Μουτζουρίδης Αλέξανδρος
Από την πρώτη στιγμή, η IMI έχει σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο
ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των φαρμακευτικών και άλλων
ιδιωτικών εταιρειών που συμμετέχουν. Παραγκωνίστηκαν προγράμματα
αντιμετώπισης πανδημιών (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εν δυνάμει
προκαλούνται από κορωνοϊούς) και καταπολέμησης της φτώχειας, ενώ οι
φαρμακευτικές είχαν τον πρώτο λόγο στο τι και πώς θα αφορούσαν οι
ερευνητικές δράσεις.
Το Παρατηρητήριο διατυπώνει οξεία κριτική στην πολιτική που ακολούθησε η Κομισιόν όλα αυτά τα χρόνια, εν όψει και της πανδημίας του κορωνοϊού: «Η συντριπτική πλειονότητα των ερευνητικών προγραμμάτων που εξετάσαμε, η δομή και ο μηχανισμός των συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, δείχνουν ότι οι εταιρείες που συμμετέχουν ελέγχουν τις προτεραιότητες αυτών των συμπράξεων και τη χρήση δημοσίου χρήματος της ΕΕ για το δικό τους άμεσο όφελος».
Και συνεχίζει: «Την ώρα που η νόσος Covid-19 αναδεικνύει πώς ο κοντόφθαλμος σχεδιασμός, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και της έρευνας έχουν βλάψει την ανθεκτικότητα των κοινωνιών, προκύπτει ο κίνδυνος να διαιωνίσουμε τα ίδια προβλήματα». Ο κίνδυνος αυτός αφορά στην κατανομή του υπό διαπραγμάτευση προϋπολογισμού της ΕΕ και τα κονδύλια του επόμενου επενδυτικού προγράμματος έρευνας και καινοτομίας, στο πλαίσιο του Horizon Europe για την περίοδο 2021-2027, ύψους 100 δισ. ευρώ.
Έτσι, αρκετοί τομείς έρευνας έχουν παραμεληθεί, στην καλύτερη περίπτωση, όπως η έρευνα πάνω στην αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών, την έρευνα πάνω σε ασθένειες που συνδέονται με τη φτώχεια και την ανέχεια (πχ. HIV/AIDS) και άλλα προβλήματα που απασχολούν πολύ φτωχές κοινωνίες, και συνεπώς δεν αποφέρουν σημαντικά περιθώρια κέρδους για τις φαρμακευτικές. Υποτίθεται ότι η πρωτοβουλία ΙΜΙ θα αντιμετώπιζε ακριβώς αυτή την ανισομετρία, αλλά κατά την έκθεση του Παρατηρητηρίου, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Για παράδειγμα, από τους 25 τομείς έρευνας που ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ως τους πιο σημαντικούς, για τους επτά δεν υπάρχει ούτε ένα πρόγραμμα της ΙΜΙ. Κι αυτό γιατί επικεντρώνει σε προβλήματα και ασθένειες για τις οποίες τα κράτη δαπανούν πολλά χρήματα, όπως ο καρκίνος, ο διαβήτης και το Αλτσχάιμερ, ενώ υπάρχει “αμέλεια” για ασθένειες όπως η φυματίωση, που επανεμφανίστηκε στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Η λογική αυτή φάνηκε και στην περίπτωση του κορωνοϊού. Εν όψει της πιθανότητας να είναι μια νόσος με εποχικότητα, η έρευνα και ανάπτυξη στο φαρμακευτικό χώρο «θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα», σχολίασαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, στο πλαίσιο της έκθεσης. Αν πρόκειται για πρόληψη, όμως, δεν υπάρχει ενδιαφέρον από την “αγορά”, όπως κατέδειξε η απόρριψη πρότασης της Κομισιόν από την ΙΜΙ, το Μάρτιο του 2018, να επενδύσει στο σχεδιασμό προετοιμασίας για επιδημίες (biopreparedness), κάτι που εμπίπτει θεσμικά στο πεδίο της.
Υποτίθεται ότι οι εταιρείες θα παρακολουθούν την επίδραση του εκάστοτε φαρμάκου σε “πραγματικές συνθήκες” και όχι σε εργαστηριακό περιβάλλον. Στην πραγματικότητα, η παράκαμψη των κλινικών μελετών αφήνει κενά ασφαλείας, αλλά μεγαλώνει το χρόνο που το φάρμακο παραμένει πατενταρισμένο ώστε να διατίθεται στην αγορά και να αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος για την παρασκευάστρια εταιρεία.
