Η θεωρία παιγνίων και ο αιφνιδιασμός

 

Η θεωρία των παιγνίων είναι ο κλάδος της μαθηματικής επιστήμης που μελετά τις βέλτιστες μεθόδους και τακτικές μεταξύ δύο αντιπάλων (παιχτών), ώστε κάθε παίκτης, αν ακολουθήσει τους κανόνες (στρατηγική), να επικρατήσει του αντιπάλου.
Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά

Η θεωρία των παιγνίων, εκτός των εφαρμογών που έχει σε ένα ευρύ φάσμα επιστημών, όπως στην οικονομία, στην κοινωνιολογία, στη βιολογία, στη φιλοσοφία, στην πολιτική και στους υπολογιστές, χρησιμοποιείται και στις διακρατικές σχέσεις και συγκρούσεις, αποσκοπούσα να προβλέψει τις τακτικές κινήσεις και μεθόδους που θα φέρουν τη νίκη. Η θεωρία προβλέπει ότι δύο χώρες μπορούν να οδηγηθούν σε πόλεμο ακόμα και αν οι ηγέτες γνωρίζουν το κόστος του πολέμου επειδή έχουν υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις τους βασιζόμενοι σε λάθος πληροφόρηση ή σε δογματικές τοποθετήσεις. Παράδειγμα εφαρμογής είναι η ταυτοποίηση των πιθανών δράσεων που πρέπει να ακολουθήσουν οι χώρες ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Εξετάζοντας τα δεδομένα, ο John Wood απέδειξε ότι δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα επειδή οι χώρες είναι αδύνατον να συνεργαστούν μεταξύ τους. Η θεωρία προβλέπει ότι αναγκαία και ικανή συνθήκη μιας πιθανής νίκης σε μία σύγκρουση είναι κάθε παίκτης να έχει περιορισμένη ή μηδενική αντίληψη και πληροφόρηση για τις προθέσεις και τις στρατηγικές κινήσεις του αντιπάλου και επίσης να μην είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει. Σε περίπτωση που υπάρχουν μεταβαλλόμενες «κόκκινες γραμμές», η θεωρία προβλέπει ότι η ήττα είναι αναπόφευκτη, όπως στην περίπτωση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, όπου η ελληνική κυβέρνηση αλλάζει συνεχώς τις κόκκινες γραμμές που η ίδια θέτει και η κόκκινη γραμμή των 250 μιλίων της ελληνικής ΑΟΖ περιορίστηκε τελικά στα 6 μίλια της υφαλοκρηπίδας.

Συνεπώς, η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει παραβιάσει τα δύο βασικά αξιώματα της θεωρίας παιγνίων. Οι συνεχώς μεταβαλλόμενες κόκκινες γραμμές όχι μόνο παραβιάζουν το πρώτο αξίωμα, αλλά επιπλέον πληροφορούν τον παίκτη της απέναντι πλευράς ότι η χώρα μας δεν είναι διατεθειμένη να αμυνθεί και συνεπώς είναι αυταπόδεικτο ότι έχει υποστεί στρατηγική ήττα, ακόμα και προτού αρχίσει η πραγματική σύγκρουση. Οι εγχώριοι πολιτικοί, ως μη γνωρίζοντες τη θεωρία των παιγνίων και ως μη συμβουλευόμενοι ειδικούς επιστήμονες για την τακτική που πρέπει να ακολουθήσουν στις διεθνείς συγκρούσεις και σε αντίθεση με αυτά που πράττουν οι ηγέτες άλλων χωρών, νομοτελιακά θα οδηγήσουν τη χώρα μας στην καταστροφή. Η ακύρωση της στρατηγικής συμμαχίας με τη Γαλλία, οι συνεχείς υποχωρήσεις, οι διαρκείς ταπεινώσεις από Τούρκους και Γερμανούς χωρίς αντίδραση δηλώνουν μια σταθερή και δεδομένη στάση στο «παιχνίδι» και συνεπώς η χώρα μας έχει ηττηθεί επειδή οι πολιτικοί έχουν καταστήσει τη στρατηγική της χώρας προφανή στον αντίπαλο (Τουρκία, Γερμανία, ΗΠΑ).

Ακόμα και την τελευταία στιγμή, το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι τι θα μπορούσε να πράξει ένας παίκτης που πρόκειται να ηττηθεί, εάν αποφάσιζε να αλλάξει τη τακτική για να κερδίσει; Η θεωρία των παιγνίων προβλέπει ότι ο δυνάμει ηττηθείς παίκτης θα μπορούσε να μετατραπεί σε νικητή εάν άλλαζε στρατηγική και θέσεις. Στην περίπτωση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης η λύση θα μπορούσε να είναι η χρήση πυρών χωρίς προειδοποίηση και η βύθιση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους όταν θα παραβιαστούν τα 12 μίλια. Αυτή η μη προβλέψιμη ενέργεια θα αιφνιδίαζε τους πάντες και θα καθιστούσε σαφές σε Γερμανούς και Αμερικανούς ότι η χώρα μας σκοπεύει να διαλύσει τη νοτιοανατολική πτέρυγα της «συμμαχίας» μέσω μιας καθολικής σύγκρουσης με την Τουρκία εάν παραβιαστεί η κόκκινη γραμμή των 12 μιλίων. Η θεωρία των παιγνίων προβλέπει ότι οι αντίπαλοι παίκτες, δηλαδή η Τουρκία, η Αμερική και η Γερμανία, θα τρέξουν ασθμαίνοντες να προλάβουν τη διάλυση της «συμμαχίας» σταματώντας τη σύγκρουση επειδή έχουν να χάσουν περισσότερα εάν διαλυθεί η «συμμαχία».

Την ίδια στιγμή, η χώρα μας θα κατοχύρωνε 12 μίλια υφαλοκρηπίδας διά της εξασκήσεως του «δικαίου των όπλων», τακτική που ακολούθησαν οι Τούρκοι στα Ιμια. Οι Ελληνες πολιτικοί θα πρέπει να προβληματιστούν, εάν βεβαίως το επιθυμούν, για τις τακτικές που καθιστούν τον κ. Ερντογάν τον συνήθη νικητή στο γεωπολιτικό παιχνίδι που περιλαμβάνει πολλούς παίκτες με αντικρουόμενα συμφέροντα. Επί παραδείγματι, θα ήταν χρήσιμο να διερωτηθούν για τις παραμέτρους που ωθούν τους Αμερικανούς να διαπραγματεύονται με την Τουρκία τη χορήγηση πυραύλων Patriot, ενώ ήδη αυτή διαθέτει τους S-400, επίσης και τις παραμέτρους που ωθεί τους Γερμανούς να ναυπηγούν στρατηγικά υποβρύχια για την Τουρκία; H απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι ότι ο κ. Ερντογάν είναι ένας καλός παίκτης των συγκρούσεων επειδή είναι απρόβλεπτος και δεν διστάζει να εισάγει τις νέες παραμέτρους που θα τον εξυπηρετήσουν στην εξίσωση του παιχνιδιού.

* Ο Αλκιβιάδης Κ. Κεφαλάς είναι Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών 

ΠΗΓΗ

Σχόλια