Χρήστος Γιανναράς
Ασκηση πολιτικής σήμερα σημαίνει: μεθοδική παραπληροφόρηση του πολίτη. Και η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο σκληρή (σώζει ελπίδα να μιλάμε ειλικρινά): Οι πολιτικοί αποφασίζουν και ενεργούν στοχεύοντας όχι στην αντιμετώπιση των ανθρώπινων αναγκών, αλλά πρωταρχικά στην επανεκλογή τους.
Αυτές οι αξιωματικές πιστοποιήσεις, αποσιωπημένες ευγενικά αλλά προφανείς, πιθανό να μην προκύπτουν πρωτογενώς από την αναξιότητα και διαφθορά των πολιτικών, την αρρωστημένη εξουσιολαγνεία τους. Ισως να είναι σύμπτωμα ή γνώρισμα που το γεννάει νομοτελειακά ο συνολικός (και παγκοσμιοποιημένος σήμερα) τρόπος του βίου ή πολιτισμός.
Η παραπληροφόρηση του πολίτη, που εμπεριέχεται αυτονόητα στην άσκηση της πολιτικής, θεμελιώνεται στην προτεραιότητα μιας λογικής των εντυπώσεων, λογικής που διαμορφώνει τον συνολικό τρόπο βίου ή πολιτισμό μας: Η εμπορική επιτυχία ενός προϊόντος, η επικράτηση μιας ιδεολογίας, η καταξίωση μιας καλλιτεχνικής μανιέρας ή κάποιου «νέου κύματος», ο θαυμασμός, τοπικός ή διεθνής, για έναν βιρτουόζο (της Τέχνης ή του αθλητικού θεάματος) είναι συνάρτηση όχι κατάρτισης, καλλιέργειας, ευφυΐας, κριτικού ταλέντου. Είναι γέννημα συμπτωματικό και επιπόλαιο, εντυπώσεων, μεθοδευμένης («στημένης») ψυχολογικής υποβολής.
Ο πολίτης, με στοιχειώδη κριτική εγρήγορση, ξέρει ότι η πληροφόρησή του από εφημερίδες, ραδιοτηλεοπτικά Δελτία Ειδήσεων ή από το Διαδίκτυο στοχεύει στον εντυπωσιασμό του, όχι στην ενημέρωσή του. Ποια είδηση θα γίνει πρωτοσέλιδη, ποια αρθρογραφία θα προβληθεί εμφατικότερα, ποιες φωτογραφίες θα προτιμηθούν – κάθε λεπτομέρεια της παρουσίασης αποφασίζεται από ειδικά εκπαιδευμένους στη χειραγώγηση των μαζών τεχνοκράτες. Οι στόχοι είναι πρωτίστως εμπορικοί (να κερδηθεί η αναγνωσιμότητα-τηλεθέαση-ακροαματικότητα), δευτερευόντως πολιτικοί και προπαγανδιστικοί, τριτεύουσα η οικοδόμηση (πάντοτε ως εντύπωση) κλίματος εμπιστοσύνης, δηλαδή αφελούς ευπιστίας.
Και επειδή σήμερα η παραπληροφόρηση των πολιτών είναι ο κατεστημένος τρόπος για την άσκηση πολιτικής, και επιτυχία στην πολιτική είναι να κερδίζεις τις εντυπώσεις, γι’ αυτό και η παραπληροφόρηση έχει εντυπωσιακά εξελιχθεί σε συνάρθρωση επιστημοσύνης, εμπορικής ευρηματικότητας («τι πουλάει») και εξελιγμένης τεχνογνωσίας. Είναι αδιανόητο, π.χ., σήμερα να διαχειρίζεσαι ή να διεκδικείς την εξουσία, χωρίς να έχεις εξαγοράσει δύο τουλάχιστον κανάλια με υψηλά ποσοστά τηλεθέασης – χώρια η αυτονόητη ιδιοποίηση των κρατικών καναλιών από το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές, με προκλητικά αγνοημένη τη μονιμότητα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των δημοσιογράφων.
