Γιώργος Ρακκάς
Οι
πρόσφατες αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου σχετικά με την σεξουαλική
της κακοποίηση από παράγοντα της Ομοσπονδίας, οι άλλες που πυροδοτήθηκαν
από αυτήν, και αφορούσαν περιστατικά στα οποία καθηγητές πανεπιστημίων
επιδείκνυαν αντίστοιχες συμπεριφορές, ρίχνουν φως σε μια στενάχωρη
πραγματικότητα που δυστυχώς παραμένει εδραία σε πολλές νησίδες της
κοινωνίας μας: Σε αθλητικούς, κοινωνικούς και επαγγελματικούς χώρους
λειτουργούν ακόμα κάποιες μικροφεουδαρχίες που θεωρούν θεμιτή την
απαίτηση τέτοιων «ανταλλαγμάτων» – το «τίμημα» για έναν καλό βαθμό, την
προώθηση σε μια θέση, την εύνοια κάποιας ηγεσίας.
Προφανώς και η
κοινωνία μας οφείλει να αντιμετωπίζει αταλάντευτη αυτά τα ζητήματα
εκφράζοντας κατηγορηματικά την απόρριψη των εν λόγω πρακτικών και
συμπεριφορών. Η έγκυρη, δε, καταγγελία της συμβάλλει στην πρόληψή τους.
Γιατί προφανώς όσο «τα στόματα παραμένουν κλειστά», τόσο
πολλαπλασιάζονται και τα θύματα αυτών των συμπεριφορών, ενώ, δίνεται η
εντύπωση ότι η κοινωνία έστω και σιωπηρά τις αποδέχεται.
Η διολίσθηση του #metoo στον ταυτοτικό πόλεμο
Θα
πρέπει να προσέξουμε, όμως, ώστε το γενικότερο κλίμα που διαμορφώνεται
κατά την αποκάλυψη και την αντιμετώπιση των περιστατικών αυτών να μην
οδηγεί σε γενική απώλεια του μέτρου και της ευθυκρισίας μας.
Το
κίνημα #metoo πέφτει σε αυτήν ακριβώς την παγίδα, παίρνει τις
ανδροκρατικές συμπεριφορές που βγαίνουν κατά καιρούς στην επιφάνεια της
επικαιρότητας και τις ανάγει σε μια υποτιθέμενη ‘πατριαρχία’ η οποία
τάχα διαποτίζει τις κοινωνίες του 21ου αιώνα στο σύνολό τους.
Δυο είναι τα στοιχεία από τα οποία το σύγχρονο ρεύμα καθορίζεται περισσότερο.
Το
πρώτο, έγκειται στο ότι το #metoo, όπως και το Black Lives Matter, και
τα άλλα τέτοια κινήματα που ανήκουν στον αστερισμό του ριζοσπαστικού
δικαιωματισμού κηρύσσουν έναν ανελέητο πόλεμο σε κάθε παρελθόν.
Πιστεύουν ότι ζούμε ακόμα στην ανθρώπινη προϊστορία –η νύχτα της
‘πατριαρχίας’, του ‘ρατσισμού’ που επιμένει από την εποχή της…
Βαβυλώνας, και σκιάζει εν τέλει κάθε άλλο πολιτιστικό και πνευματικό
επίτευγμα. Σε πολλές περιπτώσεις, κλασικοί όπως ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο
Βιργίλιος ή ο Σαίξπηρ έχουν ήδη καταδικασθεί και αφαιρούνται από τα
corpus των λογοτεχνικών και φιλολογικών σπουδών, ιδίως στον
αγγλοσαξονικό κόσμο. Αντιλαμβανόμαστε με αυτές τις κινήσεις, τι σημαίνει
ακριβώς η «αλλαγή» για τα ρεύματα αυτά. Όχι μια διαδικασία εσωτερικής
μετεξέλιξης όπου συνυπάρχουν η ασυνέχεια ορισμένων πλευρών του
παρελθόντος με τη συνέχεια άλλων, αλλά μια ολοκληρωτική «δολοφονία του
παρελθόντος». «Είναι μια λάμψη που δεν τη βλέπεις στο γυαλί, το διαμάντι
ή τις στάλες της βροχής/Αλλά το φως ενός κύματος κοριτσιών που
αρνούνται να τις σταματήσουν/ Δεν χρειαζόμαστε άδεια για την αποστολή
μας να φέρουμε την αλλαγή/Να είμαστε οι εαυτοί μας, με αυτοπεποίθηση
χωρίς διάθεση μετάνοιας, παράξενα όμορφες/Είμαστε η αυγή ενός
δισεκατομμυρίου ακτίνων». Αυτά είναι τα λόγια της νεαρής
αφροαμερικανίδας ποιήτριας Αμάντα Γκόρμαν, η οποία έκλεψε την παράσταση
στην ορκωμοσία του νέου Αμερικάνου Προέδρου, δηλώνοντας μάλιστα ότι θα
διεκδικήσει την ίδια θέση κάπου μέσα στην επόμενη δεκαετία!
