Λάβδας Κώστας Παρά το γεγονός ότι είναι συχνά δημοφιλής --ως εκλαϊκευμένη γνώση-- η άποψη ότι μιλάμε για "έθνος" με τη σημερινή έννοια μόνο στα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα, είναι ανακριβής. Αποτυγχάνει να διακρίνει το "έθνος" από το "έθνος-κράτος" και τα δυο αυτά από τον "εθνικισμό". Οι Οδύσσειες των εθνών αντλούν τη σημασία τους και ανάγονται σε αιώνες που χάνονται πολύ πίσω από την ανάδυση του εθνικισμού. Η ιστορική διάσταση του έθνους είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩΟι λέξεις έθνος (nation) και εθνικότητα (nationality) προέρχονται από τη λατινική natus, που αναφέρεται στη γέννηση. Από αυτή την άποψη, έθνος είναι ομάδα ανθρώπων που τους συνδέει κάποια κοινή καταγωγή (άρα η εθνικότητα ενός ατόμου μπορεί να διαφέρει από την υπηκοότητά του). Όπως όμως διαπιστώσαμε, η κύρια έμφαση στη σύγχρονη κατανόηση του έθνους αναφέρεται στην ύπαρξη μιας κοινότητας που αυτοκατανοείται ως τέτοια βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών. Αυτή, λοιπόν, η προσέγγιση δεν είναι μόνο σύγχρονη.
Στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι έννοιες έθνη και φύλα είναι άλλοτε σαφώς διακριτές και άλλοτε όχι. Η αντίληψη της πολιτισμικής ενότητας της Ελλάδας ωρίμασε σχετικά γρήγορα, παράλληλα όμως οι Έλληνες εξακολουθούν για μεγάλο διάστημα να διακρίνονται σε φύλα (Αιολείς, Ίωνες, Δωριείς) που ενίοτε αναφέρονται και ως έθνη.
Ο όρος "έθνος" μπορεί να βρεθεί στα ομηρικά κείμενα, με την έννοια όμως ενός συνόλου ή αθροίσματος, ωστόσο, ήδη στον Ηρόδοτο ο όρος υποδηλώνει την ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή, θρησκεία, ήθη και έθιμα (π.χ. το "Μηδικόν ἔθνος"). Επίσης, ο όρος τείνει να προσλάβει ένα γενικότερο νόημα και να αφορά όλους τους Έλληνες σε αντιδιαστολή με τους βαρβάρους.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Ισοκράτης αναφέρονται σαφώς στην ενότητα των Ελλήνων, ανεξαρτήτως της ακριβούς χρήσης της έννοιας του «έθνους». Στον Θουκυδίδη, η έννοια του έθνους αποδίδει πια την συγκροτημένη πολιτική κοινότητα: «καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις τῇ ὑπαρχούσῃ παρασκευῇ τοῦ ναυτικοῦ πλέοντας ὑμᾶς οὔτε βασιλεὺς οὔτε ἄλλο οὐδὲν ἔθνος τῶν ἐν τῷ παρόντι κωλύσει» (2.62.3).
Στον γεωγράφο και ιστορικό Στράβωνα, η έννοια του έθνους χρησιμοποιείται συχνά στα Γεωγραφικά του. Κυρίως με τρόπους που σε γενικές γραμμές, ανταποκρίνεται στη σημασία μιας κοινότητας που προσδιορίζεται ως τέτοια απέναντι σε άλλους (π.χ., «Ἔστι δὲ τῶν πολὺν χρόνον πολεμησάντων πρὸς Ρωμαίους τὸ ἔθνος τοῦτο», «Μέγιστον μὲν οὖν τὸ τῶν Σοήβων ἔθνος», «οἱ Ταῦροι, Σκυθικὸν ἔθνος», κλπ).
