαριασμοί των διπλωματών των δυο χωρών στο Twitter) εκφράζουν όλο και περισσότερο παρόμοιες απόψεις, επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματα των δυο πλευρών και αναρτούν links σε «φιλικό» περιεχόμενο.

Η κινεζική «ψηφιακή διπλωματία» στο Facebook και στο Twitter μοιάζει όλο και περισσότερο με την επιθετική προσέγγιση της Ρωσίας στα ψηφιακά media. Το ίδιο ισχύει και για τα κρατικά media της Κίνας, όπως το CGTN και η People’s Daily, των οποίων η κάλυψη σε ευρωπαϊκές γλώσσες τείνει να αντιγράφει αυτήν του ρωσικού RT. Είναι απίθανο αυτή η εξέλιξη να ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου. Μάλλον οι Κινέζοι αντιγράφουν δημιουργικά το ρωσικό περιεχόμενο και υιοθετούν πιο εξελιγμένες τεχνικές προπαγάνδας. Ωστόσο, η πρόκληση που αποτελεί η παραπληροφόρηση, σχετίζεται όλο και περισσότερο με τη συνεργασία Ρωσίας-Κίνας.

Οι Σινορωσικές οικονομικές σχέσεις επίσης αναστατώνουν τους Ευρωπαίους. Από τη μια πλευρά η στροφή της Ρωσίας προς Ανατολάς σε κάποιον βαθμό υπονομεύει την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων της Δύσης έναντι της Ρωσίας. Αλλά οι επιπτώσεις των κυρώσεων πάνε πέραν αυτού. Η Ρωσία προχωρούσε σε επέκταση των εμπορικών και επενδυτικών δεσμών της με την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού –και κυρίως την Κίνα καθώς είναι η μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής- και πριν την Ουκρανική κρίση, αλλά οι κυρώσεις της Δύσης επιτάχυναν και επέκτειναν τη διαδικασία αυτή. Οι Κινέζοι αργά αλλά σταθερά γίνονται σημαντικοί παίκτες στη ρωσική αγορά, διώχνοντας κατά καιρούς ευρωπαϊκές εταιρείες από ορισμένα τμήματα της αγοράς. Πριν από μια δεκαετία, η Γερμανία κυριαρχούσε στις εισαγωγές βιομηχανικού εξοπλισμού της Ρωσίας. Τώρα η Κίνα έχει αναλάβει τη θέση της, ξεπερνώντας τη Γερμανία το 2016.

Σύμφωνα με Ρώσους εισαγωγείς βιομηχανικού εξοπλισμού, υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ των κυρώσεων της Δύσης και της αυξανόμενης ζήτησης για κινεζικό μηχανολογικό εξοπλισμό και εξαρτήματα. Η επιχειρηματική κοινότητα φοβάται πως η επέκταση των κλαδικών κυρώσεων μπορεί να επηρεάσει πολιτικούς τομείς της οικονομίας και ως εκ τούτου προσπαθεί να αντικαταστήσει τους Ευρωπαίους και Αμερικάνους προμηθευτές με εναλλακτικούς –στις περισσότερες περιπτώσεις με Κινέζους. Φυσικά, η αυξημένη ποιότητα των κινεζικών προϊόντων είναι επίσης σημαντική, όπως και οι συγκριτικά χαμηλές τιμές τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η προθυμία των Κινέζων κατασκευαστών να προχωρήσουν σε τοπική παραγωγή. Αυτοί οι παράγοντες σωρευτικά ευθύνονται για την κυριαρχία των κινεζικών smartphones στη ρωσική αγορά και επίσης εξηγούν την επιτυχία των κινεζικών εταιρειών κατασκευής οχημάτων.

