Ιδέες Επέτειος αναστοχασμού – Η Ελλάδα ανάμεσα στις τρεις “προστάτιδες” δυνάμεις

 

Κατά την προχθεσινή μεγάλη επέτειο, ημέρα των εορτασμών για τα 200 χρόνια της εθνικής παλιγγενεσίας, από σύμπτωση ή από πρόθεση, δεν ξέρω, παρέστησαν επαρκώς εκπροσωπούμενες σχεδόν αποκλειστικά οι τρεις εκείνες “προστάτιδες” δυνάμεις, από τις εναλλασσόμενες συγκρούσεις ή συμπλεύσεις συμφερόντων των οποίων προέκυψε τελικά η περιπόθητη νεοελληνική “ανεξαρτησία”. Εννοούμε φυσικά την Αγγλία, την Ρωσία και τη Γαλλία. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Από την άποψη αυτή το λιτό δείπνο του εορτασμού φορτίστηκε με πρόσθετα συμβολικά και συγκινησιακά στοιχεία. Στο αναστοχαστικό φορτίο της βραδυάς συνέβαλε ευπρόσδεκτα η απέριττη αντιφώνηση του ίδιου του πρίγκιπα της Ουαλλίας, διαδόχου του αγγλικού στέμματος Καρόλου που προσηκόντως εκπροσωπούσε την σύμμαχο Βρετανία.

Με δεδομένη τη δυσμένεια της τρέχουσας συγκυρίας (2021), όχι μόνο για την ταλαίπωρη νεοελληνική “ανεξαρτησία”, αλλά και για τις ίδιες τις προστάτιδες δυνάμεις που κι αυτές έχουν σημαντικά “καθαιρεθεί” από το δαφνοστεφάνωτο κάδρο του πολύ ενδοξότερου ιστορικού τους παρελθόντος, θα μπορούσε κανείς να ευχηθεί (ή απλώς να φανταστεί) η συγκεκριμένη επετειακή διπλωματική συνάντηση να καταστεί αφετηρία επανεκτίμησης και κατά το δυνατόν αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων της σημερινής Ελλάδας προς εκείνες.

Οι τρέχουσες ελληνογαλλικές σχέσεις μπορούν βεβαίως να θεωρηθούν εξαίρετες. Από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα διατελούν ασφαλώς υπό καθεστώς αδιακύμαντης στενής συνεργασίας. Τους τελευταίους μήνες διανύουν μάλιστα περίοδο πρόσθετης εντυπωσιακής σύγκλισης των μεσογειακών τους συμφερόντων. Όσον αφορά όμως τις άλλες δύο φιλικές χώρες (Ρωσία, Βρετανία) το επίπεδο των ενεργών διμερών σχέσεων είναι μάλλον δύσκολο να αξιολογηθεί.

“Προστάτιδες” δυνάμεις

Από την εποχή της ιστορικής συμβολής Αγγλίας και Ρωσίας στην αναγνώριση της νεοελληνικής “ανεξαρτησίας” (1830) το συνεχές νήμα των διμερών σχέσεων γνώρισε περιόδους εντάσεων και υφέσεων. Υπήρξαν περίοδοι επιφύλαξης, κάποτε ψυχρότητας αλλά και κάποιες ασφυκτικής περιστασιακής στοργής. Μορφή ιδιαίτερα έντονης σεισμογραφικής διακύμανσης έχουν προσλάβει διαχρονικά οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Βρετανίας τις οποίες η ιστορική μοίρα από το 1821 θέλησε για τη χώρα μας αποφασιστικά καθοριστικές.

Οπωσδήποτε, όμως, οι διαχρονικές διακυμάνσεις των διμερών σχέσεων της Ελλάδας με Ρωσία και Βρετανία έχουν κληροδοτήσει στην ευμετάβλητη ψυχολογία της νεοελληνικής κοινωνίας ποικίλα τραύματα και παρεξηγήσεις. Πολλές ουλές του μακροχρόνιου αυτού ιστορικού εξακολουθούν να λειτουργούν μέχρι σήμερα και να διαιωνίζουν παρεξηγήσεις και συγχύσεις.

