Το 1821 και η Άνοιξη των Εθνών: από την ιστορία στην έμπνευση


Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης, Αλέξανδρος Μπριασούλης, Μιχάλης Θεοδοσιάδης.

 «Άδικος η κακολογία πάντοτε· αλλά, φρονούμεν, διπλασίως αμαρτάνουσιν οι κακολογούντες τον αιώνα μας. Εάν γαρ κύριον του λόγου προτέρημα είναι η διαγνώρισις του αγνώστου, ουδέποτε ο πόθος της ανακαλύψεως έφλεξε την καρδίαν του ανθρώπου, όσον εις τας ημέρας μας». (Σπυρίδων Ζαμπέλιος)

1821– 1848: Ορισμένες σκέψεις 

Η πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα, φέρνει στο νου κάποιων την περίοδο γύρω από το 1848, γνωστή και ως Άνοιξη των Εθνών. Η βασιμότητα αυτής της ιστορικής αναλογίας αξίζει να εξεταστεί, διότι το σήμερα θυμίζει περισσότερο τη Δύση των Εθνών. Σε αντίθεση με την εποχή μας, οι μεγάλες κοινωνικές ταραχές του 19ου αιώνα είχαν σαφές ιδεολογικό πρόσημο και ήταν σημάδια ανάπτυξης και ισχυροποίησης του εθνικού κράτους. Σήμερα, μάλλον συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: επικρατεί ιδεολογική σύγχυση και κατάρρευση της ιδέας του έθνους-κράτους. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορική αναφορά στην Άνοιξη των Εθνών, κατά τη γνώμη μας, είναι σημαντική για τη σύγχρονη Ελλάδα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Πράγματι, η Άνοιξη των Εθνών είχε στενή σχέση εξάρτησης με την προηγηθείσα Ελληνική Επανάσταση του 1821. Την Ελληνική Επανάσταση, η οποία κατά κάποιον τρόπο ενέπνευσε πληθυσμούς πολλών άλλων Ευρωπαϊκών χωρών. Έτσι, ακολούθησαν οι εξεγέρσεις του 1830-31, οι οποίες, όμως, δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες των ευρωπαϊκών λαών για πιο δίκαιες και δημοκρατικές κυβερνήσεις. Σύντομα, οι όποιες κατακτήσεις εξανεμίστηκαν από τα συνήθη αυταρχικά/δεσποτικά συστήματα διακυβέρνησης. Αν και οι προσδοκίες περί δικαιοσύνης, ελευθερίας και ανεξαρτησίας δεν ικανοποιήθηκαν, οι άνθρωποι, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συνέχισαν να ελπίζουν και να οργανώνονται, βουλόμενοι την ανατροπή. Αυτή η τεράστια ζύμωση ιδεών, πρακτικών, στοχεύσεων και οραμάτων οδήγησε, το 1848, σε ορισμένα από τα πιο αιματηρά και μαζικά εξεγερσιακά γεγονότα της νεότερης ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας. Οι νέες εξεγέρσεις του 1848, σε σύγκριση με τις προηγούμενες, είχαν μεγαλύτερη ισχύ, εκτός των άλλων γιατί αυξημένες ήταν και οι ανάγκες των πληθυσμών: δεν απαιτήθηκε μόνο περισσότερη πολιτική ελευθερία, αλλά και κοινωνική και οικονομική ισότητα, δεδομένου ότι η προηγούμενη οικονομική κρίση του 1846 είχε επηρεάσει σημαντικά τα φτωχότερα στρώματα των πολιτών-υπηκόων σε όλη την Ευρώπη.

