Τα τρία ερωτήματα: "Γιατί", "Τι", Πώς" – Προδημοσίευση από το "Κατανοώντας και αλλάζοντας τον κόσμο"
Η προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον κόσμο θέτει τριών ειδών βασικά φιλοσοφικά ερωτήματα:
Πρώτον, τελεολογικά ερωτήματα, που αναζητούν κάποιο σκοπό στα φαινόμενα, όπως "γιατί έγινε ο κόσμος;", "γιατί υπάρχουμε;".
Η χρήση του επιρρήματος "γιατί" υποδηλοί βούληση και πρόθεση που
είναι ιδιότητες της ανθρώπινης συνείδησης. Επομένως οι απαντήσεις
σε τέτοια ερωτήματα δεν μπορούν να ελεγχθούν λογικά και είναι
πέρα από κάθε πειραματική επαλήθευση και ανάλυση. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεύτερον, οντολογικά ερωτήματα, που έχουν σχέση με τη φύση του "είναι". Παραδείγματος χάρη, «υπάρχει ο κόσμος ανεξάρτητα από τις αισθήσεις μας και τον νου μας;» ή «τι ακριβώς είναι ο κόσμος αυτός καθαυτόν και σαν σύνθεση των στοιχείων του;». Θέτουμε τέτοια ερωτήματα, διότι δεν ξεχωρίζουμε μεταξύ της πραγματικότητας και των μοντέλων της.
Αυτά είναι νοητικές αφαιρέσεις που ο νους μας χρησιμοποιεί για να καταλάβουμε την πραγματικότητα. Σήμερα πια με την κβαντική μηχανική και με τους υπολογιστές είναι κοινή συνείδηση ότι άλλο ο κόσμος και άλλο τα μοντέλα του. Θα εξηγήσω παρακάτω πως ούτε τα οντολογικά ερωτήματα επιδέχονται απαντήσεις που μπορούν να ελεγχθούν ορθολογικά.
Τρίτον, γνωσιολογικά ερωτήματα που έχουν σχέση με το πώς αλλάζει ο κόσμος, πώς σκεφτόμαστε, πώς κατασκευάζουμε ένα κτήριο, πώς πετούν τα πουλιά κ.λπ. Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα συνίσταται στην αναζήτηση γνώσεων, δηλαδή σχέσεων μεταξύ των παρατηρούμενων φαινομένων και μεγεθών. Οι γνώσεις μπορεί να είναι επιστημονικές, τεχνικές, μαθηματικές ή εμπειρικές, όπως θα εξηγήσω παρακάτω. Είναι από τη φύση τους σχέσεις που είναι δυνατόν να επαληθεύουμε ή να διαψεύσουμε ακολουθώντας την κατάλληλη μεθοδολογία.
Οι κατά καιρούς διαμάχες
Αυτή η απλή ταξινόμηση των προβλημάτων βάζει ξεκάθαρα τα όρια εκείνου που μπορούμε να μελετήσουμε και να γνωρίσουμε κατά τρόπο αυστηρό. Ως προς τα τελεολογικά και οντολογικά ερωτήματα δεν έχουμε λογικά και εμπειρικά κριτήρια για να αποφασίσουμε εάν μια απάντηση ισχύει ή όχι. Μόνο για τα γνωσιολογικά ερωτήματα, στον βαθμό που διατυπώνονται ως σχέσεις μεταξύ καλώς ορισμένων εννοιών, έχει νόημα να προσπαθούμε να βρούμε απαντήσεις.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα τρία αυτά είδη ερωτημάτων είναι ανεξάρτητα. Όποιες και αν είναι οι πεποιθήσεις σας σχετικά με το "γιατί" και το "τι", δεν επηρεάζουν λογικά τις γνώσεις σας για τον κόσμο. Οι γνώσεις δεν εξαρτώνται από το γεγονός ότι είστε βουδιστής ή άθεος, από το εάν πιστεύετε ότι οι αριθμοί υπάρχουν ανεξάρτητα από τον νου του ανθρώπου ή όχι.
Όμως, για να μην παρεξηγηθώ, θα ήθελα να τονίσω ότι δεν παραβλέπω τη σημασία των τελεολογικών και οντολογικών προβλημάτων στη φιλοσοφία του ανθρώπου. Απλώς οι απαντήσεις που καθένας υιοθετεί, απορρέουν από πεποιθήσεις και δεν μπορούμε να τις κρίνουμε με αντικειμενικά κριτήρια.
