Για να αντιληφθούμε τι (και γιατί) τρέχει αυτές τις μέρες στην ανατολική Μεσόγειο με την κλιμάκωση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, θα πρέπει κατ’ αρχήν να έχουμε μια εικόνα των παικτών και των επιδιώξεών τους. Πριν απ’ αυτά, κάποιες πληροφορίες…
Στις 13 Ιουλίου, όπως αποκάλυψε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, πραγματοποιήθηκε η «μυστική» συνάντηση στο Βερολίνο των στενών συνεργατών – διπλωματικών συμβούλων του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ερντογάν υπό την εποπτεία του διπλωματικού συμβούλου της καγκελαρίου Μέρκελ. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Π», αυτή δεν ήταν η πρώτη επαφή. Οι δύο πλευρές συνομιλούσαν αρκετό καιρό νωρίτερα μέσω των γερμανικών «καλών υπηρεσιών». Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα είχαν γίνει ανταλλαγές ιδεών και είχαν κατατεθεί προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να στρωθεί ένα τραπέζι και να ξεκινήσει ένας ελληνοτουρκικός διάλογος.
Σύμφωνα με όσα έχουν μεταφέρει στο «Π» παλιές καραβάνες του ΥΠΕΞ, σε αυτήν την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με τη διαμεσολάβηση πάντα του «αμερόληπτου (Γερμανού) τρίτου» κατατέθηκαν προχωρημένες ιδέες περί ενός ανακοινωθέντος, στο οποίο θα καταγραφόταν η διάθεση των δύο πλευρών να συνομιλήσουν για την επίλυση των προβλημάτων με ορίζοντα παραπομπής των δυσεπίλυτων σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Και οι δύο πλευρές θα δεσμεύονταν να αποφύγουν μονομερείς ενέργειες όσο θα διαρκούσαν οι συνομιλίες.
Στο εν λόγω ανακοινωθέν, προκειμένου να δημιουργηθεί το κλίμα εμπιστοσύνης ενόψει των συνομιλιών, καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε να προστεθούν δηλώσεις προθέσεων προκειμένου η μια πλευρά να ικανοποιεί την άλλη σε πολύ συγκεκριμένα ευαίσθητα ζητήματα ασφαλείας…
Το «σκάλωμα»
Η προώθηση της γερμανικής διαμεσολαβητικής διαδικασίας άρχισε να σκαλώνει όταν:
● Όπως είπαμε, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών «κάρφωσε» τις μυστικές διαβουλεύσεις
● Μόλις μερικές μέρες μετά τη μυστική τριμερή στις 17 Ιουλίου ο Έλληνας πρεσβευτής στην Αίγυπτο Νίκος Γαριλίδης, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Al-Ahram», δήλωνε ότι Ελλάδα και Αίγυπτος βρίσκονται πολύ κοντά σε συμφωνία για την ΑΟΖ, κάτι που σύμφωνα με τον Έλληνα διπλωμάτη θα πρέπει να γίνει μέσα στο καλοκαίρι.
Ο πρεσβευτής υποχρεώθηκε να ανασκευάσει (δήλωση στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων) τα όσα δήλωσε στην αιγυπτιακή εφημερίδα, προφανώς επειδή ακόμη ήταν ζεστή, στο πλαίσιο της γερμανικής πρωτοβουλίας, η δέσμευση των δύο πλευρών για αποφυγή μονομερών ενεργειών.
Στο πλαίσιο αυτό, και ύστερα από τις τηλεφωνικές επαφές της Μέρκελ με Ερντογάν και Μητσοτάκη, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προκειμένου να εμφανιστεί συνεπής με τη δέσμευση περί αποφυγής μονομερών ενεργειών, δεν έβγαλε το «Oruc Reis» στην περιοχή που είχε ορίσει με Navtex για έρευνες νότια του Καστελλόριζου και μάζεψε στους ναυστάθμους τα τουρκικά πολεμικά που θα το συνόδευαν.