Η εξαγορά και μόνο καναλιών, όταν το ταμείο του κράτους είναι άδειο και το δημόσιο χρέος σωστός εφιάλτης, καθιστά μονόδρομο τη διαπλοκή της πολιτικής με οικονομικούς παράγοντες, άθικτους από την εγχώρια ένδεια και ανημπόρια. Ειδικά στην Ελλάδα, αυτή η διαπλοκή στάθηκε αδύνατο να χαλιναγωγηθεί, με αποτέλεσμα ύστερα από την «επίσημη» χρεοκοπία της χώρας (Γιώργος Παπανδρέου – Καστελλόριζο 2010), το ελλαδικό κράτος, και από κοντά η ελλαδική κοινωνία, να παραδοθούν άνευ όρων, σε συνθήκες ολοκληρωτικής εξάρτησης και διεθνούς λαφυραγώγησης.
Δέκα χρόνια μετά το έγκλημα εκποίησης της εθνικής κυριαρχίας και αυτονομίας το 2010, η Ελλάδα παραμένει μια χώρα άγρια λεηλατημένη και προκλητικά ατιμασμένη από τους αυτόκλητους κηδεμόνες, «προστάτες» και «εταίρους» της. Κάθε στοιχείο κοινωνικής περιουσίας, κάθε έρεισμα συλλογικής αξιοπρέπειας, έχει ξεπουληθεί, για να διασωθεί το πελατειακό κράτος της κομματικής αυθαιρεσίας: οι μυριάδες των αναρίθμητων «πρόωρων» συνταξιούχων, οι στρατιές της σαβούρας δημοσίων υπαλλήλων που δεν αξιολογήθηκαν ποτέ.
Σαν σε οίστρο παραφροσύνης, η Ελλάδα έχει ξεπουλήσει κάθε θησαύρισμα κοινωνικής περιουσίας της: το οδικό της δίκτυο, το σιδηροδρομικό, τις αεροπορικές μεταφορές, την ηλεκτροδότησή της, τα λιμάνια της, όλα τα αεροδρόμιά της, τις Τράπεζες (ακόμα και τα μουσεία της τα οικοδομούν πανάσχετοι αλλοδαποί). Εχει υποθηκεύσει αυτή η χώρα όλα της τα «τιμαλφή» για ενενήντα εννέα χρόνια –παραλίες, αρχαιότητες, τη φυσική της ομορφιά– «χωρίς αιδώ ή λύπην».
Κάθε πολίτης, με στοιχειώδη σύνεση και αμεροληψία, ξέρει ότι καμιά κοινωνική ομάδα, ούτε οι κορυφαίοι των κρατικών αξιωμάτων, δεν μπορούν να ανατρέψουν την κόλαση της αυθαιρεσίας και της διαφθοράς του πολιτικού μας συστήματος. Ομως θα αρκούσε, ίσως και μόνο η καθιέρωση του εκλογικού συστήματος της μονοεδρικής περιφέρειας, για να μεταμορφωθεί το πολιτικό μας πεδίο. Να μη «χρειάζεται» να αγοράζουν κανάλια τα πολιτικά μας κόμματα.
Δεν θα υπάρξει ποτέ δικαιοσύνη σε όση Ελλάδα απομένει και για όσα χρόνια ακόμα θα επιβιώσει. Θα δικτατορεύει η θρασύτατη εγωκεντρική μικρόνοια, ώσπου να σβήσουμε εντελώς από τον χάρτη. Οι κορυφαίοι των ευθυνών για την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους, οι κορυφαίοι των θεσμών για την απονομή Δικαιοσύνης, οι ηγήτορες των ανώτατων «πνευματικών» ιδρυμάτων έχουν αποκλειστεί από την ευθύνη άμυνας της ιστορικής ύπαρξης του Ελληνισμού – ανέχονται να είναι άφωνοι κομπάρσοι της κομματικής συμφεροντολαγνείας.
Σε τέτοια επιθανάτια φάση χάνει κάθε γονιμότητα η κριτική, η καταγγελία, η επίκριση. Χρόνια τώρα, ούτε η Βουλή ούτε η δημοσιογραφία λειτουργούν για να κρίνουν πολιτικές, να θέσουν ή λύσουν προβλήματα. Συντηρούν ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Προσοδοφόρο (φλέβα χρυσού) για τους παίκτες. Πρόκληση για τα εκατομμύρια των βάναυσα παγιδευμένων στο χαμένο παιχνίδι.
