Η Δύση, τα “υπερόπλα” και ο πόλεμος επιβεβαίωσης

Η Δύση, τα "υπερόπλα" και ο πόλεμος επιβεβαίωσης, Γιώργος Μαργαρίτης

Στα 1903 μετά την διαδοχική έκδοση “ναυτικών νόμων” από την Γερμανία, η ως τότε απόλυτος κυρίαρχος των θαλασσών Μεγάλη Βρετανία άρχισε να αναζητά στρατηγική που θα της επέτρεπε να αντιμετωπίσει τις νέες απειλές. Έξι χρόνια νωρίτερα, στα 1897, η θέση της Βρετανίας, ως ισχυρότερης δύναμης στην ιστορία της ανθρωπότητας και απόλυτου κυρίαρχου των θαλασσών της Γης, είχε υπογραμμιστεί με εμφατικά πανηγυρικό τρόπο. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Όπως όμως συμβαίνει στην ιστορία της ανθρωπότητας, η στιγμή του απόλυτου θριάμβου, το μεσουράνημα της ισχύος, αποδεικνύεται η πιο αντιφατική στιγμή, ίσως η πιο πικρή στην πορεία προς την κυριαρχία: αυτή η επιζητούμενη κυριαρχία έχει πλέον ολοκληρωθεί, τίποτε δεν υπάρχει να διεκδικήσει κανείς παραπέρα. Μετά από αυτό το σημείο, το μόνο που μπορεί να περιμένει μια ισχυρή δύναμη δεν είναι παρά η φθορά και τελικά η πτώση.

Αυτή η διπλή αίσθηση του απόλυτου θριάμβου, στενά συνυφασμένη με τη φοβία της αχνά διαφαινόμενης προοπτικής πτώσης, αποτελεί ένα πολύ κακό πολιτικό σύμβουλο. Σχεδόν αμέσως μετά τον θρίαμβο του 1897, η Βρετανία ανοίχθηκε σε πολέμους επιβεβαίωσης. Η εκστρατεία του Νείλου στα 1898 ενάντια στους ισλαμιστές του Μαχντί και ο πόλεμος των Μπόερς στη Νότια Αφρική, ανήκαν σε αυτό το είδος πολέμων. Οι πόλεμοι αυτοί οδήγησαν σε εντυπωσιακές επιτυχίες, αλλά και σε δυσάρεστες διαπιστώσεις. Για να νικήσει η Αγγλία χρειάστηκε να στείλει στα πέρατα του κόσμου εκατοντάδες χιλιάδες πολεμιστές. Πολύ σύντομα διαπιστώθηκε ότι η Αυτοκρατορία πολύ δύσκολα θα μπορούσε να επαναλάβει παρόμοιες μεγάλου κόστους εκστρατείες.

Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν άλλου είδους σύννεφα. Η Κρήτη, στον αυτοκρατορικό δρόμο της Μεσογείου, δεν ακολούθησε την πεπατημένη της Κύπρου, δεν έγινε δηλαδή βρετανική. Οι επιθυμίες άλλων δυνάμεων, ακόμα και της προβληματικής Ιταλίας, έπρεπε πλέον να λαμβάνονται υπόψη. Στα 1900 η προσπάθεια αποικιοποίησης της Κίνας απέτυχε δραματικά. Οι Δυτικές δυνάμεις κέρδισαν τις μάχες, αλλά έχασαν τον πόλεμο. Ήδη ο κόσμος είχε αρχίσει να αλλάζει.

Dreadnought: Το υπερόπλο που απέτυχε

Η πλέον σοβαρή απειλή εμφανιζόταν στην θάλασσα, στις διαδρομές του παγκόσμιου εμπορίου. Η Γερμανία είχε αρχίσει να συγκροτεί στόλο ανοικτής θαλάσσης με εμφανή στόχο την στρατιωτική παρουσία στους δρόμους του Ατλαντικού. Η Γαλλία, η Ρωσία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία ενδιαφέρονταν ολοένα και περισσότερο είτε για αποικίες, είτε για ενισχυμένη παρουσία στις θάλασσες. Η Βρετανία “κυβερνούσε” ακόμα “τα κύματα”, αλλά το θέμα ήταν ότι πλέον επιθυμούσαν να συγκυβερνήσουν και άλλοι.

Για να αντιμετωπίσει τις συνδυασμένες απειλές η Βρετανία άρχισε τους αυτοσχεδιασμούς. Την αναζήτηση, δηλαδή, είτε του απόλυτου όπλου υπεροχής, είτε του πλέον έξυπνου αντίστοιχου: του όπλου που θα διατηρούσε σε όφελός της τις ισορροπίες. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Η πιο διάσημη από τις λανθασμένες επιλογές των Βρετανών ήταν η σχεδίαση ενός νέου τύπου πλοίου μάχης, του Dreadnought, σημαντικά ισχυρότερου από όλα τα προηγούμενα αντίστοιχα πολεμικά.

