Μπαρμπαρούσης Γιάννος
Η τριμερής συνάντηση στο Βερολίνο, που ήλθε στο φως με πρωτοβουλία της τουρκικής πλευράς, αποτελεί δυστυχώς ένδειξη ουρανομήκους αφέλειας. Οι επικρίσεις της αντιπολίτευσης, με τις αιτιάσεις περί μυστικής διπλωματίας, παρότι ευεξήγητες και εν πολλοίς δικαιολογημένες με τους όρους του εσωτερικού πολιτικού παιγνίου, δεν γίνεται να απασχολήσουν σοβαρά κανέναν. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η μυστική διπλωματία αποτελεί, διαχρονικά, πολύτιμο εργαλείο για όσους επιδιώκουν να δράσουν αποτελεσματικά στην κονίστρα της διεθνούς πολιτικής: τροχιοδεικτικό το παράδειγμα Νίξον και Μάο το 1971-72. Για την κυβέρνηση, όμως, η κριτική οφείλει να είναι σκληρή. Η ΝΔ μπορεί να σεμνύνεται για το επίτευγμα της εισόδου της χώρας στην τότε ΕΟΚ, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αποτυγχάνει να εκμεταλλευθεί το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Δεν ουρανοβατούμε, γνωρίζουμε τις δυσκολίες, την αδιαφορία, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα ενίων εταίρων μας και το ειδικό βάρος ενός εκάστου κράτους. Στις 7 Ιουλίου είχαμε υποστηρίξει και τα εξής: «οφείλουμε να επιμείνουμε απαρέγκλιτα στην κεφαλαιοποίηση του ευρωπαϊκού πλαισίου ως κρηπιδώματος του Ελληνισμού, λειτουργώντας ως gatekeepers σε όλες τις πτυχές των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας».
Αλλά η τριμερής, με την Γερμανία να εμφανίζεται ως μεσεγγυητής, προδίδει την ασυγχώρητη αμβλύνοια των ημετέρων παραγόντων που την αποδέχθηκαν. Η προσέγγισή μας (πρέπει να) είναι: δεν υφίστανται διμερή ζητήματα Ελλάδας-Τουρκίας, αλλά διμερή ζητήματα ΕΕ-Τουρκίας. Από αυτό το αξίωμα (πρέπει να) εξακτινώνεται ύστερα η πολιτική μας.
Η τριμερής συνάντηση και οι ευρωπαϊκές επιδιώξεις
Τούτο δεν σημαίνει (όπως συχνά ερμηνεύεται, όχι πάντα καλή τη πίστει) ότι ακολουθούμε παθητικά το δόγμα της αδράνειας και πηγαίνουμε σε διάλογο μόνο για τις τουρκικές επιθυμίες. Απλούστατα, οι ημέτερες επιδιώξεις (λ.χ. πιθανή αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου) συνιστούν ευρωπαϊκές επιδιώξεις. Οι Τούρκοι διαπραγματευτές αείποτε επικαθορίζονται από την επιθυμία συζήτησης και διευθέτησης ζητημάτων είτε σε οργανισμούς είτε διμερώς όπου δύνανται να εκφοβίσουν και να παζαρέψουν.
Εδώ ταιριάζει μια φράση ενός σημαντικού Έλληνα, πραγματικό απόσταγμα πολιτικής σοφίας: «αν δεν κάνεις καλή διάγνωση των προθέσεων του αντιπάλου, δεν θα είσαι σε θέση να τον αντιμετωπίσεις, πολύ περισσότερο αν αυτός είναι, από πλευράς ισοζυγίου, πολύ ισχυρότερος από εσένα και χρειάζεται η αξιοποίηση των εμπλεκόμενων συμφερόντων».
Τι μήνυμα εκπέμπουμε λοιπόν όταν δεχόμαστε την τριμερή συνάντηση, την ίδια ακριβώς στιγμή που η Αγία Σοφία μετατρέπεται σε τζαμί, νοηματοδοτώντας το συμβολικό τέλος του Κεμαλισμού και την δεξίωση του πολιτικού Ισλάμ; Αυτό δεν έχει να κάνει με θυμοειδείς εκρήξεις του λαβωμένου συναισθηματικού κόσμου των πιστών Ορθοδόξων χριστιανών. Γνωρίζουμε άλλωστε, ότι το λογιστικόν οφείλει να ηγεμονεύει του θυμοειδούς. Αλλά η αμφιρρέπεια, η εφεκτικότητα, η χαμαίζηλη αλαλία και απραξία του ενδοτικού μετώπου που μάταια επιχειρεί να μασκαρευτεί, προοικονομούν εθνικές συμφορές.
Το σύνδρομο της αυτοαποικιοποίησης
Καμία υπηρεσία στην Ελλάδα δεν προσφέρει η Γερμανία ως μεσεγγυήτρια διμερών ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων. Δεν θέλουμε να τα βρούμε με την Τουρκία, θέλουμε την πιστή εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, κάτι στο οποίο, φρονούμε, δύνανται να συμφωνήσουν και οι κήρυκες του διεθνούς ανθρωπισμού. Η Γερμανία καλό θα είναι να προσέχει πολύ στο μέλλον σε τέτοια ζητήματα.