Οι κατά καιρούς διαμάχες μεταξύ αφενός θρησκείας και αφετέρου επιστήμης παρουσιάζονται όταν παραβιάζονται τα όρια. Όταν η θρησκεία προβάλλει απόψεις για θέματα γνωσιολογικά, όπως π.χ. η αμφισβήτηση του ηλιοκεντρικού μοντέλου. Από την άλλη πλευρά, συχνά η επιστήμη μπαίνει σε χωράφια μεταφυσικά, χωρίς να παίρνει τις απόλυτα απαραίτητες προφυλάξεις. Ορισμένοι επιστήμονες έχουν τάση να παραγνωρίζουν τη σχετικότητα της επιστημονικής γνώσης ή να χρησιμοποιούν την επιστημονική μεθοδολογία καταχρηστικά και αδόκιμα, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.
Το τελεολογικό γιατί
Οι πιο δύσκολες ερωτήσεις είναι αυτές των "γιατί" που μας βασανίζουν από πολύ νεαρή ηλικία. "Γιατί υπάρχει ο κόσμος;", "γιατί βρισκόμαστε εδώ;", "γιατί ερχόμαστε και φεύγουμε;", "γιατί έχουμε συνειδητότητα;" και πολλές άλλες που μπορεί κανείς να φανταστεί. Όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι συνυφασμένες με την εύρεση αιτίων.
Ψάχνουμε να βρούμε μια αλυσιδωτή σχέση σε όλα που παρατηρούμε και αναλύουμε. Και εάν ακόμη δώσουμε μια απάντηση σε ένα "γιατί", παραδείγματος χάρη "γιατί πεθαίνουμε;", άλλα βαθύτερα "γιατί" αναδύονται. Έτσι δημιουργούνται αλυσίδες αιτίου-αιτιατού που καταλήγουν σε τελεολογικά ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν κατά τρόπο ορθολογικό.
Ο Πλάτων δέχεται ότι η φύση έγινε από ένα νοήμονα δημιουργό σύμφωνα με άφθαρτα μοντέλα που προϋπήρχαν. Η ιδέα της τελεολογίας ξεκινάει από τον Αριστοτέλη – στον οποίο στηρίχτηκαν μετέπειτα και χριστιανοί θεολόγοι/φιλόσοφοι. Ο Αριστοτέλης επικρίνει τον Δημόκριτο για το ότι η θεωρία του υπερ-τονίζει την αναγκαιότητα των φυσικών νόμων, χωρίς να αναγνωρίζει κάποιον "τελικό σκοπό" – «είναι παράλογο να λέμε ότι δεν υπάρχει σκοπός στη φύση απλώς επειδή δεν τον βλέπουμε».
Aυστηρά λογική προσέγγιση
Είναι ενδιαφέρον ότι οι Μαρξ και Ένγκελς με τον ιστορικό υλισμό έχουν ενός είδους "τελεολογική" θεώρηση των κοινωνικοιστορικών διαδικασιών με τη διαφορά ότι αντικαθιστούν τον Νου και τη συνείδηση με την οικονομική νομοτέλεια.
Οι αρχαίοι Έλληνες έπαιρναν τον κόσμο όπως είναι και διερωτήθηκαν περισσότερο για το "τι" και το "πώς". Οι μετέπειτα τελεολογικές φιλοσοφικές ιδέες επηρεάστηκαν από τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό, όπου κυριαρχεί η ιδέα ότι ο Θεός έχει ένα σχέδιο –για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της μόδας, ένα project– για τη φύση και για τον άνθρωπο ή τον περιούσιο λαό, ανάλογα. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτός ο oρoς "project" δεν έχει ακριβές αντίστοιχο στην ελληνική, μια γλώσσα τόσο πλούσια σε νοήματα.
Σε μια αυστηρά λογική προσέγγιση, οι τελεολογικές ιδέες εκπίπτουν σε μια ρητορική, σε μια μυθολογία που δεν επηρεάζει τον τρόπο αναζήτησης της γνώσης. Φυσικά τίποτα δεν εμποδίζει να προσδώσουμε τελεολογική ερμηνεία σε νόμους που διέπουν τα φαινόμενα, αλλά αυτό είναι λογικά αστήρικτο. Έτσι μερικοί μπορεί να προσδίδουν κάποιον απώτερο σκοπό στον νόμο διατήρησης της μάζας/ενέργειας, αλλά αυτό δεν μπορεί να έχει καμία επιστημονική βάση.
