Ο ρόλος των υδρογονανθράκων στην Ελλάδα στο πλαίσιο της αναβαθμισμένης ενεργειακής πολιτικής

Καθώς η Ελλάδα εισέρχεται σε μια περίοδο αλλαγής του ενεργειακού της μείγματος, ακολουθώντας τους ευρωπαϊκούς στόχους για μεγιστοποίηση του μεριδίου των ΑΠΕ, καθίσταται αναγκαία η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας η οποία έχει φτάσει στο υψηλό επίπεδο του 71 %. Όμως, η ενίσχυση της ενεργειακής ανεξαρτησίας δεν μπορεί να προέλθει αποκλειστικά και μόνο από την ανάπτυξη των ΑΠΕ και τη βελτίωση της ενεργειακής  αποδοτικότητας αλλά απαιτεί την παράλληλη αξιοποίηση όλων των εγχώριων πηγών ενέργειας. Σε αυτό το στρατηγικό πλαίσιο, η θέση της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων είναι σημαντική διότι η συνολική κατανάλωση αερίου και αργού δεν πρόκειται να μειωθεί αισθητά τα επόμενα χρόνια (εκτιμάται ότι στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να διαμορφωθεί στο 55% το 2040 από το 65% που ισχύει σήμερα). 
Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα αποτελεί έναν φιλόδοξο οδικό χάρτη της ενεργειακής πολιτικής το οποίο δίνει προτεραιότητα στην καθαρή ενέργεια θέτοντας, για αυτό τον λόγο, ως στόχο την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωσης ενέργειας στο 35% έως το 2030. Μελετώντας τη νέα εθνική στρατηγική εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πώς θα καλυφθεί το υπόλοιπο 65% της ενεργειακής κατανάλωσης. Ωστόσο, μια δεύτερη ανάγνωση του σχεδίου αποκαλύπτει την πρόβλεψη για σημαντική αύξηση του μεριδίου του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή σε επίπεδα 18 TWh. Αυτό είναι αναμενόμενο καθώς ένα ρεαλιστικό σχέδιο ανάπτυξης δεν μπορεί να αγνοήσει την αναγκαιότητα ενεργειακής ασφάλειας κατά την διάρκεια μιας μακράς μεταβατικής περιόδου όπου το φυσικό αέριο θα αποτελέσει το καύσιμο «γέφυρα» για τον καταναλωτή.
Προς αυτή την κατεύθυνση συνδράμουν και οι έρευνες για υδρογονάνθρακες σε όλη την γεωγραφική εξάπλωση, θαλάσσια και χερσαία, της δυτικής Ελλάδας από τα σύνορα με την Αλβανία μέχρι τα πελάγη νοτίως της Κρήτης. Οι γεωτρήσεις που προγραμματίζονται για το 2020 στο Κατάκολο και τον Πατραϊκό, του Ιονίου και της Δυτικής Ελλάδας που θα ακολουθήσουν, και αυτές των μεγάλων θαλασσίων παραχωρήσεων για την περίοδο 2025-2028, εντάσσονται σε αυτό το στρατηγικό πρόγραμμα ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας. 
Οι εργασίες έρευνας υδρογονανθράκων τα επόμενα χρόνια θα είναι αποφασιστικής σημασίας καθώς συμπίπτουν με το κυβερνητικό πλάνο για την πλήρη απολιγνιτοποίηση το 2028. Καθώς θα αυξάνεται η χρήση του φυσικού αερίου, με την παράλληλη απόσυρση του εγχώριου λιγνίτη, η ανεύρεση κοιτασμάτων αερίου καθίσταται επιτακτική. Γι’ αυτό η Ελλάδα θα πρέπει μέσα στα επόμενα χρόνια να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια παραγωγής φυσικού αερίου ώστε σταδιακά να μπορεί να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος, ή ακόμα το σύνολο, της κατανάλωσης (5-8 BCM/ ανά έτος) .
Κατά την περίοδο 2014-2019 κυρώθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων 11 συμβάσεις μίσθωσης για την παραχώρηση του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης. Οι ερευνητικές κοινοπραξίες είναι διεθνείς και απαρτίζονται από γαλλικές, αμερικανικές, ισπανικές και ελληνικές εταιρείες. 