Φέρουν σημαντική ευθύνη βέβαια και ορισμένοι Έλληνες διπλωμάτες, οι οποίοι με δουλοπρέπεια ασπάζονται την Weltanschauung της αυτοαποικιοποίησης. Τι εννοούμε; Δυστυχώς ένα μέρος των μανδαρίνων του υπουργείου Εξωτερικών χαρακτηρίζεται από στερεότυπες ιδεοληψίες: η απέχθεια για τον ελληνικό τρόπο, η πεποίθηση ότι οι Έλληνες είναι μοναδικά ανεπίδεκτοι μαθήσεως και ευεπίφοροι στον λαϊκισμό, η άποψη πως η "κατακερματισμένη" ελληνική κοινωνία είναι ιδιόρρυθμα απροσάρμοστη και έχει ανάγκη συνεχούς επιτροπείας για το καλό της.
Πώς να περιμένουμε πραγματική υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων από ανθρώπους με τέτοια κοσμοαντίληψη; Η Ελλάδα δεν είναι βέβαια ούτε Γερμανία ούτε Γαλλία. Όταν όμως βλέπουμε την Αυστρία να έχει μια τόσο ενεργητική και συχνά αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική, δεν έχουμε δίκιο να ασχάλλουμε; Η Ελλάδα αποτελεί πλήρες μέλος της ΕΟΚ και μετέπειτα της ΕΕ από το 1981, ενώ η Αυστρία είναι από το 1995.
Μήπως αυτές οι σκέψεις είναι υπερβολικά φιλόδοξες; Έτσι θα υποστηρίξουν οι ασκέπτως ληρούντες και βραδύνοες κατευναστές. Κι όμως. Η Ελλάδα απέδειξε, πολύ πρόσφατα, στο μέτωπο του Έβρου, με ψύχραιμη αλλά αποφασιστική στάση, ότι δύναται να εξασφαλίσει αποτελεσματικά τα συμφέροντά της, παρέχοντας παράλληλα πολύτιμες υπηρεσίες σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Η προσπάθεια του Ερντογάν να χρησιμοποιήσει ως ασύμμετρο εργαλείο πολέμου τα πλήθη των προσφύγων έπεσε στο κενό. Ο Έβρος είθε να αποτελέσει τον οδοδείκτη, λοιπόν.
==============
Η τριμερής συνάντηση στο Βερολίνο, που ήλθε στο φως με πρωτοβουλία της τουρκικής πλευράς, αποτελεί δυστυχώς ένδειξη ουρανομήκους αφέλειας. Οι επικρίσεις της αντιπολίτευσης, με τις αιτιάσεις περί μυστικής διπλωματίας, παρότι ευεξήγητες και εν πολλοίς δικαιολογημένες με τους όρους του εσωτερικού πολιτικού παιγνίου, δεν γίνεται να απασχολήσουν σοβαρά κανέναν. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η μυστική διπλωματία αποτελεί, διαχρονικά, πολύτιμο εργαλείο για όσους επιδιώκουν να δράσουν αποτελεσματικά στην κονίστρα της διεθνούς πολιτικής: τροχιοδεικτικό το παράδειγμα Νίξον και Μάο το 1971-72. Για την κυβέρνηση, όμως, η κριτική οφείλει να είναι σκληρή. Η ΝΔ μπορεί να σεμνύνεται για το επίτευγμα της εισόδου της χώρας στην τότε ΕΟΚ, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αποτυγχάνει να εκμεταλλευθεί το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Δεν ουρανοβατούμε, γνωρίζουμε τις δυσκολίες, την αδιαφορία, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα ενίων εταίρων μας και το ειδικό βάρος ενός εκάστου κράτους. Στις 7 Ιουλίου είχαμε υποστηρίξει και τα εξής: «οφείλουμε να επιμείνουμε απαρέγκλιτα στην κεφαλαιοποίηση του ευρωπαϊκού πλαισίου ως κρηπιδώματος του Ελληνισμού, λειτουργώντας ως gatekeepers σε όλες τις πτυχές των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας».
Αλλά η τριμερής, με την Γερμανία να εμφανίζεται ως μεσεγγυητής, προδίδει την ασυγχώρητη αμβλύνοια των ημετέρων παραγόντων που την αποδέχθηκαν. Η προσέγγισή μας (πρέπει να) είναι: δεν υφίστανται διμερή ζητήματα Ελλάδας-Τουρκίας, αλλά διμερή ζητήματα ΕΕ-Τουρκίας. Από αυτό το αξίωμα (πρέπει να) εξακτινώνεται ύστερα η πολιτική μας.