Άλλη περίπτωση αφορά στο πρότζεκτ COMBACTE, με αντικείμενο την έρευνα πάνω στην αντίσταση διάφορων παθογόνων μικροοργανισμών στα αντιβιοτικά. Ξεκίνησε το 2013 με πάνω από 100 εκατ. ευρώ χρηματοδότηση, αλλά “προσέκρουσε” στις απαιτήσεις της GlaxoSmithKline έναντι του μη κερδοσκοπικού ινστιτούτου Mario Negri. Η εταιρεία, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο, ήθελε να αποφασίζει για το αν οι ερευνητές του ινστιτούτου θα είχαν πρόσβαση στα αποτελέσματα της δικής τους (!) κλινικής μελέτης, ενώ είχε και το δικαίωμα να μπλοκάρει τη δημοσίευσή της ανά πάσα στιγμή. Η GSK απέρριψε τις συμβιβαστικές προτάσεις του ινστιτούτου κι έτσι αυτό αποχώρησε από το πρόγραμμα.
Αξίζει να σημειωθούν ενστάσεις άλλων ερευνητών που συμμετείχαν με την GSK, όπως ο Χέρμαν Γκούσενς από το πανεπιστήμιο της Αμβέρσας, ο οποίος σχολίασε ότι το φάρμακο που ήθελε να μελετήσει η εταιρεία (με ευρωπαϊκά χρήματα) «σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει ένα στέλεχος του ανθεκτικού βακτηρίου MRSA που σπάνια συναντάται στην Ευρώπη, αλλά είναι πρόβλημα στις ΗΠΑ, όπου ένα νέο αντιβιοτικό θα ήταν κερδοφόρο για την GSK».
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά στην αποστολή της ΙΜΙ να «επιταχύνει την πρόσβαση των ασθενών» σε νέες θεραπείες. Στην πράξη, όμως, η επιτάχυνση της πρόσβασης δεν μεταφράζεται και σε χαμηλότερο κόστος, το οποίο είναι το βασικότερο αίτιο που δυσχεραίνει την πρόσβαση. Για παράδειγμα, η ΙΜΙ μελετά μια νέα γενετική θεραπεία για τον καρκίνο (CAR-T), της Novartis, με την ονομασία “Kymriah”. Ωστόσο η τιμή της είναι δυσβάσταχτη ακόμα και για τα συστήματα περίθαλψης των πιο πλούσιων χωρών, καθώς μία μόνο θεραπεία κοστίζει μεταξύ 320.000 και 350.000 ευρώ. Μάλιστα, ερευνητικές ομάδες ισχυρίζονται ότι η πατέντα της εταιρείας δεν είναι νόμιμη, καθώς η θεραπεία αναπτύχθηκε από πανεπιστημιακή έρευνα με κρατική χρηματοδότηση.
Αξίζει, εν κατακλείδι, να σημειωθεί το σχόλιο του οργανισμού Global Health Advocates, που συμμετείχε στην έκθεση του Παρατηρητηρίου: «Αυτές οι συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα δεν είναι καν συμπράξεις [...] Μετά από 12 χρόνια και 2,6 δισ. ευρώ, έχουμε ένα ανισόρροπο μοντέλο που πρωτίστως αποδίδει κέρδη για τους λίγους».
================
Για πάνω από μία δεκαετία, τα λόμπι που δραστηριοποιούνται στις Βρυξέλλες και συγκεκριμένα τα λόμπι των φαρμακευτικών και των εταιρειών βιοτεχνολογίας, κατάφεραν να επηρεάσουν σημαντικά τις επιλογές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην κατανομή ευρωπαϊκών κονδυλίων. Μια μεγάλη νίκη των λόμπι αυτών ήταν η πρωτοβουλία σύμπραξης του δημοσίου (θεσμικού) τομέα με τον ιδιωτικό, IMI (Innovative Medicines Initiative Joint Undertaking) που αφορά στην ιατρική έρευνα. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩΑυτό προκύπτει από την έκθεση του ευρωπαϊκού, μη κερδοσκοπικού Παρατηρητηρίου ευρωπαϊκών εταιρειών (Corporate Europe Observatory - CEO), “Στο όνομα της Καινοτομίας” (In the Name of Innovation). Όπως αναφέρει η έκθεση του Παρατηρητηρίου, το λόμπι των φαρμακευτικών άσκησε πιέσεις ώστε να διοχετεθούν 2,6 δισ. ευρώ από τον προϋπολογισμό έρευνας των περιόδων 2008-2013 και 2014-2021 σε προγράμματα της ΙΜΙ που εξυπηρετούσαν τη δική τους ατζέντα.