Μετά την εμφάνιση της Μέρκελ στο προσκήνιο και τα τηλεφωνήματα σε Μητσοτάκη και Ερντογάν ο ορισμός του παλαίμαχου διπλωμάτη Παύλου Αποστολίδη ως επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας δημιούργησε την εντύπωση ότι η έναρξη του διαλόγου ήταν θέμα πολύ λίγου χρόνου…
Μερική (;) ΑΟΖ με Αίγυπτο
Ακριβώς τη στιγμή που η γερμανική επιμονή και μεθοδικότητα φάνηκε ότι έχει καταφέρει να στρώσει το τραπέζι ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου, η ελληνική κυβέρνηση έκανε τα δικά (;) της: συνυπέγραψε συμφωνία μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, παρά τη δέσμευσή της στην καγκελάριο (και τον Ερντογάν) περί αποφυγής μονομερών ενεργειών.
Για την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία περί μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ το ενδιαφέρον δεν είναι αυτό που οριοθετήθηκε, αλλά αυτό που έμεινε έξω για μελλοντική διαπραγμάτευση: πρόκειται για το τμήμα από τον 28ο μεσημβρινό, που αγγίζει το ανατολικό τμήμα της Ρόδου, και ανατολικότερα. Με πιο απλά λόγια, αυτό που η συμφωνία αφήνει έξω προς μελλοντική διαπραγμάτευση είναι (μεγάλο) μέρος της επήρειας των Ρόδου, Καρπάθου, Κρήτης και συνολικά του συμπλέγματος του Καστελλόριζου.
Υπό αυτήν την έννοια η συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για την ΑΟΖ φαίνεται σαν να λαμβάνει υπόψη τις τουρκικές αιτιάσεις και διεκδικήσεις για την περιοχή νότια του Καστελόριζου.
Τουρκικό «οικόπεδο»
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αυτήν ακριβώς τη θαλάσσια περιοχή η Τουρκία από τον Απρίλιο του 2012 είχε «οικοπεδοποιήσει» και με δημοσίευση στην τουρκική εφημερίδα της κυβέρνησης την είχε παραχωρήσει προς έρευνα και εκμετάλλευση στην κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίου!
Οι αναγνώστες του «Ποντικιού» ενδεχομένως να έχουν κουραστεί να διαβάζουν από τότε, το 2012, ότι γι’ αυτή την τουρκική κίνηση δεν αντέδρασε καμία ελληνική κυβέρνηση, θεωρώντας προφανώς ότι δεν θα χρειαστεί να απαντήσει στο ερώτημα τι θα πράξει αν «στη βάρδιά της» τουρκικά ερευνητικά με τη συνοδεία του τουρκικού στόλου επιχειρήσουν εργασίες σε αυτήν ακριβώς την περιοχή.
Σε αυτό το ερώτημα, λοιπόν, κλήθηκε να απαντήσει η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς η Τουρκία δέσμευσε την περιοχή που θεωρεί ότι εμπίπτει στη δική της υφαλοκρηπίδα και έστειλε το «Oruc Reis» μαζί με μοίρα του στόλου της. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι:
● Γιατί η ελληνική κυβέρνηση εμφανίστηκε με αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά;
● Τι την οδήγησε από τη μια σε μυστικές συνομιλίες για την έναρξη ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου με ταυτόχρονη δέσμευση περί αποφυγής μονομερών ενεργειών και από την άλλη, την ίδια στιγμή, να επιχειρεί μια τέτοια μονομερή ενέργεια όπως είναι η υπογραφή της συμφωνίας με την Αίγυπτο;
Πολλώ δε μάλλον που ούτε το τουρκολιβυκό σύμφωνο ακυρώνει ή αποτρέπει, όπως αποδείχτηκε, την προοπτική ελληνοτουρκικής έντασης / σύγκρουσης.