Το οντολογικό "τι"
Ο Παρμενίδης είναι ίσως ο πρώτος στοχαστής που έθεσε το ερώτημα περί του «είναι» και της σημασίας του. Ο Παρθενώνας είναι ένα "ον", υπάρχει. Αλλιώς όμως το αντιλαμβάνομαι εγώ, ένας ξένος επισκέπτης, ένας αρχιτέκτονας, ένας αρχαιολόγος. Πού έγκειται όμως το "είναι" του; Στο ότι συνίσταται από μάρμαρο, στην όλη του μορφή και αρχιτεκτονική, σ’ εκείνο που παριστάνει;
Ο Παρμενίδης θα απορρίψει ως απατηλό τον αισθητό κόσμο θεωρώντας «κριτήριον τὸν λόγον, τάς τε αἰσθήσεις μὴ ἀκριβεῖς ὑπάρχειν» και θα αναγνωρίσει ως μόνο υπαρκτό το "είναι" που αναγνωρίζεται και καθορίζεται από τον "λόγον" και ταυτίζεται με αυτόν. «Τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστί τε καὶ εἶναι», δηλαδή «είναι το ίδιο το να είναι και να το εννοείς».
Για να το πω διαφορετικά: Η κατανόηση της πραγματικότητας ανάγεται σε μια διαδικασία ερμηνείας που γίνεται από τον νου. Η αντίληψη αυτή σχετικοποιεί τη γνώση και περιορίζει τη δυνατότητά της να προσδιορίσει μια "ουσία" της πραγματικότητας. Παράλληλα, όμως, αίρει ορισμένα ψευδοπροβλήματα που συναντούν αυτοί που αποπειρώνται κάτι τέτοιο.
Το ότι κάθε νους μπορεί να δει την πραγματικότητα διαφορετικά δεν αναιρεί την ύπαρξη κοινά παραδεδεγμένων απόψεων για την πραγματικότητα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της επικοινωνίας, της διαμόρφωσης της γνώσης μέσα από συγκεκριμένες κοινωνικές διαδικασίες, ως εξής.
Η αναζήτηση μιας απόλυτης ουσίας των πραγμάτων και καθαρών κατηγοριών του "είναι" ταλάνισε και ταλανίζει ακόμα την επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη. Ο Αριστοτέλης κατηγόρησε τον Ηράκλειτο ως παράλογο, διότι αγνόησε επιδεικτικά τη βασική λογική αρχή της "αντίφασης" και του "αποκλειομένου τρίτου".
Για να πάμε στο πιο πρόσφατο παρελθόν, ας πάρουμε τη διαμάχη για τη σωματιδιακή ή την κυματική φύση του ηλεκτρονίου που τάραξε τη Φυσική του 20ού αιώνα. Πολλά μεγάλα πνεύματα είδαν μια σαφή λογική αντίφαση στο γεγονός ότι το ηλεκτρόνιο "είναι ταυτόχρονα" και σωματίδιο (διακριτό) και κύμα (συνεχές). Ο Heizenberg, όπως και πολλοί άλλοι, θα καταλήξει βιαστικά στο συμπέρασμα ότι «το μαθηματικό μοντέλο της κβαντικής θεωρίας μπορεί να εκληφθεί ως επέκταση ή τροποποίηση της κλασικής λογικής», εννοώντας μιας λογικής όπου η αρχή της αντίφασης δεν ισχύει.
Όμως μια Παρμενίδεια θεώρηση της πραγματικότητας μας βγάζει από αυτά τα αδιέξοδα και παράδοξα. Απαιτεί βέβαια να παραιτηθούμε από τη φιλοδοξία να καταλάβουμε "τι πραγματικά είναι" το ηλεκτρόνιο. Οι αντιφάσεις αίρονται, αν καταλάβουμε ότι τα φαινόμενα, ανάλογα με τον τρόπο που τα παρατηρούμε, μπορούν να συμφωνούν με μοντέλα που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αναγκαστικά μια λογική αντίφαση.
