Πανδημία και βιωσιμότητα - Η εμμονή του ελληνικού κομματικού συστήματος στο αποτυχημένο οικονομικό μοντέλο

Το προηγούμενο άρθρο «Μετά την πανδημία - Στρατηγικές εξόδου με βιωσιμότητα» γράφτηκε από δύο Γερμανούς οικονομολόγους (Mάγια Γκέπελ και Άχιμ Τρούγκερ), αλλά θα ήταν καλό να είχε και παραλήπτες Έλληνες που σκέπτονται πολιτικά. Διότι και εδώ, για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, τόσο τα διαφαινόμενα μέτρα της κυβέρνησης όσο και η σχετική συζήτηση ή αντίλογος (από την αντιπολίτευση και στον Τύπο), συγκλίνουν όλα σε πολύ περπατημένους δρόμους: Πώς να προστατευτεί, για μια ακόμη φορά, το μεταπολεμικό ελληνικό μοντέλο οικονομίας και η βάση του, συνοπτικά η εμμονή στις τρείς “δικές μας βιομηχανίες” - τουρισμός, ναυτιλία, ακίνητα. 
Οι οποίες, στη γλώσσα των ημερών, μεταφράζονται κυρίως ως τουριστικά καταλύματα σε αιγιαλούς, ως ναυτιλιακή μονοκαλλιέργεια
ελληνόκτητων δεξαμενοπλοίων και άλλων πλοίων μεταφοράς υδρογονανθράκων, και τέλος ως καταφυγή στoυς από μηχανής θεούς του Airbnb (αλλά αυτοί, πιθανώς θα είναι> αλήστου μνήμης θεοί - τώρα είναι σε κώμα, λόγω κορωνοϊού).
Ακόμη και το λεγόμενο νομοσχέδιο για τον Εκσυγχρονισμό Της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας - πολύ αμφίβολης συνταγματικότητας και ακόμη πιο αμφίβολης ορθολογικότητας - επιβεβαίωσε τη στιγμή τούτη την πικρή διαπίστωση ότι τα πιο αγύριστα κεφάλια του αποτυχημένου κομματικού μας συστήματος μυαλό δεν βάζουν.
>Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά το επιχείρημα περί της (όντως αναγκαίας) προστασίας των πολλών μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, αυτό μόνον ως πρόσχημα χρησιμοποιείται. 
  • Διότι οι δραστηριότητες των μικρών επιχειρήσεων ποικίλλουν πολύ, η βιωσιμότητα τους ακόμη πιο πολύ· και κυρίως, διότι πολλές, βιώσιμες και πολύ σημαντικές για μια λειτουργική οικονομία σήμερα και αύριο, δεν προστατεύονται. 
Εμμένοντας σε τέτοιες προτεραιότητες, ο εγχώριος πολιτικός διάλογος αποφεύγει εντελώς να συζητήσει για τη βιωσιμότητα του ελληνικού οικονομικού μοντέλου, για το πόσο τρωτό αποδεικνύεται για πολλοστή φορά, με αφορμή την πανδημία. Καμιά συζήτηση για κριτήρια αειφορίας ή ανθεκτικότητας ή για καινοτομία στην ελληνική οικονομία και στο επιχειρείν. Καμιά συζήτηση ειδικά για τους κρίσιμους τομείς της οικονομίας που εξασφαλίζουν τον καθημερινό εφοδιασμό μας με είδη πρώτης ανάγκης, από τα τρόφιμα μέχρι τα ιατρικά εφόδια. Καμιά συζήτηση για υπαρκτές προοπτικές ενός καλύτερου μέλλοντος για την ελληνική οικονομία ή για προϋποθέσεις και δυνάμεις που μπορούν να το στηρίξουν. Και πρώτα-πρώτα, για τις δυνάμεις και ικανότητες των Ελλήνων εργαζομένων και για το πώς αμείβεται η εργασία που προσφέρουν.