Οι κρατικές κινεζικές εταιρείες τυχαίνει να είναι οι μόνοι ξένοι εργολάβοι που κερδίζουν στους διαγωνισμούς για υποδομές, μαζί με οντότητες που διοικούνται από τους φίλους του Putin, Timchenko και Arkady Rotenberg: για παράδειγμα, η China Railway Construction Corporation κέρδισε το συμβόλαιο για να κατασκευάσει μέρος του αυτοκινητόδρομου Μόσχας-Καζάν. Το πρόβλημα είναι πως μόλις μεγάλος αριθμός ρωσικών εταιρειών υιοθετήσει κινεζικές τεχνολογίες και αντίστοιχα πρότυπα, θα είναι δύσκολο να επιστρέψουν στους ευρωπαίους παραγωγούς: η αντιστροφή της τάσης αυτής θα απαιτήσει ανατροπή συγκρίσιμη με την ουκρανική κρίση που προκάλεσε το ρήγμα μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης.

Παρόμοια είναι η δυναμική και στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Πριν το 2014 οι ρωσικές ιδιωτικές και κρατικές επιχειρήσεις εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Η Μόσχα έβλεπε το Λονδίνο ως βασικό χρηματοοικονομικό κέντρο και οι πλατφόρμες του London Stock Exchange και της Νέας Υόρκης χρησιμοποιούνταν για την τοποθέτηση σε μετοχές και ομόλογα στο εξωτερικό. Αλλά μετά την ουκρανική κρίση, η ρωσική επιχειρηματική κοινότητα και ιδιαίτερα ο τραπεζικός τομέας εξαρτώνται όλο και λιγότερο από τη Δύση, χάρη και στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον ρωσικό χρηματοοικονομικό τομέα.

Οι επενδύσεις της Κίνας στις ρωσικές εισηγμένες, καθώς και οι τραπεζικές της δυνάμεις, παραμένουν ασήμαντες, αλλά αυξάνονται από το 2014. Ο μόνος αξιοσημείωτος τομέας κινεζικής επιρροής στα χρηματοοικονομικά της Ρωσίας είναι ένα ασυνήθιστα υψηλό μερίδιο του γουάν στα αποθέματα ξένου συναλλάγματος της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας (στα μέσα του 2020 το 12,2% των αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος ήταν σε γουάν, περίπου 10 φορές περισσότερο απ’ ότι στις άλλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου). Εν τούτοις, ένας αυξανόμενος αριθμός ρωσικών εταιρειών πειραματίζονται με την έκδοση τίτλων στο Χονγκ Κονγκ και στη Σαγκάη, και το Moscow Stock Exchange επιδιώκει ενεργά Ασιάτες –και ιδιαίτερα Κινέζους-πελάτες. Παρά τα ρυθμιστικά εμπόδια, οι Ρώσοι επενδυτές δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το κινεζικό χρηματιστήριο μετοχών. Για παράδειγμα, η Alfa Capital (επενδυτική θυγατρική της Alfa Bank) που λανσαρίστηκε στα τέλη του 2020 κατάφερε να προσελκύσει πάνω από 2 δις. ρούβλια στο fund κινεζικών μετοχών της, μέσα σε μόλις δυο μήνες.

Θα χρειαστούν χρόνια για να φτάσει η Κίνα την Ευρώπη ως ισάξια ξένη χρηματαγορά για τις ρωσικές εταιρείες και τους εύπορους μικροεπενδυτές. Το πόσο γρήγορα θα εξελιχθεί αυτή η διαδικασία θα εξαρτηθεί από τον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων του κινεζικού χρηματοοικονομικού τομέα, καθώς και από τη δυναμική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.

Ο βασικός οικονομικός κίνδυνος για την Ευρώπη, λόγω των στενότερων δεσμών μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου και της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης, είναι η σταδιακή στροφή της Ρωσίας προς μια Pax Sinica. Αυτή η κινεζοκεντρική γεο-οικονομική κατάσταση θα σήμαινε τον κυρίαρχο ρόλο του Πεκίνου ως εμπορικού εταίρου, επενδυτή, πιστωτή και εκδότη περιφερειακού νομίσματος που θα χρησιμοποιείται για πληρωμές και αποταμιεύσεις, καθώς και την ηγεσία του σε προηγμένες τεχνολογίες και σε τεχνολογικά standards. Η διαδικασία δεν θα είναι γρήγορη, αλλά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030 η κινεζική παρουσία στη ρωσική οικονομία μπορεί να είναι παρόμοια με την ευρωπαϊκή επιρροή των δεκαετιών του 1990, 2000 και 2010, αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις.

