Γιατί η Τουρκία έχει αποπλεύσει από τη Δύση – Ο νεοοθωμανισμός δεν είναι παρένθεση

Γιατί η Τουρκία έχει αποπλεύσει από τη Δύση – Ο νεοοθωμανισμός δεν είναι παρένθεση, Σταύρος Λυγερός

Μετά από 19 σχεδόν χρόνια στην εξουσία, ο Ερντογάν έχει αλλάξει ριζικά την Τουρκία. Με αυτή την έννοια, αυτό που συνέβη στη γειτονική χώρα είναι πραγματική επανάσταση, έστω κι αν ο τρόπος που έγινε διαφέρει ποιοτικά από τις κλασικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Το γεγονός ότι κατά κανόνα οι δυτικές ηγεσίες εθελοτυφλούν, δεν σημαίνει ότι δεν ισχύει. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Πώς, όμως, είναι δυνατόν η ιδεολογική οπτική και το προσωπικό πολιτικό συμφέρον ενός ηγέτη να μπορούν να επιφέρουν μία τόσο μεγάλη στροφή στον γεωπολιτικό προσανατολισμό μία χώρας; Μετά από δεκαετίες πρόσδεσης στη Δύση, οι οποίες διαμόρφωσαν αντιλήψεις, επιρροές και συμφέροντα, γιατί δεν υπήρξαν ισχυρές αντιστάσεις από τις εκεί παραδοσιακές άρχουσες ελίτ;

Το ερώτημα είναι καίριο και για να απαντηθεί πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η παραδοσιακή σχέση της τουρκικής οικονομικής ελίτ με την πολιτική εξουσία, σε συνδυασμό με την ατροφική “κοινωνία των πολιτών” στην Τουρκία. Ο δεύτερος είναι οι τεκτονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί από το 2002, όταν κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.

Η επιχειρηματική τάξη

Τόσο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και στη συνέχεια στην Τουρκική Δημοκρατία, οι μεγάλοι επιχειρηματίες ασκούσαν συγκριτικά με τη Δύση πολύ μικρή πολιτική επιρροή. Και στις δύο περιόδους, η πολιτική εξουσία είχε απολύτως το πάνω χέρι, επειδή έλεγχε το κράτος. Στην οθωμανική περίοδο ήταν ο σουλτάνος, που και θεσμικά είχε απόλυτη εξουσία επί των υπηκόων του, ανεξαρτήτως του πλούτου που αυτοί κατείχαν.

Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1923, την πολιτική εξουσία κατείχε –στο πλαίσιο ενός αυταρχικού καθεστώτος που χαρακτηριζόταν από έντονο κρατισμό– η υπό τον Κεμάλ ομάδα των στρατιωτικών που ηγήθηκε του πολέμου και της ίδρυσης του εθνικού κράτους, το οποίο διαδέχθηκε την αυτοκρατορία. Οι επιχειρηματίες της εποχής δεν είχαν το περιθώριο να διεκδικήσουν μερίδιο επιρροής. Ήταν, άλλωστε, σχετικά αδύναμοι. Αυτό δεν άλλαξε πολύ μεταπολεμικά, όταν, για να προσαρμοσθεί στα δυτικά πρότυπα, η Τουρκία υιοθέτησε τον πολυκομματισμό.

Σταδιακά, στη γειτονική χώρα αναπτύχθηκαν μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό ίχνος. Στη διαπλοκή τους με την πολιτική ελίτ, όμως, δεν κατάφεραν ποτέ να πάρουν το πάνω χέρι. Αυτό δεν άλλαξε, στα χρόνια που κυβερνά το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Πολύ περισσότερο, όταν ο Ερντογάν συγκρότησε το δικό του καθεστώς. Φρόντισε, μάλιστα, ακριβώς για να στείλει το μήνυμα σε όλους, να εξοντώσει με εμβληματικό τρόπο αντίθετους μεγαλοεπιχειρηματίες, ειδικά έναν μεγαλομιντιάρχη που είχε σταθεί απέναντί του.

