Μέσω "ΡΕΣΑΛΤΟ"
Τα σκληρά παιδικά χρόνια του Καραΐσκάκη και η απόφασή του να βγει στο κλαρί!
Στις 23 Απρίλη 1827, ανήμερα της γιορτής του, ξεψυχάει λαβωμένος
θανάσιμα από… “ύποπτο” βόλι που είχε δεχθεί προηγουμένως, ο Γιώργης
Καραϊσκάκης πρώην οπλαρχηγός Αγράφων και μετέπειτα αρχιστράτηγος της
Επανάστασης του ’21. Προτού ο Καραϊσκάκης παραδώσει την... τελευταία του
πνοή αφήνει στους συντρόφους του σαφείς υπόνοιες για το φονιά του και
τους υποκινητές του.
Διαβάστε γι’ αυτό σχετικό άρθρο του “Ευρυτάνα ιχνηλάτη” (κλικάροντας στον παρακάτω τίτλο):
Ο Γιώργης Καραϊσκάκης, ο λάτρης των αδούλωτων Αγράφων, ο
πρωτοπόρος μαχητής της λευτεριάς που αγαπήθηκε από τη φτωχολογιά μα και
μισήθηκε από τους προύχοντες τυράννους και τους σφουγγοκολάριους των
ξένων δυναστών, δεν κατάγονταν από μεγάλα “τζάκια”.
Ένα νόθο
εγκαταλειμμένο και ορφανό παιδί ήταν, ο νόθος γιος μιας καλόγριας που
μεγάλωσε κατατρεγμένος, μέσα στη μαύρη φτώχεια και την απόλυτη στέρηση,
αντιμετωπίζοντας από τα μικρά του χρόνια τη σκληρότητα και την αδικία
από την… ευυπόληπτη κοινωνία των “εχόντων και κατεχόντων”. Ο
Καραϊσκάκης, όμως, δεν ξέχασε ποτέ τα όσα έζησε, κι αργότερα, φτασμένος
πια καπετάνιος, ψυχοπονούσε και νοιάζονταν για τον αδύναμο, με τ’ άρματά
του να βροντάνε πολλές φορές και για την υπεράσπιση των
καταφρονεμένων!
Κλέφτης βγήκε νωρίς, δεκαπεντάχρονο αμούστακο παιδί, φτιάχνοντας
τη δική του συμμορία και βιώνοντας μέσα από την… ευεργετική
“παραβατικότητα” έναν προσωπικό αδέσμευτο βίο. (Αργότερα, και μετά από
πολλές περιπέτειες, θα ενταχθεί στο νταϊφά του θρυλικού Κατσαντώνη των
Αγράφων!)
Στην πορεία και μέσα από σύνθετες διαδικασίες, που δεν είναι του
παρόντος, θα μετεξελιχθεί στο φλογερό επαναστάτη μαχητή της
Ανεξαρτησίας που θα γίνει ο φόβος και ο τρόμος των τούρκικων
στρατευμάτων αλλά μαζί και το “κακό σπυρί” για τους αρχοντάδες, τους
εγγλεζόδουλους Μαυροκορδάτους και τα τσιράκια τους που τον κυνήγησαν
ανηλεώς (βλ. Η άγνωστη μάχη της Βράχας στην Ευρυτανία)
Τόσο οι “καθωσπρεπιστές” όσο και οι “παραχαράκτες” της ιστορικής
αλήθειας σίγουρα νιώθουν άβολα όταν γίνεται η σχετική αναφορά για το
ποιος ήταν πραγματικά ο Καραϊσκάκης, ποιες ήταν οι καταβολές του ή πόσο
“παραβατικός” υπήρξε για την κατεστημένη τάξη πραγμάτων.