Το
δεύτερο στοιχείο αυτών των νέων ρευμάτων είναι ότι εχθρεύονται κάθε
προοπτική συμφιλίωσης. Υπερβαίνουν ως προς αυτό, τα κινήματα που έδρασαν
μέσα στην νεωτερικότητα, και τα οποία με τον τρόπο τους το κάθε ένα,
έστω και ατελώς ή αντιφατικά, κατέληγαν στην «αδελφοσύνη» που κήρυξε η
Γαλλική επανάσταση, η οποία παρέμενε ο απώτερος τους σκοπός. Στον
αντίποδα των προηγουμένων, τα μεταμοντέρνα κινήματα δεν ενδιαφέρονται
καθόλου για καμία συμφιλίωση. Για το #metoo, κάθε άνδρας είναι δυνάμει
βιαστής, ενώ για το #black lives matter, κάθε λευκός ρέπει προς τον
ρατσισμό.
Έτσι, εκεί που ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δίδασκε τη
συναδέλφωση λευκών και αφροαμερικάνων μέσα από την υπέρβαση των
φυλετικών διαχωρισμών, οι σημερινοί επίγονοι (;)διεκδικούν την
επιβεβαίωσή του από την ανάποδη. Και εκεί που ο αγώνας για την ισότητα
των φύλων σήμαινε και κριτική στις κυρίαρχες νόρμες της κοινωνίας, ότι
δηλαδή δίνουν μεγάλη βαρύτητα στις «αρρενωπές» πλευρές της ταυτότητας
του ανθρώπου –κυριαρχία και επέκταση– και καθόλου στις «θηλυκές
–φροντίδα και αναπαραγωγή–, τώρα ο μεταμοντέρνος φεμινισμός απλά
επιδιώκει να αντιστρέψει αυτή την κυριαρχία εναντίον των ανδρών.[1]
«Οφθαλμός αντί οφθαλμού». Τα μεταμοντέρνα αυτά ρεύματα αντιτίθενται
στην «γραμματική» των παλαιότερων εξουσιών, αναπαράγοντας ωστόσο το
«συντακτικό» τους –για να παραφράσουμε μια ρήση του Γκυ Ντεμπόρ. Κυρίως
όμως, αποτυγχάνουν να συλλάβουν την έννοια της στράτευσης μεταφορικά,
που είναι η αφοσίωση σε ανώτερες αξίες, και την εννοούν στην κυριολεξία·
αντιλαμβάνονται επομένως τον εαυτό τους ως κήρυκες ενός εμφυλίου
πολέμου μεταξύ πολιτισμικών ταυτοτήτων. Μια αποστολή που φυσικά θα
ολοκληρωθεί δια της ολοκληρωτικής εξάλειψης του αντιπάλου, όπου αυτός
φυσικά είναι ο «ιστορικός άνθρωπος», με τις τραγικές του αντιφάσεις και
ατέλειες οι οποίες προφανώς και είναι αφόρητες για τον μονοφυσιτισμό
τους. Γι’ αυτό και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεταβάλλονται κατά
καιρούς σε ένα ανοιχτό, έκτακτο δικαστήριο μέσω του οποίου κάθε λογής
ύποπτος δικάζεται, καταδικάζεται και εκτελείται εικονικά αυτοστιγμεί. Η
«δολοφονία χαρακτήρων» είναι το αγαπημένο σπορ των κινημάτων αυτών.