Από τα φύλα στο έθνος
Είναι βεβαίως γεγονός ότι στη ρωμαϊκή φιλολογία τα «έθνη» συχνά υποδηλώνουν τις επαρχίες. Έτσι π.χ. στην Ιστορία του Βυζαντινού Ζώσιμου, η οποία είναι γραμμένη στα ελληνικά, ο συγγραφέας αναφέρεται στα "έθνη" (κελτικά, γερμανικά, πέραν των Άλπεων, κλπ) ως επαρχίες ή περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όμως, ο Ζώσιμος και πλείστοι άλλοι προγενέστεροι και μεταγενέστεροι, αναφέρονται επίσης στο "έθνος" (και στον ενικό και στον πληθυντικό) εξίσου συχνά για να υποδηλώσουν την γνώριμη σε εμάς σημασία. Είτε εφαρμοζόμενη σε ομάδες με γνωστή στους σχολιαστές πολιτική συγκρότηση, είτε συμπεριλαμβάνοντας στον ορισμό και τα "φύλα" εκτός της αυτοκρατορίας.Η εθνογλωσσική ταυτότητα της κάθε ευρύτερης ομάδας / φύλου / έθνους λαμβάνεται ολοένα και περισσότερο υπόψη, ως καθοριστικός παράγοντας όσο οι διοικητικοί και γεωγραφικοί υπερκαθορισμοί της ρωμαϊκής επικράτειας καταρρέουν μαζί της. Βεβαίως η εθνογλωσσική ταυτότητα, μαζί με την πολιτική / διοικητική διάσταση, είχε ήδη πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η περίφημη χριστιανική εντολή προς τους μαθητές, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη…» (Ματθ.28,19) αναφέρεται σε διαφορετικές θρησκευτικές αλλά και εθνογλωσσικές οντότητες με διάφορους βαθμούς πολιτικής συγκρότησης, όχι σε επαρχίες ή περιοχές. Αυτό γίνεται απολύτως σαφές, μεταξύ άλλων, από τις παροτρύνσεις που, λίγο αργότερα, συνδέουν την εντεινόμενη ιεραποστολική δραστηριότητα πέραν του εβραϊσμού με την αντίδραση των Ιουδαίων απέναντι στο μήνυμα του Ιησού: «ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη» (Πρ 13,46) και «ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τά ἔθνη καί τάς γλώσσας» (Ησ 66,18).
Η περαιτέρω ενίσχυση και της θρησκευτικής διάστασης, με υπόβαθρο την σταδιακή παρακμή και τελική κατάρρευση του ρωμαϊκού πλαισίου, οδηγεί στη διαμόρφωση εννοιολογήσεων περί εθνών που είναι ολοένα εγγύτερα στον ορισμό της κοινότητας. Η οποία αυτοκατανοείται ως τέτοια, βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών.
Τα έθνη χτίζονται στο διηνεκές ή αποτυγχάνουν
Με αφορμή την συζήτηση για την εξόχως προβληματική Συμφωνία των Πρεσπών, άνθισαν και πολλές παρανοήσεις στον ελληνικό δημόσιο λόγο. Όπως π.χ., ότι δήθεν η εθνικότητα (nationality) δεν συνεπάγεται και μια (οσοδήποτε πλουραλιστική) υποκείμενη εθνική συλλογική οντότητα. Ή ότι η εθνικότητα υποδηλώνει "απλώς" υπηκοότητα. Ας διευκρινίσουμε το ζήτημα στην απλούστερη και σαφέστερη εκδοχή του.