Ο Γάλλος οικονομολόγος Εμανουέλ Πετί είναι
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Montesquieu-Bordeaux 4. Το ακόλουθο άρθρο του
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό L’ Obs.
Σε
όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, η μορφή του Homo economicus
αποτέλεσε το κεντρικό εννοιολογικό εργαλείο με βάση το οποίο οι
οικονομολόγοι επεξεργάστηκαν τα μοντέλα τους και τις υποδείξεις τους για
την οικονομική πολιτική. Αυτή η ιδέα ενός ανθρώπου προικισμένου με
εξαιρετική ορθολογικότητα, με αξιοσημείωτη αυτεξουσιότητα καθώς και με
πολύ αξιοζήλευτο αυτοέλεγχο, υποβλήθηκε ωστόσο πολύ σύντομα σε κριτική,
πρώτα από τον Αυστριακό οικονομολόγο Καρλ Μένγκερ (1840-1921) και από τη
γερμανική ιστορική σχολή του τέλους του 19ου αιώνα, στη συνέχεια από
τον Αμερικανό οικονομολόγο Θορστάιν Βέμπλεν (1857-1929) και από τη
γαλλική κοινωνιολογία (ιδίως από τον Μαρσέλ Μος).
Με
αφετηρία τη δεκαετία του 1950, η ιδέα αυτή έγινε βαθμιαία το
αντικείμενο μιας ριζικής αμφισβήτησης από πολυάριθμα έργα στην
ψυχολογία. Οι ψυχολόγοι Χέρμπερτ Σάιμον και Ντάνιελ Κάνεμαν, βραβευμένοι
και οι δύο με Νόμπελ Οικονομίας (το 1978 και το 2002 αντίστοιχα),
συνέβαλαν στην εισαγωγή στην οικονομική θεωρία της έννοιας των «βλαβών»
της ορθολογικότητας. Ενα άλλο θεμελιώδες αξίωμα των οικονομολόγων
υποβλήθηκε με μεγαλύτερη καθυστέρηση σε κριτική. Αυτό αναφέρεται στο
κεντρικό κίνητρο που καθοδηγεί τις επιλογές του οικονομικού δρώντος.
Υποτίθεται ότι αυτό είναι πάντα η επιδίωξη του προσωπικού του
συμφέροντος.
Είναι
με δυο λόγια «ιδιοτελής», με την έννοια ότι, όταν παίρνει τις αποφάσεις
του, μεγιστοποιεί τα δικά του οφέλη, δηλαδή την ικανοποίησή του, η
οποία πηγάζει από τα χρηματικά ή υλικά του κέρδη. Με άλλα λόγια, το
άτομο είναι εγωιστικό. Δεν νοιάζεται για τους άλλους και δεν ενσωματώνει
στους υπολογισμούς του άλλες υλικές φροντίδες εκτός από τις δικές του.
Στις
απαρχές της ιδιοτελούς αντίληψης της οικονομικής ανάλυσης βρίσκουμε τον
ιδρυτή της πολιτικής οικονομίας, τον Σκοτσέζο οικονομολόγο και φιλόσοφο
Ανταμ Σμιθ (1723-1790). Στον «Πλούτο των εθνών» (1776), ο Σμιθ μιλάει
περισσότερο για «αγάπη για τον εαυτό» και λιγότερο για εγωισμό.
Περιγράφει όμως σαφώς τον τρόπο με τον οποίο η επιδίωξη του προσωπικού
συμφέροντος, που τη συμμερίζονται πολλά άτομα ανταγωνιζόμενα στο πλαίσιο
της αγοράς, οδηγεί κατά τη γνώμη του σε μιαν αρμονική λειτουργία της
αγοράς – χάρη σε αυτό που ο Σμιθ ονομάζει «αόρατο χέρι», στο οποίο θα
αναφέρονται στο εξής όλοι οι θιασώτες του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, στους κλασικούς συγγραφείς, το εγωιστικό
κίνητρο έγινε κεντρικό, για να μην πούμε αποκλειστικό.