“Αγαπημένο παιδί” της Δύσης ο Ερντογάν

Αρχικά, ο Ερντογάν ήταν το “αγαπημένο παιδί” της Δύσης. Μετατράπηκε σταδιακά σε πρόβλημα, όταν άρχισε να ξεδιπλώνει τη δική του ατζέντα για τον ρόλο της Τουρκίας. Τότε φάνηκε ότι δεν την οραματιζόταν ούτε σαν ακροτελεύτιο κρίκο στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, ούτε σαν “γέφυρα” της Δύσης προς τον μουσουλμανικό κόσμο, όπως φαντασιώνονταν η κυβέρνηση Ομπάμα και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τότε φάνηκε πως ο Ερντογάν ήθελε την Τουρκία αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, η οποία να κάνει παιχνίδι για τον εαυτό της.

Ο Ερντογάν ξεδίπλωσε την ατζέντα του από το 2012, μετά την οριστική νίκη του στον δεκαετή άτυπο πόλεμο με το μετακεμαλικό “βαθύ κράτος”. Όταν οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν την τάση γεωστρατηγικής αυτονόμησής του, του έστειλαν το απειλητικό μήνυμα με την έρευνα για διαφθορά που διεξήγαγε το ελεγχόμενο από τους ίδιους δίκτυο Γκιουλέν στους μηχανισμούς του τουρκικού κράτους.

Αντί, όμως, ο Ερντογάν να σπεύσει να υποκύψει και να προσαρμοσθεί, κήρυξε τον πόλεμο και άρχισε να ξηλώνει το δίκτυο Γκιουλέν και με αυτό το πρόσχημα όλα τα δυτικά δίκτυα που διακινούσαν την επιρροή των Αμερικανών και Ευρωπαίων στην Τουρκία. Έτσι φθάσαμε στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το οποίο έδωσε τη νομιμοποιητική βάση για μαζικές εκκαθαρίσεις σ’ όλο το εύρος των κρατικών μηχανισμών και όχι μόνο.

Για να ξηλώσει τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά δίκτυα επιρροής, ο Ερντογάν έπαιξε δυνατά όχι μόνο το χαρτί της συνωμοσίας του Γκιουλέν, αλλά και το –με βαθιές ιστορικές ρίζες στην τουρκική κοινωνία– αφήγημα ότι η Δύση μεθοδεύει τον ακρωτηριασμό της Τουρκίας. Καλλιέργησε αυτό το αφήγημα, επικαλούμενος την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας σαν απόδειξη ότι δρομολογείται η δημιουργία κουρδικού κράτους.

Το συγκρότημα εξουσίας του Ερντογάν

Αποτέλεσμα όλων αυτών και ειδικά του αποτυχημένου πραξικοπήματος ήταν, επίσης, ότι η Τουρκία οδηγήθηκε σε μία δεύτερη μεταπολίτευση. Η πρώτη ήταν η δεκαετής μετάβαση από το μετακεμαλικό καθεστώς στο νεοοθωμανικό. Η δεύτερη ήταν η μετάλλαξη του νεοοθωμανικού καθεστώτος σε ένα καθεστώς, όπου δεσπόζει η προσωπικότητα του Ερντογάν και γύρω της έχουν συσπειρωθεί οι αντιδυτικές δυνάμεις της Τουρκίας.

Στο μετακεμαλικό καθεστώς κυριαρχούσε συλλογικά μία πολιτική-κρατική ελίτ, πλαισιωμένη από μία οικονομική-κοινωνική ελίτ. Στο νεοθωμανικό ρεύμα ο Ερντογάν ήταν ο ηγέτης, αλλά συγκυβερνούσε μία ηγετική ομάδα και ατύπως από κοινού με το δίκτυο Γκιουλέν. Σήμερα το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν 10-15 χρόνια.

Ηγετικά στελέχη έχουν περιθωριοποιηθεί, ενώ άλλα, όπως π.χ. οι Γκιούλ, Μπαμπατζάν και Νταβούτογλου έχουν στραφεί εναντίον του Ερντογάν. Θεωρούν όχι αδικαιολόγητα ότι η απομάκρυνση από τη Δύση θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για την Τουρκία. Την ανησυχία αυτή συμμερίζονται πολλοί στις παραδοσιακές άρχουσες ελίτ της χώρας, αλλά είναι ανίσχυροι να επηρεάσουν τα πράγματα, φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν σαν μέρος της “συνωμοσίας” του Γκιουλέν.

