Ας «εξοργιστεί» ο Κάιζερ ας «θυμώσει» και η Μέρκελ: Το γερμανικό παιχνίδι δεν ταιριάζει στα ελληνικά συμφέροντα…
Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΡΟΥΜΠΑΝΗ
«Δεν ημπορούμεν να φέρωμεν Γερμανούς. Ο βασιλεύς ανησυχεί ότι θα εξοργισθεί ο Κάιζερ. Αλλά επιτέλους ας θυμώσει!»*, αναφώνησε εν έτει 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος κι η φωνή του δείχνει να σκίζει το χρόνο και να φτάνει μέχρι σήμερα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Οξυδερκής πολιτικός ων, που τον δικαίωσε η Ιστορία, απέρριπτε την προοπτική μαγειρέματος μιας «σούπας» στην Εγγύς Ανατολή υπό την εποπτεία του Βερολίνου, το οποίο ήδη χειραγωγούσε την Τουρκία και πολύ ήθελε να θέσει υπό τον έλεγχό του και την Ελλάδα στη λογική ότι δεν πρέπει οι δυο «καλοί» γείτονες να μαλώνουν.
Και λογική ήταν η επιμονή του, καθώς δεν είχε παρά μόνο να χάσει η χώρα από μια τέτοια επιλογή, η οποία αποσκοπούσε στη διατήρηση του στάτους κβο στην περιοχή με μια μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία και δίπλα της μια κακόμοιρη και παραιτημένη από τα δίκαιά της Ελλάδα.
- Στην ανατολή της νέας εποχής που χάραζε, πεποίθησή του ήταν η ακλόνητα προσανατολισμένη πολιτική συνεργασίας με τις δυνάμεις της Συνεννόησης (Entente) για πολλαπλά κέρδη.
«Επιτέλους ας θυμώσει και η Μέρκελ», θα έλεγε σήμερα και θα έκοβε με το μαχαίρι τα κανακέματα του ιδιότυπου ελληνοτουρκικού διαλόγου, τον οποίο ευλογούν οι Γερμανοί και η δική τους ΕΕ χάριν ιδίων (σταθερών και παραδοσιακών) οικονομικών συμφερόντων που αναπτύσσουν στη χώρα του κακότροπου ξεπεσμένου γείτονα.
Έγινε ο,τι έγινε τον περασμένο χειμώνα στον Έβρο, έγινε ο,τι έγινε το καλοκαίρι και μέχρι προχτές στο Αιγαίο και τη Ν. Α. Μεσόγειο από τον γυρολόγο ταραξία, αλλά τίποτα το παράνομο δεν βλέπει η γερμανική τυφλόμυγα κι ας έχει ξεσκίσει η Άγκυρα κάθε έννοια του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της θάλασσας.
Μέχρι τη Ραφήνα παραλίγο να φτάσει το «Τσεσμέ» προκειμένου να διευρύνει όσο το δυνατό περισσότερο το χώρο διεκδικήσεων των εντολέων του. Ψευτοπαλληκαράδες πάντα με ξένες πλάτες δεν ποντάρουν στην ανύπαρκτη ναυτοσύνη τους και γενικώς στο δήθεν αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεών τους αλλά μόνο στη στήριξη που απολαμβάνουν από έναν ισχυρό συνδυασμό ξεχωριστών συμφερόντων δύο παιχτών, έναν στη Δύση, τη Γερμανία, κι έναν στην Ανατολή, τη Ρωσία.
Επικίνδυνο ένα τέτοιο ρίσκο, γιατί όπως στις αρχές του 20ου αιώνα έτσι και στις αρχές του 21ου απειλούνται οι παγκόσμιες ισορροπίες κι όποιος δίνει πλάτες στον ταραξία, θα εισπράξει τις συνέπειες που συνοδεύουν τις επιλογές του.
Παρά ταύτα ο Νίκος Δένδιας αποδέχεται την πρόταση του Μεσούτ Τσαβούσογλου να μεταβεί στη γείτονα για ουσιαστικές πλέον και όχι τεχνοκρατικής φύσης «διερευνητικές συνομιλίες», όπως αυτές που είχαν οι επιτροπές εμπειρογνωμόνων Ελλάδας και Τουρκίας τις τελευταίες εβδομάδες. Τι θετικό προέκυψε από αυτές τις «διερευνήσεις» για να αναβαθμίσει η Αθήνα την προσέγγισή της με την Άγκυρα, δεν μπήκε μέχρι στιγμής στον κόπο να μας εξηγήσει ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας.
- «Δεν μπορεί να δοθεί λευκή επιταγή στην Τουρκία, όπως δεν δίνεται σε καμία χώρα», λέει στην πρόσφατη συνέντευξή του στα «Νέα», προφανώς για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ωστόσο όταν δεν αιτιολογεί με πειστικότητα τις κινήσεις του είναι σα να ρίχνει «λευκή πετσέτα» στον πάγκο.
Το λογικότερο θα ήταν να αξιοποιήσει περισσότερο τα νέα δεδομένα που διαμορφώνει η νέα ηγεσία του Λευκού Οίκου, η οποία πλέει σε εντελώς διαφορετική ρότα από αυτήν που είχε χαράξει ο απερίγραπτος Τραμπ, και να αναπροσανατολίσει την πολιτική του, αλλά δεν το κάνει επαρκώς τουλάχιστον.
Γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι εκείνοι στην Αθήνα που ανησυχούν και προβληματίζονται, με κορυφαίο τον πρώην πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος βλέπει τις προοπτικές των συνομιλιών αυτών «μάλλον δυσοίωνες, αν αναλογισθεί κανείς αφενός την όλη, καταδήλως προκλητική, στάση της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, ιδίως κατά την διάρκεια του 2020, με τις χωρίς ίχνος ενδοιασμού παραβιάσεις, εκ μέρους της, του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου», όπως επισημαίνει σε πρόσφατο μακροσκελές άρθρο του στην ιστοσελίδα «i-eidiseis.gr».
Κρούει ευθέως τον κώδωνα του κινδύνου στην Αθήνα ο πρώην πρόεδρος, αλλά όπως φαίνεται δεν απευθύνεται σε ώτα ακουόντων.
Δυστυχώς η φωνή του έρχεται να συμπληρωθεί σε εκείνες πολιτικών παρατηρητών που διαπιστώνουν ότι γενικώς το πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα δεν είναι έτοιμο να χειριστεί τα συμφέροντά του μπροστά στις νέες προκλήσεις, όπως δεν δείχνει την πρέπουσα επάρκεια στη διαχείριση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που συσσωρεύει η κρίση της πανδημίας του κορονοϊού.
*Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ, σελίδα 278.
==================
Σχόλια