Στην Τσεχοσλοβακία συνυπήρχαν δυο έθνη (nations) σε ένα κράτος και το διαζύγιο οδήγησε στην εκπροσώπηση του καθενός από ξεχωριστό κράτος. Από την άλλη πλευρά, στην μεταπολεμική Γερμανία, ένα έθνος (nation) χωρίστηκε σε δυο κράτη μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 λόγω γεωπολιτικών και ιδεολογικών συγκυριών. Είναι αυτή ακριβώς η ιστορική ποικιλία περιπτώσεων, διαφορών και αποχρώσεων που οδήγησε στην ανάδειξη της έννοιας της εθνότητας (ethnicity) ως όχημα (ταυτόχρονα πολιτικά και εγχειριδιακά βολικό) παράκαμψης μιας υπαρκτής αλλά δύσκολης συνθήκης: η εθνική συλλογική ταυτότητα ενδέχεται να συνυπάρχει αρμονικά ή συγκρουσιακά με το ευρύτερο πολιτικό σύστημα, εντός του οποίου διαβαίνει σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Ενδέχεται, επίσης, να επιβιώσει σε μια ιστορική περίοδο ακόμη και χωρίς την ύπαρξη πολιτικού συστήματος εντός του οποίου να συμμετέχει προνομιακά ή να φιλοξενείται, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της εβραϊκής ιστορίας. Στην πραγματικότητα, παρά την πληθωρική χρήση της τις τελευταίες δεκαετίες, η ethnicity είναι χρήσιμη ως έννοια όταν αναφέρεται σε ειδικούς και βαθύτερους δεσμούς που συνέχουν, ιστορικά, μια φυλή ή μια φατρία. Μπορεί να αποτελέσει μια από τις πηγές θεμελίωσης ενός έθνους ή να παραμείνει σε ρόλο υποσυστήματος εντός ευρύτερων πολιτικών μορφωμάτων.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι από αυτή την άποψη, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί σημαντικό σταθμό στην υπό εξέλιξη διαμόρφωση ενός πολιτικού έθνους, του "μακεδονικού". Συνιστά κατά συνέπεια η Συμφωνία των Πρεσπών μορφή προσωρινής δικαίωσης –υπό τις σημερινές συνθήκες– του ιδεολογήματος του "μακεδονισμού".
Ο εθνικισμός έχει –δικαίως– επωμιστεί το βάρος καταστροφών στη σύγχρονη ιστορία. Έχει, επιπλέον, συμβάλει στην απαξίωση του έθνους ως φορέα συλλογικής ταυτότητας με συνέχεια. Όμως το έθνος και η πεποίθηση της συμμετοχής σε μια ιστορική κοινότητα με παρελθόν, παρόν και μέλλον μπορεί να οδηγήσει σε μορφές επανακατάκτησης της πολιτικής. Πέρα από την πεπατημένη του εθνικισμού και την ελαφρότητα του κοσμοπολιτισμού.
========================
Παρά το γεγονός ότι είναι συχνά δημοφιλής --ως εκλαϊκευμένη γνώση-- η άποψη ότι μιλάμε για "έθνος" με τη σημερινή έννοια μόνο στα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα, είναι ανακριβής. Αποτυγχάνει να διακρίνει το "έθνος" από το "έθνος-κράτος" και τα δυο αυτά από τον "εθνικισμό". Οι Οδύσσειες των εθνών αντλούν τη σημασία τους και ανάγονται σε αιώνες που χάνονται πολύ πίσω από την ανάδυση του εθνικισμού. Η ιστορική διάσταση του έθνους είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί.Οι λέξεις έθνος (nation) και εθνικότητα (nationality) προέρχονται από τη λατινική natus, που αναφέρεται στη γέννηση. Από αυτή την άποψη, έθνος είναι ομάδα ανθρώπων που τους συνδέει κάποια κοινή καταγωγή (άρα η εθνικότητα ενός ατόμου μπορεί να διαφέρει από την υπηκοότητά του). Όπως όμως διαπιστώσαμε, η κύρια έμφαση στη σύγχρονη κατανόηση του έθνους αναφέρεται στην ύπαρξη μιας κοινότητας που αυτοκατανοείται ως τέτοια βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών. Αυτή, λοιπόν, η προσέγγιση δεν είναι μόνο σύγχρονη.
Στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι έννοιες έθνη και φύλα είναι άλλοτε σαφώς διακριτές και άλλοτε όχι. Η αντίληψη της πολιτισμικής ενότητας της Ελλάδας ωρίμασε σχετικά γρήγορα, παράλληλα όμως οι Έλληνες εξακολουθούν για μεγάλο διάστημα να διακρίνονται σε φύλα (Αιολείς, Ίωνες, Δωριείς) που ενίοτε αναφέρονται και ως έθνη.
Ο όρος "έθνος" μπορεί να βρεθεί στα ομηρικά κείμενα, με την έννοια όμως ενός συνόλου ή αθροίσματος, ωστόσο, ήδη στον Ηρόδοτο ο όρος υποδηλώνει την ομάδα ανθρώπων με κοινή καταγωγή, θρησκεία, ήθη και έθιμα (π.χ. το "Μηδικόν ἔθνος"). Επίσης, ο όρος τείνει να προσλάβει ένα γενικότερο νόημα και να αφορά όλους τους Έλληνες σε αντιδιαστολή με τους βαρβάρους.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Ισοκράτης αναφέρονται σαφώς στην ενότητα των Ελλήνων, ανεξαρτήτως της ακριβούς χρήσης της έννοιας του «έθνους». Στον Θουκυδίδη, η έννοια του έθνους αποδίδει πια την συγκροτημένη πολιτική κοινότητα: «καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις τῇ ὑπαρχούσῃ παρασκευῇ τοῦ ναυτικοῦ πλέοντας ὑμᾶς οὔτε βασιλεὺς οὔτε ἄλλο οὐδὲν ἔθνος τῶν ἐν τῷ παρόντι κωλύσει» (2.62.3).
Στον γεωγράφο και ιστορικό Στράβωνα, η έννοια του έθνους χρησιμοποιείται συχνά στα Γεωγραφικά του. Κυρίως με τρόπους που σε γενικές γραμμές, ανταποκρίνεται στη σημασία μιας κοινότητας που προσδιορίζεται ως τέτοια απέναντι σε άλλους (π.χ., «Ἔστι δὲ τῶν πολὺν χρόνον πολεμησάντων πρὸς Ρωμαίους τὸ ἔθνος τοῦτο», «Μέγιστον μὲν οὖν τὸ τῶν Σοήβων ἔθνος», «οἱ Ταῦροι, Σκυθικὸν ἔθνος», κλπ).
Από τα φύλα στο έθνος
Είναι βεβαίως γεγονός ότι στη ρωμαϊκή φιλολογία τα «έθνη» συχνά υποδηλώνουν τις επαρχίες. Έτσι π.χ. στην Ιστορία του Βυζαντινού Ζώσιμου, η οποία είναι γραμμένη στα ελληνικά, ο συγγραφέας αναφέρεται στα "έθνη" (κελτικά, γερμανικά, πέραν των Άλπεων, κλπ) ως επαρχίες ή περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όμως, ο Ζώσιμος και πλείστοι άλλοι προγενέστεροι και μεταγενέστεροι, αναφέρονται επίσης στο "έθνος" (και στον ενικό και στον πληθυντικό) εξίσου συχνά για να υποδηλώσουν την γνώριμη σε εμάς σημασία. Είτε εφαρμοζόμενη σε ομάδες με γνωστή στους σχολιαστές πολιτική συγκρότηση, είτε συμπεριλαμβάνοντας στον ορισμό και τα "φύλα" εκτός της αυτοκρατορίας.Η εθνογλωσσική ταυτότητα της κάθε ευρύτερης ομάδας / φύλου / έθνους λαμβάνεται ολοένα και περισσότερο υπόψη, ως καθοριστικός παράγοντας όσο οι διοικητικοί και γεωγραφικοί υπερκαθορισμοί της ρωμαϊκής επικράτειας καταρρέουν μαζί της. Βεβαίως η εθνογλωσσική ταυτότητα, μαζί με την πολιτική / διοικητική διάσταση, είχε ήδη πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η περίφημη χριστιανική εντολή προς τους μαθητές, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη…» (Ματθ.28,19) αναφέρεται σε διαφορετικές θρησκευτικές αλλά και εθνογλωσσικές οντότητες με διάφορους βαθμούς πολιτικής συγκρότησης, όχι σε επαρχίες ή περιοχές. Αυτό γίνεται απολύτως σαφές, μεταξύ άλλων, από τις παροτρύνσεις που, λίγο αργότερα, συνδέουν την εντεινόμενη ιεραποστολική δραστηριότητα πέραν του εβραϊσμού με την αντίδραση των Ιουδαίων απέναντι στο μήνυμα του Ιησού: «ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη» (Πρ 13,46) και «ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τά ἔθνη καί τάς γλώσσας» (Ησ 66,18).