Η πραγματικότητα είναι "αυτό που είναι" και μπορούμε να την καταλάβουμε μόνο νοητικά με θεωρίες που είναι αφαιρέσεις της. Η πολλαπλότητα θεωριών δεν εμπεριέχει λογικές αντιφάσεις, εφόσον καθεμιά από τις θεωρίες λαμβάνει υπόψη της διαφορετικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητας. Φυσικά, όταν δύο ή και περισσότερες θεωρίες είναι εφαρμόσιμες, ένα ενδιαφέρον πρόβλημα είναι η μελέτη των μεταξύ τους σχέσεων – πράγμα το οποίο έγινε επιτυχώς από την κβαντική Φυσική.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, νομίζω, μπορεί να κατανοηθεί και η σκέψη του Ηράκλειτου που προτείνει τη διαλεκτική αντίληψη της πραγματικότητας. Η αρμονική σύνθεση αντιθέτων δεν συνεπάγεται κάποια λογική αντίφαση. Είναι ένα σχήμα για την κατανόηση της πραγματικότητας όχι σαν κάτι στατικό, αλλά σαν ένα "γίγνεσθαι". Η εξέλιξη, η κίνηση, ό,τι αλλάζει είναι αποτέλεσμα σύνθεσης αντίρροπων δυνάμεων που μεταθέτουν τα σημεία ισορροπίας ανάλογα με τον συσχετισμό τους.
Το γνωσιολογικό "πώς"
Ο τύπος των ερωτήσεων που επιδέχονται ορθολογική διερεύνηση είναι αυτές που αφορούν το "πώς". Πώς πολλαπλασιάζεται μια αχιβάδα, πώς σχετίζεται η δύναμη με την επιτάχυνση, πώς κατασκευάζουμε ένα σπίτι, πώς λύνουμε ένα μαθηματικό πρόβλημα, πώς αποφεύγουμε τον πληθωρισμό; Οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις είναι σχέσεις μεταξύ παρατηρήσεων, εννοιών, αντικειμένων. Συνιστούν αυτό που λέμε γνώση, της οποίας θα δώσουμε έναν ακριβέστερο ορισμό στη συνέχεια.
Εδώ πρέπει να τονίσω ότι οι ερωτήσεις αφορούν τόσο την κατανόηση καταστάσεων όσο και την επίλυση προβλημάτων. Επίσης αφορούν όχι μόνο τον υλικό κόσμο, αλλά και αφηρημένες νοητικές διαδικασίες.
Η γνώση αφορά ερωτήματα που επιδέχονται απαντήσεις γενικές και ανεξάρτητες από την προσωπική εμπειρία του καθενός. Η αλήθεια τους πρέπει να είναι επαληθεύσιμη και ουδέτερη. Γι’ αυτό ορισμένοι θεωρούν ότι μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τον φυσικό κόσμο και αυτό που λένε "αντικειμενική πραγματικότητα". Μια τέτοια θέση συνεπάγεται ότι τα νοητικά φαινόμενα και η συνειδητότητα μπορούν να κατανοηθούν μόνο στον βαθμό που μπορούν να μελετηθούν με βάση τους νόμους της Φυσικής. Αυτό συχνά οδηγεί στην αντίληψη ότι ο κόσμος χωρίζεται από τη μια μεριά σε φυσικά φαινόμενα που είναι παιχνίδι σωματιδίων σε πεδία δυνάμεων και στον κόσμο των νοούμενων, της συνειδητότητας, που είναι μια υποκειμενική εμπειρία του ατόμου.
Εδώ θα συμφωνήσω με τον Αμερικανό φιλόσοφο John Rogers Searle, που επισημαίνει ότι μια τέτοια αντίληψη οδηγεί σε μια ψευδο-διχοτομία. Σίγουρα η συνειδητότητα οντολογικά είναι υποκειμενική εμπειρία. Ο θάνατος ή ο πόνος είναι οντολογικά υποκειμενικές εμπειρίες, αλλά γνωσιολογικά αντικειμενικές, στον βαθμό που μπορούν να διαπιστωθούν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Έτσι έχει νόημα να μελετήσουμε τα αίτια θανάτου ενός ατόμου ή τα αίτια και τις θεραπείες του πόνου.
Μια βασική θέση του βιβλίου είναι ότι αντικείμενο της γνώσης δεν αποτελεί μόνο η φυσική πραγματικότητα αλλά το σύνολο των νοητικών και κοινωνικών φαινομένων. Όπως θα εξηγήσω παρακάτω, αυτό συνεπάγεται τη διττή φύση της πραγματικότητας, που απαρτίζεται από φυσικά φαινόμενα και πληροφορικά φαινόμενα.
Σχόλια