Πατριωτισμός και εθνική αξιοπρέπεια: δυο κεντρικές έννοιες/προϋποθέσεις εθνικής αναγέννησης

 Τα Κάλαντα του Νικηφόρου Λύτρα 1872, ιδιωτική συλλογή.

Λαμβάνοντας υπόψη το πολύ αξιόλογο και άκρως επίκαιρο άρθρο του Θεόδωρου Ντρίνια (ΘΝ), υπό τον τίτλο «Προς ένα νέο πολιτικό δίπολο;» κρίνουμε χρήσιμο, για τον δημόσιο διάλογο, να αναπτύξουμε μερικές σκέψεις που αφορούν κυρίως το περιεχόμενο ορισμένων εννοιών*.

Καταρχάς, πρέπει να σημειώσουμε ότι, σε επίπεδο «πρακτικής» είναι ορθή και αληθής η σημείωση ότι: «η πολιτική διαπάλη συνηθίζει να λειτουργεί με δίπολα για να γίνεται αντιληπτή και να είναι επιδραστική…». Αυτό ωστόσο, όπως δηλώνεται στο κείμενο του ΘΝ, δεν σημαίνει ότι τα δίπολα, ως ερμηνευτικά εργαλεία, είναι και αξιόπιστα στην αναζήτηση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Το κεντρικό ζήτημα, από την σκοπιά μας, είναι η αγάπη για την πατρίδα, νοούμενη ως ένα πλέγμα συναισθημάτων που συνδέεται με το ρίζωμα των ανθρώπων στον τόπο και στο χρόνο τους. Ρίζωμα που περιλαμβάνει παραδόσεις, ήθη, έθιμα, θρησκεία, αρχέτυπα, σύμβολα, μόχθους, τοπία, εικόνες κ.α. Αυτή η αγάπη, που ασφαλώς δεν είναι κάποια «μοντέρνα επινόηση», αλλά μια πανάρχαια και εγγενής ανθρώπινη ιδιότητα, επομένως αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, μόνο κατά τη νεωτερική εποχή -και για λόγους που συνδέονται με ορισμένα στοιχεία του δυτικού Διαφωτισμού (κυρίως του Καρτεσιανού) – οδήγησε στην μεγαλύτερη και ισχυρότερη ιδεολογία της σύγχρονης ιστορίας: στον εθνικισμό. Ο μεγάλες φιλοσοφικές διαμάχες του παρελθόντος ανάμεσα στον ορθολογισμό και στον εμπειρισμό – παρά την κολοσσιαία και μοναδική, στην ιστορία της φιλοσοφίας, προσπάθεια του Εμμανουήλ Καντ να αναζητήσει μια χρυσή ενδιάμεση οδό – συνέβαλλαν δραστικά στο φαινόμενο της νεωτερικότητας που, συχνά με απλοϊκό τρόπο, ονομάζουμε και/ή καταδικάζουμε ως «εθνικισμό». Ο εθνικισμός πολύ σύντομα απέκτησε και το έτερο ήμισύ του, τον αντιεθνικισμό, έτσι στα πλαίσια αυτή της διπολικής λογικής, κάποιοι αντιεθνικιστές, όπως ο Γερμανός Γιούργκεν Χάμπερμας, τάχθηκαν υπέρ της υποστήριξης αυτού που μπορούμε να ονομάσουμε πολιτικό πατριωτισμό ή συνταγματικό πατριωτισμό[1]. Αυτή η ιδέα έχει ως πυρήνα την άποψη ότι ένας πατριωτισμός που βασίζεται στην έννοια του πολίτη (δηλ. στο Σύνταγμα και σε πολιτικούς θεσμούς) και όχι στο έθνος (με όλα όσα σημαίνει ο όρος έθνος), θα αποφορτίσει τις εθνοτικές διαμάχες μέσα σε μια πολυεθνική χώρα – σε αντίθεση με τον αντίπαλο πατριωτισμό, που είναι εθνοτικός και άρα βασίζεται στην ιδέα του έθνους.