Η περαιτέρω ενίσχυση και της θρησκευτικής διάστασης, με υπόβαθρο την σταδιακή παρακμή και τελική κατάρρευση του ρωμαϊκού πλαισίου, οδηγεί στη διαμόρφωση εννοιολογήσεων περί εθνών που είναι ολοένα εγγύτερα στον ορισμό της κοινότητας. Η οποία αυτοκατανοείται ως τέτοια, βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών.
Τα έθνη χτίζονται στο διηνεκές ή αποτυγχάνουν
Με αφορμή την συζήτηση για την εξόχως προβληματική Συμφωνία των Πρεσπών, άνθισαν και πολλές παρανοήσεις στον ελληνικό δημόσιο λόγο. Όπως π.χ., ότι δήθεν η εθνικότητα (nationality) δεν συνεπάγεται και μια (οσοδήποτε πλουραλιστική) υποκείμενη εθνική συλλογική οντότητα. Ή ότι η εθνικότητα υποδηλώνει "απλώς" υπηκοότητα. Ας διευκρινίσουμε το ζήτημα στην απλούστερη και σαφέστερη εκδοχή του.Στην Τσεχοσλοβακία συνυπήρχαν δυο έθνη (nations) σε ένα κράτος και το διαζύγιο οδήγησε στην εκπροσώπηση του καθενός από ξεχωριστό κράτος. Από την άλλη πλευρά, στην μεταπολεμική Γερμανία, ένα έθνος (nation) χωρίστηκε σε δυο κράτη μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 λόγω γεωπολιτικών και ιδεολογικών συγκυριών. Είναι αυτή ακριβώς η ιστορική ποικιλία περιπτώσεων, διαφορών και αποχρώσεων που οδήγησε στην ανάδειξη της έννοιας της εθνότητας (ethnicity) ως όχημα (ταυτόχρονα πολιτικά και εγχειριδιακά βολικό) παράκαμψης μιας υπαρκτής αλλά δύσκολης συνθήκης: η εθνική συλλογική ταυτότητα ενδέχεται να συνυπάρχει αρμονικά ή συγκρουσιακά με το ευρύτερο πολιτικό σύστημα, εντός του οποίου διαβαίνει σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Ενδέχεται, επίσης, να επιβιώσει σε μια ιστορική περίοδο ακόμη και χωρίς την ύπαρξη πολιτικού συστήματος εντός του οποίου να συμμετέχει προνομιακά ή να φιλοξενείται, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της εβραϊκής ιστορίας. Στην πραγματικότητα, παρά την πληθωρική χρήση της τις τελευταίες δεκαετίες, η ethnicity είναι χρήσιμη ως έννοια όταν αναφέρεται σε ειδικούς και βαθύτερους δεσμούς που συνέχουν, ιστορικά, μια φυλή ή μια φατρία. Μπορεί να αποτελέσει μια από τις πηγές θεμελίωσης ενός έθνους ή να παραμείνει σε ρόλο υποσυστήματος εντός ευρύτερων πολιτικών μορφωμάτων.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι από αυτή την άποψη, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί σημαντικό σταθμό στην υπό εξέλιξη διαμόρφωση ενός πολιτικού έθνους, του "μακεδονικού". Συνιστά κατά συνέπεια η Συμφωνία των Πρεσπών μορφή προσωρινής δικαίωσης –υπό τις σημερινές συνθήκες– του ιδεολογήματος του "μακεδονισμού".