Κείται μακράν…
Μια πρώτη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ασπάζεται τις πολύ συστηματικά καλλιεργημένες απόψεις ότι το Καστελλόριζο είναι μακριά και ως εκ τούτου αποτελεί μεγάλο βραχνά οποιαδήποτε προσπάθεια κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του σε ΑΟΖ, ταυτόχρονα με την επιδίωξη μιας συμφωνίας για διευθέτηση των ελληνοτουρκικών.
Οι συστηματικά προβαλλόμενες απόψεις ειδικών αλλά και οι off the record τοποθετήσεις παραγόντων της πολιτικής ζωής της χώρας (διακομματικά), σύμφωνα με τις οποίες «κανένα δικαστήριο δεν θα αποδώσει πλήρη δικαιώματα στο Καστελλόριζο», «απελευθερώνουν» όλους όσοι – όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης – ονειρεύονται να «επιλύσουν» τα ελληνοτουρκικά.
Ενδεχομένως ο πρωθυπουργός της χώρας θα είχε πολλά να διδαχτεί αν ανέτρεχε στο αρχείο του πρωθυπουργού και πατέρα του Κώστα Μητσοτάκη. Εκεί θα διαπίστωνε την οδυνηρή εμπειρία που είχε ο πατέρας του κατά την «άτυπη» συνάντησή του με τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ για μια πολιτική προσέγγιση της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την προτροπή, φροντίδα και εποπτεία των Αμερικανών.
Ο τότε πρωθυπουργός της χώρας διαπίστωσε τι εννοούν με τον όρο «πολιτική προσέγγιση» οι Τούρκοι, ότι δεν ζητούν τίποτε λιγότερο από το μισό Αιγαίο και πως δεν διστάζουν να βγάζουν στη φόρα τις «μυστικές» διαβουλεύσεις εκθέτοντας τους «αφελείς» Έλληνες συνομιλητές τους…
Παίκτες και πιόνια
Μια δεύτερη – και ενδεχομένως πιο σφαιρική – απάντηση στο ερώτημα που έχει να κάνει με την αλλοπρόσαλλη στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία από τη μια προσεγγίζει σε διάλογο με τη δέσμευση (και έναντι των Γερμανών) ότι δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες και από την άλλη προχωρά αμέσως σε μια μονομερή ενέργεια υπογράφοντας τη συμφωνία με την Αίγυπτο, μπορεί να προκύψει από την παρατήρηση των μεγάλων παικτών που βρίσκονται στην περιοχή. Ειδικά από τον τρόπο που κινούν τα πιόνια τους στη σκακιέρα…
Το τοπίο εμφανίζεται λίγο πιο φωτεινό αν λάβουμε υπόψη τις πληροφορίες που θέλουν ενεργό ανάμειξη του αμερικανικού παράγοντα στην επίσπευση και την κατάληξη των ελληνοαιγυπτιακών συνομιλιών και στην υπογραφή της συμφωνίας για την οποία ο Δένδιας μετέβη εσπευσμένα στο Κάιρο χωρίς να γνωρίζει, όπως ο ίδιος δήλωσε, ότι επρόκειτο να υπογράψει!
Δεν είναι μυστικό ότι το καθεστώς της Αιγύπτου είναι μαριονέτα των Αμερικανών και εχθρικό προς τον Ερντογάν. Μυστικό επίσης δεν είναι ότι οι Αμερικανοί έχουν τον τρόπο τους (και τους ανθρώπους τους) και στις ελληνικές κυβερνήσεις, τη σημερινή και τις προηγούμενες.
Δεν ήταν λοιπόν μεγάλο πρόβλημα για το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών και τις συναφείς υπηρεσίες υποστήριξης να «υποβοηθήσουν» Αθήνα και Κάιρο να συμφωνήσουν σε κάτι που ήταν ολοφάνερο ότι τελικά θα δυσκόλευε αν δεν θα οδηγούσε σε αποτυχία τη γερμανική διαμεσολάβηση για ελληνοτουρκικό διάλογο και διευθέτηση των ελληνοτουρκικών.