Στην πραγματικότητα αυτή η υπόθεση αποδείχτηκε αφελής. Πρώτα από όλα διότι στις δυτικές χώρες δεν υπάρχουν ποτέ καθαρές εκδηλώσεις, ούτε του λεγόμενου πολιτικού πατριωτισμού, ούτε του εθνοτικού πατριωτισμού. Κάθε έθνος-κράτος φυσικά βασίζεται στο έθνος το οποίο χρησιμοποιεί ως νομιμοποιητικό παράγοντα του κράτους, ωστόσο, όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από το «εθνικιστικό» τους προφίλ ή μη, έχουν αναπτύξει και την έννοια του πολίτη. Την ίδια στιγμή χώρες όπως οι ΗΠΑ, που βασίζονται κυρίως στην έννοια του πολίτη, έχουν απαραιτήτως ένα εθνοτικό υπόβαθρο, το οποίο είναι καθοριστικό, αλλά και η δικλείδα ασφαλείας για την συνοχή-διατήρηση του κράτους. Στην περίπτωση των ΗΠΑ είναι το αγγλοσαξονικό εθνικό στοιχείο. Μπορεί ο Ελληνοαμερικανός, ο ισπανόφωνος Αμερικανός, ο ιταλόφωνος Αμερικάνος κ.ά. να είναι ίσοι με τον Αγγλοσάξονα Αμερικάνο, ωστόσο τον βασικό τόνο, σχεδόν σε όλα τα επίπεδα εκδίπλωσης της κοινωνικής ζωής, τον δίνει το αγγλοσαξονικό στοιχείο με τις αντίστοιχες βορειοευρωπαϊκές (αγγλο-γερμανικές) παραδόσεις και αντιλήψεις περί κράτους και κοινωνίας. Οι ΗΠΑ, επομένως δεν υπήρξαν ένας «αχταρμάς», διαφορετικών εθνοτικών στοιχείων, όπου κουλτούρες όπως λ.χ. η ελληνική, η μεξικανική ή η ιταλική είναι ουσιαστικά ισότιμες με την αγγλοσαξονική. Είναι θεμιτό κάποιοι να φαντάζονται ότι με τον συνταγματικό πατριωτισμό, και ένα σύμφυρμα κουλτουρών και εθνοτικών στοιχείων, θα εκλείψουν τα μίση και οι εθνικισμοί που δυνητικά μπορεί να προκαλέσει ο εθνοτικός πατριωτισμός (ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται, γενικά και αόριστα, με τον εθνικισμό και ιδίως την ακροδεξιά του πολιτική έκφραση). Η σκέψη αυτή όμως είναι εξίσου αφελής, διότι το να προέχει η έννοια του πολίτη δεν σημαίνει καθόλου ότι εκλείπει ή ότι δεν είναι κυρίαρχος ο εθνικισμός. Οι ΗΠΑ λ.χ. βασίζουν την εθνική συνείδηση στην έννοια του πολίτη, αλλά οι Αμερικανοί πολίτες είναι, την ίδια στιγμή, από τους πλέον εθνικιστές – συχνά ένας Ιταλός Αμερικανός ή Έλληνας Αμερικάνος γίνεται φανατικός υποστηρικτής των συμφερόντων των ΗΠΑ σε όλο τον πλανήτη. Όσοι προωθούν την έννοια του συνταγματικού/πολιτικού πατριωτισμού με σκοπό τον περιορισμό του εθνικισμού, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν ότι η μείωση/εξαφάνιση του εθνικισμού με τέτοιες μεθόδους δεν είναι καθόλου βέβαιη, το αντίθετο. Αυτή η πεποίθηση βασίζεται κατά πολύ στην λανθασμένη θεωρία που θεωρεί ότι το κράτος είναι αυτό που δημιουργεί το έθνος και επομένως τον εθνικισμό. Αλλά ακόμη κι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δηλαδή «όπου κράτος εκεί έθνος και εθνικισμός» για ποιο λόγο να αντικατασταθεί ο εθνοτικός πατριωτισμός με τον συνταγματικό/πολιτικό;