Είτε το θέλουν
όμως είτε όχι, την ιστορία των εξεγέρσεων τη γράφουν κάτι τέτοιοι
“παρακατιανοί”, τ’ “αγρίμια”, οι “άνομοι”, οι “απείθαρχοι” στους
ντόπιους και ξένους αφεντάδες, τα ψυχωμένα παλικάρια με αξιοπρέπεια και
φιλότιμο που δεν ανέχονται να ζουν κάτω απ’ το μαστίγιο πάσης φύσης
εξουσιαστών. Γιατί η Ιστορία γράφονταν και γράφεται με ανυπακοή!
Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του, διαλέξαμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το σπάνιο εμβληματικό βιβλίο του Δημήτρη Φωτιάδη με
τίτλο: “ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ” (Βιβλιοεκδοτική, 1959) για να σας παρουσιάσουμε
μια ειδικότερη αναφορά στα δύσκολα παιδικά χρόνια και το πρωτοξεκίνημα
του “γιου της καλογριάς” στο “Κλέφτικο”!
Ιδού:
==================
Φωτο “Ευρυτάνας ιχνηλάτης”: Η προτομή του Γ. Καραϊσκάκη στο μοναστήρι του Προυσού Ευρυτανίας που αποτέλεσε κρησφύγετό του (βλ. εδώ!) |
- Ποιανού είναι τούτο το μούλικο;
Κι έπαιρναν την απόκριση:
- Ο γιος της καλογριάς.
Μεγάλωνε το παιδί ανάμεσα στους ξένους τρώγοντας ξύλο και μπομπότα.
Ένα κουρέλι σκέπαζε το κορμί του ό,τι καιρό κι αν έκανε. Τα γυμνά πόδια
του συνήθιζαν ν’ αντέχουν στις κοφτερές τις πέτρες, στις τσουκνίδες την
άνοιξη, στα ξεράγκαθα τα καλοκαίρια, στα χιόνια το χειμώνα. Έμαθε να
κάνει βαρειά θελήματα πιο πάνω από την ηλικία του. Άμα του δίνανε να
βοσκάει τα γίδια είταν η χαρά του σκαρφάλωνε στις κακοτοπιές καλύτερα
απ’ αυτά.
Φτώχεια όλα τα πάντα και μιζέρια γύρω του, μα η δική του ζωή είταν η
πιο άχαρη απ’ όλες. Και τούτη τη σκοτεινή εικόνα δεν τη λησμόνησε ποτέ.
Γι’ αυτό συμπονούσε τον αδύναμο και κατηγορούσε όσους τού φέρονταν
άδικα.
Συχνά, όταν πια τράνεψε, έλεγε:
-Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει πριν δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλλοίμονο στο δούλο.
Τούτη η σκληρή ζωή τον έκανε πρόωρα να μεστώσει. Αν τσακωνόταν μ’
άλλα παιδιά και τους άνοιγε με καμιά πέτρα το κεφάλι, έτρωγε της χρονιάς
του κι από πάνω άκουγε αδιάκοπα, σα μια κατάρα που δε μπόραγε να την
κρίνει, να τον φωνάζουν μούλο. Αν πάλι τόνε χτύπαγαν τ’ άλλα παιδιά,
ήξερε πως δεν είχε να παραπονεθεί σε κανένα, γιατί σ’ αυτόν θα ρίχναν το
φταίξιμο.