Ο Ερντογάν, λοιπόν, από ηγέτης ενός ρεύματος έχει μετατραπεί σε άτυπο μονάρχη, σε αιρετό νεοσουλτάνο. Είναι ενδεικτικό ότι κατά κανόνα περιβάλλεται όχι από την παλιά φρουρά των στελεχών του κόμματός του, αλλά από συγγενείς και υποτακτικούς, καθώς και από εκείνα τα στελέχη του παραδοσιακού “βαθέος κράτους” που είναι φορείς αντιδυτικής ιδεολογίας, τους λεγόμενους ευρασιανιστές.

Η Τουρκία έχει χαθεί για τη Δύση

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται και κατανοούνται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας. Είναι πεπεισμένος πως εάν επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί” θα γίνει όμηρος. Τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής θα ανασυσταθούν και πιθανότατα θα χρησιμοποιηθούν για να μεθοδευθεί η αποκαθήλωσή του.

Με τον τρόπο αυτό προσδίδει ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα, το οποίο μόλις και μετά βίας κάλυπτε η ιδιότυπη και κατά πολλούς πολιτικά ανεξήγητη σχέση του με τον πρώην πρόεδρο Τραμπ. Η αντίθεση δεν είναι πλέον ανάμεσα στο αμερικανικό “βαθύ κράτος” και στον Ερντογάν. Δεν είναι μονοδιάστατα πολιτική. Είναι ταυτοχρόνως και πολιτισμική. Είναι ανάμεσα στη Δύση και στη “βαθιά Τουρκία”, έστω κι αν οι Δυτικοί, με την εξαίρεση του προέδρου Μακρόν, αρνούνται να το συνειδητοποιήσουν.

Αυτό φάνηκε καθαρά στην υπόθεση της Αγίας Σοφίας. Η μετατροπή του ιστορικού μνημείου σε τζαμί και όλη η τελετή της πρώτης μουσουλμανικής προσευχής με το ξίφος του ιμάμη παραπέμπουν σε συμβολική αναβίωση των θρησκευτικών πολέμων: από τη μία πλευρά το Ισλάμ κι από την άλλη η χριστιανική Δύση. Το ίδιο συνέβη με τις επιθέσεις της ισλαμικής τρομοκρατίας στη Γαλλία, οι οποίες και οδήγησαν τον Μακρόν να αναρτήσει τα σκίτσα του Charlie Hebdo σε δημόσια κτήρια.

Ο νεοοθωμανισμός του Ερντογάν, ως ιδεολογία και πολιτικό κίνημα, δεν έχει σκοπό μόνο να κλείσει την ιστορική παρένθεση του κεμαλισμού και να επανασυνδέσει την Τουρκία με το οθωμανικό παρελθόν της. Ήρθε και με τη φιλοδοξία να μετατρέψει την Τουρκία σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου σε μία άρρητη, αλλά σαφή αντιδυτική κατεύθυνση.

Μπορεί, λοιπόν, η οικονομική κρίση να έχει φθείρει την εικόνα του Ερντογάν, αλλά το ιδεολογικό αφήγημά του συνεχίζει να συγκινεί τη “βαθιά Τουρκία”. Κι αυτό δεν θα αλλάξει ριζικά ακόμα κι αν η πολιτική φθορά του Τούρκου προέδρου ενταθεί. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία –τουλάχιστον όσο στο τιμόνι της θα βρίσκεται το καθεστώς Ερντογάν– έχει ήδη χαθεί για τη Δύση. Και επειδή έχει χαθεί όχι μόνο πολιτικά, αλλά βαθύτερα, στο πολιτισμικό επίπεδο, πιθανότατα να μην επανέλθει στο δυτικό “μαντρί” ούτε στη μετά-Ερντογάν εποχή.

