«Και θα πρέπει να θυμάται πάντοτε ότι ο καθένας είναι τόσο σοβαρός ο ίδιος, όσο σοβαρό θεωρεί τον εχθρό του και όσο σοβαρά τον αντιμετωπίζει. Οι ηθικολογίες είναι ένας εύκολος τρόπος για να καθίσταται ο εχθρός αξιοπεριφρόνητος. Γι’ αυτό και δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο πέρα από την πολιτική ελαφρότητα εκείνου που τις χρησιμοποιεί». (Παν. Κονδύλης)
Η Τουρκία ακολούθησε με επιμέλεια την μετατροπή της οικονομικής της μεγέθυνσης σε υλικούς παράγοντες σκληρής ισχύος. Το δείχνουν δύο στοιχεία: Πρώτον, η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής τεχνολογίας και βιομηχανίας τα τελευταία περίπου 20 χρόνια, η οποία τελικά φαίνεται ότι έχει αποδώσει καρπούς. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Όχι βέβαια όπως τους παρουσιάζει το τουρκικό κατεστημένο, αλλά σε ικανοποιητικό επίπεδο, ώστε να ενδυναμώνει την ισχύ των ενόπλων δυνάμεών της, αλλά παράλληλα και να προκαλεί πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία της. Η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών, ιδιαίτερα την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, γέμισε τα βιβλία παραγγελιών των τουρκικών επιχειρήσεων ενεργοποιώντας την τουρκική οικονομία. Το δεύτερο είναι η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών και ιδιαίτερα την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, όπως φαίνεται από τα υπάρχοντα στοιχεία: από 13 το 2010 σε 22 δισ. δολάρια.
Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η Τουρκία έχει αποκτήσει αυτονομία στην παραγωγή οπλικών συστημάτων, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας είναι εισαγόμενη (η προστιθέμενη αξία δεν πρέπει να υπερβαίνει το 40%), Επίσης, εισαγόμενες είναι οι απαιτούμενες πρώτες ύλες, τα ημικατεργασμένα και σειρά από τεχνολογικά προϊόντα απαραίτητα για τη δημιουργία των τελικών προϊόντων.
Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι το ποσοστό της προστιθέμενης αξίας που δημιουργεί η τουρκική οικονομία, αλλά η αδυναμία της να παράγει εκείνα τα κρίσιμα μέρη του τελικού προϊόντος, που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία και είναι όλα εισαγόμενα. Συνεπώς, δεν είναι η μεγέθυνση του ποσοστού της προστιθέμενης αξίας που είναι σημαντική, αλλά κυρίως είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της προστιθέμενης αξίας.
Πολεμική βιομηχανία
Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα (Burak Bekdil, Turkey's Much-Hyped Defense Industry Far from Self-Sufficient): το επιθετικό ελικόπτερο Τ129 παράγεται στην Τουρκία από την Turkish Aerospace Industries, μετά από άδεια της ιταλικής Agusta Westland. Η συγκεκριμένη εταιρεία, είναι θυγατρική της επίσης ιταλικής εταιρείας Leonardo S.p.A. και της οποίας ο μεγαλύτερος μέτοχος, με ποσοστό περίπου 30% είναι το ιταλικό δημόσιο.
Το ελικόπτερο φέρει δύο μηχανές τούρμπο LHTEC T800-4A. Κάθε μηχανή έχει ισχύ 1104 αλόγων. Πρόκειται για παραλλαγή της μηχανής CTS 800. Ο κατασκευαστής της μηχανής, η εταιρεία LHTEC, αποτελεί εταιρεία joint venture της αμερικανικής Honeywell και της βρετανικής Rolls Royce. Επομένως, το θεωρούμενο από την τουρκική ηγεσία ως "εγχωρίως" παραγόμενο ελικόπτερο, είναι αδύνατον να παραχθεί, χωρίς την μηχανή της LHTEC!