Μαύρα κι άραχλα στάθηκαν τα παιδικά του χρόνια. Ένα μονάχα πράμα
θάμπωσε τότες το νου του, οι αρματωλοί κι οι κλέφτες που πέρναγαν από τα
τσελιγγάτα. Με τα χυτά στους ώμους μαλλιά τους, με το φεσάκι μ’
ασικλίκι φορεμένο, με τα χρυσοΰφαντα γελέκια τους, με το μακρύ
ασημοδουλεμένο ντουφέκι τους στον ώμο, με την μπρούντζινη μπαλάσκα τους
και τη θήκη για το μεδουλάρι, με το σελάχι τους φορτωμένο μπιστόλες και
μαχαίρια, μοιάζανε γεννήματα ενός άλλου κόσμου, τόσο διάφορου απ’ αυτόν
που ζούσε. Κατάλαβε πως είχαν δικό τους μπαϊράκι, γεμάτο παληκαριά,
λεβεντιά κι αξιοσύνη. Τους καμάρωνε να στήνουνε χορό και ν’ αναχτυπάνε
στα δασωμένα στήθεια, στη λιγνή τη μέση και στα γεροδεμένα μπούτια, τα
χαϊμαλιά, τα βρογκαλίδια, τα γατζούδια κι οι τοκάδες. Κι όταν πια οι
φλάσκες αδειάζανε από κρασί και το γλέντι κόρωνε, έβλεπες ν’
αστραφοκοπάνε ανάμεσα στα έλατα και τον ήλιο οι γυμνωμένες πάλες κι
άκουγε να βροντολαλούνε τα καριοφίλια, πνίγοντας τα τσουγκρανίσματα του
ταμπουρά. Αφουγκραζόταν τα τραγούδια τους και λίγο-λίγο τα μάθαινε:
Πασά μου έχω το σπαθί, βεζίρι το ντουφέκι.
Κάλλιο να ζω με τα θεριά, παρά να ζω με Τούρκους.
Κι είδε ακόμα την κλεφτουριά να ρίχνει το λιθάρι και να παραβγαίνει
στο πήδημα και στο τρέξιμο. Κι όλ’ αυτά τον μάγεψαν τόσο, που όταν
έβοσκε στα διάσελα τα γίδια, ονειρευόταν μ’ ανοιχτά τα μάτια πότες θα
γίνει κλεφτόπουλο κι αυτός, να τόνε τρέμει ο ντουνιάς και να τόνε
τραγουδάει ο κόσμος.
Μα η ζωή δε μοιάζει με τα όνειρα. Η μάνα του, ως φαίνεται, πέθανε
άμα είταν οχτώ χρονών. Όλα γύρω του γίνηκαν κόλαση. Οι ξένοι
καταφρόνεσαν το παιδί πιότερο από ποτέ και γύρευαν μ’ αδιάκοπη δούλεψη
να τους πλερώνει το ξεροκόμματο που του δίναν να φάγει. Και τότες
παίρνει την πρώτη μεγάλη απόφαση. Παρατάει τους Σαρακατσαναίους, φεύγει
από το Μαυρομάτι και τραβάει για τη Γράλιστα, που βρίσκεται πέντε ώρες
δρόμο από τη σημερινή Καρδίτσα. Κι εκεί, λίγο πιο κάτω από το χωριό, στη
σπηλιά του Λώλου, στήνει το πρώτο λημέρι του. Είχε τη γη για στρώμα,
προσκέφαλο την πέτρα. Τα μόνα άρματά του, για να μην πεθάνει από την
πείνα, είταν η σβελτάδα του κι η καπατσοσύνη του. Έκλεβε φρούτα κι
άλλοτες άρπαζε καμιά κότα. Τέτοιο κακό όνομα απόχτησε τότες, που οι
μάνες, σ’ αυτά τα μέρη, ακόμα ως χτες λέγανε στους κανακάρηδές τους άμα
τους βλέπανε ν’ αλητεύουν:
-Σαν τον Καραισκάκη καταντήσατε, βρε!
Όταν τ’ άλλα παιδιά τα νταντεύουν, αυτός είχε κιόλας αρχίσει τον
πιο σκληρό αγώνα με τους ανθρώπους και τη φύση. Πότες έπιανε πετροπόλεμο
με τα χωριατόπουλα που τον κυνηγούσαν, πότες ξέφευγε σαν αλεπού από τις
παγάνες που του στήνανε να τόνε πιάσουνε να κλέβει καμιά κότα, πότες
τουρτούριζε σύγκορμα μην έχοντας τίποτα να σκεπαστεί. Μεγάλωσε σαν
αγρίμι, ανάμεσα στ’ άλλα αγρίμια. Τίποτ’ άλλο δεν έβλεπες πάνω σε τούτο
το πρόωρα βασανισμένο παιδικό πρόσωπο, παρά δυο μικρά βαθουλωτά μάτια να
σπιθίζουν. Και τούτη η σπίθα ποτές δεν έσβησε απ’ αυτά. Όλοι όσοι θα
τόνε γνωρίσουνε παρα ύστερα, θα τους κάνει τόση εντύπωση που να μην τον
λησμονήσουν ποτέ (….)