Επιπλέον
συνδέθηκε γρήγορα με την ορθολογικότητα. Ο ορθολογικός άνθρωπος,
διευκρινίζει ο Ιρλανδός οικονομολόγος Φράνσις Ετζγουορθ (1845-1926),
είναι εκείνος ο οποίος «καθοδηγείται από προσωπικό συμφέρον». Και αν η
αγορά αυτορρυθμίζεται από το παιχνίδι των εγωιστικών συμφερόντων
καθενός, συνάγεται λογικά ότι η οικονομική πολιτική οφείλει να είναι όσο
το δυνατόν λιγότερο παρεμβατική.
Στη διάρκεια
των δεκαετιών 1960 και 1970, αυτή η ιδέα υποστηρίχθηκε έντονα από τους
μονεταριστές, υπό την αιγίδα του Αμερικανού οικονομολόγου Μίλτον
Φρίντμαν, αλλά και από τους νεοκλασικούς όπως οι Αμερικανοί Ρόμπερτ
Λούκας, Τόμας Σάρτζεντ ή Νιλ Ουάλας. Σύντομα, με την παρώθηση της
Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο και του Ρόναλντ Ρέιγκαν στις
Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό το μείγμα ορθολογικότητας των δρώντων,
ατομικισμού και πίστης στην αποτελεσματικότητα της αγοράς θα
δικαιολογήσει μιαν οικονομική απορρύθμιση και μιαν ισχυρή
φιλελευθεροποίηση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών. Ωστόσο, ένας νέος
θεωρητικός δρόμος διαφαίνεται στην ίδια δεκαετία του 1970 με τις
ανανεωτικές εργασίες του Αμερικανού Γκάρι Μπέκερ και την αντίληψη ενός
ατόμου που είναι ταυτόχρονα ορθολογικό και «αλτρουιστικό».
Αυτή
η δυσκολία που βλέπουμε στους οικονομολόγους του κυρίαρχου
παραδείγματος να πάρουν στα σοβαρά το αλτρουιστικό κίνητρο προξενεί
έκπληξη, καθώς γνωρίζουμε ότι ο πρώτος εμπνευστής τους, ο Ανταμ Σμιθ,
είναι επίσης εκείνος ο οποίος, ως φιλόσοφος, περιέγραψε τόσο καλά, στο
έργο του «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων» (1759), την ικανότητα για
καλοσύνη και τους μηχανισμούς της «συμπάθειας» που την καθιστούν εφικτή.
«Οσο
εγωιστής και αν μπορεί να υποτεθεί ότι είναι ο άνθρωπος, υπάρχουν
προφανώς ορισμένες αρχές στη φύση του που τον οδηγούν να ενδιαφέρεται
για την τύχη των άλλων και που καθιστούν αναγκαία γι’ αυτόν την ευτυχία
τους, έστω και αν δεν αντλεί τίποτε άλλο εκτός από την απόλαυση να τους
βλέπει ευτυχισμένους», υποστηρίζει ο Ανταμ Σμιθ σε αυτό το φιλοσοφικό
δοκίμιό του. Επί μακρόν θεωρήθηκε ότι υπήρχε μια «ασυμφωνία» ανάμεσα στα
δύο μεγάλα έργα του Σκοτσέζου στοχαστή, ανάμεσα στη «Θεωρία των ηθικών
συναισθημάτων» και στον «Πλούτο των εθνών» – αυτό που αποκλήθηκε το
«πρόβλημα Ανταμ Σμιθ». Ωστόσο, το έργο του είναι συνεκτικό. Στην
πραγματικότητα αυτός προσδιόρισε μια πολλαπλότητα κινήτρων στις
ανθρώπινες συμπεριφορές, που κινούνται από τη «φροντίδα για τον εαυτό»
ώς τη «φροντίδα για τον άλλο». Το πρωτείο που αποδόθηκε στο εγωιστικό
κίνητρο από τους διαδόχους του, τόσο στο θεωρητικό πεδίο όσο και στην
πρακτική εκείνων που έπαιρναν τις οικονομικές αποφάσεις, εξηγείται
επομένως από μια «λήθη» από μέρους των οικονομολόγων και/ή από την
υπεράσπιση των συμφερόντων των βιομηχάνων – οι οποίοι, αμέσως μετά την
έκδοση του «Πλούτου των εθνών», αξιοποίησαν την ευκαιρία για να
δικαιολογήσουν την ελευθερία του εμπορίου.