Μάχη γιγάντων
Καθώς αναφερθήκαμε στις μαριονέτες, επιβάλλεται και μία μνεία στους παίκτες που κάνουν το «παιχνίδι».
Είναι σαφές ότι η Τουρκία είναι ένας από τους παίκτες στην περιοχή, με την έννοια ότι έχει αποδείξει πως έχει τα «κότσια» να διεκδικήσει τον ρόλο που θεωρεί ότι της αναλογεί. Όπως επανειλημμένα έχει διακηρύξει η τουρκική ηγεσία, «τίποτε δεν μπορεί να συμφωνηθεί στην περιοχή (ανατολική Μεσόγειο) ερήμην μας».
Επίσης, σε ό,τι αφορά στις ελληνοτουρκικές διαφορές, όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν διακηρύξει ότι δεν αναζητούν μια νομική διευθέτηση, αλλά επιδιώκουν (να επιβάλουν) μια πολιτική λύση. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούν να αποφύγουν έναν τέτοιο διάλογο, στον οποίο προσέρχονται μόνο ύστερα από δυσμενείς εξελίξεις (Ίμια) ή υπό σφοδρή πίεση, όπως συμβαίνει αυτήν την περίοδο.
Ένας ακόμη παίκτης στην περιοχή είναι η Γερμανία, ως ηγέτιδα – και προεδρεύουσα αυτήν την περίοδο – στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το γερμανικό ενδιαφέρον για το ενεργειακό παιχνίδι είναι αυτονόητο και αριστοτεχνικό. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ, μετά τη λήξη της θητείας του, συνέχισε να υπηρετεί (εκτός από τα προσωπικά του) τα συμφέροντα της χώρας του ως μεγαλοστέλεχος της κολοσσιαίας ρωσικής κρατικής εταιρείας φυσικού αερίου Gazprom επισφραγίζοντας το «δέσιμο» του Βερολίνου με τη Μόσχα παρά την αμερικανική οργή…
Αδιαμφισβήτητοι παίκτες στην ανατολική Μεσόγειο πάντως παραμένουν οι Αμερικανοί. Δεν χρειάζονται άλλωστε ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς μεταπολεμικά λύνουν και δένουν χρησιμοποιώντας κάποια καρότα και πολύ μαστίγιο…
Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη από τη γεωγραφία να συμμετέχει σ’ αυτό το παιχνίδι – ως μαριονέτα και κομπάρσος, δυστυχώς…
Έχοντας τιναχτεί στον αέρα οικονομικά, οι ελληνικές κυβερνήσεις παρέδωσαν τη λειτουργία της χώρας στον γερμανικό – ευρωπαϊκό έλεγχο. Ταυτόχρονα, η οικονομική χρεοκοπία βάθυνε την αμυντική εξάρτηση της χώρας από τους συμμαχικούς της δεσμούς, δηλαδή το ΝΑΤΟ, δηλαδή τους Αμερικανούς.
Ενδεικτικό αυτής της απόλυτης εξάρτησης της άμυνας της χώρας από τον αμερικανικό παράγοντα είναι το γεγονός ότι τη στρατηγική ελληνοαμερικανική συμφωνία, η οποία υποτίθεται ότι διασφαλίζει τα σύνορα της χώρας και από τον εξ ανατολών κίνδυνο, τη διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την υπέγραψε αμέσως μετά την εκλογή της η Νέα Δημοκρατία.
Δεν θα ήταν, έχουμε την εντύπωση, τόσο δύσκολο για τους Αμερικανούς να «ρίξουν» το τυράκι της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για την ΑΟΖ στην ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να δείξουν στους Γερμανούς ποιος κάνει ακόμη κουμάντο στην περιοχή.