Διόλου,
περίεργο, επομένως δεν είναι που στις ΗΠΑ η στάση του #metoo, ο
ευρύτερος ολοκληρωτισμός της πολιτικής ορθότητας, τροφοδότησε
αντανακλαστικά την ενίσχυση ιδεολογικών ρευμάτων που αναφέρονται στον…
‘ανδρικό σωβινισμό’ (male chauvinists), φαινόμενα που προφανώς βρήκαν
πολιτικό καταφύγιο στο πρόσωπο του Ντόναλτ Τραμπ, και ενίσχυσαν τη
δυναμική του.
Έχει καταντήσει κλισέ, σήμερα, να διαπιστώνουμε ότι
«η Αμερική είναι περισσότερο διχασμένη όσο ποτέ». Παραμένει αλήθεια,
όμως. Τα κινήματα, αυτά, συνέβαλαν κατά πολύ στο άνοιγμα του ρήγματος
αυτού. Ο διχαστικός τους χαρακτήρας κατασκευάζει έναν «εχθρό», ακριβώς
όπως τον θέλουν. Η περίφημη ‘παρακμή της Δύσης’, σήμερα, παίρνει τη
μορφή αυτού του ανελέητου, εμφύλιου ταυτοτικού πολέμου.
Η σχιζοφρένεια ενός μηδενιστικού προτάγματος
Αλλά
και της άρνησης του ίδιου του εαυτού της, στις καλύτερές του πλευρές.
Στην Ευρώπη, περισσότερο, αλλά και στις ΗΠΑ, αυτού του τύπου ο
‘ριζοσπαστικός δικαιωματισμός’, αρέσκεται να εντοπίζει και να
αναδεικνύει κάθε είδος διαφορετικότητα, πανηγυρίζοντας για τα
πολυπολιτισμικά του ήθη. Οι ίδιοι άνθρωποι που είναι έτοιμοι για την
σαρωτικότερη σταυροφορία όταν αφορά στο #metoo, θεωρούν από την άλλη
δείγμα του ευγενικότερου εξωτισμού το να υπερασπίζονται τα πατριαρχικά
ήθη άλλων πολιτισμών.
Ο ριζοσπαστικός δικαιωματισμός
αντιμετωπίζει τα έμφυλα ζητήματα με δυο μέτρα και δυο σταθμά. Συμβαίνει
αυτό εξαιτίας της πολυπολιτισμικότητας, μιας αλαζονικής αντίληψης για
τον ‘άλλο’ που νομίζει ότι η Βαβέλ η οποία επικρατεί ιδίως στην Ευρώπη
είναι μια ‘ντίσνεϋλαντ της διαφοράς’.
Έτσι για παράδειγμα η
μαντίλα, (που θέλει σημειολογικά να μας δείξει ότι η γυναίκα είναι
‘ιδιωτικό ον’, ξένο προς τον δημόσιο χώρο και γι’ αυτό ακριβώς οφείλει
να καλύπτει το πρόσωπό της), η άρνηση της φοίτησης των νεαρών κοριτσιών
στο σχολείο, ή η αναγνωρισμένη ανισότητα με την οποία κρίνει το ισλαμικό
οικογενειακό δίκαιο αντιπροσωπεύουν για τον δικαιωματισμό το απαραίτητο
πολυπολιτισμικό καρύκευμα. Κι ας είναι στην πραγματικότητα νόρμες
λειτουργίας των παράλληλων κοινωνιών που έχουν στηθεί μέσα σε πολλές
πόλεις της Ευρώπης –και δικές μας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις,
όμως, ο κατά τα άλλα λαλίστατος ριζοσπαστικός δικαιωματισμός δεν βλέπει
καμία «πατριαρχία». Τα σεξουαλικά εγκλήματα, μάλιστα, που έχουν
πολυπολιτισμική χροιά, πρέπει γι’ αυτόν να συγκαλύπτονται επειδή
υποτίθεται αφυπνίζουν τoν «ρατσισμό» (sic!) και οδηγούν την ακροδεξιά
ατζέντα σε έξαρση. Κανένα #metoo δεν εκδηλώθηκε, για παράδειγμα, στην
περίπτωση της Μυρτούς Παπαδομιχελάκη, η οποία κακοποιήθηκε βάναυσα από
τον Πακιστανό Αχμέτ Βακάς, και ακόμα και σήμερα παλεύει για την
αποκατάστασή της. Το θέμα κάνει «τζιζ», και στοχοποιούνται ακόμα και
όσοι τολμούν να το θίξουν.