Το Παρατηρητήριο διατυπώνει οξεία κριτική στην πολιτική που ακολούθησε η Κομισιόν όλα αυτά τα χρόνια, εν όψει και της πανδημίας του κορωνοϊού: «Η συντριπτική πλειονότητα των ερευνητικών προγραμμάτων που εξετάσαμε, η δομή και ο μηχανισμός των συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, δείχνουν ότι οι εταιρείες που συμμετέχουν ελέγχουν τις προτεραιότητες αυτών των συμπράξεων και τη χρήση δημοσίου χρήματος της ΕΕ για το δικό τους άμεσο όφελος».
Και συνεχίζει: «Την ώρα που η νόσος Covid-19 αναδεικνύει πώς ο κοντόφθαλμος σχεδιασμός, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και της έρευνας έχουν βλάψει την ανθεκτικότητα των κοινωνιών, προκύπτει ο κίνδυνος να διαιωνίσουμε τα ίδια προβλήματα». Ο κίνδυνος αυτός αφορά στην κατανομή του υπό διαπραγμάτευση προϋπολογισμού της ΕΕ και τα κονδύλια του επόμενου επενδυτικού προγράμματος έρευνας και καινοτομίας, στο πλαίσιο του Horizon Europe για την περίοδο 2021-2027, ύψους 100 δισ. ευρώ.
Οι φαρμακευτικές επικεντρώνουν σε ό,τι έχει κέρδος
Βασικός μοχλός του λόμπινγκ των φαρμακευτικών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η EFPIA (European Federation of Pharmaceutical Industries and Associations), η ομοσπονδία δηλαδή των ενώσεων των φαρμακευτικών ανά την Ευρώπη. Χάρη στο λόμπινγκ αυτό «η IMI έχει επικριθεί για την υιοθέτηση ενός μοντέλου κατά το οποίο ο δημόσιος τομέας βάζει τα περισσότερα χρήματα για την έρευνα, ενώ ο ιδιωτικός μπορεί να ορίζει την ερευνητική ατζέντα κατά το δοκούν και να καρπώνεται το αποτέλεσμα».Έτσι, αρκετοί τομείς έρευνας έχουν παραμεληθεί, στην καλύτερη περίπτωση, όπως η έρευνα πάνω στην αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών, την έρευνα πάνω σε ασθένειες που συνδέονται με τη φτώχεια και την ανέχεια (πχ. HIV/AIDS) και άλλα προβλήματα που απασχολούν πολύ φτωχές κοινωνίες, και συνεπώς δεν αποφέρουν σημαντικά περιθώρια κέρδους για τις φαρμακευτικές. Υποτίθεται ότι η πρωτοβουλία ΙΜΙ θα αντιμετώπιζε ακριβώς αυτή την ανισομετρία, αλλά κατά την έκθεση του Παρατηρητηρίου, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Για παράδειγμα, από τους 25 τομείς έρευνας που ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ως τους πιο σημαντικούς, για τους επτά δεν υπάρχει ούτε ένα πρόγραμμα της ΙΜΙ. Κι αυτό γιατί επικεντρώνει σε προβλήματα και ασθένειες για τις οποίες τα κράτη δαπανούν πολλά χρήματα, όπως ο καρκίνος, ο διαβήτης και το Αλτσχάιμερ, ενώ υπάρχει “αμέλεια” για ασθένειες όπως η φυματίωση, που επανεμφανίστηκε στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Η λογική αυτή φάνηκε και στην περίπτωση του κορωνοϊού. Εν όψει της πιθανότητας να είναι μια νόσος με εποχικότητα, η έρευνα και ανάπτυξη στο φαρμακευτικό χώρο «θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα», σχολίασαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, στο πλαίσιο της έκθεσης. Αν πρόκειται για πρόληψη, όμως, δεν υπάρχει ενδιαφέρον από την “αγορά”, όπως κατέδειξε η απόρριψη πρότασης της Κομισιόν από την ΙΜΙ, το Μάρτιο του 2018, να επενδύσει στο σχεδιασμό προετοιμασίας για επιδημίες (biopreparedness), κάτι που εμπίπτει θεσμικά στο πεδίο της.