Οι περισσότερες βεβαίως αφορούν την ιστορία και ανάγονται στις συγκεχυμένες αναμνήσεις του ελληνικού λαού από περιόδους υπαρξιακών κρίσεων του νεοελληνικού κράτους. Οι Έλληνες ιστορικοί έχουν μεγάλο μέρος της ευθύνης. Ενεργές ουλές πάντως υπάρχουν και λειτουργούν. Οι λαϊκές αντιδράσεις με την ευκαιρία του επετειακού εορτασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δυστυχώς τις αποκαλύπτουν.

Παρακινδυνευμένο εγχείρημα

Το εγχείρημα της εθνικής επανάστασης του 1821 υπήρξε αναμφισβήτητα παρακινδυνευμένο. Αβέβαιο, όπως κάθε παρόμοια ιστορική απόπειρα χειραφέτησης λαών από την ξένη κυριαρχία, το κίνημα κρινόταν στη βράση του από πολλούς Έλληνες και φιλέλληνες ως ανώριμο και απερίσκεπτο. Η δυναμική της ιστορίας αγνόησε όμως τις συστάσεις και τους δισταγμούς της σωφροσύνης.

Όπως συμβαίνει πάντοτε με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, το πάθος επικράτησε τελικά της λογικής. Και η επανάσταση δολιχοδρόμησε στην πορεία της δραματικά, κινδυνεύοντας συχνά να επιβεβαιώσει τις φοβίες της συντηρητικής σωφροσύνης, πριν οι υπαρκτοί, ως είχε επίσης εξ αρχής από αρκετούς εκτιμηθεί, “από μηχανής” διπλωματικοί παράγοντες στέρξουν να παραχωρήσουν τη μερική δικαίωση του αγώνα.

Η επανάσταση υπήρξε λοιπόν εγχείρημα όντως τολμηρό. Οι δυσκολίες, όπως είχε εξ υπαρχής εκτιμηθεί, ήσαν πραγματικά ιλιγγιώδεις. Η κύρια όμως δυσκολία που δικαιολογούσε τις επιφυλάξεις και τους δισταγμούς δεν προέκυπτε από την εμφανέστατη δυσαναλογία σκοπών και μέσων. Η κυριότερη αντιξοότητα συνίστατο στο γεγονός ότι στο βάθος επρόκειτο περί ανάληψης ενός διμέτωπου άνισου αγώνα.

Από πρώτη άποψη η επανάσταση στρεφόταν εναντίον του Οθωμανού κατακτητή. Αυτός ήταν ο φαινομενικά αντίπαλος. Στην πραγματικότητα όμως ο ισχυρότερος και πιο επικίνδυνος αντίπαλος δεν ήταν ο Τούρκος. Ήταν η συνομολογημένη επίσημα το 1815 συναίνεση των δυνάμεων της ευρωπαϊκής αντίδρασης που νίκησαν τον Ναπολέοντα στο Βατερλώ να εξαλείψουν κάθε ίχνος φιλελεύθερου και εθνικού κινήματος χειραφέτησης στη μετα-ναπολεόντια Ευρώπη. Αλλά και πέραν αυτού, να αποτρέψουν μελλοντικά κάθε πιθανή εστία αναζωπύρωσης της ιδεολογικής και πολιτικής κληρονομίας της Γαλλικής Επανάστασης που πανευρωπαϊκά είχε διασπείρει ο βοναπαρτισμός.

Ευρωπαϊκό περιβάλλον

Η βασική συμμαχία των νικητών του 1815 (Ρωσία, Αγγλία, Πρωσία και Αυστρία) και η μικρότερης πολιτικής σημασίας αλλά ισχυρότερης συμβολικής απήχησης “Ιερά Συμμαχία” Ρωσίας, Αυστρίας και νεο-βουρβωνικής Γαλλίας, που αμέσως επακολούθησε, υπήρξαν ο θεσμικός χιτώνας ενός πανίσχυρου αντιδραστικού δεσποτικού παγετού. Ο παγετός αυτός ήταν ο κύριος εχθρός που η «ασύνετη» επανάσταση των νεοελλήνων «αθλίων εμποράκων» (κατά κόντε Καποδίστρια) της Φιλικής Εταιρείας είχε πρωτίστως να αντιμετωπίσει.