Επιστρέφοντας στο κείμενο του ΘΝ, θα συμφωνήσουμε με τη θέση ότι σήμερα το δίπολο πατριωτισμός/εθνομηδενισμός, που εργαλειοποιήθηκε τα μέγιστα από τη δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει κάτι να προσφέρει στο πολιτικό μέλλον της χώρας. Θα θέλαμε ωστόσο να προχωρήσουμε τη σκέψη μας παραπέρα. Κατά τη γνώμη μας ο όρος «εθνική υπερηφάνεια» είναι προβληματικός. Αυτό δεν σημαίνει ότι η «υπερηφάνεια» πρέπει να ορίζεται αυτομάτως με αρνητικό πρόσημο ή ότι οδηγεί απαραιτήτως σε σωβινιστικές προσεγγίσεις εθνικής ανωτερότητας, αλλά γιατί, θεωρούμε ότι υπάρχει ένας προτιμότερος όρος: η εθνική αξιοπρέπεια[2]. Η εθνική αξιοπρέπεια (από το «άξιο» και το «πρέπον») συνδέεται με αυτή που ορίζουμε ως λαϊκή ευκοσμία[3] που με τη σειρά της μπορούμε να ταυτίσουμε με την ισοθυμία (ή ισοψυχία) δηλαδή με τη σκέψη ότι οι άνθρωποι κάθε έθνους δύναται να αναγνωριστούν (ατομικά και συλλογικά) για τα επιτεύγματα που προσφέρουν στη δική τους εθνική κοινότητα, αλλά και στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε επομένως να εκλάβουμε την εθνική αξιοπρέπεια ως ένα αντίδοτο διπλής δράσης: τόσο απέναντι στις ακρότητες της «εθνικής υπερηφάνειας» και του εθνικισμού, όσο και σε κάθε είδους αντιπατριωτικό μηδενισμό και εθνομηδενισμό, στην τάση δηλαδή διαφόρων ιδεολογιών του αριστερού, φιλελεύθερου και μεταμοντέρνου κοσμοπολιτισμού να δαιμονοποιούν το συναίσθημα της αγάπης που όπως προαναφέραμε αισθάνεται φυσικά ο άνθρωπος για τις ρίζες του, τις παραδόσεις και τον τόπο του. Υπό αυτό το πρίσμα η εθνική αξιοπρέπεια είναι σύμφυτη με την κοινή ευπρέπεια διότι καί στις δύο περιπτώσεις (εθνικής αξιοπρέπειας και κοινής ευπρέπειας) κυριαρχεί η υποχρέωση (το «πρέπει») που διέπει την έννοια του δικαιώματος. Έτσι, οι άνθρωποι όλων των εθνών έχουν αξία ως άνθρωποι και έχουν αξία διότι διαθέτουν (δυνητικά) τις ικανότητες να συνεισφέρουν στο κοινό καλό μέσω της μνήμης, της πράξης και του λόγου. Αυτή η παραπάνω «οντολογία» μπορεί να ολοκληρωθεί με μια κεντρική έννοια: του λαϊκού οικουμενισμού[4], ο οποίος συνδέεται άμεσα με τη δημοκρατία που με τη σειρά της προαπαιτεί μια «σύνολη γεωγραφία», και «χρονική ενότητα» ικανή να λειτουργήσει ως κοινός τόπος, δηλαδή ως συλλογικότητα ζωντανών αναπαραστάσεων, συνδετικής μνήμης, ένταξης, επιτευγμάτων κλπ.