Οι μετασχηματισμοί που έγιναν –προς μία πολιτικά φιλελεύθερη κατεύθυνση- ήταν ριζικοί κι επεκτάθηκαν σε διάφορες χώρες. Με απαρχή τη Γαλλία, οι πολιτικές αλλαγές εξαπλώθηκαν στη Δανία, τη Σουηδία, στα γερμανικά και τα ιταλικά κράτη. Μάλιστα, ένα από τα «καινοτόμα» χαρακτηριστικά της εξέγερσης στη Σικελία υπήρξε η μαζική οργάνωσή της, που όμως δεν επισυνέβη αθόρυβα, αλλά, τουναντίον, προχώρησε ανοιχτά και δυναμικά, με την εκτύπωση χιλιάδων φυλλαδίων που μοιράστηκαν στον πληθυσμό και με μεγάλες αφίσες που γέμισαν το Παλέρμο, την καρδιά της εξέγερσης. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι μισό αιώνα αργότερα Ιταλοί αναρχικοί θα πολεμούσαν ως εθελοντές, πλάι στους Έλληνες, κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 (Μαύρο ’97), πράξη ενδεικτική του πόσο θεωρούσαν «καταγωγική» τη σχέση τους με την Ελλάδα, σχεδόν οχτώ δεκαετίες μετά την επανάσταση του 1821. Σε κραυγαλέα αντίθεση με πολλούς σημερινούς αντισυστημικούς, ελευθεριακούς και ριζοσπάστες που, νομίζοντας ότι πολεμούν το «σύστημα», καταλήγουν, με όχημα το τυφλό και άγονο μίσος τους για το κράτος, να μηδενίζουν ολόκληρο το έθνος. Διότι, βλέπουν το κράτος αποκλειστικά ως έναν «κατασταλτικό» μηχανισμό, που δεν κατάφερε να αποβάλει κάποια ολοκληρωτικά στοιχεία του δεσποτικού κόσμου, ταυτίζοντάς το με το έθνος και την κοινωνία.

Όπως προαναφέρθηκε, η γενική κατεύθυνση που ακολουθήθηκε με την Άνοιξη των Εθνών ήταν φιλελεύθερη. Ωστόσο, για τον καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Γιώργο Κοντογιώργη, ο ελληνικός κόσμος (Ελληνικό Κοσμοσύστημα [1]), αποτελούσε κάτι σαφώς ανώτερο από το φιλελευθερισμό, ο οποίος μιλούσε για μια απλά πρωτο-ανθρωποκεντρική κοινωνία, με αναφορές στην εποχή πριν τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα. Για τον Κοντογιώργη, ενώ ο Ανθρωποκεντρικός Ελληνισμός (Αρχαιότητα-Δημοκρατία-Χριστιανικό Βυζάντιο) είχε εμπνεύσει πολλούς και θεωρητικά μπορούσε να αναπτυχθεί και να προχωρήσει, δυστυχώς, στο ελληνικό κράτος (ό,τι δηλαδή δημιουργήθηκε μετά την επανάσταση), μεθαρμόστηκε άτσαλα στο δυτικό φιλελεύθερο πρότυπο. Ως εκ τούτου το νεοελληνικό κράτος αποτέλεσε κι εξακολουθεί να αποτελεί ένα κακέκτυπο ταυτόχρονα και του δυτικού και του ελληνικού τρόπου.

Σχετικά με τους εορτασμούς των 200 χρόνων

Λαμβάνοντας υπόψη τα προηγούμενα, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του ελληνικού έθνους, θα ήταν σημαντικό να τονιστεί αυτή η στενή σχέση του 1821 με την Άνοιξη των Εθνών για δύο κυρίως λόγους:

α) γιατί θα μπορούσε να καταστήσει «επικουρική» (και αναγκαία υπό ορισμένες προϋποθέσεις) τη συνηθισμένη επίκληση στην ελληνική κλασική αρχαιότητα και να προσφέρει μία σταθερή ιστορική γέφυρα με την επίσης σπουδαία και πιο «κοντινή» βυζαντινή πραγματικότητα –ιδίως με εκείνα τα δημοκρατικά και κοσμοπολίτικα στοιχεία του ελληνικού κόσμου– που περιλαμβάνει τον ανθρωποκεντρισμό και τον κοινοτισμό (αλλιώς «Τα Κοινά») – θέτοντας εκτός κάδρου τις μονόπλευρες και αμιγώς εξωστρεφείς προσεγγίσεις, (τουριστικού/εμπορικού τύπου), που και δεν αρμόζουν στη βαρύτητα της περίστασης και παραβλέπουν σημαντικά ιστορικά τμήματα της διαχρονίας του ελληνισμού.