Ασκηση πολιτικής σήμερα σημαίνει: μεθοδική παραπληροφόρηση του πολίτη. Και η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο σκληρή (σώζει ελπίδα να μιλάμε ειλικρινά): Οι πολιτικοί αποφασίζουν και ενεργούν στοχεύοντας όχι στην αντιμετώπιση των ανθρώπινων αναγκών, αλλά πρωταρχικά στην επανεκλογή τους.
Αυτές οι αξιωματικές πιστοποιήσεις, αποσιωπημένες ευγενικά αλλά προφανείς, πιθανό να μην προκύπτουν πρωτογενώς από την αναξιότητα και διαφθορά των πολιτικών, την αρρωστημένη εξουσιολαγνεία τους. Ισως να είναι σύμπτωμα ή γνώρισμα που το γεννάει νομοτελειακά ο συνολικός (και παγκοσμιοποιημένος σήμερα) τρόπος του βίου ή πολιτισμός.
Η παραπληροφόρηση του πολίτη, που εμπεριέχεται αυτονόητα στην άσκηση της πολιτικής, θεμελιώνεται στην προτεραιότητα μιας λογικής των εντυπώσεων, λογικής που διαμορφώνει τον συνολικό τρόπο βίου ή πολιτισμό μας: Η εμπορική επιτυχία ενός προϊόντος, η επικράτηση μιας ιδεολογίας, η καταξίωση μιας καλλιτεχνικής μανιέρας ή κάποιου «νέου κύματος», ο θαυμασμός, τοπικός ή διεθνής, για έναν βιρτουόζο (της Τέχνης ή του αθλητικού θεάματος) είναι συνάρτηση όχι κατάρτισης, καλλιέργειας, ευφυΐας, κριτικού ταλέντου. Είναι γέννημα συμπτωματικό και επιπόλαιο, εντυπώσεων, μεθοδευμένης («στημένης») ψυχολογικής υποβολής.
Ο πολίτης, με στοιχειώδη κριτική εγρήγορση, ξέρει ότι η πληροφόρησή του από εφημερίδες, ραδιοτηλεοπτικά Δελτία Ειδήσεων ή από το Διαδίκτυο στοχεύει στον εντυπωσιασμό του, όχι στην ενημέρωσή του. Ποια είδηση θα γίνει πρωτοσέλιδη, ποια αρθρογραφία θα προβληθεί εμφατικότερα, ποιες φωτογραφίες θα προτιμηθούν – κάθε λεπτομέρεια της παρουσίασης αποφασίζεται από ειδικά εκπαιδευμένους στη χειραγώγηση των μαζών τεχνοκράτες. Οι στόχοι είναι πρωτίστως εμπορικοί (να κερδηθεί η αναγνωσιμότητα-τηλεθέαση-ακροαματικότητα), δευτερευόντως πολιτικοί και προπαγανδιστικοί, τριτεύουσα η οικοδόμηση (πάντοτε ως εντύπωση) κλίματος εμπιστοσύνης, δηλαδή αφελούς ευπιστίας.
Και επειδή σήμερα η παραπληροφόρηση των πολιτών είναι ο κατεστημένος τρόπος για την άσκηση πολιτικής, και επιτυχία στην πολιτική είναι να κερδίζεις τις εντυπώσεις, γι’ αυτό και η παραπληροφόρηση έχει εντυπωσιακά εξελιχθεί σε συνάρθρωση επιστημοσύνης, εμπορικής ευρηματικότητας («τι πουλάει») και εξελιγμένης τεχνογνωσίας. Είναι αδιανόητο, π.χ., σήμερα να διαχειρίζεσαι ή να διεκδικείς την εξουσία, χωρίς να έχεις εξαγοράσει δύο τουλάχιστον κανάλια με υψηλά ποσοστά τηλεθέασης – χώρια η αυτονόητη ιδιοποίηση των κρατικών καναλιών από το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές, με προκλητικά αγνοημένη τη μονιμότητα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των δημοσιογράφων.