Στο κλαρί
(….) Όσοι από τους ραγιάδες δεν υπόφερναν νάναι δούλοι μήτε των Τούρκων
μήτε των κοτζαμπάσηδων, φεύγανε στα βουνά κι εκεί στις περήφανες κορφές,
στις δυσκολοδιάβατες κλεισούρες, στ’ άγρια φαράγγια και στα πυκνά τα
δάση στήνανε το λημέρι τους, το καθένα μια κολυμπήθρα λευτεριάς. Γυμνοί,
νηστικοί, ξυπόλητοι, κυνηγημένοι, μια ευχή είχανε στα χείλια τους,
“καλό βόλι”. Γύρευαν όχι ήσυχο, μα λεύτερο θάνατο. Αυτούς τους κλέφτες,
τη “μαγιά της λευτεριάς” τους αγάπαγε ο λαός, τους καμάρωνε, τους
υποστήριζε, τους έδινε τροφές-είταν οι προστάτες του. Όποιος Τούρκος ή
κοτζαμπάσης αδικούσε το ραγιά, τον τιμώραγε το βόλι του κλέφτη (…)
(…) Ο Μακρυγιάννης λέει πως από δέκα χρονών παιδί γίνηκε κλέφτης κι
ο Αινιάνας γράφει, πως “μόλις ο Καραϊσκάκης έφθασεν εις ηλικίαν να φέρη
όπλα και αμέσως κατετάχθη εις εν σώμα κλεφτών, σύνηθες καταφύγιον των
εχόντων εντονώτερον της ελευθερίας το ελατήριον”. Υπάρχει και τούτη δω η
πληροφορία του Καρκαβίτσα, που την άντλησε από επιτόπια παράδοση: “Ως
δεκαπέντε χρονών πέρασε από το Μουζάκι κι έβαλε ένα κορίτσι γνώριμό του
ψωμί να του ζυμώση, το πήρε κι έφυγε κλέφτης. Εδώ φαντάζεται κανείς τι
άγριες και φλογερές φωτιές θα καίγανε μέσα στο νου αυτού του παιδιού”.
Όλες οι μαρτυρίες που έχουμε βεβαιώνουν, πως δεν πρέπει νάταν
πιότερο από δεκαπέντε χρονών παιδί όταν πρωτογίνηκε κλέφτης. Μα την
απόφαση να βγει στο κλαρί δεν την πήρε έτσι ξαφνικά, όπως το θέλει ο
Καρκαβίτσας, κι ούτε πήγε ψυχογιός σ’ αλλονού νταϊφά, όπως λέει ο
Αινιάνας. Κάπως διαφορετικά γίνηκαν τα πράματα.
Τα χωριατόπουλα, που όταν πρωτόφτασε στη Γράλιστα άγρια τον
κυνήγησαν, άρχισαν σιγά-σιγά να κάνουν παρέα μαζί του. Δεν άργησε, τούτο
το δοκιμασμένο κιόλας από τη ζωή τολμηρό και πανέξυπνο παιδί, να
ξεσηκώνει τα μυαλά των πιο ψυχωμένων συνομήλικών του. Φτάσανε μια
ψευτοσυμμορία. Άλλοτες έπιαναν τον πετροπόλεμο μ’ άλλα χωριατόπουλα κι
άλλοτες αρπάζανε γίδια, τα σούβλιζαν, τάψηναν κι έπειτα τόριχναν στο
τραγούδι και στο χορό, λογαριάζοντας τους ευατούς τους τρανούς κιόλας
κλέφτες.