β) γιατί η ελληνική επανάσταση υπήρξε ένα ιστορικό γεγονός αναφοράς, «τοποθετημένο» στο κέντρο του αξιακού οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Δύσης. Μιας σημερινής Ευρώπης σε παρακμή, που ατενίζει σαστισμένη τις ΗΠΑ να διχάζονται, τους Τούρκους να «απλώνονται» (ξανά) και μια δεσποτική Άπω Ανατολή να γίνεται όλο και πιο ισχυρή. Με μιαν Ευρωπαϊκή Ένωση, θύμα του προτεσταντικού οικονομισμού της, η οποία – πέρα από το κοντόφθαλμο γερμανικό συμφέρον – ουδείς γνωρίζει τι αναμένει, σε τι ελπίζει και ποια θέση διεκδικεί σε έναν πολυπολικό κόσμο ο οποίος αλλάζει συθέμελα.

Ακόμη κι αν κανείς έβλεπε τους εορτασμούς του 1821 με μεταμοντέρνα ματιά (χρηστική-επιτελεστική) και με αναίδεια/αγνωμοσύνη, δηλαδή ως ένα απλό «προϊόν» προς πώληση στο εξωτερικό, το μόνο “branding” που θα χρειαζόταν είναι η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας με σοβαρότητα, ως προς τη βαρύτητά της, και η τοποθέτησή της στο κατάλληλο, υψηλό υπόβαθρο Κοσμοθέασης (με τη διττή έννοια του όρου).

Περικλής Γιαννόπουλος (1869 – 1910)

Πηγές έμπνευσης και ανεκμετάλλευτος πολιτισμικός πλούτος

Εκτός των άλλων, για να στηριχθεί μια προσπάθεια πνευματικής αναγέννησης και επομένως ενίσχυσης της εθνικής μας αξιοπρέπειας [2], θα χρειαστεί να αναδειχθεί – πέρα από τους σπουδαίους Παπαδιαμάντη και Καβάφη – και η σκέψη άλλων σημαντικών, αλλά «απομονωμένων», Ελλήνων όπως ο Ίων Δραγούμης και ο Περικλής Γιαννόπουλος. Μια αναψηλάφηση που πρέπει, όμως, να γίνει με πνεύμα απαλλαγμένο από τις εύκολες, άλλοτε απλοϊκές και άλλοτε κακόβουλες κριτικές-καταγγελίες περί «αισθητικοποίησης της πολιτικής», πρώιμου φασισμού, ρατσισμού και ακροδεξιού εθνικισμού. Αυτή η στάση, που επί μακρόν στήριξε η μαρξιστική/αντιφασιστική ρητορική της μεταμοντέρνας Αριστεράς, δημιούργησε, σε αρκετούς, την ψευδή εντύπωση, είτε ότι η αισθητική είναι απλά «αστική υποκρισία» – που άλλο δεν κάνει από το να κρύβει τα άπλυτα του κατεστημένου συστήματος- είτε ότι άνθρωποι όπως λ.χ. ο Κώστας Βάρναλης δεν ήταν κατακυριευμένοι από την ιδεοληψία ή ότι ο Ιωάννης Κορδάτος έκανε αντικειμενική ιστοριογραφία και όχι στρατευμένο ιστορικισμό. Αντιθέτως, η μεγάλη αλήθεια είναι ότι η αισθητική, και τα περί κάλλους, ποτέ δεν έπαψαν να απασχολούν το ανθρώπινο πνεύμα. Από τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τον Βίκο, τον Καντ, τον Χάιντεγκερ και τον Γιαννόπουλο, το Κάλλος, όπως και το Αγαθό, είναι πάντα εδώ. Όλα τα ρεύματα και οι ιδεολογίες, από την απαρχή του ιστορικού χρόνου μέχρι και σήμερα, καταπιάστηκαν (παιδεύτηκαν) με την αισθητική και είναι δείγμα εμπάθειας όταν αυτή χρησιμοποιείται εργαλειακά ως μέσο επιλεκτικού αποκλεισμού του «αντίπαλου ωραίου». Εξάλλου, ο εύπλαστος χαρακτήρας ορισμένων ιδεών που προσφέρεται για στρεβλές ή ακόμη και ανήθικες ερμηνείες από τρίτους, δεν καθιστά, αυτομάτως, «ένοχο» εκείνον που τις πρωτοδιατύπωσε, ούτε τις ίδιες άξιες «διαγραφής».