Η ανάδυση μιας Pax Sinica που θα περιλαμβάνει τη Ρωσία θα μπορούσε να οδηγήσει σε χάραξη νέων διαχωριστικών γραμμών στην Ευρασία. Οι γραμμές αυτές θα είναι πολύ πιο ευέλικτες και διαφανείς απ’ ότι το Σιδηρούν Παραπέτασμα μεταξύ του ΝΑΤΟ και των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αλλά και πάλι θα περιορίζουν την εξαγωγή ευρωπαϊκών προτύπων, αγαθών και υπηρεσιών. Αυτή η αλλαγή θα επιφέρει επίσης πλήγμα στα σχέδια ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα του Ηνωμένου Βασιλείου, να δημιουργήσει τεχνολογικές συμμαχίες Δυτικών δημοκρατιών που θα ανταγωνίζονται τις κινεζικές τεχνολογίες σε παγκόσμια κλίμακα. Η ενσωμάτωση μιας αεροδιαστημικής και πυρηνικής δύναμης όπως η Ρωσία στην Pax Sinica (για παράδειγμα μέσω του βασικού ρόλου της Huawei στην κατασκευή δικτύων 5G), θα λειτουργήσει ως μέσο προβολής για τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Οι κίνδυνοι για τη Ρωσία

Το να  παρασυρθεί σιγά-σιγά στην Pax Sinica θα ωφελήσει τη Ρωσία βραχυπρόθεσμα μόνο, για τα επόμενα δέκα με δεκαπέντε χρόνια. Από εκεί και πέρα, αν η Κίνα αντιπροσωπεύει πάνω από το 40% του εξωτερικού εμπορίου της Ρωσίας, ένα μεγάλο ποσοστό ρωσικών εξαγωγών θα εισρεύσουν στην Κίνα μέσω αγωγών.

Το Πεκίνο θα παίξει σημαντικό ρόλο ως πηγή τεχνολογιών και οικονομικών. Δεδομένων των τρεχουσών τάσεων στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας, η Κίνα θα είναι ακόμα περισσότερο μια αγορά αγοραστών. Αν και οι μονάδες ενέργειας από αέριο αναμένεται να διπλασιάσουν τη δυναμικότητά τους τα επόμενα δέκα χρόνια, οι Κινέζοι ειδήμονες πιστεύουν πως η παραγωγή αερίου θα σταματήσει να αναπτύσσεται τη δεκαετία του 2030, αφού η Κίνα επενδύει τεράστια ποσά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στο υδρογόνο. Δεδομένης της επικέντρωσης της χώρας στην ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής και της αύξησης εισαγωγών υδρογονανθράκων από τη θάλασσα, η Κίνα θα είναι σε θέση να επιλέξει τους προμηθευτές της και να υπαγορεύσει τους όρους της.

Ενώ το τρέχον συμβόλαιο της Ρωσίας για αέριο μέσω του Power of Siberia προστατεύεται από συγκεκριμένη ρήτρα για παράδοση ή πληρωμή, το συμβόλαιο για το Power of Siberia 2 δεν έχει ακόμα υπογραφεί. Αλλά οι κινεζικές κρατικές εταιρείες έχουν ήδη καταφέρει να πείσουν τη Ρωσία σε ό,τι αφορά τα πετρελαϊκά συμβόλαια. Το 2011 η CNPC κατάφερε να αναγκάσει τη Rosneft και την Transneft να τροποποιήσουν συμβόλαιο για τις προμήθειες πετρελαίου από το Sknorvorodino-Mohe που είχε ήδη υπογραφή, αποκτώντας έκπτωση περίπου 1,50 δολαρίων το βαρέλι. Το 2020 οι πιέσεις από το Πεκίνο ανάγκασαν τη Rosneft να σταματήσει τις γεωτρήσεις στην παράκτια ζώνη του Βιετνάμ, μέρος της οποίας η Κίνα θεωρεί δική της περιοχή. Στο μέλλον, καθώς θα αυξάνεται το εμπόριο -και μαζί με αυτό και η εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα- το Πεκίνο μπορεί να έχει μεγαλύτερο πλεονέκτημα απ’ ότι η Μόσχα για να διαπραγματευτεί ευνοϊκούς όρους.