Ο εθνικισμός έχει –δικαίως– επωμιστεί το βάρος καταστροφών στη σύγχρονη ιστορία. Έχει, επιπλέον, συμβάλει στην απαξίωση του έθνους ως φορέα συλλογικής ταυτότητας με συνέχεια. Όμως το έθνος και η πεποίθηση της συμμετοχής σε μια ιστορική κοινότητα με παρελθόν, παρόν και μέλλον μπορεί να οδηγήσει σε μορφές επανακατάκτησης της πολιτικής. Πέρα από την πεπατημένη του εθνικισμού και την ελαφρότητα του κοσμοπολιτισμού.
- Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr
- Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.
================
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος αυτού του σημειώματος (Α' Μέρος, Β' Μέρος), ας επικεντρωθούμε στις διαστάσεις της συλλογιστικής μας που αφορούν με τρόπο αμεσότερο τη σύγχρονη Ελλάδα. Εάν ο 19ος αιώνας υπήρξε κρίσιμος αλλά και παραπλανητικός για τις Οδύσσειες των εθνών, οδηγώντας πολλούς στην παρανόηση των σχέσεων του έθνους με το έθνος-κράτος, ο 21ος οδηγεί το έθνος σε σταυροδρόμι. Πώς διαγράφεται το σταυροδρόμι στην ελληνική περίπτωση;Οι διαδικασίες διαμόρφωσης της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ταυτότητας συναρτώνται με την κατασκευή κράτους στο μέτρο που οι εσωτερικές συνθήκες και οι διεθνείς σχέσεις της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας μετά το 1821 έθεσαν το πλαίσιο και τα όρια των επιλογών. Ωστόσο η γέννηση του νεότερου κράτους δεν σημαίνει και γέννηση του συλλογικού υποκειμένου στο οποίο βασίζεται. Από την ιστορική σχολή Παπαρρηγόπουλου το εκκρεμές κινήθηκε τόσο μακριά που το σημερινό, προσωρινό σημείο ανάπαυσης μοιάζει θλιβερά εξωπραγματικό.
Διότι συνέχειες στην εθνική συνείδηση υπήρξαν και ήταν κρίσιμες. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στο επίπεδο της διανόησης. Όπως έχουν καταδείξει από σαφώς διαφορετικές οπτικές γωνίες και ανιχνεύοντας διακριτά πολιτικά και πολιτειακά διακυβεύματα ο Γιώργος Κοντογιώργης (για την αρχή της τοπικής πολιτειακής αυτονομίας, που ανάγεται στο ελληνικό παρελθόν της πόλης/κοινού) και ο Νικόλαος Πανταζόπουλος (για την παράδοση του ελληνικού κοινοτισμού), οι τοπικές κοινότητες διαδραμάτισαν κρίσιμους ρόλους στη διαχρονία διαμόρφωσης της ελληνικής ταυτότητας.
Ειδικότερα, όπως έχει επισημάνει διεξοδικά ο Γιώργος Κοντογιώργης, η αρχή της τοπικής πολιτειακής συγκρότησης σημαίνει ότι τα Ελληνικά κοινά και οι πόλεις εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αυτοδιοικούνταν, διατηρούσαν και επεξεργαζόταν την πολιτική κουλτούρα τους και σε σημαντικό βαθμό αποτελούσαν μετεξέλιξη συλλογικών οντοτήτων που προϋπήρχαν.