Σήμερα, πρέπει να δούμε το έργο ανθρώπων όπως ο Δραγούμης και ο Γιαννόπουλος, με φρέσκια ματιά, χωρίς τη «μεγαλοπιασμένη» νοσταλγία κάποιων που ενδεχομένως ονειρεύονται μια νέα ολιγαρχική αριστοκρατία. Επίσης σημαντικοί Έλληνες, όπως ο Πικιώνης, ο Τσαρούχης, ο Παρθένης, ο Σικελιανός [3] ο Ελύτης [4] και ο Σαμαράκης εμπνεύστηκαν, επηρεάστηκαν και αναγνώρισαν τη, κατά τον Ελύτη, «γονιμοποιὸ δύναμη» των απόψεων του Γιαννόπουλου και του Δραγούμη. Πράγματι, το ανοιχτό μυαλό του Δραγούμη δεν πίστευε στον άκριτο αποκλεισμό των «άλλων», συνδύαζε έναν ρομαντισμό (κάπως πιο μετρημένο από εκείνον του Γιαννόπουλου) με έναν ρεαλισμό, χωρίς να υμνεί κάποια φυλετική ομοιογένεια/καθαρότητα υπό τη σκέπη του ελληνικού κράτους. Θα ήταν επομένως ωφέλιμη, μιαν άλλη προσπέλαση όλων αυτών των ιδεών, χωρίς τυχοδιωκτισμό ή ευκαιριακή εσωστρέφεια, αλλά με γνώμονες το μέτρο και τη μεσότητα· με στόχο την έμπνευση και την αναζήτηση/διερεύνηση μιας αυθεντικής ταυτότητας [5]. Ο κοσμοπολιτισμός του Δραγούμη, όπως και του Καβάφη, ουδεμία σχέση είχαν με την ελιτιστική ερμηνεία που έχει εκλάβει σήμερα αυτός ο όρος, μήτε με την ιδέα της παγκοσμιοποίησης, της απώλειας δηλαδή κάθε εθνικού στοιχείου από μια συλλογική ταυτότητα και ο εναρμονισμός όλων των κοινοτήτων με το μηδενιστικό μοντέλο της διεθνούς των αγορών. Διότι είναι άλλο πράγμα ένας κοσμοπολιτισμός που πιστεύει στη συνεργασία, στη διπλωματία, στις συμμαχίες, και στους κοινούς στόχους μεταξύ των εθνών (με ρεαλισμό και εφόσον τα προηγούμενα είναι εφικτά), και άλλο ο ασύνορος και αταξικός – χωρίς θρησκείες, ιδιοκτησία, έθνη, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες – κόσμος των «αερόφυτων» που προωθεί η μεταμοντέρνα κουλτούρα του μηδενισμού. Ο ελληνικός κοσμοπολιτισμός συνδέεται με αυτόν που συχνά πυκνά αποκαλούμε «λαϊκό οικουμενισμό» [6]. Φωτίζει μια πτυχή του Ελληνισμού που διαπερνά τα κράτη, διότι αποτελεί σύμπαν νοοτροπιών και ιδεών – όχι μόνο γλώσσα ή έδαφος, και ιδίως όχι απλά μια «κοινή γραμμή αίματος». Ας σημειωθεί ότι με την Αναγέννηση ο δυτικός κόσμος έρχεται σε επαφή με την ελληνική παράδοση και το πνεύμα, το οποίο ζει και στο Βυζάντιο, δηλαδή δεν τελειώνει με το τέλος της Πόλης-Κράτους – αντίληψη που εσφαλμένα υποστηρίχτηκε κατά το Διαφωτισμό, αλλά και από σημαντικούς στοχαστές του 20ου αιώνα, όπως η Χάννα Άρεντ και ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Στοχαστές που όμως, παρά τα τρωτά τους σημεία, έχουν, και αυτοί, συνεισφέρει στη διάλυση άλλων ψευδών εικόνων, που καλλιέργησε ο δυτικός κανόνας, για τη δημοκρατία της Αθήνας, όταν επιχείρησε να τη διαυγάσει μέσα από την αρχαία Ρώμη.

Στον 21ο αιώνα, η παραγωγική ανασυγκρότηση και η πολιτική ανανέωση, καθώς και το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, είναι ζητήματα υπαρξιακά, επομένως τεράστιας σημασίας και άμεσα συνδεδεμένα με καθεμία «γονιμοποιὸ δύναμη» που δημιουργεί πολιτισμό. Σε κάθε περίπτωση, από πραγματιστική σκοπιά, είναι ανόητο, τη στιγμή που είναι ακόμα διαθέσιμο ένα ισχυρό εγχώριο πολιτισμικό «οπλοστάσιο» (ήπια ισχύς) να κρατιέται στο συρτάρι, ιδίως σήμερα που η χώρα μετρά εκατοντάδες χιλιάδες φυγές νέων ανθρώπων στο εξωτερικό, ενώ παράλληλα βάλλεται από κρίσεις (οικονομικές, μεταναστευτικές, υγειονομικές, νοήματος κ.α.) και από τον τουρκικό επεκτατισμό/αναθεωρητισμό.