Φτηνή εργασία, φτηνιάρικη επιχειρηματικότητα (από την εφημερίδα © Τα Νέα - δεν είναι μετά τα μνημόνια, αλλά του 2005: Ίδια πραγματικότητα τότε και το 2012, ίδια και τώρα)
Και όμως αυτή η συζήτηση είχε γίνει παλιότερα. Το ζήτημα της επιλογής οικονομικού μοντέλου είχε τεθεί καθαρά σε πολιτικές διαμάχες των μοιραίων δεκαετιών 1990 και 2000, προπαντός από πολιτικά πρόσωπα που πολεμήθηκαν τότε από εχθρούς και φίλους και ηττήθηκαν κατά κράτος, όπως π.χ. τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Και οι λέξεις-κλειδιά ήταν ακριβώς οι προαναφερθείσες: Αειφορία, ανθεκτικότητα, επιχειρηματική καινοτομία, καλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι. Ο Παπαγιαννάκης δεν φοβόταν να κατονομάσει ως προϋπόθεση, εκτός των άλλων, την ακριβή εργασία.
Δεν είχε αυταπάτες και δεν είχε εκείνες τις σχέσεις που έχουν με ειδικές επιχειρηματικές  ομάδες >>οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί (και τις οποίες οι ίδιοι, ως δάσκαλοι που μόνο δίδασκαν, αποκαλούν διαπλοκή>).
>Σε αντίθεση με τους λεγόμενους εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ που νόμιζαν ότι θα εκσυγχρονίσουν την Ελλάδα σκάβοντας χωματουργικά και ρίχνοντας μπετά σε αυτοκινητόδρομους, σε αντίθεση με Νεοδημοκράτες και φιλελεύθερους
>>επανιδρυτές του κράτους” της ελεεινής μορφής, και σε αντίθεση με παλιούς ηγετικούς συναδέλφους του στο κόμμα του Συνασπισμού και στον ΣΥΡΙΖΑ που είδαν ως πρότυπα αριστερού ριζοσπαστισμού για την Ελλάδα λαϊκές εξεγέρσεις σε πλατείες Μεσανατολικών πόλεων, εκείνος ήταν πραγματικός ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής και ρεαλιστής.
Έβλεπε καθαρά τί ερχόταν. Καταλάβαινε ότι σε συνθήκες αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης, καθαρές εισροές μακροπρόθεσμων επενδύσεων συμβαίνουν μόνον σε χώρες με σταθερούς θεσμούς, με σχετικά μικρούς δείκτες κοινωνικής ανισότητας, με ισχυρό κράτος πρόνοιας και καλά αμειβόμενους μισθωτούς, όχι σε χώρες φθηνής εργασίας και φτηνιάρικης επιχειρηματικότητας.
Είχε σαφή πολιτική αίσθηση και την τεκμηρίωνε με επιχειρήματα, πριν τους Ατζέμογλου και Ρόμπινσον, «γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη». Αλλα συζητούσε με πολιτικούς που ήταν κουφοί ή παρίσταναν τους κουφούς.
Social Justice in the EU and OECD - Index Report 2019 (Social Justice Index, Labor Marcet Acces, Intergenerational Justice) pdf
Αντ' αυτών, τότε και τώρα, δεν έχει όρια η εμμονή στο αποτυχημένο μοντέλο, στο “ό,τι φάμε κι ότι πιούμε” (κι άς έρθει “μετά από εμάς ο κατακλυσμός”), στις τσακαλίστικες αρπαχτές, στην «επιθετική απομύζηση δημόσιων πόρων» (όπως γράφουν οι δύο Γερμανοί συγγραφείς - γιατί συμβαίνει παντού), και προπαντός στους εξευτελιστικούς μισθούς, ιδίως των νέων και «εκείνων που εργάζονται σε τομείς απασχόλησης κρίσιμους» (κι αυτό συμβαίνει παντού).
Ιδίως για την Ελλάδα, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου «η ανανέωση των εννοιών, στρατηγικών και παραμέτρων της οικονομικής επιστήμης αφενός, των εργαλείων και θεσμών της οικονομικής πολιτικής αφετέρου». Με «ρεαλισμό και προβλεπτικότητα». Για το ξεπέρασμα του αποτυχημένου μοντέλου, χρειαζόμαστε νέο Κοινωνικό συμβόλαιο. Που να εγγυάται, για σήμερα απόλυτη προστασία της ζωής και της εργασίας με βελτίωση της οικονομικής σταθερότητας· για αύριο, δίκαιη συμβίωση, ένα τέλος στις άθλιες αμοιβές της εργασίας (δηλαδή τέλος του φτηνιάρικου επιχειρείν), έμπρακτη επαναβεβαίωση του πολιτικού στόχου της πλήρους απασχόλησης· για μεθαύριο, την προστασία των πόρων των απαραίτητων για τη ζωή. 
=====================

Σχόλια