Όπως έδειξαν και στους Γάλλους (και στην πετρελαϊκή εταιρεία Total), τορπιλίζοντας πριν από λίγο καιρό την ελληνογαλλική στρατιωτική (και γενικότερη) συνεργασία, ότι το φιλέτο νότια της Κρήτης, το οποίο παρεμπιπτόντως αποδίδεται στην Ελλάδα με βάση την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, είναι πρώτα και κύρια αμερικανικό…
Συμπέρασμα; Καλά ξεμπερδέματα…
Στις 13 Ιουλίου, όπως αποκάλυψε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, πραγματοποιήθηκε η «μυστική» συνάντηση στο Βερολίνο των στενών συνεργατών – διπλωματικών συμβούλων του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ερντογάν υπό την εποπτεία του διπλωματικού συμβούλου της καγκελαρίου Μέρκελ. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Π», αυτή δεν ήταν η πρώτη επαφή. Οι δύο πλευρές συνομιλούσαν αρκετό καιρό νωρίτερα μέσω των γερμανικών «καλών υπηρεσιών». Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα είχαν γίνει ανταλλαγές ιδεών και είχαν κατατεθεί προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να στρωθεί ένα τραπέζι και να ξεκινήσει ένας ελληνοτουρκικός διάλογος.
Σύμφωνα με όσα έχουν μεταφέρει στο «Π» παλιές καραβάνες του ΥΠΕΞ, σε αυτήν την ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με τη διαμεσολάβηση πάντα του «αμερόληπτου (Γερμανού) τρίτου» κατατέθηκαν προχωρημένες ιδέες περί ενός ανακοινωθέντος, στο οποίο θα καταγραφόταν η διάθεση των δύο πλευρών να συνομιλήσουν για την επίλυση των προβλημάτων με ορίζοντα παραπομπής των δυσεπίλυτων σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Και οι δύο πλευρές θα δεσμεύονταν να αποφύγουν μονομερείς ενέργειες όσο θα διαρκούσαν οι συνομιλίες.
Στο εν λόγω ανακοινωθέν, προκειμένου να δημιουργηθεί το κλίμα εμπιστοσύνης ενόψει των συνομιλιών, καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε να προστεθούν δηλώσεις προθέσεων προκειμένου η μια πλευρά να ικανοποιεί την άλλη σε πολύ συγκεκριμένα ευαίσθητα ζητήματα ασφαλείας…
Το «σκάλωμα»
Η προώθηση της γερμανικής διαμεσολαβητικής διαδικασίας άρχισε να σκαλώνει όταν:
● Όπως είπαμε, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών «κάρφωσε» τις μυστικές διαβουλεύσεις
● Μόλις μερικές μέρες μετά τη μυστική τριμερή στις 17 Ιουλίου ο Έλληνας πρεσβευτής στην Αίγυπτο Νίκος Γαριλίδης, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Al-Ahram», δήλωνε ότι Ελλάδα και Αίγυπτος βρίσκονται πολύ κοντά σε συμφωνία για την ΑΟΖ, κάτι που σύμφωνα με τον Έλληνα διπλωμάτη θα πρέπει να γίνει μέσα στο καλοκαίρι.
Ο πρεσβευτής υποχρεώθηκε να ανασκευάσει (δήλωση στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων) τα όσα δήλωσε στην αιγυπτιακή εφημερίδα, προφανώς επειδή ακόμη ήταν ζεστή, στο πλαίσιο της γερμανικής πρωτοβουλίας, η δέσμευση των δύο πλευρών για αποφυγή μονομερών ενεργειών.
Στο πλαίσιο αυτό, και ύστερα από τις τηλεφωνικές επαφές της Μέρκελ με Ερντογάν και Μητσοτάκη, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προκειμένου να εμφανιστεί συνεπής με τη δέσμευση περί αποφυγής μονομερών ενεργειών, δεν έβγαλε το «Oruc Reis» στην περιοχή που είχε ορίσει με Navtex για έρευνες νότια του Καστελλόριζου και μάζεψε στους ναυστάθμους τα τουρκικά πολεμικά που θα το συνόδευαν.