Σε αυτό το σημείο ο ριζοσπαστικός
δικαιωματισμός διαγράφει έναν τεράστιο κύκλο. Ο αγώνας των γυναικών στον
20ο αιώνα για την καθολική ισότητά τους με τους άνδρες, βρήκε πάτημα σε
μια μακρά παράδοση μέσα στον Χριστιανισμό, που με την ανάδυσή του
υπερέβη στην αντίληψη περί ‘φυσικής ανισότητας’ των φύλων που
επικρατούσε στην Αρχαία Ρώμη και Ελλάδα. Η ιδέα ότι ο άνδρας και η
γυναίκα είναι «πρόσωπα», ανθρώπινες υπάρξεις ισότιμες ενώπιον θεού,
παρείχε το πολιτιστικό υπέδαφος που επέτρεψε στο φεμινιστικό κίνημα να
αμφισβητήσει τις ανδροκρατικές και πατριαρχικές πλευρές στους
πολιτισμούς της Δύσης.
Το κύμα αυτό, επέτρεψε στην ανάδυση μιας
αντίστοιχης κίνησης και στον υπόλοιπο κόσμο, που μάλιστα δεν πήρε τα
χαρακτηριστικά της μίμησης, αλλά του εκσυγχρονισμού και των υπόλοιπων
παραδόσεων. Πολύ συχνά δε αυτές οι τάσεις, είχαν και αντιστασιακή
έκφραση, καθώς η χειραφέτηση των γυναικών συνδέθηκε με την άνοδο των
εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικαικών κινημάτων. Η Παλαιστίνια Λεϊλά
Χαλέντ, συμβόλισε το φαινόμενο αυτό χαρακτηριστικότερα ίσως από
οποιαδήποτε άλλη περίπτωση.
Σήμερα, η κρίση και η εσωτερική
πολυπολιτισμική αμφισβήτηση της Δύσης, η άνοδος των φονταμενταλισμών
στον υπόλοιπο κόσμο, γυρίζει μάλλον το εκκρεμές προς την αντίθετη φορά.
Δεν είναι μόνο το Ισλάμ που πισωγυρίζει τον μουσουλμανικό κόσμο, είναι
και η Ινδία του Μόντι, που μέσα στην τελευταία δεκαετία έχει
αντιμετωπίσει μια «πανδημία βιασμών», ενώ το ίδιο διαπιστώνεται και στην Αφρική.
Την ίδια στιγμή, ο δικαιωματισμός αφήνει την καθολικότητα των δικών
των αξιών να διακωμωδούνται μέσα στην ίδια του την επικράτεια λέγοντας
ότι του αρέσει να συνυπάρχει με την απόλυτη παραδοσιοστρέφεια. Ιδού, η
υπέρτατη σχιζοφρένεια του ρεύματος αυτού, ο εσωτερικός του διχασμός που
επιβεβαιώνει ότι εν τέλει κι εκείνος πέφτει θύμα του μηδενισμού που τον
διαποτίζει.
Οι νέες έμφυλες ανισότητες στην παγκοσμιοποίηση
Στον
πραγματικό κόσμο οι έμφυλες ανισότητεςπου σήμερα διευρύνονται, καθόλου
δεν αποτελούν προϊόν μιας κάποιας αρχαϊκής πατριαρχίας.
Η εποχή
μας προσβάλλει βάναυσα όλες τις σταθερές ταυτότητες στο όνομα της
απόλυτης ρευστότητας, γιατί αυτή ακριβώς η αξία αναδεικνύεται μέσα από
τις κυρίαρχες λειτουργίες του συστήματος. Το «δικαίωμα στο οτιδήποτε»
αναδύεται ως αίτημα γιατί ταιριάζει απόλυτα στον τρόπο που λειτουργεί η
οικονομία: Η εμπορευματοποίηση των πάντων, η διαρκής κατασκευή
επίπλαστων αναγκών, η αποθέωση του εφήμερου τροφοδοτούν την καταναλωτική
βουλιμία αλλά και συνδιαμορφώνουν έναν άνθρωπο που έχει την υποχρέωση
να επινοεί τον εαυτό του ξανά από την αρχή δίχως κανέναν φραγμό.