===============

 

Το “πραξικόπημα” στην Τουρκία άλλαξε εντελώς τον τρόπο σκέψης του Σουλτάνου: Η αυτοκρατορία του Ερντογάν…

Ένα από τα πιο αξιόλογα βιβλία που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια, το οποίο πραγματεύεται την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας επί Ερντογάν, είναι αυτό του διευθυντή του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο Ινστιτούτο της Ουάσιγκτον για τη Μέση Ανατολή (The Washington Institute for Near East) Σονέρ Τσαγατάυ, «Η αυτοκρατορία του Ερντογάν: Η Τουρκία και η πολιτική της στη Μέση Ανατολή», (Erdogan’s Turkey and the politics of the Middle East, I.B. Tauris, 2019).

Ο συγγραφέας, Τούρκος στην καταγωγή, εξετάζει τη διεθνή πορεία της Τουρκίας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, υπό την ηγεσία του σημερινού προέδρου και πρώην πρωθυπουργού της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Πρόκειται για την τρίτη συγγραφική απόπειρα που κάνει με επίκεντρο την πολιτική του Τούρκου ηγέτη. Προηγήθηκαν δύο άλλες, σχετικώς πρόσφατες εκδόσεις, The New Sultan: Erdogan and the crisis of modern Turkey (2017 και The rise of Turkey: the twenty-first century’s first Muslim power.

  • Ο Τσαγατάυ εξηγεί πώς ο Ερντογάν, τον οποίο περιγράφει ως τον πολιτικό με τη μεγαλύτερη επιρροή στην σύγχρονη Τουρκία, μετά τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, χρησιμοποιεί πολιτικώς το οθωμανικό παρελθόν για να νομιμοποιήσει την υπέρμετρη φιλοδοξία του να μετατρέψει την Τουρκία σε μια ανεξάρτητη και ταυτόχρονα την πιο ισχυρή δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο.

Στο πλαίσιο αυτό, πολύ ευστόχως ο συγγραφέας, επεξηγεί ότι η αντίληψη του Ερντογάν για την οθωμανική κληρονομιά της Τουρκίας είναι περισσότερο φανταστική και φαντασιακή παρά πραγματική.

Υπενθυμίζει εμφαντικώς ότι η απόφαση του Ερντογάν να απομακρυνθεί από τη Δύση και να αναπτύξει στενότερους δεσμούς με το Ιράν και συντηρητικές ή ακραίες ομάδες που ταυτίζονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, έχει ελάχιστη πραγματική ιστορική βάση. Το ίδιο ισχύει επίσης με τους ισλαμικούς ευσεβοποθισμούς του ως προς την εγχώρια ατζέντα.

Κατά καιρούς, οι Οθωμανοί σουλτάνοι αγκάλιασαν δυτικές ιδέες και αξίες, που οδήγησαν σε σημαντικές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, ανανεώνοντας την αυτοκρατορία. Επίσης, Οθωμανοί σουλτάνοι ανέπτυξαν συμμαχίες με μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, μερικές φορές μάλιστα πολέμησαν μαζί κοινούς εχθρούς.

Στην ανάλυση του Τσαγατάυ δεν διαφεύγει και η γεωπολιτική διάσταση του παράγοντα Ρωσία. Από το 2016, η «Αυτοκρατορία του Ερντογάν» βασίστηκε στις γενναιόδωρες χάρες της Ρωσίας για να διεισδύσει στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία.

Υπενθυμίζεται ότι παρόμοια διείσδυση επεχειρήθη ανεπιτυχώς και τη δεκαετία του 1990 από τους Κεμαλικούς. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, αυτό έρχεται σε αντίθεση με την οθωμανική περίοδο, όταν η Ρωσία θεωρούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως τον «μεγάλο ασθενή της Ευρώπης», την οποία ήθελε να διαμελίσει.

  • Σημαντικό είναι το κεφάλαιο που περιγράφει τη φύση των επιχειρηματικών και πολιτικών δεσμών της Τουρκίας καθώς και των επενδύσεων σε υποδομές σε μέρη τόσο μακριά όσο η υποσαχάρια και η Ανατολική Αφρική καθώς και η Κεντρική Ασία.