Το πιο δυσάρεστο σενάριο για τη Μόσχα είναι οι δυνητικές απόπειρες από την πλευρά του Πεκίνου να χρησιμοποιήσει τις οικονομικές του δυνάμεις για να αλλάξει τις θέσεις της Ρωσίας σε μη οικονομικά ζητήματα που ενδιαφέρον την Κίνα. Για παράδειγμα, μπορεί να απαιτήσει η Μόσχα να αρνηθεί να πουλήσει όπλα στο Βιετνάμ και στην Ινδία, ή να ζητήσει από τη Ρωσία να μιλήσει με χώρες της Κεντρικής Ασίας για να επιτρέψουν σε ιδιωτικές κινεζικές στρατιωτικές εταιρείες να προστατεύσουν κινεζικά σημεία στα εδάφη τους. Μέχρι στιγμής, το Πεκίνο κινείται προσεκτικά και με σεβασμό έναντι της Μόσχας και την πιέζει μόνο σε συγκεκριμένες συναλλαγές. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως η Κίνα θα διατηρήσει την ίδια στάση στο μέλλον, άρα η Ρωσία πρέπει να λάβει μέτρα τώρα για να προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει τέτοιους κινδύνους.

Τι μπορεί να γίνει;

Το ερώτημα του πώς θα πρέπει να αντιδράσουν η Ευρώπη και η Δύση συνολικά στη Σινορωσική επαναπροσέγγιση είναι ένα θέμα που ήδη συζητούν στις πρωτεύουσες και των δυο πλευρών του Ατλαντικού. Η Δύση δεν έχει ακόμα σχηματίσει συγκεκριμένες προσεγγίσεις για το πρόβλημα, άλλα οι πολιτικοί έχουν εκφράσει τις θέσεις τους. Η συνέντευξη του Macron στο Economist, στην οποία ο Γάλλος πρόεδρος τάσσεται υπέρ του ενεργού διαλόγου με τη Μόσχα για να αποτραπεί η στενότερη συνεργασία της με το Πεκίνο, δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος. Σύμφωνα με τους Financial Times, το 2019, η Αντιπροσωπεία της ΕΕ στη Ρωσία πρότεινε τα μέλη της ΕΕ (στα οποία τότε συμπεριλαμβάνονταν και το Ηνωμένο Βασίλειο) να ξεκινήσουν έναν διάλογο με τη Ρωσία για το θέμα των δικτύων 5G για να αποτρέψουν τις κινεζικές εταιρείες από το να κυριαρχήσουν στις ευρασιατικές αγορές σε αυτήν τη σφαίρα και σε άλλους τομείς υψηλής τεχνολογίας. Η ιδέα όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ. 

Σε άλλα σημεία της Ευρώπης, η θέση του Macron επικρίνεται ως ασαφής και αφελής. Σε κάθε περίπτωση, η ικανότητα της Ευρώπης να δεσμεύσει τη Ρωσία για να την απομακρύνει από την Κίνα θα εμποδιστεί από διάφορους εσωτερικούς παράγοντες. Πρώτον, οι υφιστάμενες ευρωπαϊκές και αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας πιθανότατα θα παραμείνουν σε ισχύ, αφού η κατάσταση στην Κριμαία και στην Ουκρανία δεν αναμένεται να αλλάξει στο προβλέψιμο μέλλον.