Το τέλος της ρεπουμπλικανικής περιόδου
Με αποτέλεσμα στοιχεία των ελληνικών πολιτικών παραδόσεων να συνεχιστούν σε διάφορα επίπεδα των κοινών και των πόλεων αλλά και της υπερπόντιας ελληνικής παρουσίας. Αυτό, στη συνέχεια, σήμανε την επικράτηση –στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο– μιας πολιτικής μορφολογίας του αγώνα της εθνεγερσίας όπου η ανάπτυξη βάσει των πατριωτισμών των επιμέρους κοινών/πόλεων οδήγησε στο σχεδιασμό της νέας ελληνικής πολιτείας με γνώμονα τα κοινά, ενώ για το κεντρικό σύστημα επιφυλάχθηκε ένας εναρμονιστικός ρόλος.Άλλωστε, η στοχοπροσήλωση στη δημιουργία της ανεξάρτητης πολιτείας της Ελλάδας ανέδειξε τις κοινές παραμέτρους –ιδεατές, συναισθηματικές, γλωσσικές, θρησκευτικές– της εθνικής ταυτότητας που μοιράζονταν οι συμμετέχοντες στον αγώνα. Είναι βεβαίως κοινός τόπος ότι θεσμικές ρυθμίσεις και πολιτειακές προτάσεις συχνά εξέφρασαν (και εκφράζουν) στρατηγικούς ή και τακτικούς υπολογισμούς ισχυρών δρώντων. Έτσι και στα χρόνια της Επανάστασης, οι κοινοτικές παραδόσεις σε μεγάλο βαθμό "αντιπροσωπεύτηκαν" από τοπικές ολιγαρχίες που έδρασαν βάσει ιδίων στρατηγικών και συμφερόντων.
Άλλωστε, στην προσπάθεια εισαγωγής νέων θεσμών για τη ρύθμιση "του επικρατούντος εν τη μαχομένη χώρα νομικού χάους" (με τη φράση του Νικόλαου Πανταζόπουλου) δεν διαπιστώθηκαν απλές, άκριτα μιμητικές μεταφορές ευρωπαϊκών και ατλαντικών υποδειγμάτων αλλά προσπάθεια δημιουργικού συνδυασμού ιδεατών, εννοιολογικών και υλικών δεδομένων, παραδόσεων και επιρροών.
Οι πολιτειακές αντιλήψεις στη σύντομη δεκαετία του 1820 πέρασαν από στάδια διαμόρφωσης με κατεύθυνση την συγκρότηση ενός νέου ρεπουμπλικανικού υποδείγματος πολιτείας. Με το τέλος του Καποδίστρια και την έξωθεν επιβολή της μοναρχίας, η σύντομη αυτή ρεπουμπλικανική περίοδος γνώρισε ένα βίαιο τέλος.
Για μια ελεύθερη ρεπουμπλικανική πατρίδα
Πολλά είναι τα ερεθίσματα που ενεργοποιούν την αίσθηση υπερηφάνειας για το ανήκειν σε ένα έθνος, ορισμένα μάλιστα από αυτά μπορεί να αφορούν και στοιχεία που αποκτήθηκαν από μια ορισμένη ιστορική καμπή και μετά. Ο συνταγματικός πατριωτισμός του Χάμπερμας (Jürgen Habermas), εμβριθής στοχαστικά παρά τις ελαφρές κοσμοπολιτικές παρερμηνείες του, είναι πρακτικά ευχερέστερος στο επίπεδο του έθνους-κράτους, όπου το υπόστρωμα των δεσμών είναι υπαρκτό, σε σχέση με το επίπεδο της ΕΕ, όπου οι δεσμοί είναι ασύμμετρα αναπτυγμένοι και αβαθείς. Ένας ευρωπαϊκός συνταγματικός πατριωτισμός μπορεί πράγματι να αναδυθεί, αλλά οι προϋποθέσεις του περιλαμβάνουν την παράλληλη διασφάλιση των εθνικών κοινοτήτων.Είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαμορφωθεί αίσθηση ανήκειν και αίσθηση καθήκοντος αποκλειστικά μέσα από τον συνταγματικό πατριωτισμό που υποστηρίζουν ο Habermas από την καντιανή κεντροαριστερά αλλά και ορισμένοι θεωρητικοί από την ευρωατλαντική ρεπουμπλικανική παράδοση. Διότι η νοσταλγία του έθνους-κράτους, η οποία καταγράφεται διαρκώς αυξανόμενη ενόψει του κατακλυσμού των προκλήσεων, οδηγεί σε αμφισβήτηση της κυρίαρχης πολιτικότητας συνολικά. Με αποτελέσματα απρόβλεπτα.