Τούτα όμως τα κατορθώματά τους παράγιναν και τότες άρχισε ο
κατατρεγμός. Δεν τους απόμενε άλλο τίποτα, παρά να οικονομήσουν κανένα
παλιοντούφεκο και νάβγουν ζορμπάδες. Και σε λίγο τριγύρναγαν αρματωμένοι
πια στα βουνά. Μ’ αρχηγό τον πιο άξιό τους, τον Καραΐσκάκη, που μόλις
χνούδιζε το μάγουλό του, σβάρνιζαν τ’ Άγραφα με τα θεόρατα βουνά -την
Καράβα, την Τσουρνάτα, τον Άη Λιά, με τα νερά, τα έλατα, τα πλατάνια και
τους δέντρους- που ολονών οι κορυφές σχίζουνε τον ουρανό πάνω από τα
δυο χιλιάδες μέτρα, Και είταν, όπως είπαμε, τα πιο δύσκολα χρόνια για
την κλεφτουριά. Άλλοι κι άλλοι τρανοί αρματωλοί και κλέφτες είτε
ξεπατώνονταν είτε προσκύναγαν τον Αλήπασα κι αυτά τα παλιόπαιδα τότες
σηκώσανε μπαϊράκι.
Οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θελ’ να προσκυνήσει.
Ψηλά στην πέτρα κάθονταν, τον τάμπουρα λαλούσε:
“Εγώ ραγιάς δε γίνουμαι, χαράτσι δεν πλερώνω”.
Σαν έμαθε ο μπουλούκμπασης πως κάτι καινούργια αγκάθια φυτρώσανε
στα βουνά, πήρε κάμποσους τζοανταραίους και τράβηξε κατά τη Γράλιστα,
περνώντας από την Αγία Μαρίνα και τον Άη Θανάση, να ζώσει τα κλεφτόπουλα
από παντού, να τα πιάσει ζωντανά και τότες θα βλέπαν πόσες ουρές είχε ο
βούρδουλάς του. Τ’ αμούστακα παληκάρια, άμα τους είδανε να ροβολάνε
κατά κει, πιάνουν μετερίζια στον Άη Θανάση. Τους αφήνουν να σιμώσουν
ίσαμε λίγες δρασκελιές κι ο Καραϊσκάκης δίνει το πρώτο πολεμικό του
πρόσταγμα:
-Βαράτε, παληκάρια!
Και τότες τι να δεις; Οι φοβεροί τζοανταραίοι, που περπατάγανε κι
έτρεμε η γης, κατρακυλούσανε στα βράχια μαζί με τις χαντζάρες τους και
τα καφτάνια τους. Τρεις απόμειναν σκοτωμένοι κι οι άλλοι το βάλανε στα
πόδια να γλυτώσουν. Από κείνη τη μέρα τράνεψαν τα παιδαρέλια.. Πήρανε
όνομα σ’ όλα τα γύρω μέρη και στόλισαν τα σελάχια τους με τ’
ασημοδουλεμένα άρματα των Τούρκων που ξεπάστρεψαν.
Το δεύτερο κατόρθωμά τους γίνηκε σε κάτι βαφτίσια στη Γράλιστα,
όπου πήγανε να γλεντήσουν και να δειχτούν. Άμυαλα ακόμα καθώς είτανε,
καταφρόνεσαν τον κλέφτικο νόμο, πως ποτέ δεν πρέπει να κονακιάζουν το
βράδι εκεί όπου περάσανε τη μέρα τους. Δώσανε οι τζασίτηδες είδηση στο
ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η Τουρκιά και μπλοκάρισε το σπίτι όπου
μένανε. Τότες για πρώτη φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του
Καραϊσκάκη.
-Πάρτε, λέει στ’ άλλα κλεφτόπουλα, ό,τι κάπες είναι κι άμα θ’ ανοίξω την πόρτα, να τις πετάξετε όξω ούλοι μεμιάς.
Όπως τόπε γίνηκε. Ακούνε οι Τούρκοι ν’ ανοίγει η πόρτα και
μισοξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι τις κάπες κι αδειάζουν πάνω τους όλα
τους τα ντουφέκια. Ώσπου να ξαναγεμίσουν, χυμάνε όξω τα κλεφτόπουλα,
ζαρκάδια στα ποδάρια, ροβολάνε τον κατήφορο και γίνουνται άφαντα.