Το πρώτο θύμα αυτής της καινοτομίας ήταν ο ίδιος ο βρετανικός στόλος και η υπεροχή του στις θάλασσες: τα πολεμικά πλοία προγενέστερων τύπων ακυρώθηκαν και μαζί τους η απόλυτη υπεροχή του βρετανικού ναυτικού. Ο ναυτικός ανταγωνισμός ξεκίνησε πάλι σχεδόν από το μηδέν.

Η σειρά των ΗΠΑ

Εκατό χρόνια αργότερα, η σπειροειδής κίνηση της ιστορίας (όπως το έκφρασε ο Καρλ Μαρξ) έχει οδηγήσει τον επόμενο κυρίαρχο των θαλασσών σε παρόμοιες καταστάσεις και αναζητήσεις. Στην εδώ περίπτωση, ο θρίαμβος των ΗΠΑ, το “αδαμάντινο ιωβηλαίο” αν προτιμάτε, ήρθε στα 1990-91 με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Τα τότε ανταγωνιστικά συστήματα έπαψαν να υπάρχουν και η Υπερδύναμη έγινε μία και μοναδική.

Ο θρίαμβος έδειχνε να είναι τέτοιας έκτασης που μερικοί έσπευσαν να προαναγγείλουν το “τέλος της ιστορίας” με την ίδια αφέλεια που δεκάδες αντίστοιχοί τους το είχαν αναγγείλει πολλές φορές στο παρελθόν. Στην ουσία επρόκειτο για μια κορυφή που το μόνο που μπορούσε να προαναγγείλει ήταν η επικείμενη πτώση. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν αποτυπώθηκαν τα όρια τη κυριαρχίας και εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννεφα, οι ΗΠΑ, όπως και η Βρετανία έναν περίπου αιώνα πριν, άρχισαν με αγωνία να αναζητούν λύσεις στα διαγραφόμενα αδιέξοδα. Τότε ο μεγάλος διεκδικητής ήταν η Γερμανία και ολόγυρα όλες εκείνες οι ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις.

Σήμερα, ο μεγάλος διεκδικητής είναι η Κίνα και ολόγυρα πλήθος νεοεμφανιζόμενες δυνάμεις που σπεύδουν να μεταβάλουν την δημογραφική και οικονομική τους ανάπτυξη σε πολιτική και στρατιωτική ισχύ. Τα ονόματά τους είναι Ινδία, Ιράν, Τουρκία, αύριο Βραζιλία, Ινδονησία, Ταϊλάνδη, Νιγηρία, Αίγυπτος κλπ. Οι ΗΠΑ και ο Δυτικός Κόσμος ευρύτερα επιδιώκουν να ασφαλιστούν απέναντι στον κύριο διεκδικητή και να περιορίσουν τους φιλόδοξους ανερχόμενους.

Το “υπερόπλο” DDG-1000

Όπως και η Βρετανία εκατό χρόνια νωρίτερα, έτσι και οι ΗΠΑ ξεκίνησαν με την αναζήτηση του “απόλυτου όπλου”, που θα τους έδινε την στρατιωτική κυριαρχία διαμέσου της τεχνολογίας, σε τρόπο ώστε να εξορκιστούν οι ασθμαίνουσες ποσοτικές διαφορές. Δεν είχαμε Dreadnaught στην τρέχουσα εποχή. Είχαμε, όμως, αποτυχημένα σχέδια, μπροστά στα οποία θα υποκλινόταν η ατυχής στρατηγική του τότε Βρετανού ναυάρχου Φίσερ. Ένα παράδειγμα είναι το “αντιτορπιλικό” DDG-1000 (καθόλου τυχαία η επιλογή του αριθμού), το Zumwalt. Πλοίο των 16.000 τόνων, οπωσδήποτε στέλθ, “αόρατο” (υποτίθεται) στους εχθρικούς αισθητήρες, εξοπλισμένο με πυροβόλα από άλλη εποχή, ικανά (με τα κατάλληλα πυρομαχικά) να πλήξουν στόχους βαθιά μέσα στην αντίπαλη ενδοχώρα.

Σε συνδυασμό με τους πυραύλους Tomahawk, τους οποίους επίσης φέρει το σκάφος αυτό, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να αντικαταστήσει τα πολύ ακριβά αεροπλανοφόρα στον ρόλο της –δια της απειλής βίας– συγκράτησης των περιφερειακών δυνάμεων, ή των άλλων απειλών. Το πρόγραμμα στόχευε στην απελευθέρωση των ομάδων αεροπλανοφόρων, ώστε να μπορούν τουλάχιστον δύο από αυτές να βρίσκονται συνεχώς στις θάλασσες της Κίνας.