Η εξαγορά και μόνο καναλιών, όταν το ταμείο του κράτους είναι άδειο και το δημόσιο χρέος σωστός εφιάλτης, καθιστά μονόδρομο τη διαπλοκή της πολιτικής με οικονομικούς παράγοντες, άθικτους από την εγχώρια ένδεια και ανημπόρια. Ειδικά στην Ελλάδα, αυτή η διαπλοκή στάθηκε αδύνατο να χαλιναγωγηθεί, με αποτέλεσμα ύστερα από την «επίσημη» χρεοκοπία της χώρας (Γιώργος Παπανδρέου – Καστελλόριζο 2010), το ελλαδικό κράτος, και από κοντά η ελλαδική κοινωνία, να παραδοθούν άνευ όρων, σε συνθήκες ολοκληρωτικής εξάρτησης και διεθνούς λαφυραγώγησης.
Δέκα χρόνια μετά το έγκλημα εκποίησης της εθνικής κυριαρχίας και αυτονομίας το 2010, η Ελλάδα παραμένει μια χώρα άγρια λεηλατημένη και προκλητικά ατιμασμένη από τους αυτόκλητους κηδεμόνες, «προστάτες» και «εταίρους» της. Κάθε στοιχείο κοινωνικής περιουσίας, κάθε έρεισμα συλλογικής αξιοπρέπειας, έχει ξεπουληθεί, για να διασωθεί το πελατειακό κράτος της κομματικής αυθαιρεσίας: οι μυριάδες των αναρίθμητων «πρόωρων» συνταξιούχων, οι στρατιές της σαβούρας δημοσίων υπαλλήλων που δεν αξιολογήθηκαν ποτέ.
Σαν σε οίστρο παραφροσύνης, η Ελλάδα έχει ξεπουλήσει κάθε θησαύρισμα κοινωνικής περιουσίας της: το οδικό της δίκτυο, το σιδηροδρομικό, τις αεροπορικές μεταφορές, την ηλεκτροδότησή της, τα λιμάνια της, όλα τα αεροδρόμιά της, τις Τράπεζες (ακόμα και τα μουσεία της τα οικοδομούν πανάσχετοι αλλοδαποί). Εχει υποθηκεύσει αυτή η χώρα όλα της τα «τιμαλφή» για ενενήντα εννέα χρόνια –παραλίες, αρχαιότητες, τη φυσική της ομορφιά– «χωρίς αιδώ ή λύπην».
Κάθε πολίτης, με στοιχειώδη σύνεση και αμεροληψία, ξέρει ότι καμιά κοινωνική ομάδα, ούτε οι κορυφαίοι των κρατικών αξιωμάτων, δεν μπορούν να ανατρέψουν την κόλαση της αυθαιρεσίας και της διαφθοράς του πολιτικού μας συστήματος. Ομως θα αρκούσε, ίσως και μόνο η καθιέρωση του εκλογικού συστήματος της μονοεδρικής περιφέρειας, για να μεταμορφωθεί το πολιτικό μας πεδίο. Να μη «χρειάζεται» να αγοράζουν κανάλια τα πολιτικά μας κόμματα.
Δεν θα υπάρξει ποτέ δικαιοσύνη σε όση Ελλάδα απομένει και για όσα χρόνια ακόμα θα επιβιώσει. Θα δικτατορεύει η θρασύτατη εγωκεντρική μικρόνοια, ώσπου να σβήσουμε εντελώς από τον χάρτη. Οι κορυφαίοι των ευθυνών για την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους, οι κορυφαίοι των θεσμών για την απονομή Δικαιοσύνης, οι ηγήτορες των ανώτατων «πνευματικών» ιδρυμάτων έχουν αποκλειστεί από την ευθύνη άμυνας της ιστορικής ύπαρξης του Ελληνισμού – ανέχονται να είναι άφωνοι κομπάρσοι της κομματικής συμφεροντολαγνείας.
Σε τέτοια επιθανάτια φάση χάνει κάθε γονιμότητα η κριτική, η καταγγελία, η επίκριση. Χρόνια τώρα, ούτε η Βουλή ούτε η δημοσιογραφία λειτουργούν για να κρίνουν πολιτικές, να θέσουν ή λύσουν προβλήματα. Συντηρούν ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Προσοδοφόρο (φλέβα χρυσού) για τους παίκτες. Πρόκληση για τα εκατομμύρια των βάναυσα παγιδευμένων στο χαμένο παιχνίδι.
Σχόλια