Η ιστορική ανάμνηση της επανάστασης και η σημερινή Τουρκία θα μπορούσαν να συνεργήσουν καταλυτικά, ως παράγοντες αναστοχασμού, εθνικής αξιοπρέπειας και αύξησης της εθνικής συνοχής. Οι δυσκολίες μπορούν να ξεπεραστούν με βελτιοδοξία και πραγματισμό. Η γείτονας χώρα να ιδωθεί ρεαλιστικά, δηλαδή όχι μόνον ως απειλή, αλλά και ως μια σπουδαία ευκαιρία: α) οργανωτικής/παραγωγικής ανασυγκρότησης, β) αύξησης του πολιτισμικού γοήτρου και της αυτοπεποίθησης και γ) αντιμετώπισης της αυτογελοιοποιητικής και ανούσιας ξενομανίας [7]. Το ελληνικό παράδειγμα/μοντέλο πρέπει να μελετηθεί με την επίγνωση ότι δεν μπορεί να προταθεί με τον ίδιο τρόπο, όπως κατά τον 19ο αιώνα. Η έμπνευση και ο οραματισμός μπορούν να αντιμετωπίσουν τόσο τα φαινόμενα φυγής των νέων από την Ελλάδα και υποτίμησης κάθε τι εγχώριου, όσο και το αυτοκαταστροφικό μίσος προς το νεοελληνικό εαυτό. Η επιρροή της Ελληνικής Επανάστασης, στα εθνικά και κοινωνικά κινήματα της Ευρώπης, θα όφειλε να είναι το αντικείμενο εκατοντάδων διδακτορικών εργασιών· ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για τους νέους φοιτητές και διανοούμενους της χώρας! Η μεγάλη πρόκληση είναι να επαναπροταθεί το ελληνικό ανθρωποκεντρικό μοντέλο, αλλά αυτή τη φορά απαγκιστρωμένο από τον οικονομισμό, από ιδεολογικές αγκυλώσεις, από το μηδενιστικό υλισμό και τη μικροπολιτική εργαλειοποίηση. Να δώσει, δηλαδή, απαντήσεις στο σύγχρονο άνθρωπο, στην εποχή της τεχνοεπιστημονικής κυριαρχίας, της (γεω)πολιτικής ρευστότητας και του τρανσουμανισμού.


[1] Βλ. Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης, Το ελληνικό κοσμοσύστημα (4 τόμοι), Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.

[2] Βλ. Γιώργος Κουτσαντώνης, Πατριωτισμός και εθνική αξιοπρέπεια: δυο κεντρικές έννοιες/προϋποθέσεις εθνικής αναγέννησης, για το ResPublica.Gr, 2020.

[3] Ο Σικελιανὸς χαρακτήρισε τη μορφή του Γιαννόπουλου, ἀπολλώνεια και αποστολικὴ μαζί, ενώ λέει πως υπήρξε, γέννημα και θύμα την αντίδρασης που έζησε.

[4] Ο Οδυσσέας Ελύτης, στα «Ἀνοιχτὰ χαρτιά», έγραψε ότι διάβασε (μιλάει για το 1934) καὶ τον Δραγούμη και τον Γιαννόπουλο, […] « Ἔ λοιπὸν κι ἐγὼ θὰ τὸ ἐξομολογηθῶ μὲ μιὰν εἰλικρίνεια ποὺ δὲν ἀξίζει νὰ τὴν εἰρωνευθεῖ κανείς: ἔνιωθα ἕνας ἀριστοκράτης ποὺ εἶχε-ὁ μόνος ποὺ εἶχε- τὸ προνόμιο νὰ λέει τὸν οὐρανὸ «οὐρανὸ» καὶ τὴ θάλασσα «θάλασσα», ἀκριβῶς ὅπως ἡ Σαπφώ, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ρωμανός, ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια, καὶ μόνον ἔτσι νὰ βλέπω ἀλήθεια τὸ γαλάζιο τοῦ αἰθέρος ἢ ν᾿ ἀκούω τὸ ρόχθο τοῦ πελάγους… Καμιὰ ὑπερβολὴ δὲν εἶχε πεῖ, ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος.»