Μετά την εμφάνιση της Μέρκελ στο προσκήνιο και τα τηλεφωνήματα σε Μητσοτάκη και Ερντογάν ο ορισμός του παλαίμαχου διπλωμάτη Παύλου Αποστολίδη ως επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας δημιούργησε την εντύπωση ότι η έναρξη του διαλόγου ήταν θέμα πολύ λίγου χρόνου…
Μερική (;) ΑΟΖ με Αίγυπτο
Ακριβώς τη στιγμή που η γερμανική επιμονή και μεθοδικότητα φάνηκε ότι έχει καταφέρει να στρώσει το τραπέζι ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου, η ελληνική κυβέρνηση έκανε τα δικά (;) της: συνυπέγραψε συμφωνία μερικής οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, παρά τη δέσμευσή της στην καγκελάριο (και τον Ερντογάν) περί αποφυγής μονομερών ενεργειών.
Για την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία περί μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ το ενδιαφέρον δεν είναι αυτό που οριοθετήθηκε, αλλά αυτό που έμεινε έξω για μελλοντική διαπραγμάτευση: πρόκειται για το τμήμα από τον 28ο μεσημβρινό, που αγγίζει το ανατολικό τμήμα της Ρόδου, και ανατολικότερα. Με πιο απλά λόγια, αυτό που η συμφωνία αφήνει έξω προς μελλοντική διαπραγμάτευση είναι (μεγάλο) μέρος της επήρειας των Ρόδου, Καρπάθου, Κρήτης και συνολικά του συμπλέγματος του Καστελλόριζου.
Υπό αυτήν την έννοια η συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για την ΑΟΖ φαίνεται σαν να λαμβάνει υπόψη τις τουρκικές αιτιάσεις και διεκδικήσεις για την περιοχή νότια του Καστελόριζου.
Τουρκικό «οικόπεδο»
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αυτήν ακριβώς τη θαλάσσια περιοχή η Τουρκία από τον Απρίλιο του 2012 είχε «οικοπεδοποιήσει» και με δημοσίευση στην τουρκική εφημερίδα της κυβέρνησης την είχε παραχωρήσει προς έρευνα και εκμετάλλευση στην κρατική τουρκική εταιρεία πετρελαίου!
Οι αναγνώστες του «Ποντικιού» ενδεχομένως να έχουν κουραστεί να διαβάζουν από τότε, το 2012, ότι γι’ αυτή την τουρκική κίνηση δεν αντέδρασε καμία ελληνική κυβέρνηση, θεωρώντας προφανώς ότι δεν θα χρειαστεί να απαντήσει στο ερώτημα τι θα πράξει αν «στη βάρδιά της» τουρκικά ερευνητικά με τη συνοδεία του τουρκικού στόλου επιχειρήσουν εργασίες σε αυτήν ακριβώς την περιοχή.
Σε αυτό το ερώτημα, λοιπόν, κλήθηκε να απαντήσει η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς η Τουρκία δέσμευσε την περιοχή που θεωρεί ότι εμπίπτει στη δική της υφαλοκρηπίδα και έστειλε το «Oruc Reis» μαζί με μοίρα του στόλου της. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι:
● Γιατί η ελληνική κυβέρνηση εμφανίστηκε με αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά;
● Τι την οδήγησε από τη μια σε μυστικές συνομιλίες για την έναρξη ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου με ταυτόχρονη δέσμευση περί αποφυγής μονομερών ενεργειών και από την άλλη, την ίδια στιγμή, να επιχειρεί μια τέτοια μονομερή ενέργεια όπως είναι η υπογραφή της συμφωνίας με την Αίγυπτο;
Πολλώ δε μάλλον που ούτε το τουρκολιβυκό σύμφωνο ακυρώνει ή αποτρέπει, όπως αποδείχτηκε, την προοπτική ελληνοτουρκικής έντασης / σύγκρουσης.
Κείται μακράν…
Μια πρώτη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ασπάζεται τις πολύ συστηματικά καλλιεργημένες απόψεις ότι το Καστελλόριζο είναι μακριά και ως εκ τούτου αποτελεί μεγάλο βραχνά οποιαδήποτε προσπάθεια κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του σε ΑΟΖ, ταυτόχρονα με την επιδίωξη μιας συμφωνίας για διευθέτηση των ελληνοτουρκικών.