Μπροστά
σε αυτήν την σισύφεια αναπαραγωγή του εαυτού μας το να είσαι «άντρας» ή
«γυναίκα» φαντάζει ο υπέρτατος αρχαϊσμός, μια άβολη πολιτισμική
καθυστέρηση που αποτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία του
ανθρώπου-επιθυμητική μηχανή. Έτσι, τουλάχιστον, τείνουν να πιστέψουν στα
ανώτερα κλιμάκια της κοινωνικής πυραμίδας, που βρίσκονται στο κέντρο
αυτών των μηχανισμών και απολαμβάνουν σε αυτούς προνομιακή πρόσβαση.
Υπάρχει όμως μια τεράστια διαφορά στον τρόπο που βιώνονται οι αλλαγές
που επήλθαν στις σχέσεις των δυο φύλων, στα ανώτερα με τα κατώτερα
κλιμάκια της κοινωνικής πυραμίδας.
Οι ανώτερες τάξεις, βιώνουν
την υπέρβαση των παραδεδομένων μεταξύ τους ρόλων, ως ‘απογείωση’ σ’ έναν
πρωτόφαντο βαθμό ελευθερίας στις σεξουαλικές επιλογές τους. Το
πολυάμορι (πολυγαμία) και η πανσεξουαλικότητα, είναι σίγουρα η τελευταία
λέξη της μόδας στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Φυσικά, η
‘ελευθεριακή αιώρηση’ δεν κρατάει για πάντα. Το να είσαι πλούσιος, εξ
άλλου, συνεπάγεται να έχεις ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να ξαναπλάσεις
τη ζωή σου όπως και όποτε θέλεις: «Το 1960 το ποσοστό των παιδιών που
ζούσαν και με τους δυο γονείς τους στις ΗΠΑ ήταν ταυτόσημο και για τις
οικογένειες των πλουσίων και για εκείνες της εργατικής τάξης: περίπου
95%. Το 2005, το 85% των πλούσιων οικογενειών συνέχιζαν να είναι
οικογένειες με 2 γονείς, ενώ τα ίδια ποσοστά είχαν καταρρεύσει στο 30%
για τις οικογένειες της εργατικής τάξης» [πηγή]. Με λίγα λόγια, υπάρχει πάντοτε το αλεξίπτωτο της αναδίπλωσης σε μια συμβατική ζωή.
Ο οικονομολόγος Μπράνκο Μιλανόβιτς,[2]
έχει μιλήσει για το τι σημαίνει για την υψηλή κοινωνία ο γάμος, από
οικονομικής άποψης: «Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι άνδρες έτειναν
επίσης να παντρεύονται γυναίκες αντίστοιχης κοινωνικής επιφάνειας, αλλά
όσο πιο πλούσιος ήταν ο άνδρας, τόσο λιγότερο πιθανόν ήταν για την
γυναίκα να έχει την δική της δουλειά. Σήμερα οι πλούσιοι και οι πιο
μορφωμένες άνδρες παντρεύονται με τις πλούσιες και πιο μορφωμένες
γυναίκες».
Για να το αποδώσουμε σχηματικά, τα μεγαλοστελέχη
παντρεύονται μεταξύ τους, και έτσι το οικογενειακό εισόδημα
διπλασιάζεται. Δεν είναι, δηλαδή, μόνο η αναζήτηση της ασφάλειας το
στοιχείο που ωθεί τις ανώτερες τάξεις να αναδιπλώνονται σε συμβατικές
επιλογές μετά από μια τελετουργία ενηλικίωσης στην ελευθεριακότητα.
Είναι, ταυτόχρονα, και μια στρατηγική για να διευρύνουν το χάσμα με τους
υπολοίπους, δηλαδή, την κοινωνική τους εξουσία.
Εντελώς
διαφορετικές εξελίξεις βιώνουν οι ένοικοι των χαμηλότερων κλιμακίων της
κοινωνικής πυραμίδας, των μεσαίων προς κατώτερων στρωμάτων. Η
αποβιομηχάνιση, η απαξίωση της σταθερής τεχνικής απασχόλησης, οι νέες
τεχνολογίες, έχουν φέρει στην επιφάνεια τη φιγούρα του ‘μακροχρόνια
ανέργου’ –δηλαδή, του οικονομικά περιττού άνδρα. Ο οποίος ανταποκρίνεται
βιώνοντας μια θεμελιώδη υπαρξιακή κρίση.