Το θαύμα είναι ότι τελικά ο αγώνας δικαιώθηκε! Για ένα μέρος των επαναστατημένων εδαφών η “ανεξαρτησία” κατακτήθηκε. Η Αγγλία υπήρξε βεβαίως μέλος της συμμαχίας που νίκησε τελικά το Ναπολέοντα. Αυτή υπήρξε μάλιστα ο κυριότερος αντίπαλός του βοναπαρτικού ιμπεριαλισμού. Ως εκ τούτου αποτελούσε αναπόσπαστο μέλος της πολιτικής αστυνόμευσης της μετεπαναστατικής Ευρώπης.

Η μυστικιστικής όμως σημειολογίας “Ιερά Συμμαχία”, μια σύμπραξη της ορθόδοξης Ρωσίας και της Ρωμαιοκαθολικής Αυστρίας, που ο τσάρος είχε κατορθώσει να επιβάλει στους άλλους συμμάχους του της ηπειρωτικής Ευρώπης, ως προέκταση των προηγούμενων ρυθμιστικών συμφωνιών, απωθούσε την Αγγλία. Η εμπορική και κοινοβουλευτική αγγλική συνείδηση δεν ανέχονταν πρόσθετες πολιτικές δεσμεύσεις σε αντιδραστικές σταυροφορίες. Έτσι δεν συνώμοσε στην “ιερή” σύμπραξη της θεοκρατικής αντίδρασης που εκπροσωπούσαν οι άλλες τρεις νικήτριες δυνάμεις. Αυτό υπήρξε το πρώτο ρήγμα στην αντιδραστική σύμπραξη των νικητριών δυνάμεων στο Βατερλώ. Το δεύτερο και ουσιωδέστερο σημειώθηκε δέκα χρόνια αργότερα (1825) και ως αφορμή είχε τον αγώνα για τη νεοελληνική ανεξαρτησία.

Ο ρόλος του Κάννιγκ

Τον Αύγουστο του 1822 ο Γεώργιος Κάννιγκ (1770-1827) έγινε υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης (τότε) Βρετανίας. Επανεκτιμώντας λίγο αργότερα (1824) τη δυναμική της Ελληνικής Επανάστασης, όπως αυτή είχε μέχρι τότε εξελιχθεί και αξιολογώντας τις μέχρι τότε ελληνικές επιτυχίες, ιδίως στον κατά θάλασσαν αγώνα, ο νέος υπουργός θεώρησε ότι η βρετανική στάση απέναντι των επαναστατημένων αγωνιστών άξιζε να διαφοροποιηθεί.

Η “δυσμενής” αγγλική ουδετερότητα, που από μεγάλο μέρος των επαναστατημένων Ελλήνων εκλαμβάνονταν αρνητικά, περιείχε προφανείς κινδύνους για τα βρετανικά μεσογειακά συμφέροντα. Βασίμως και φρονίμως φοβούμενος το “καπέλωμα” της ελληνικής αντίστασης και των ελληνικών επιτυχιών από τις βαλκανικές και ευρύτερες μεσογειακές βλέψεις της ορθόδοξης Ρωσίας, ο Γεώργιος Κάννιγκ απετόλμησε να διαφοροποιήσει τη βρετανική στάση απέναντι των επαναστατών και να την μετατονήσει από “δυσμενή” σε “ευμενή” ουδετερότητα. Η σημασία της διαφοροποίησης αυτής εκδηλώθηκε ολοκληρωτικά τρία χρόνια αργότερα με την καταστροφή του αιγυπτιακού στόλου του Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο (1827).

Δεν είναι επετειακή πρόθεσή μου να αφηγηθώ σελίδες της εθνικής μας επανάστασης. Συνειρμούς ανακαλώ, στα πλαίσια αναστοχασμού που υποβάλλει η επετειακή πρόκληση. Με την ευχή βεβαίως αλλά και την ελπίδα οι νεότεροι ιστορικοί να γίνουν επιτέλους τολμηρότεροι, σαφέστεροι και ειλικρινέστεροι από τους προκατόχους τους στις επίσημες ακαδημαϊκές τους αφηγήσεις.

Σχόλια