Δεύτερον, η Ρωσία προετοιμάζεται για βουλευτικές εκλογές το 2021 και για προεδρικές εκλογές το 2024. Κρίνοντας από την πρόσφατη συμπεριφορά των αρχών (την φυλάκιση του Navalny, τη σκληρή καταστολή διαδηλώσεων υπέρ του, τις πιέσεις στο Twitter, τις συλλήψεις σε συνέδριο δημοτικών συμβούλων, κ.λπ.), το Κρεμλίνο έχει επιλέξει να κλιμακώσει την πίεση έναντι της αντιπολίτευσης, καθώς και να μπλοκάρει οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή της ρωσικής πολιτικής ζωής. Αυτό ξεκάθαρα δεν είναι ένα περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσαν οι σχέσεις Ρωσίας και Ευρώπης να βελτιωθούν, όπως φάνηκε από την καταστροφική επίσκεψη του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Josep Borrell στη Μόσχα τον Φεβρουάριο του 2021.

Τρίτον, μια σκληρότερη στάση έναντι της Ρωσίας είναι μια από τις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ και, δεδομένων των ανησυχιών και προβλημάτων που έχει η Ευρώπη με τη Ρωσία, η διατλαντική πολιτική έναντι της Μόσχας πιθανότατα θα γίνει πιο συντονισμένη και σκληρή.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη πρέπει πρώτα να σχηματίσει μια αναλυτική και στη συνέχεια πολιτική συναίνεση για αρκετά βασικά ζητήματα εντός της ΕΕ και, συνεπώς, εντός της διατλαντικής συμμαχίας. Ποιες συγκεκριμένες πτυχές της Σινορωσικής επαναπροσέγγισης έχουν δυσμενή επίπτωση στα ευρωπαϊκά και ευρύτερα στα δυτικά συμφέροντα; Ποια στοιχεία στις σχέσεις μεταξύ της Μόσχας και του Πεκίνου δεν μπορούν να αλλάξουν και ποια μπορούν να επηρεαστούν χρησιμοποιώντας εργαλεία στα οποία έχει πρόσβαση η Δύση;

Εν τω μεταξύ, η ρωσική κυβέρνηση και ο ρωσικός λαός, που προσπαθούν να βρουν τη σωστή ισορροπία στις σχέσεις με την Κίνα, πρέπει να κάνουν μια πιο νηφάλια εκτίμηση για το μέλλον των σχέσεων με την Ευρώπη. Σε αυτή τη φάση, οι εμπορικοί, τεχνολογικοί και χρηματοοικονομικοί δεσμοί μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρώπης εξακολουθούν να είναι σημαντικά ισχυρότερη απ’ ότι αυτοί μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας. Έτσι, μπορεί να φανεί πως η Ρωσία έχει άπλετο περιθώριο να μεταφέρει τα «αυγά» της από το ευρωπαϊκό «καλάθι» στο κινέζικο. Αυτή η πεποίθηση, όμως, θα δοκιμαστεί τα επόμενα δέκα-δεκαπέντε χρόνια, άρα είναι σημαντικό να εκτιμηθεί ο δυνητικός ρόλος της Ευρώπης στην εξισορρόπηση των σχέσεων της Ρωσίας με την Κίνα τώρα. Μέχρι στιγμής, πολλοί Ρώσοι αξιωματούχοι αισθάνονται πως αν και η Ευρώπη ανησυχεί με τη στροφή της Ρωσίας προς την Κίνα, δεν μπορεί να προσφέρει στη Μόσχα κάτι συγκεκριμένο ως αντάλλαγμα για να αλλάξει πορεία. Ίσως οι Ρώσοι ηγέτες περιμένουν να αρχίσουν να παίρνουν πιο σοβαρές προσφορές σε λίγα χρόνια.

Είναι κρίσιμης σημασίας, ωστόσο, να κατανοηθεί πως οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δεν ανησυχούν τόσο πολύ για τις Σινορωσικές σχέσεις αυτή τη στιγμή για να αλλάξουν την πολιτική τους έναντι της Ρωσίας. Άλλωστε, πολλές από τις ενέργειες της Ρωσίας τόσο στο εσωτερικό μέτωπο όσο και στη διάδρασή της με τη Δύση, καθιστούν αδύνατη την όποια προσπάθεια διαλόγου με τη Μόσχα.