Λύνουν και δένουν κατά το δοκούν
Από τα παραδείγματα που επικαλείται το Παρατηρητήριο, ξεχωρίζει το πρότζεκτ GETREAL που υποστήριξαν ένθερμα οι φαρμακευτικές, όπως η Astra Zeneca, καθώς έχει μεγάλη σημασία για τη δημόσια υγεία. Κατά το πρότζεκτ αυτό, εξετάζεται η δυνατότητα να ρίχνεται στην αγορά γρηγορότερα ένα νέο φάρμακο, παρακάμπτοντας το στάδιο των κλινικών μελετών.Υποτίθεται ότι οι εταιρείες θα παρακολουθούν την επίδραση του εκάστοτε φαρμάκου σε “πραγματικές συνθήκες” και όχι σε εργαστηριακό περιβάλλον. Στην πραγματικότητα, η παράκαμψη των κλινικών μελετών αφήνει κενά ασφαλείας, αλλά μεγαλώνει το χρόνο που το φάρμακο παραμένει πατενταρισμένο ώστε να διατίθεται στην αγορά και να αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος για την παρασκευάστρια εταιρεία.
Άλλη περίπτωση αφορά στο πρότζεκτ COMBACTE, με αντικείμενο την έρευνα πάνω στην αντίσταση διάφορων παθογόνων μικροοργανισμών στα αντιβιοτικά. Ξεκίνησε το 2013 με πάνω από 100 εκατ. ευρώ χρηματοδότηση, αλλά “προσέκρουσε” στις απαιτήσεις της GlaxoSmithKline έναντι του μη κερδοσκοπικού ινστιτούτου Mario Negri. Η εταιρεία, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο, ήθελε να αποφασίζει για το αν οι ερευνητές του ινστιτούτου θα είχαν πρόσβαση στα αποτελέσματα της δικής τους (!) κλινικής μελέτης, ενώ είχε και το δικαίωμα να μπλοκάρει τη δημοσίευσή της ανά πάσα στιγμή. Η GSK απέρριψε τις συμβιβαστικές προτάσεις του ινστιτούτου κι έτσι αυτό αποχώρησε από το πρόγραμμα.
Αξίζει να σημειωθούν ενστάσεις άλλων ερευνητών που συμμετείχαν με την GSK, όπως ο Χέρμαν Γκούσενς από το πανεπιστήμιο της Αμβέρσας, ο οποίος σχολίασε ότι το φάρμακο που ήθελε να μελετήσει η εταιρεία (με ευρωπαϊκά χρήματα) «σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει ένα στέλεχος του ανθεκτικού βακτηρίου MRSA που σπάνια συναντάται στην Ευρώπη, αλλά είναι πρόβλημα στις ΗΠΑ, όπου ένα νέο αντιβιοτικό θα ήταν κερδοφόρο για την GSK».
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά στην αποστολή της ΙΜΙ να «επιταχύνει την πρόσβαση των ασθενών» σε νέες θεραπείες. Στην πράξη, όμως, η επιτάχυνση της πρόσβασης δεν μεταφράζεται και σε χαμηλότερο κόστος, το οποίο είναι το βασικότερο αίτιο που δυσχεραίνει την πρόσβαση. Για παράδειγμα, η ΙΜΙ μελετά μια νέα γενετική θεραπεία για τον καρκίνο (CAR-T), της Novartis, με την ονομασία “Kymriah”. Ωστόσο η τιμή της είναι δυσβάσταχτη ακόμα και για τα συστήματα περίθαλψης των πιο πλούσιων χωρών, καθώς μία μόνο θεραπεία κοστίζει μεταξύ 320.000 και 350.000 ευρώ. Μάλιστα, ερευνητικές ομάδες ισχυρίζονται ότι η πατέντα της εταιρείας δεν είναι νόμιμη, καθώς η θεραπεία αναπτύχθηκε από πανεπιστημιακή έρευνα με κρατική χρηματοδότηση.
Αξίζει, εν κατακλείδι, να σημειωθεί το σχόλιο του οργανισμού Global Health Advocates, που συμμετείχε στην έκθεση του Παρατηρητηρίου: «Αυτές οι συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα δεν είναι καν συμπράξεις [...] Μετά από 12 χρόνια και 2,6 δισ. ευρώ, έχουμε ένα ανισόρροπο μοντέλο που πρωτίστως αποδίδει κέρδη για τους λίγους».
================
Σχόλια