Οι συστηματικά προβαλλόμενες απόψεις ειδικών αλλά και οι off the record τοποθετήσεις παραγόντων της πολιτικής ζωής της χώρας (διακομματικά), σύμφωνα με τις οποίες «κανένα δικαστήριο δεν θα αποδώσει πλήρη δικαιώματα στο Καστελλόριζο», «απελευθερώνουν» όλους όσοι – όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης – ονειρεύονται να «επιλύσουν» τα ελληνοτουρκικά.
Ενδεχομένως ο πρωθυπουργός της χώρας θα είχε πολλά να διδαχτεί αν ανέτρεχε στο αρχείο του πρωθυπουργού και πατέρα του Κώστα Μητσοτάκη. Εκεί θα διαπίστωνε την οδυνηρή εμπειρία που είχε ο πατέρας του κατά την «άτυπη» συνάντησή του με τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ για μια πολιτική προσέγγιση της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό την προτροπή, φροντίδα και εποπτεία των Αμερικανών.
Ο τότε πρωθυπουργός της χώρας διαπίστωσε τι εννοούν με τον όρο «πολιτική προσέγγιση» οι Τούρκοι, ότι δεν ζητούν τίποτε λιγότερο από το μισό Αιγαίο και πως δεν διστάζουν να βγάζουν στη φόρα τις «μυστικές» διαβουλεύσεις εκθέτοντας τους «αφελείς» Έλληνες συνομιλητές τους…
Παίκτες και πιόνια
Μια δεύτερη – και ενδεχομένως πιο σφαιρική – απάντηση στο ερώτημα που έχει να κάνει με την αλλοπρόσαλλη στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία από τη μια προσεγγίζει σε διάλογο με τη δέσμευση (και έναντι των Γερμανών) ότι δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες και από την άλλη προχωρά αμέσως σε μια μονομερή ενέργεια υπογράφοντας τη συμφωνία με την Αίγυπτο, μπορεί να προκύψει από την παρατήρηση των μεγάλων παικτών που βρίσκονται στην περιοχή. Ειδικά από τον τρόπο που κινούν τα πιόνια τους στη σκακιέρα…
Το τοπίο εμφανίζεται λίγο πιο φωτεινό αν λάβουμε υπόψη τις πληροφορίες που θέλουν ενεργό ανάμειξη του αμερικανικού παράγοντα στην επίσπευση και την κατάληξη των ελληνοαιγυπτιακών συνομιλιών και στην υπογραφή της συμφωνίας για την οποία ο Δένδιας μετέβη εσπευσμένα στο Κάιρο χωρίς να γνωρίζει, όπως ο ίδιος δήλωσε, ότι επρόκειτο να υπογράψει!
Δεν είναι μυστικό ότι το καθεστώς της Αιγύπτου είναι μαριονέτα των Αμερικανών και εχθρικό προς τον Ερντογάν. Μυστικό επίσης δεν είναι ότι οι Αμερικανοί έχουν τον τρόπο τους (και τους ανθρώπους τους) και στις ελληνικές κυβερνήσεις, τη σημερινή και τις προηγούμενες.
Δεν ήταν λοιπόν μεγάλο πρόβλημα για το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών και τις συναφείς υπηρεσίες υποστήριξης να «υποβοηθήσουν» Αθήνα και Κάιρο να συμφωνήσουν σε κάτι που ήταν ολοφάνερο ότι τελικά θα δυσκόλευε αν δεν θα οδηγούσε σε αποτυχία τη γερμανική διαμεσολάβηση για ελληνοτουρκικό διάλογο και διευθέτηση των ελληνοτουρκικών.
Μάχη γιγάντων
Καθώς αναφερθήκαμε στις μαριονέτες, επιβάλλεται και μία μνεία στους παίκτες που κάνουν το «παιχνίδι».