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το "εγχωρίως" παραγόμενο νέας γενιάς τανκ Altay. Δεν μπορεί να παραχθεί χωρίς την εισαγόμενη μηχανή και τα συστήματα μετάδοσης της κίνησης. Τις μεν μηχανές προμηθεύεται από την γερμανική εταιρεία MTU Aero Engines, τα δε συστήματα μετάδοσης της κίνησης από την επίσης γερμανική εταιρεία RENK AG.
Τα τουρκικά drones
Το drone Bayraktat TB-2 θεωρείται από την τουρκική αμυντική βιομηχανία ως το σπουδαιότερο επίτευγμά της των τελευταίων χρόνων. Αυτό στηρίζεται στην καναδική τεχνολογία και στην εισαγωγή από την καναδική εταιρεία L3HarrisWESCAM τμημάτων απαραίτητων για την κατασκευή του. Συγκεκριμένα, του ηλεκτρονικού εξοπλισμού (υπέρυθρες ηλεκτρονικές απεικονίσεις και αισθητήρες συστήματος στόχευσης) που αποτελούν την καρδιά του drone. Χωρίς αυτή την τεχνολογία η Τουρκία είναι αδύνατον να χρησιμοποιήσει τα συγκεκριμένα drones.
Η καναδέζικη εταιρεία είναι θυγατρική του αμερικάνικου γίγαντα αμυντικού εξοπλισμού L3Harris, πρωτοπόρα στην παραγωγή της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Την 5η Οκτωβρίου, ο υπουργός Εξωτερικών του Καναδά Francois-Philippe Champagne ανακοίνωσε την αναστολή πωλήσεων αυτού του υλικού στην Τουρκία, διότι χρησιμοποιήθηκαν από τις δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν στον πόλεμο εναντίον της Αρμενίας στην περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Επίσης, η μηχανή που φέρουν τα συγκεκριμένα drones είναι η BRP-Rotax engine ισχύος περίπου 100 αλόγων. Παράγεται στην Αυστρία από θυγατρική εταιρεία της καναδικής Bombardier Recreational Products. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι και άλλα τμήματα των συναρμολογούμενων στην Τουρκία drones Bayraktat TB-2 προέρχονται από ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις.
Τα Bayraktat στο Ναγκόρνο Καραμπάχ
Όπως έχουμε αναφέρει τα συγκεκριμένα drones χρησιμοποιούνται στον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου όμως η αποτελεσματικότητά τους έχει τεθεί εν αμφιβόλω. Οι Αρμένιοι χρησιμοποιούν το ρωσικό σύστημα αντί-drones Belladonna (στα ρωσικά Krasukha), το οποίο καταστρέφει με μεγάλη επιτυχία τα drones Bayraktat TB-2.
Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του θεωρούμενου πιο ισχυρού drone Bayraktar Akıncı, στο οποίο εγκαταστάθηκαν οι ουκρανικοί κινητήρες turboprop AI-450C. Χάρη σε αυτούς, η ικανότητα μεταφοράς του αεροσκάφους είναι σχεδόν διπλάσια από του Bayraktar TB-2. Όμως, χωρίς τους εισαγόμενους ουκρανικούς κινητήρες στην πράξη, δεν μπορούν να λειτουργήσουν τα συγκεκριμένα drones.
Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας δίνει σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας, με την έννοια ότι μπορεί να προχωρήσει σε παραγωγή των ποσοτήτων που επιθυμεί, χωρίς να χρειάζεται την έγκριση του εκάστοτε προμηθευτή-παραγωγού, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα είναι σε θέση να προμηθεύεται τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό (μηχανές, ηλεκτρονικά κτλ).
Ελληνική αμυντική βιομηχανία
Μια απλή σύγκριση με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα καθιστά προφανή τη διαφορά. Εδώ δεν υπάρχει σχεδιασμός για την εθνική αμυντική βιομηχανία. Τεχνολογία και οπλικά συστήματα εισάγονται από το εξωτερικό. Η πολύ χαμηλή έως ασήμαντη προστιθέμενη αξία της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας δεν δημιουργεί πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Αντίθετα, λόγω των εισαγωγών, την επιβαρύνει.