Μα στον Καραΐσκάκη δεν έφτασε πως γλύτωσε. Ήθελε κιόλας να
ξευτελίσει το ντερβέναγα. Οδηγάει λοιπόν απ’ άλλονε δρόμο τα
παληκαρόπουλά του, πιάνει ένα ψήλωμα στις πλάτες των Τούρκων και τους
ρίχνει από κει δυο-τρεις κοροϊδευτικές μπαταριές (…)
================
Στο Θύμιο... Εμπρός για Νέα Μεσολόγγια! Η Νέα Τάξη θέλει να σβήσει τέτοια έπη από τη λαϊκή συνείδηση...
Στη μνήμη του Θύμιου Παπανικολάου, την ψυχή και καρδιά του "Ρεσάλτο"...
"ΡΕΣΑΛΤΟ"
Το ’21 και οι σύγχρονοι γενίτσαροι
Κάθε χρόνο, τούτες τις μέρες, όπως επισημαίνει και ο φίλος Στάθης, ακούμε τις «συνήθεις μπαρούφες από τους εθνικιστές και τους εθνομηδενιστές (τις δύο δηλαδή όψεις του ενός και του αυτού νομίσματος, εκείνου του νεοφιλελευθερισμού και της αποβλάκωσης – αυτά πάνε πολύ συχνά μαζί)». Δεν χρειάζεται, συνεπώς, να γράψουμε καινούργιο κείμενο. Αναδημοσιεύουμε...Το ΄21: Δραματικά επίκαιρο…
«Πέτρα πάνω στην πέτρα
Να μη μείνει Εμείς δεν προσκυνάμε»
Κολοκοτρώνης
Πάντα
τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα δεν αποτέλεσαν μόνο τα φωτεινά σύμβολα και
τους πυροδότες της λαϊκής οργής, αλλά και... αντικείμενα εμπορίας,
πατριδοκαπηλίας και παραχάραξης…
Να μη μείνει Εμείς δεν προσκυνάμε»
Κολοκοτρώνης
Το ΄21 δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτόν τον …κανόνα!
Υπέστη και αυτό πολλαπλή παραχάραξη από τους πατριδοκάπηλους και τους ποικίλους και πολύχρωμους πολιτικούς εμπόρους.
Την πλέον, όμως, μοχθηρή και αυθάδη παραχάραξη υπέστη το ΄21, καθώς και το ΟΛΟΝ του ιστορικού γίγνεσθαι, από τους σημερινούς «ιστορικούς» και ιδεολογικούς ιπποκόμους του αυτοκρατορικού Μεσαίωνα που ζούμε: Του ΥΠΕΡ-εθνικού ιμπεριαλισμού (Νέα Τάξη).
Ο Στάθης περιγράφει και αναλύει εξαίρετα αυτό το «φαινόμενο» της παραχάραξης και ισοπέδωσης της Ιστορίας και του Πολιτισμού από τις δυνάμεις της διεθνούς χρηματιστηριακής μαφίας.
Διαβάστε το κείμενο του Στάθη εδώ:
http://resaltomag.blogspot.gr/2017/03/1.html
Το ΡΕΣΑΛΤΟ έχει γράψει άπειρα κείμενα πάνω σε όλα αυτά. Θα αναδημοσιεύσουμε, ενδεικτικά, το παρακάτω. Βρίσκεται, μαζί με άλλα σχετικά, εδώ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?p=34377#34377
Το ΄21 και η παραχάραξή του
Σήμερα, η παραχάραξη της Ιστορίας αποτελεί στρατηγική επιλογή του διεθνούς κεφαλαίου, των μηχανισμών του (Νέα Τάξη) και των πολιτικών υπηρετών του.