Στην πραγματικότητα το φιλόδοξο σχέδιο συναγωνίζεται επάξια για τον τίτλο του μεγαλύτερου φιάσκου. Τα ειδικά πυρομαχικά LRLAP για τα πυροβόλα των 155/62 αποδείχθηκε ότι κόστιζαν σχεδόν ένα εκατομμύριο δολάρια η κάθε βολή. Φυσικά δεν παραγγέλθηκαν ποτέ. Η παραγγελία των 32 Zumwalt συρρικνώθηκε σε 24 σκάφη, μετά σε επτά και κατέληξε τελικά σε τρία(!), τα οποία ουδείς ακριβώς γνωρίζει σε τι χρησιμεύουν. Το καθένα από αυτά κόστισε 7,5 δισ. δολάρια, το ίδιο ποσό που θα κόστιζε ένα μεγάλο αεροπλανοφόρο…

Πόλεμος επιβεβαίωσης

Το ναυάγιο των σχεδιασμών αυτών οδήγησε στην εξέλιξη ενός άλλου “θαυματουργού” πλοίου για όλες τις δουλειές. Εδώ υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον καθότι, στην επιθυμία να μειώσουν το κόστος οι ΗΠΑ προσφέρουν τον τύπο αυτό για εξαγωγή. Συζητείται η προμήθεια του από την Ελλάδα. Πρόκειται για τα Πλοία Παράκτιου Πολέμου (Littoral Combat Ship), τα οποία υποτίθεται ότι προσαρμόζονται σε κάθε αποστολή.

Γίνονται ναρκοθηρικά για να αντιμετωπίσουν τις πιθανές ναρκοθετήσεις στον Περσικό Κόλπο γίνονται ανθυποβρυχιακά για να αντιμετωπίσουν τη διάδοση των “αθόρυβων” αναερόβιων συμβατικών υποβρυχίων, γίνονται “κανονιοφόροι” και αποβατικά ενάντια σε ασύμμετρες απειλές κλπ. Στην πράξη είναι πιθανό ότι με το να τα κάνουν όλα, ίσως να μην μπορέσουν να κάνουν τίποτα καλά.

Το περίφημο F-35 ανήκει στην ίδια λογική. Μια πλατφόρμα “αόρατη” που μπορεί να τα κάνει όλα: Να αερομαχεί, να βομβαρδίζει, να εντάσσεται σε κάθε είδους σύστημα, να δρα αυτόνομα ως φορέας αισθητήρων, στην ξηρά, στη θάλασσα, σε μικρό ύψος, σε μεγάλο ύψος, να απογειώνεται από όπου θέλει και να μπορεί να προσγειώνεται κάθετα σε μικρά καταστρώματα πλοίων.

Να αποτελεί ταυτόχρονα απειλή για την Κίνα και την Ρωσία, για το Ιράν και τις οργανώσεις ασύμμετρου πολέμου, τύπου Χεσμπολάχ. Να είναι ταυτόχρονα και αεροπλάνο και ελικόπτερο, να είναι και κλασσικό μαχητικό και είδος επανδρωμένου drone. Στην περίπτωση που μπορέσει να τα κάνει αυτά σε αποδεκτό επίπεδο, τότε θα μιλήσουμε για τεράστιο βήμα στην αεροναυπηγική. Πολλά ακούγονται, αλλά ας περιμένουμε την πραγματικότητα να δείξει.

Ο αυτοκρατορικός τρόπος σκέψης

Οι παραπάνω σχεδιασμοί είναι απότοκος ενός “αυτοκρατορικού” τρόπου στρατηγικής σκέψης. Εξορκίζουν την διαφαινόμενη αδυναμία των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα πλήθος απειλές με διαφορετικά χαρακτηριστικά η καθεμία. Είναι σχεδιασμοί που θα ταίριαζαν σε εποχές Μπους, Κλίντον ή Ομπάμα. Αυτές τις απίστευτα κοστοβόρες αναζητήσεις φάνηκε να φρενάρει ο Τραμπ.

Οι προδιαγραφές των νέων πολεμικών πλοίων (σχεδίαση νέων φρεγατών) επιστρέφουν σε πιο κλασσικά μοντέλα, στα ίχνη του ρεαλισμού που χαρακτηρίζει τα κινεζικά αντιτορπιλικά Τ055 και Τ052 ή τις ρωσικές φρεγάτες (Adm. Grigorovitch) και κορβέτες (Buyan-M). Ρεαλισμός που βασίζεται στις δυνατότητες πολλαπλών πυραυλικών αποστολών των κυψελών κάθετης εκτόξευσης που τα πλοία αυτά διαθέτουν. Επί Τραμπ, στο πλαίσιο της ανάπτυξης νέας στρατηγικής, οι ΗΠΑ κατήγγειλαν σειρά διεθνών συμφωνιών, ώστε να βάζουν νέες παραμέτρους στο παιχνίδι. Η εγκατάλειψη των συμφωνιών για τους βαλλιστικούς πυραύλους μέσου βεληνεκούς είναι τέτοια περίπτωση.

Η πύκνωση των δημοσιευμάτων και του ενδιαφέροντος για τις πρώτες εκστρατείες των ΗΠΑ μακριά από τα σύνορά τους (ενάντια στα πειρατικά κέντρα της βόρειας Αφρικής στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα) είναι μέρος  της νέας προσέγγισης. Οι ΗΠΑ πολέμησαν τότε κυρίως με συμμάχους και “πρόθυμους” (ναπολιτάνικες κανονιοφόρους, Ιταλούς και Έλληνες μισθοφόρους πολεμιστές). Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους ξεθωριάζει η αλαζονική προσήλωση στις δυνατότητες των Αμερικανών πεζοναυτών.

============

 

Σχόλια