Με απλά λόγια ενώ στην Τουρκία υπάρχει συμβολή στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, στην Ελλάδα, οικονομικά, λειτουργεί ως κόστος. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να γίνουν απολύτως κατανοητά τα παρακάτω: Υπάρχει το απλοϊκό θεωρητικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο η οικονομία, προοδεύοντας αυτόνομα, παράγει μέσα άσκησης βίας και αυτά κατόπιν υπηρετούν τους σκοπούς της ισχύος. Αυτό όμως, για να ισχύει, προϋποθέτει τη δυνατότητα αυτονόμησης της οικονομίας από τους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Είναι αδύνατον, όμως, να ισχυριστούμε με σοβαρότητα κάτι τέτοιο.
Ισχύς και οικονομία
Οι παράγοντες ισχύος βρίσκονται σε συνεχή σχέση αλληλεξάρτησης με τους οικονομικούς παράγοντες. Οι παράγοντες ισχύος αναντίρρητα εξαρτώνται από την οικονομική ισχύ. Όμως το καίριο ερώτημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι το ακόλουθο: «Οι παράγοντες ισχύος, κυρίως όσοι περιλαμβάνονται στους μηχανισμούς βίας και καταπίεσης, παράγονται και τελειοποιούνται απλώς και μόνο επειδή αυτό το καθιστά δυνατό το διαθέσιμο τεχνικοοικονομικό δυναμικό, ή αν η κατά το δυνατόν άφθονη και τελειότερη παραγωγή τους φαίνεται επιβεβλημένη, επειδή η ισχύς θέτει σκοπούς που μόνο χάρη σ’ αυτούς οι μηχανισμοί βίας μπορούν να πραγματωθούν.
»Αν η παραγωγή αυτή γίνεται εν όψει σκοπών ισχύος, βεβαίως με τη βοήθεια του τεχνικοοικονομικού δυναμικού, τούτο μας παραπέμπει ήδη σε εντελώς άλλη προβληματική θεώρησης των γεγονότων. Η πολιτική της ισχύος, με την προβληματική αυτή, ευρίσκεται τώρα στο καθοριστικό επίπεδο της σχέσης αλληλεξάρτησης με τους τεχνικοοικονομικούς παράγοντες και τους καθοδηγεί στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της» (Π. Κονδύλης "Θεωρία του Πολέμου", Θεμέλιο 1997, σελ. 204).
Επομένως, η πραγματική συνύφανση του παράγοντα ισχύος με την τεχνικοοικονομική εξέλιξη, ανατρέπει ολοκληρωτικά το γνωστό σκηνικό που η φιλελεύθερη οικονομική σκέψη έχει στήσει. Μας καλεί στην αναθεώρηση των κριτηρίων, σύμφωνα με τα οποία κρίνεται η οικονομική ισχύς και αποτελεσματικότητα. Θεωρεί την οικονομία όχι πλέον ως αυτόνομο σύστημα, αλλά ενταγμένη στο κοινωνικό πλαίσιο που τις ορίζουσές του καθορίζουν πρωταρχικά οι παράγοντες της ισχύος.
Τώρα πια είναι φανερό ότι οι κυβερνήσεις Ερντογάν ακολούθησαν με ευλάβεια αυτό το στόχο, υποτάσσοντας την οικονομία στην εξυπηρέτηση των πολιτικών τους στόχων. Εκεί θα πρέπει να αναζητηθεί και η ερμηνεία της ασκούμενης σήμερα οικονομικής πολιτικής στην Τουρκία. Παρόμοια ιστορικά παραδείγματα, θα μπορούσαν, με όλες τις υπάρχουσες διαφορές, να αναζητηθούν στη μιλιταριστική Ιαπωνία και στη ναζιστική Γερμανία της δεκαετίας του 1930. Γι’ αυτά, όμως, θα επανέλθουμε.
Σχόλια