Η παραπάνω συλλογιστική ίσως είναι χρήσιμη διότι δεν αποκλείει την οικουμενικότητα του ανθρώπου, όχι μόνο ως βιολογικό είδος, αλλά και ως ον που χαρακτηρίζεται από παρόμοιες φυσικές ανάγκες, αλλά και από κοινά γνωρίσματα: θνητότητα, αγάπη, δεινά, ελαττώματα, ευαλωτότητα, πάθη, ικανότητες, ευφυΐα, προβλήματα κ.λπ. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η έννοια της αγάπης για την πατρίδα, που περιγράψαμε παραπάνω, συνοδεύεται και από αυτή του μίσους και μάλιστα με τρόπους ιδιαιτέρως αλλοπρόσαλλους. Πράγματι υπάρχουν εκείνοι αγαπούν (κάποιες φορές παράφορα) την πατρίδα τους, μισώντας άλλες πατρίδες, εκείνοι που μισούν κάθε πατρίδα και αγαπούν μόνο το άτομο (τους), άλλοι, πάλι, που μισούν την δική τους πατρίδα αγαπώντας/στηρίζοντας μίαν άλλη (ενδεχομένως αντίπαλη της δικής τους), όπως και άλλες υποπεριπτώσεις. Υπάρχουν φυσικά, ευτυχώς, και εκείνοι που αγαπούν ειλικρινά την πατρίδα τους χωρίς να μισούν τις άλλες. Όλα αυτά τα φαινόμενα και εκδηλώσεις συνυπάρχουν μέσα στις κοινωνίες με τρόπο μαγματικό, όπως ίσως θα έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Για εμάς το εθνικό (στοιχείο) λειτουργεί καί ως ενατένιση/ποίηση που απελευθερώνει παρά ως δόγμα που περιχαρακώνει και οδηγεί σε μνησικακία. Είναι ένας ιδιαίτερος και μοναδικός τρόπος πρόσληψης της πραγματικότητας από μία ανθρωπολογική κοινότητα και η συνακόλουθη έκφραση αυτής της πρόσληψης σε διάφορα πεδία του βίου, ιδιωτικού και δημοσίου: από την Οικονομία έως την Τέχνη. Είναι ένας ολοκληρωμένος οργανισμός που μέσα από την ανοιχτή επικοινωνία αναπνέει, εξελίσσεται και προστατεύεται από την αλαζονεία, ενώ μέσα από την επιβεβλημένη φίμωση/ακύρωση, ασθμαίνει και συντηρητικοποιείται/ριζοσπαστικοποιείται.

Επομένως, το ζητούμενο, αν θέλουμε να μιλήσουμε για εθνική αναγέννηση δεν είναι μόνον όλα όσα, ορθά, επισημαίνει το κείμενο του ΘΝ (δηλαδή η παραγωγική ανασυγκρότηση, η υποχώρηση του παρασιτισμού, η πρόκριση της κοινωνικής συνοχής, η ενίσχυση της εθνικής άμυνας…) αλλά και η συστηματική πνευματική καλλιέργεια και ποιητική τόνωση της εθνικής μας αυτοπεποίθησης. Μια αυτοπεποίθηση που, για να παραμείνουμε στο δυϊκό σχήμα, θα βασίζεται σε δύο πυλώνες οι οποίοι θα στηρίζουν το σώμα της εθνικής αξιοπρέπειας. Για να φτάσουμε στην κεφαλή αυτής της εθνικής οντολογίας (την εθνική αναγέννηση) μπορούμε να μιλήσουμε για έναν εσωτερικό πυλώνα αναγέννησης της Ελλάδας (νοούμενο ως στενότερα εθνικό) και από την άλλη για έναν εξωτερικό πυλώνα που θα (δια)ανοίγεται σε όλα εκείνα τα «Πρέπει» που ενώ δημιουργούνται σε τοπικό/εθνικό επίπεδο, έχουν ή μπορεί να αποκτήσουν οικουμενικό χαρακτήρα. Φρονούμε ότι αν τα παραπάνω συνδυαστούν και εμπλουτιστούν με το σπουδαίο ερευνητικό έργο του καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη (κοσμοσυστημική γνωσιολογία), το οποίο αφορά τη σπουδή της διαχρονίας του ελληνισμού, τότε ενδέχεται ένα ζητούμενο του μέλλοντος να είναι η φυσική αναγέννηση του ανθρωπολογικού τύπου που ονομάσαμε homo hellenicus[5]. Τότε ενδεχομένως, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, τα δίπολα Αριστερά/Δεξιά, Εθνομηδενισμός/Πατριωτισμός δεν θα έχουν και πολλά να μας πουν διότι τα ζητούμενα θα είναι περιεκτικότερα, συνεκτικότερα, ευρύτερα και κατά πολύ σπουδαιότερα. Θα είναι ζητούμενα βασισμένα σε υπαρξιακές ανάγκες: στην αντιμετώπιση του δημογραφικού, στον περιορισμό του πολιτικού Ισλάμ και στην ανακοπή του τουρκικού επεκτατισμού, αλλά και σε δημιουργικά αιτήματα: όπως η αντιμετώπιση της υγειονομικής/οικονομικής κρίσης και η βελτίωση της ευημερίας των πολιτών. Ασφαλώς για να μετατραπούν όλα αυτά σε πολιτικό πρόγραμμα πρέπει να βρεθεί αυτός/αυτοί που θα ενσαρκώσουν τις παραπάνω αξίες. Αυτό είναι το μεγάλο (και δύσκολο) επόμενο βήμα: oι αρχηγετικές προσωπικότητες που θα διεκδικήσουν τα πνευματικά και πολιτικά ηνία της Ελλάδας, αλλάζοντας προς το δημοκρατικότερο την πολιτική χαρτογραφία της χώρας, να είναι του αντίστοιχου διαμετρήματος.