Στη χώρα μας η υλοποίηση αυτής της μακάβριας στρατηγικής έχει εκδηλωθεί πολυεδρικά και πολυκέφαλα: Το έκτρωμα του σχολικού βιβλίου της ιστορίας της κυρίας Ρεπούση, οι δήθεν «ιστορικές» τεκμηριώσεις των επιδοτούμενων «μοντέρνων ιστορικών», η τετράτομη φιλοτουρκική ιστορία των Βαλκανίων, η χρηματοδοτούμενη από τον Σόρος, οι δόλιες «πρακτικές» των υπουργείων Παιδείας, ιδιαίτερα της κυρίας Διαμαντοπούλου (Θάλεια Δραγώνα, σχολικά συγγράμματα κ.λπ), ποικίλες ΜΚΟ και πολλά άλλα…
Επίσης με όλα τα παραπάνω ενορχηστρώθηκε και η δόλια, αλλά και χυδαία πρακτική των ΜΜΕ και του τηλεθεάματος. Μια «πρακτική» που αποστείρωνε κάθε ιστορικό χυμό και επαναδιατύπωνε την Ιστορία σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διεθνών ελίτ του χρήματος, χρησιμοποιώντας όλα τα σύνεργα του πλαστογράφου ταχυδακτυλουργού…
Βεβαίως η νεοταξική αυτή στρατηγική της παραχάραξης της ιστορίας δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορική συγκρότηση των εθνών-κρατών και των μεγάλων εθνικών Επαναστάσεων. Είναι ΓΕΝΙΚΗ: Αγκαλιάζει και όλον τον 20ο αιώνα, όλες τις αγωνιστικές μνήμες και τα ιστορικά γεγονότα των μεγάλων λαϊκών αγώνων.
Η Νέα Τάξη θέλει να σβήσει από την ιστορία και από τις συνειδήσεις των λαών κάθε αγωνιστική μνήμη και κάθε ιστορικό γεγονός που αμφισβήτησε το σύστημά της και ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΕ στις εξουσίες του κεφαλαίου.
Η Επανάσταση του 1821 ενοχλεί ιδιαίτερα. Οι σύγχρονοι ραγιάδες δεν μπορούν να ανεχτούν το «Ελευθερία ή Θάνατος»: το μήνυμα που βελονιάζει και πυροδοτεί τη «λαϊκή ψυχή»…
Γι αυτό τα ’21 τα τελευταία χρόνια βρίσκεται υπό διωγμό…
Για την Επανάσταση του 1821 έχουμε γράψει άπειρα κείμενα.
Παραπέμπουμε ενδεικτικά στα κάτωθι λινκ:
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?p=26717#26717
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=5382
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=5365
http://www.resaltomag.gr/forum/viewtopic.php?t=5485
Θα αναδημοσιεύσουμε και κάποια με ιδιαίτερο και επίκαιρο πολιτικό ενδιαφέρον.
Αρχίζουμε με ένα απόσπασμα από το άρθρο:
«Η Επανάσταση του ΄21 υπό διωγμό και η αποδόμηση της Ιστορίας».
Γράφτηκε τον Απρίλιο του 2006 και ολόκληρο βρίσκεται εδώ:
http://www.resaltomag.gr/150.mag
To 1821
Έχει ειπωθεί ότι «το σπουδαιότερο γεγονός στην Ιστορία της Γαλλίας ήταν η άλωση της Βαστίλλης». Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν ιστορική τομή.
Ωστόσο το πιο συγκλονιστικό γεγονός στην Ιστορία του ανθρώπου είναι το ΄21! «Ποτέ τόσο πολύ λίγοι δεν κάμανε για τόσο πολλούς τόσα πολλά» όσα οι Έλληνες.