Η τριμερής συνάντηση και οι ευρωπαϊκές επιδιώξεις
Τούτο δεν σημαίνει (όπως συχνά ερμηνεύεται, όχι πάντα καλή τη πίστει) ότι ακολουθούμε παθητικά το δόγμα της αδράνειας και πηγαίνουμε σε διάλογο μόνο για τις τουρκικές επιθυμίες. Απλούστατα, οι ημέτερες επιδιώξεις (λ.χ. πιθανή αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου) συνιστούν ευρωπαϊκές επιδιώξεις. Οι Τούρκοι διαπραγματευτές αείποτε επικαθορίζονται από την επιθυμία συζήτησης και διευθέτησης ζητημάτων είτε σε οργανισμούς είτε διμερώς όπου δύνανται να εκφοβίσουν και να παζαρέψουν.
Εδώ ταιριάζει μια φράση ενός σημαντικού Έλληνα, πραγματικό απόσταγμα πολιτικής σοφίας: «αν δεν κάνεις καλή διάγνωση των προθέσεων του αντιπάλου, δεν θα είσαι σε θέση να τον αντιμετωπίσεις, πολύ περισσότερο αν αυτός είναι, από πλευράς ισοζυγίου, πολύ ισχυρότερος από εσένα και χρειάζεται η αξιοποίηση των εμπλεκόμενων συμφερόντων».
Τι μήνυμα εκπέμπουμε λοιπόν όταν δεχόμαστε την τριμερή συνάντηση, την ίδια ακριβώς στιγμή που η Αγία Σοφία μετατρέπεται σε τζαμί, νοηματοδοτώντας το συμβολικό τέλος του Κεμαλισμού και την δεξίωση του πολιτικού Ισλάμ; Αυτό δεν έχει να κάνει με θυμοειδείς εκρήξεις του λαβωμένου συναισθηματικού κόσμου των πιστών Ορθοδόξων χριστιανών. Γνωρίζουμε άλλωστε, ότι το λογιστικόν οφείλει να ηγεμονεύει του θυμοειδούς. Αλλά η αμφιρρέπεια, η εφεκτικότητα, η χαμαίζηλη αλαλία και απραξία του ενδοτικού μετώπου που μάταια επιχειρεί να μασκαρευτεί, προοικονομούν εθνικές συμφορές.
Το σύνδρομο της αυτοαποικιοποίησης
Καμία υπηρεσία στην Ελλάδα δεν προσφέρει η Γερμανία ως μεσεγγυήτρια διμερών ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων. Δεν θέλουμε να τα βρούμε με την Τουρκία, θέλουμε την πιστή εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, κάτι στο οποίο, φρονούμε, δύνανται να συμφωνήσουν και οι κήρυκες του διεθνούς ανθρωπισμού. Η Γερμανία καλό θα είναι να προσέχει πολύ στο μέλλον σε τέτοια ζητήματα.
Φέρουν σημαντική ευθύνη βέβαια και ορισμένοι Έλληνες διπλωμάτες, οι οποίοι με δουλοπρέπεια ασπάζονται την Weltanschauung της αυτοαποικιοποίησης. Τι εννοούμε; Δυστυχώς ένα μέρος των μανδαρίνων του υπουργείου Εξωτερικών χαρακτηρίζεται από στερεότυπες ιδεοληψίες: η απέχθεια για τον ελληνικό τρόπο, η πεποίθηση ότι οι Έλληνες είναι μοναδικά ανεπίδεκτοι μαθήσεως και ευεπίφοροι στον λαϊκισμό, η άποψη πως η "κατακερματισμένη" ελληνική κοινωνία είναι ιδιόρρυθμα απροσάρμοστη και έχει ανάγκη συνεχούς επιτροπείας για το καλό της.
Πώς να περιμένουμε πραγματική υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων από ανθρώπους με τέτοια κοσμοαντίληψη; Η Ελλάδα δεν είναι βέβαια ούτε Γερμανία ούτε Γαλλία. Όταν όμως βλέπουμε την Αυστρία να έχει μια τόσο ενεργητική και συχνά αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική, δεν έχουμε δίκιο να ασχάλλουμε; Η Ελλάδα αποτελεί πλήρες μέλος της ΕΟΚ και μετέπειτα της ΕΕ από το 1981, ενώ η Αυστρία είναι από το 1995.
Μήπως αυτές οι σκέψεις είναι υπερβολικά φιλόδοξες; Έτσι θα υποστηρίξουν οι ασκέπτως ληρούντες και βραδύνοες κατευναστές. Κι όμως. Η Ελλάδα απέδειξε, πολύ πρόσφατα, στο μέτωπο του Έβρου, με ψύχραιμη αλλά αποφασιστική στάση, ότι δύναται να εξασφαλίσει αποτελεσματικά τα συμφέροντά της, παρέχοντας παράλληλα πολύτιμες υπηρεσίες σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Η προσπάθεια του Ερντογάν να χρησιμοποιήσει ως ασύμμετρο εργαλείο πολέμου τα πλήθη των προσφύγων έπεσε στο κενό. Ο Έβρος είθε να αποτελέσει τον οδοδείκτη, λοιπόν.
==============
Σχόλια