Η έννοια της αξιοπρέπειας είναι κεντρική και αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εθνική μας αναγέννηση η οποία απαιτεί όραμα, σαφή στοχοθεσία, επαρκή ενότητα αλλά ταυτόχρονα επίγνωση των ορίων και των (μεγάλων) δυνατοτήτων μας. Τα εθνικά μας στοιχεία αποτελούν υπαρξιακή κατάφαση μίας συλλογικής οντότητας που στη διαχρονία εκδηλώνει δημιουργικά το περιεχόμενό της μέσα από την ετερότητά της. Τα αδιέξοδα της επιμονής στην αντί-θεση, φάνηκαν πλέον ξεκάθαρα· στην εποχή που ευδοκίμησε η άρνηση, η συνωμοσιολογία και τα κάθε λογής –αντί, απαιτείται επιτακτικά η θέση.

Για περισσότερα, πάνω στα προηγούμενα και σε συναφή ζητήματα έθνους και παγκοσμιοποίησης, παραπέμπουμε στο 3ο τεύχος του περιοδικού ResPublica: Σημειώσεις εκτός γραμμής για το τέλος ενός κόσμου, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες.

*Στη διαμόρφωση αυτού του θεωρητικού πλαισίου σκέψεων συνέβαλλαν όλα τα μέλη της συντακτικής ομάδας του ResPublica.Gr και ιδιαιτέρως οι Μιχάλης Θεοδοσιάδης – με την διδακτορική του διατριβή [(«Republican perspectives on populism and hope (Beyond Christopher Lasch)»] – και Θεόδωρος Παπαϊωάννου. Το παρόν κείμενο είναι φρούτο μακροχρόνιων, τακτικών συζητήσεων/μελετών της ομάδας και προτείνεται στο δημόσιο πεδίο ως προϊόν φιλοσοφικής σκέψης (αφορμή για διάλογο) και όχι ως γραμμή κάποιου πολιτικού σχηματισμού.


[1] Βλ. Η γερμανική ταυτότητα, η δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, για το διαδικτυακό περιοδικό ResPublica.Gr.