Οι παραχωρήσεις του βόρειου Ιονίου πελάγους και της χερσαίας δυτικής Ελλάδας έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποδώσουν κοιτάσματα αργού με παρουσία φυσικού αερίου νοτιότερα, όπως δείχνουνε  και τα αποτελέσματα γεωτρήσεων των προηγούμενων δεκαετιών. Οι παραχωρήσεις του νοτίου Ιονίου και ιδιαίτερα δυτικά και νότια της Κρήτης, χαρακτηρίζονται από μεγάλα βάθη νερού και δεν υπάρχουν παλαιότερες γεωτρήσεις, αλλά το γεωλογικό περιβάλλον και οι γεωμετρικές δομές του υπεδάφους παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με αυτές της Αιγύπτου και της Κύπρου ή ακόμα και του Ισραήλ, όπου μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου έχουν ανακαλυφθεί τα τελευταία χρόνια.
Επομένως οι χερσαίες και θαλάσσιες γεωτρήσεις της επόμενης επταετίας θα επιτρέψουν να αξιολογηθεί το ποσοστό αντικατάστασης των εισαγωγών από την εγχώρια παραγωγή. Ανακαλύψεις κοιτασμάτων τουλάχιστον 500 εκατομμυρίων βαρελιών ισοδύναμου πετρελαίου ή 3 TCF φυσικού αερίου κατά στόχο, θα σηματοδοτούσαν δραστικές εμπορικές εξελίξεις για την χώρα.  Σε αυτήν την περίπτωση, οι επενδύσεις από τις μεγάλες διεθνείς εταιρείες θα είναι σημαντικές με θετικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη  της εγχώριας οικονομίας, η οποία θα είναι πάντα θωρακισμένη από ένα στιβαρό θεσμικό πλαίσιο το οποίο ενσωματώνει τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τις πιο αυστηρές στην Ευρώπη προδιαγραφές ασφαλείας.

Η θέση της Ελλάδας στη ενεργειακή Ανατολική Μεσόγειο

Σήμερα οι πιο αυστηρές εκτιμήσεις βασίζονται σε γεωφυσικές-γεωλογικές μελέτες γεωμετρικών δομών του υπεδάφους και όχι σε αποτελέσματα γεωτρήσεων που θα πραγματοποιηθούν τα επόμενα χρόνια. Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα εκτιμώμενα δυνητικά αποθέματα αερίου από 30 θαλάσσιους πιθανούς στόχους του Ιονίου και των περιοχών δυτικά και νότια της Κρήτης θα μπορούσαν να ανέλθουν σε όγκους μεταξύ 70 και 90 TCF (12 και 15 δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμα). Παρομοίως, τα εκτιμώμενα αποθέματα αργού από τις θαλάσσιες παραχωρήσεις του Ιονίου και τις χερσαίες παραχωρήσεις της δυτικής Ελλάδας εκτιμώνται σε 2 δισεκατομμύρια βαρέλια. Εάν αυτό επιτευχθεί, θα αυξηθούν τα δυνητικά αποθέματα, ιδιαίτερα φυσικού αερίου της Νοτιοανατολικής Μεσόγειου, μετατοπίζοντας το όριο της παρουσίας φυσικού αερίου της ανατολικής μεσογείου δυτικότερα, και συμβάλλοντας επίσης στην λειτουργία των μεγάλων αγωγών αερίου, όπως ο Δια-αδριατικός αγωγός (TAP), ο αγωγός διασύνδεσης Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB) και ο αγωγός Ανατολικής Μεσογείου (EastMed).