Υπάρχουν ορισμένοι εγγενείς λόγοι για την επιδείνωση των σχέσεων της Ρωσίας με τη Δύση και μέχρι κάποιο από τα δύο μέλη ή και τα δυο μέλη της σύγκρουσης να περάσει κάποια σοβαρή εσωτερική αλλαγή ή να αντιμετωπίσουν μια κοινή πρόκληση (δεδομένου ότι ακόμα και η παγκόσμια πανδημία του κορωνοϊού δεν επηρέασε την κατάσταση για να φέρει αλλαγές), ο κινεζικός παράγοντας δεν θα αλλάξει τις σχέσεις μεταξύ τους. Αφού η Ρωσία δεν αναμένεται να αλλάξει τα θεμέλια της εξωτερικής ή εσωτερικής πολιτικής της, κάτι που θα της επέτρεπε να διαφοροποιήσει τις διεθνείς επαφές της και να βασιστεί σε ταχύτερη και σταθερότερη οικονομική ανάπτυξη που θα ήταν αποτέλεσμα μιας διαρθρωτικής μεταρρύθμισης, το περιθώριο ελιγμού της Μόσχας στις σχέσεις της με το Πεκίνο θα περιοριστούν με την πάροδο του χρόνου. Αλλά για τώρα, εξακολουθεί να υπάρχει.

Πρώτον, η Ρωσία θα μπορούσε να εμπλακεί σε διάλογο με την ΕΕ και τις ΗΠΑ μέσω διαφόρων καναλιών. Συγκεκριμένα, τα μέλη θα μπορούσαν να συζητήσουν τις παρενέργειες πιθανών  κυρώσεων που θα στερούσαν τη Μόσχα από σημαντικές τεχνολογίες που έχουν κινεζικές εναλλακτικές. Δεύτερον, η Ρωσία μπορεί να επιλέξει να θέσει σε προτεραιότητα projects που φέρνουν πόρους στην Κίνα μέσω θαλασσίων οδών, και όπου υπάρχουν εναλλακτικοί αγοραστές για τους πόρους αυτούς.

Τέλος, η Μόσχα θα μπορούσε να διαχειριστεί τη συνεργασία της με το Πεκίνο πιο αποτελεσματικά. Επί του παρόντος υπάρχουν τέσσερις ρωσοκινεζικές διακρατικές επιτροπές για οικονομικά ζητήματα, που συχνά έχουν αλληλεπικαλυπτόμενες ευθύνες και δεν επικοινωνούν πάντα καλά μεταξύ τους. Αν τα μέρη δεν θέλουν να μειώσουν τον αριθμό των επιτροπών, η Ρωσία μπορεί να δημιουργήσει και να παράσχει εξειδικευμένη στήριξη για ένα back office για τις τέσσερις διαπραγματευτικές ομάδες. Η εξαιρετικά ασύνδετη ρωσική επιχειρηματική κοινότητα στην Κίνα θα μπορούσε επίσης να επωφεληθεί από μια μεγαλύτερη αυτό-οργάνωση. Από αυτήν την άποψη, θα μπορούσε να ακολουθήσει το επιτυχημένο μοντέλο του Εμπορικού Επιμελητηρίου της ΕΕ στην Κίνα.

Αυτές οι κινήσεις τακτικής δεν θα υποκαταστήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εντός της Ρωσίας ούτε θα κάνουν την εξωτερική πολιτική της χώρας πιο πραγματιστική. Αλλά θα επιτρέψουν στη Ρωσία να δρέψει περισσότερα οφέλη από τη συνεργασία με την Κίνα και να επιβραδύνει την ασύμμετρη ανάπτυξη των διμερών σχέσεων.

* Ο Alexander Gabuev είναι senior fellow και πρόεδρος του Προγράμματος "Η Ρωσία στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού" του Carnegie Moscow Center

ΠΗΓΗ

=============

 

 

Σχόλια