[5]«Ζῆ πάντα μὲ τὸ ὅραμα τῆς αἰωνιότητας, ὅπου οἱ ἄνθρωποι φαίνονται σὰ μύγες, οἱ πρᾶξες τοὺς μυγοχέσματα, οἱ κρίσες τους μουρμουρητὰ μαύρων μυγῶν. Εἶναι καθαρὸς καὶ διάφανος. Περπατεῖ στὸ δρόμο που ἡ μοῖρα τοῦ προόρισε. Βλέπει, σὰ σὲ ζωγραφιά, καὶ τὴ δική του τὴ ζωὴ καὶ ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τὶς ζωὲς ἀνθρώπων ἄλλων καιρῶν καὶ τὴν ἱστορία ὅλη τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν κοντὴ προοπτική, που ἀνοίγει τόσο μεγάλον ὁρίζοντα, σβήνουν καὶ χάνονται οἱ ψιλοκοπιὲς τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς καὶ ἀπομένουν μόνον ἐκεῖνα, που χαράζονται ἄθελα στὴν ψυχή του, τὰ κύρια χαραχτηριστικὰ τοῦ ἀνθρώπου, που αἰώνια θὰ μείνουν ἀνάλλαχτα ὥς που νὰ ψοφήση τὸ ζῷον «ἄνθρωπος». Μ’ αὐτὸ τὸ ὅραμα στὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ζῆ − δηλαδὴ ἐνεργεῖ καὶ στοχάζεται − σκληρὸς καὶ εὐαίσθητος, ψηλὸς καὶ ἐλεύτερος πάντα.» (Ί. Δραγούμης, Όσοι ζωντανοί, Αθήνα, εκδοτικό κατάστημα «Νέα Ζωή» Αλεξανδρείας, 1926 (β΄ έκδοση), σσ. 169−179).

[6] Βλ. Μιχάλης Θεοδοσιάδης, Η βελτιόδοξη και ανθρωποκεντρική ευκοσμία, η κοινή ευπρέπεια και ο λαϊκός οικουμενισμός, άρθρο 3ου τεύχους στο περιοδικό ResPublica, Σημειώσεις εκτός γραμμής για το τέλος ενός κόσμου(Δεκέμβριος 2020).

[7]«Θὰ ἰδοῦν τὴν περιφρόνησιν τὴν ὁποίαν ἔτρεφεν πρὸς ἑαυτόν, καὶ τὴν ἀπελπισίαν του διότι ἦτο Ἕλλην. Θὰ ἰδοῦν τὴν περιφρόνησιν καὶ τὸ μῖσος κατὰ παντὸς Ἑλληνικοῦ πράγματος, τὸν σαρκασμὸν τῶν πάντων, ἀπὸ τῶν τωρινῶν ἔως τῶν ἀρχαίων Θεῶν, τὸν σαρκασμὸν πρὸς πᾶσαν ἐδῶ γενωμένην ἐλπίδα, τὴν προκατάληψιν, τὴν ὑψίστην ἐκδήλωσιν τῆς ξενομανίας, καὶ τὴν καθημερινὴν κωδωνοκρουσίαν τῆς φυσικῆς μας βαρβαρότητος, τοὺς θρήνὀυς διότι ἐγεννήθημεν εἰς αὐτὸ ἐδῶ τὸ χῶμα, τὸ τίναγμα καὶ τὸ ξάφνισμα, καὶ τὸ τέντωμα τοῦ στόματος, τὸν ἐκστατικὸν θαυμασμὸν πρὸς κάθε ξένον τενεκέν, τὸν καθημερινὸν ἐθνοκτόνον πόλεμον, κατὰ παντὸς Ἑλληνικοῦ πράγματος. Δηλαδὴ θὰ ἰδοῦν τὴν γενικὴν ψυχολογικὴν καὶ διανοητικὴν κατάστασιν ἑαυτῶν καὶ ὅλων τῶν μονομανῶν ὁμοίων των, ἀναβιβασμένην εἰς τὸν κῦβον». (Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Διὰ τοὺς ξενομανεῖς σοφολογίους», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 35, 4-5-1903)

Σχόλια