Ενας
πολύ διαφορετικός δρόμος θα μπορούσε να έχει χαραχθεί με αφετηρία τα
γραπτά του Ανταμ Σμιθ. Χρειάστηκε όμως να περιμένουμε το τέλος του 20ού
αιώνα προκειμένου να φωτιστεί τελικά η ύπαρξη της φροντίδας για τον
άλλον, χάρη στις εργασίες οικονομολόγων που μελέτησαν τις ανθρώπινες
συμπεριφορές. Εμπειρίες σε εργαστήριο ή σε φυσικό περιβάλλον κι έπειτα
μαθηματικά υποδείγματα κατέδειξαν τη μεγάλη διαφορετικότητα των
ανθρώπινων κινήτρων που χαρακτηρίζουν όσους δρουν σε ένα οικονομικό
περιβάλλον. Ανάμεσα σε αυτά τα κίνητρα βρίσκουμε την ικανότητα για
συνεργασία, για εμπιστοσύνη, αλλά και την απέχθεια για την αδικία.
Βρίσκουμε
επίσης την αμοιβαιότητα, την ευμένεια, την ευγνωμοσύνη και φυσικά τον
αλτρουισμό. Οπως είχαν διαβλέψει οι φιλόσοφοι του σκοτικού Διαφωτισμού
–ο Ντέιβιντ Χιουμ αλλά και ο Ανταμ Σμιθ–, η καλοσύνη μας, η ικανότητά
μας για αλτρουισμό εξαρτώνται έντονα από την απόσταση που μας χωρίζει
από τον άλλον και επομένως από το συνολικό πλαίσιο των σχέσεών μας. Σε
ένα οικογενειακό ή φιλικό πλαίσιο, σε έναν κύκλο γειτνίασης, μπορούμε να
παρατηρήσουμε πιο εύκολα τον αλτρουισμό.
Σε
ένα ανώνυμο πλαίσιο, χαρακτηριστικό της αγοράς, σε μια σφαίρα όπου
βασιλεύουν ο ανταγωνισμός και η αντιπαλότητα ή όπου ο «άλλος» βρίσκεται
σε απόσταση, ο αλτρουισμός γίνεται λιγότερο ικανός να εμφανιστεί και να
κυριαρχήσει στις συμπεριφορές. Αυτό μας κατατοπίζει για το γεγονός ότι
τα κίνητρα (εγωιστικά και αλτρουιστικά) του ατόμου είναι ο καρπός
κανόνων συμπεριφοράς και ποικίλλουν ανάλογα με το περιβάλλον. Μια
«μητέρα Τερέζα» ή ένας «αβάς Πιερ» εμφανίζονται σπάνια, όπως σπάνια
εμφανίζεται και ένας «εγωιστής γίγαντας» σαν εκείνον του παραμυθιού του
Οσκαρ Ουάιλντ. Κάθε άτομο είναι ταυτόχρονα φορέας μιας ικανότητας να
φανεί αλτρουιστής και μιας ικανότητας να προφυλάξει τα συμφέροντά του,
που εκδηλώνονται ανάλογα με τον χαρακτήρα της απόφασής του και τους
κανόνες που ισχύουν στο περιβάλλον του. […]
Σχόλια