Είναι σαφές ότι η Τουρκία είναι ένας από τους παίκτες στην περιοχή, με την έννοια ότι έχει αποδείξει πως έχει τα «κότσια» να διεκδικήσει τον ρόλο που θεωρεί ότι της αναλογεί. Όπως επανειλημμένα έχει διακηρύξει η τουρκική ηγεσία, «τίποτε δεν μπορεί να συμφωνηθεί στην περιοχή (ανατολική Μεσόγειο) ερήμην μας».
Επίσης, σε ό,τι αφορά στις ελληνοτουρκικές διαφορές, όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν διακηρύξει ότι δεν αναζητούν μια νομική διευθέτηση, αλλά επιδιώκουν (να επιβάλουν) μια πολιτική λύση. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούν να αποφύγουν έναν τέτοιο διάλογο, στον οποίο προσέρχονται μόνο ύστερα από δυσμενείς εξελίξεις (Ίμια) ή υπό σφοδρή πίεση, όπως συμβαίνει αυτήν την περίοδο.
Ένας ακόμη παίκτης στην περιοχή είναι η Γερμανία, ως ηγέτιδα – και προεδρεύουσα αυτήν την περίοδο – στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το γερμανικό ενδιαφέρον για το ενεργειακό παιχνίδι είναι αυτονόητο και αριστοτεχνικό. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ, μετά τη λήξη της θητείας του, συνέχισε να υπηρετεί (εκτός από τα προσωπικά του) τα συμφέροντα της χώρας του ως μεγαλοστέλεχος της κολοσσιαίας ρωσικής κρατικής εταιρείας φυσικού αερίου Gazprom επισφραγίζοντας το «δέσιμο» του Βερολίνου με τη Μόσχα παρά την αμερικανική οργή…
Αδιαμφισβήτητοι παίκτες στην ανατολική Μεσόγειο πάντως παραμένουν οι Αμερικανοί. Δεν χρειάζονται άλλωστε ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς μεταπολεμικά λύνουν και δένουν χρησιμοποιώντας κάποια καρότα και πολύ μαστίγιο…
Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη από τη γεωγραφία να συμμετέχει σ’ αυτό το παιχνίδι – ως μαριονέτα και κομπάρσος, δυστυχώς…
Έχοντας τιναχτεί στον αέρα οικονομικά, οι ελληνικές κυβερνήσεις παρέδωσαν τη λειτουργία της χώρας στον γερμανικό – ευρωπαϊκό έλεγχο. Ταυτόχρονα, η οικονομική χρεοκοπία βάθυνε την αμυντική εξάρτηση της χώρας από τους συμμαχικούς της δεσμούς, δηλαδή το ΝΑΤΟ, δηλαδή τους Αμερικανούς.
Ενδεικτικό αυτής της απόλυτης εξάρτησης της άμυνας της χώρας από τον αμερικανικό παράγοντα είναι το γεγονός ότι τη στρατηγική ελληνοαμερικανική συμφωνία, η οποία υποτίθεται ότι διασφαλίζει τα σύνορα της χώρας και από τον εξ ανατολών κίνδυνο, τη διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την υπέγραψε αμέσως μετά την εκλογή της η Νέα Δημοκρατία.
Δεν θα ήταν, έχουμε την εντύπωση, τόσο δύσκολο για τους Αμερικανούς να «ρίξουν» το τυράκι της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας για την ΑΟΖ στην ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να δείξουν στους Γερμανούς ποιος κάνει ακόμη κουμάντο στην περιοχή.
Όπως έδειξαν και στους Γάλλους (και στην πετρελαϊκή εταιρεία Total), τορπιλίζοντας πριν από λίγο καιρό την ελληνογαλλική στρατιωτική (και γενικότερη) συνεργασία, ότι το φιλέτο νότια της Κρήτης, το οποίο παρεμπιπτόντως αποδίδεται στην Ελλάδα με βάση την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, είναι πρώτα και κύρια αμερικανικό…
Συμπέρασμα; Καλά ξεμπερδέματα…
Σχόλια