Υπό αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα μπορεί να απολαύσει μιας ισορροπίας του οικονομικού και ενεργειακού ισοζυγίου της με άμεσα οικονομικά οφέλη που θα προέρχονται από ένα συνδυασμό φορολογίας εισοδήματος, μερισμάτων παραγωγής και λοιπών ανταλλαγμάτων διέλευσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι καθυστερήσεις λειτουργούν ως τροχοπέδη στις έρευνες της χώρας και στις επενδυτικές αποφάσεις των διεθνών ομίλων. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι επιφέρουν αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις οικονομικού χαρακτήρα στην χώρα:
  • Δεν επιτρέπουν στον καταναλωτή να επωφεληθεί από χαμηλότερες τιμές αερίου και αργού λόγω έλλειψης εσωτερικής προσφοράς 
  • Επιφέρουν απώλειες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από χαμένους φόρους και απουσία μερίσματος της παραγωγής υδρογονανθράκων σε ετήσια βάση
  • Ακυρώνουν ή μεταθέτουν χρονικά επενδυτικά προγράμματα σε αγωγούς και έργα υποδομών εθνικής ή διεθνούς εμβέλειας
  • Επιβραδύνουν τις επενδύσεις για την ανάπτυξη υποδομών χρήσιμων για την οικονομία των παράκτιων και χερσαίων περιοχών, συμπεριλαμβανομένης και της παιδείας σε θέματα που άπτονται της τεχνικής εξειδίκευσης. 
Καταλήγοντας, θα πρέπει να τονισθεί ότι μια επιτυχής εξέλιξη της έρευνας υδρογονανθράκων στην Ελλάδα θα μπορούσε να μεταβάλλει δραστικά το πρόγραμμα ενεργειακής ασφάλειας και εφοδιασμού της χώρας. Ιδιαίτερα σε μια εποχή όπου οι έρευνες για υδρογονάνθρακες συνδέονται με το θέμα της εθνικής κυριαρχίας και καθίστανται ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο στη λήψη αποφάσεων, η ανάδειξή τους ανάγεται σε προτεραιότητα ύψιστης σημασίας. Τα τελευταία τρία χρόνια, η ΕΔΕΥ ως αρωγός του κράτους και των επιχειρήσεων του κλάδου έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να εμπλουτίσει το εθνικό ενεργειακό χαρτοφυλάκιο και αυτό το έργο συνεχίζεται.
---------------------------
Ο κ. Γιάννης Μπασιάς είναι πρόεδρος της ΕΔΕΥ (Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων)
======================
===========================
===========================
Την εκτίμηση ότι ο EastMed δεν μπορεί να αποτελέσει την κορυφαία επιλογή με τα σημερινά αποθέματα στην Ανατολική Μεσόγειο διατυπώνει σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κύπρου ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ Γιάννης Μπασιάς. Όπως, όμως, τονίζει, τα δεδομένα αυτά μπορούν να αλλάξουν, σε περίπτωση που οι έρευνες νότια της Κρήτης και στην Δυτική Ελλάδα δείξουν ικανοποιητικά κοιτάσματα.
Συγκεκριμένα, ο κ. Μπασιάς επισημαίνει ότι ο EastMed «θα μπορούσε να αποτελέσει την κυρίαρχη επιλογή κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μια από τις οποίες είναι η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη θαλάσσια δυτική Ελλάδα και Κρήτη».
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ «τα σημερινά αποθέματα φυσικού αερίου της νοτιοανατολικής Μεσογείου δεν ικανοποιούν τα αναγκαία οικονομικά κριτήρια για να υποστηρίξουν επενδύσεις καινούργιων υποδομών και μεταφοράς. Χρειάζονται διπλάσιοι όγκοι κοιτασμάτων».
«Η ύπαρξη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων στην Ελλάδα θα συμβάλει σε αυτό», υπογραμμίζει ο κ. Μπασιάς, υποστηρίζοντας ότι οι «σημαντικές επενδύσεις τοπικών υποδομών» που θα ακολουθήσουν σε μια τέτοια περίπτωση, θα συμβάλλουν με τη σειρά τους «στη μείωση του συνολικού κόστους του προγράμματος του αγωγού».
Σε αυτή τη βάση, ο επικεφαλής της ΕΔΕΥ δράττεται της ευκαιρίας να επισημάνει ότι «αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι έρευνες πρέπει να προχωρήσουν χωρίς αργοπορίες στην Ελλάδα».

Σχόλια