[2] Ενάντια στη ντροπή και την ταπείνωση, επομένως δεν προτείνουμε την υπερηφάνεια, αλλά την αξιοπρέπεια. Όπως και ενάντια στον εγωισμό (selfishness) δεν προτείνουμε τον αντι-εγωισμό (unselfing στα Αγγλικά). Γιατί το δεύτερο μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που ο Νίτσε αποκαλούσε «αποπροσωποίηση», δηλαδή στο να χάνουμε τη συναίσθηση του ίδιου του εαυτού μας (βλ. εδάφιο 207, Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το Καλό και το Κακό). Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει λ.χ. στην περίπτωση ενός δικτάτορα ηγέτη, όπου οι μάζες χάνουν την αίσθηση του ατομικού τους εγώ (ξεχωριστά ο καθένας) και οδηγούνται στην απόλυτη ταύτιση με τον ηγέτη. Το ίδιο μπορούμε να δούμε και στην περίπτωση της ρητορικής rafugees welcome ή στην περίπτωση του Συνδρόμου της Στοκχόλμης (Βλ. Fritz Breithaupt, The Dark Sides of  Empathy). Το αντίδοτο στον εγωισμό είναι η συνείδηση του εαυτού, που μας οδηγεί στο να μπορούμε να κρίνουμε καί τις δικές μας πράξεις καί των άλλων. Με άλλα λόγια πρόκειται για εκείνη την πολύ σημαντική διαδικασία αυτοπροσδιορισμού και ολοκλήρωσης που μας οδηγεί στην ορθοκρισία.

[3] Βλ. Η ευκοσμία ως ανθρωποκεντρικότητα στη σκέψη του Martin Luther King και η κοινή ευπρέπεια, για το διαδικτυακό περιοδικό ResPublica.Gr. Για περισσότερα παραπέμπουμε στο υπό έκδοση 3ο τεύχος του έντυπου περιοδικού ResPublica, Σημειώσεις εκτός γραμμής για το τέλος ενός κόσμου και ιδίως στο άρθρο του Μιχάλη Θεοδοσιάδη με τον τίτλο: Η βελτιόδοξη και ανθρωποκεντρική ευκοσμία, η κοινή ευπρέπεια και ο λαϊκός οικουμενισμός.

[4] Όταν μιλάμε για οικουμενισμό αναφερόμαστε στην έννοια μιας Ευρωπαϊκής Κοσμόπολης που σε αντίθεση με την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση  θα έχει και θα δείχνει πλήρη σεβασμό στα έθνη-κράτη ως πολιτικά σώματα, δίχως διευθυντήρια, με κοινές αμυντικές πολιτικές, πολιτισμικές και εμπορικές συνεργασίες κτλ. Ασφαλώς αυτή η Κοσμόπολη, ως πρόταγμα, δεν έχει ουδεμία σχέση με τον ασύνορο και μεταμοντέρνο κοσμοπολιτισμό των περιφερόμενων νομάδων. Για περισσότερα δείτε: Σκέψεις για την τουρκική επιθετικότητα, το πολιτικό Ισλάμ και μια μελλοντική Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία και Η Ελλάδα στη δίνη του περιφερειακού ψυχρού πολέμου για το διαδικτυακό περιοδικό ResPublica.Gr.

[5] Ο όρος Homo Hellenicus χρησιμοποιήθηκε «πειραματικά», από τον γράφοντα, στα πλαίσια μιας ερώτησης που έγινε στον καθηγητή Γ. Κοντογιώργη σε διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε το ResPublica.Gr με τον τίτλο: Γιώργος Δ. Κοντογιώργης: Ελλάδα, Βυζάντιο και ανθρωποκεντρικότητα.  Η ερώτηση ήταν η εξής: «θα μπορούσαμε να περιγράψουμε περιληπτικά, δηλαδή στα βασικά του πολιτισμικά και πολιτικά γνωρίσματα, έναν «τυπικό/μέσο» άνθρωπο του ελληνισμού (παρά τον υπαρκτό κίνδυνο της γενίκευσης), υπό το πρίσμα του γνωσιολογικού κοσμοσυστήματος, και συγκεκριμένα εκείνη την ιστορική περίοδο που, κατά τη γνώμη σας, άκμασε το ελληνικό πνεύμα περισσότερο από ποτέ; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, υπό τις απαραίτητες προϋποθέσεις και αποσαφηνίσεις, για έναν homo hellenicus;» Η απάντηση του Κοντογιώργη ήταν καταφατική γεγονός που ενισχύει την υιοθέτηση και μελλοντική χρήση/ανάπτυξη του όρου στις αναλύσεις μας.

ΠΗΓΗ

Σχόλια