Σα συνέπεια αυτής της
εξέλιξης, υπάρχουν οι ακραίες περιπτώσεις που βλέπουμε στις αμερικάνικες
ταινίες: Άνδρες που εκμηδενίζονται σε αυτοκαταστροφικούς εθισμούς,
φλερτάρουν με την παραβατικότητα, ή οδηγούνται σε μια πλήρη άρνηση του
ρόλου τους, εγκαταλείποντας την σύντροφό τους, με το που τους
ανακοινωθεί η εγκυμοσύνη, «γιατί δεν αντέχουν τις δεσμεύσεις» (κατά το
αγαπημένο σύνθημα του σύγχρονου ‘λάιφ στάιλ’). Γυναίκες που δραπετεύουν
με τα παιδιά τους από ασφυκτικά περιβάλλοντα ενδο-οικογενειακής βίας,
για να εγκλωβιστούν σ’ έναν διαρκή οικονομικό αγώνα για να τα βγάλουν
πέρα· παιδιά που μεγαλώνουν με το να γίνονται μπαλάκι αναμεταξύ ανάδοχων
οικογενειών, ή σε σειρά αποτυχημένων σχέσεων των γονιών τους.
Υπάρχουν
και πιο οικίες, και γνώριμες εικόνες: Αρκεί να περάσει κανείς πέντε ή
δέκα λεπτά, στην Ελλάδα, σε ένα πρακτορείο ΠΡΟΠΟ· από την άλλη, οι
γυναίκες ολοένα και περισσότερο επιβαρύνονται με όλα τα καθοριστικά
καθήκοντα για την οικογενειακή βιωσιμότητα: Είναι ταυτόχρονα το μοναδικό
οικονομικά ενεργό μέλος της οικογένειας, μητέρες και νοικοκυρές.
Ειρήσθω εν παρόδω, η είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας σήμανε για
τις χαμηλότερες κλίμακες της κοινωνικής πυραμίδας έξαρση της
ημιαπασχόλησης και της χαμηλοαμοιβόμενης εργασίας: Οι καθαρίστριες και
οι εργαζόμενες στις μεγάλες αλυσίδες λιανικής αποτελούν τις εμβληματικές
φιγούρες αυτού του νέου φαινομένου.
Φυσικά με αυτές τις αλλαγές,
καινοφανή προβλήματα ανακύπτουν στις έμφυλες σχέσεις. Η δε
εντατικοποίηση στην οποία βυθίζονται οι σύγχρονες γυναίκες των τάξεων
που πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα, προκαλεί ανισότητες οι οποίες είναι
σίγουρα πολύ πιο διαφορετικές από εκείνες της παλιάς πατριαρχίας. Δεν
βασίζονται στην αντίθεση της σεξουαλικής ή εργασιακής αυτοδιάθεσης με
τους παραδεδομένους ρόλους της μητέρας και της νοικοκυράς, όπως
κατήγγειλε ο φεμινισμός της δεκαετίας του 1960.
Αυτές οι νέες
καταστάσεις, πολύ συχνά μεταβάλουν τους άνδρες σε πληγωμένα θηρία, αλλά
κυρίως θίγουν τις γυναίκες συνολικότερα, ταυτόχρονα ως εργαζόμενες,
μητέρες και συντρόφους. Αυτό είναι το σύγχρονο υπόστρωμα για την κρίση
των φύλων.
Κανένα #metoo, όμως, δεν θα μιλήσει για τα «κουρασμένα πόδια των πωλητριών» –όπως λέει και ο Χρίστος Δάλκος στο εξαιρετικό του τραγούδι.
Χρειάζεται ενδεχομένως, να αναδυθεί ένας νέος, αυθεντικός φεμινισμός,
λιγότερο αυτάρεσκος, όχι ελιτίστικος αλλά λαϊκός, που να αγαπάει και όχι
να μισεί τις ταυτότητες του ανθρώπου, ώστε να αναδείξει αυτές τις
πλειοψηφικές μα αόρατες πραγματικότητες…
[1]
Shirley P. Burggraf, The Feminine Economy And Economic Man: Reviving
The Role Of Family In The Postindustrial Age, Basic Books, Νέα Υόρκη
1996.
[2]
Branko Milanovic, Capitalism, Alone: The Future of the System that
rules the World, The Belknap Press of Harvard University Press,
Καίμπρητζ 2019, σελ. 18.
Σχόλια