Βεβαίως το ΄21 το διδαχτήκαμε σύμφωνα με τις αφηγήσεις των νικητών, της εξουσίας και του χρήματος. Μας εδόθη το ανεστραμμένο είδωλό του. Για να γνωρίσει κανείς το αληθινό Εικοσιένα, όπως μας λέει ο Δημήτρης Φωτιάδης, «πρέπει να σκύψει πάνω σε άλλα κείμενα, σ΄ εκείνα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ΄ αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καριοφίλι κι΄ άστραφτε το γιαταγάνι και στα απομνημονεύματα των αγωνιστών –του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, του Σπυρομίλιου, του Περραιβού, του Σπηλιάδη και άλλων. Δύο ήταν τα Εικοσιένα : Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων…».
Ωστόσο η «ουσία» και η «ψυχή» του ’21, που είναι το αίσθημα της Ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας όχι μόνο δεν έχουν ατροφήσει, αλλά είναι βαθιά χαραγμένα στην ελληνική λαϊκή συνείδηση.
Το ΄21 παραμένει και σήμερα η φλόγα που ανάβει στις καρδιές των υποδουλωμένων λαών γενναία αισθήματα ελπίδας και ηρωισμού. Μια φλόγα που πυροδοτεί και σήμερα τον ελληνικό λαό να βγει από τη νάρκη του και να τινάξει από πάνω του όλους αυτούς που εμπορεύονται την τύχη του και τη ζωή του.
Αυτές τις φλογερές μνήμες τρέμουν σήμερα αυτοί που θέλουν τους λαούς ναρκωμένους και υπόδουλους. Γι αυτό θέλουν να αποδομήσουν το «θρύλο» και τα σύμβολα της Επανάστασης του ΄21. Εξατμίζουν τους χυμούς της, εξανεμίζουν το «πάθος και το λογικό» της, αδειάζουν το περιεχόμενό της, καταλύουν την ιστορική «ψυχή»της: καταλύουν κάθε διαλεκτική, κάθε αναδρομή βάθους πέρα από τη «γεωγραφία του χρόνου». Τη μετατρέπουν σε ένα ξενέρωτο παραμύθι θεμελιωμένο πάνω στα άκαμπτα και ακίνητα ιδεολογήματα της «Νέας Εποχής». Κάποιοι «νέοι ιστορικοί» δεν αρκούνται μόνο στην «απομυθοποίησή» της αλλά προχωρούν ακόμα παραπέρα: χαρακτηρίζουν τους επαναστάτες και τρομοκράτες. Χρησιμοποιούν δηλαδή το πλαίσιο των «κριτηρίων» του αυτοκρατορικού λόγου…
Οι ραγιάδες της Νέας Τάξης προπαγανδίζουν το ραγιαδισμό. Γιατί είναι ραγιαδισμός όταν όχι μόνο επικαλύπτεις, αλλά επιχειρείς και να διαγράψεις από τη λαϊκή συνείδηση αυτό που χάραξε η επανάσταση του ΄21: Ότι η ελευθερία δεν δωρίζεται, αλλά κατακτάται με αγώνες και αίμα.
«Ελευθερία ή θάνατος». Αυτό είναι το μήνυμα του ΄21, που βελονιάζει και πυροδοτεί και σήμερα τη λαϊκή «ψυχή». Μήνυμα επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε και αποτυπωμένο βαθιά στη συνείδηση του Έλληνα.
Τη λευτεριά τους οι αγωνιστές του ΄21 έπρεπε μονάχοι τους να την κερδίσουν. Και την κέρδισαν. Έχυσαν ποτάμια αίμα. Γυμνοί, πεινασμένοι, προδομένοι τόσες φορές από τους κοτζαμπάσηδες και τους πολιτικάντηδες, υπέμειναν τα πάντα, έχοντας πάρει την υπέρτατη απόφαση: λευτεριά ή θάνατος.
Και αυτή η απόφαση πουθενά αλλού δεν βρήκε τόσο υψηλή και ηρωική έκφραση, όσο στην έξοδο του Μεσολογγίου και στο χορό του Ζαλόγγου.
Η Νέα Τάξη θέλει να σβήσει τέτοια έπη από τη λαϊκή συνείδηση.
Εμείς λέμε: Εμπρός για Νέα Μεσολόγγια!
Σχόλια