Η ανάλυσή του μπαίνει σε βάθος καθώς προσφέρει το ιστορικό τους πλαίσιο και την τρέχουσα γεωπολιτική σημασία. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η ολοένα αυξανόμενη συμμετοχή της Τουρκίας στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου στο παιχνίδι είναι οι περιφερειακοί ανταγωνισμοί μεταξύ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιγύπτου και των μοναρχιών του Κόλπου από τη μία πλευρά και της Τουρκίας και του Κατάρ από την άλλη.

Σε όλο το βιβλίο ο τούρκος ερευνητής αποφεύγει τη χρήση του όρου «νεο-Οθωμανισμός». Παρόλο που αυτό φαίνεται να είναι λογικό – ο όρος είναι ελάχιστα προσδιορισμένος και σημαίνει πολύ διαφορετικά πράγματα από διαφορετικούς χρήστες.

Θεωρώ ότι ο όρος «αυτοκρατορία του Ερντογάν» είναι επίσης προβληματικός γιατί αποδίδει στον Ερντογάν μεγάλη πίστωση γι’ αυτό ο Τσαγατάυ υποχρεούται να αναφέρεται συχνά στον Αχμέτ Νταβούτογλου προκειμένου να εξηγήσει τα στρατηγικά θεμέλια των διεθνών προοπτικών της Τουρκίας.

Η πιο σημαντική εσωτερική εξέλιξη στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια ήταν η απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016. Ο Τσαγατάυ επεξηγεί ότι οι δυτικές χώρες χρειάστηκαν μέρες, αν όχι εβδομάδες, για να καταδικάσουν την απόπειρα πραξικοπήματος και να δείξουν αλληλεγγύη στον Ερντογάν.

Ωστόσο, η καταδίκη της Ρωσίας ήταν γρήγορη, με τον Βλαντιμίρ Πούτιν να είναι ο πρώτος διεθνώς ηγέτης που τηλεφώνησε στον Ερντογάν στις 17 Ιουλίου (ο Ομπάμα δεν πήρε το τηλέφωνο μέχρι τις 19). Ο Τσαγατάυ ισχυρίζεται ότι αυτό ενίσχυσε τις αρνητικές υποψίες του Ερντογάν για τη Δύση και επιτάχυνε την απόφαση για τη δημιουργία ισχυρότερων δεσμών με τη Μόσχα.

Ο συγγραφέας είναι πεπεισμένος ότι στη σκέψη του Ερντογάν, επικρατεί ότι η Δύση εγκατέλειψε την Τουρκία όταν ο ίδιος βρέθηκε σε κίνδυνο. Αντιθέτως, με όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας, στην πραγματικότητα η απόπειρα πραξικοπήματος απορρίφθηκε ταχύτατα και απότομα από τη Δύση. Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ των θέσεων της Ρωσίας και της Δύσης ήταν ότι οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ εξέφρασαν αλληλεγγύη προς την κυρίαρχη κυβέρνηση και τη δημοκρατική διαδικασία, η οποία κατ’ επέκταση περιελάμβανε τον Ερντογάν.

  • Η υποστήριξη της Μόσχας απευθύνθηκε στον Ερντογάν προσωπικά, κάτι που για έναν αυταρχικό πολιτικό ήταν μια σημαντική διάκριση.

Παρόλες τις διαφωνίες που διατηρώ για το βιβλίο, πιστεύω ότι ο Τσαγατάυ έχει αποτυπώσει συγγραφικώς μία αξιόλογη έρευνα για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Προσφέρει βαθιές αναλύσεις για τον ρόλο της Τουρκίας όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Κεντρική Ασία, στην Αφρική, στον Καύκασο καθώς και το ιστορικό πλαίσιο της εξέλιξης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας υπό τον Ερντογάν.

Χρήστος Ιακώβου είναι Σύμβουλος του Προέδρου του ΚΣ ΕΔΕΚ για το Κυπριακό και Υποψήφιος Βουλευτής Λεμεσού

===========

Σχόλια