Αλλά ενώ ο εθνικισμός έχει στιγματιστεί από τις καταστροφές που έφεραν οι ακραίες, ανορθολογικές εκδοχές του, τα έθνη υπήρξαν πριν από αυτόν και πιθανότατα θα επιβιώσουν μετά την παρακμή του. Το έθνος και η πεποίθηση της συμμετοχής σε μια ιστορική κοινότητα με παρελθόν, παρόν και μέλλον μπορεί να οδηγήσει σε μορφές επανακατάκτησης της πολιτικής, πέρα από τα αδιέξοδα του εθνικισμού και την ελαφρότητα του κοσμοπολιτισμού.
Ερευνητές όπως ο Béla Kapossy, η Ida Nijenhuis και άλλοι έχουν αναδείξει τις σύνθετες διεργασίες μέσα από τις οποίες οι ρεπουμπλικανικές αντιλήψεις περί ελευθερίας συνδυάστηκαν με ρεύματα εθνικής υπερηφάνειας και οδήγησαν σε πατριωτικές κοινότητες αιώνες πριν την προφανή, εκρηκτική επίδραση της Αμερικανικής και, αμέσως μετά, της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο ιστορικός Gregorio Leti, που αισθανόταν Ιταλός ενάμιση αιώνα πριν το Risorgimento και είδε τα έργα του να μπαίνουν στο Index Librorum Prohibitorum, θαύμαζε την Ολλανδία διότι –κατά τον ίδιο– ευτύχησε να έχει εμπορικές και άλλες ηγετικές ομάδες που ένωναν το ολλανδικό έθνος και διεύρυναν ακόμη και μέσω της ιδιωτικής δραστηριότητας τον δημόσιο πλούτο και τη δημόσια κουλτούρα της χώρας τους.
Η αξία του χρόνου
Οι Οδύσσειες των εθνών είναι, πάνω από όλα, αναμετρήσεις με τον χρόνο. Στο ευρωατλαντικό ιστορικό περιβάλλον, η χρονικά εμμένουσα ταυτότητα είναι αυτή που πέτυχε να διαμορφωθεί και να παγιωθεί εξελισσόμενη. Για τη σημερινή Ελλάδα, η κριτική διαπραγμάτευση της εθνικής συνέχειας (αντί για την επιπόλαιη απόρριψή της) μπορεί να ενθαρρύνει την ανάδειξη της αναγκαίας, σήμερα, αυτογνωσίας και του χαμένου αυτοσεβασμού.Βάσει της προηγούμενης ύπαρξης μιας εθνικής κοινότητας που αυτοκατανοείτο ως τέτοια, παρά τις διακυμάνσεις στα όρια και την περίμετρο της, η νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα είχε την ευκαιρία να διαμορφώσει μια πολιτειακή συνείδηση, ενημερωμένη από τις κατακτήσεις, τις αγωνίες και τα αδιέξοδα της νεωτερικότητας, η οποία θα χτιζόταν επάνω στη συνεχιζόμενη καλλιέργεια της ελληνικής ταυτότητας. Και να αναστοχαστεί, εκμεταλλευόμενη την εξόχως προνομιακή θέαση που της προσέφερε η ίδια της η αυτοκατανόηση.
Πέτυχε σε σχέση με τις δυνατότητες αυτές; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι σύνθετη, όμως οι πιθανότητες ακόμη περισσότερο ελλειμματικών επιδόσεων είναι σήμερα ορατές. Σε ένα διεθνές περιβάλλον που έχει ξαναγίνει ανησυχητικά ρευστό, το ελληνικό έθνος μπορεί να αποτελέσει πεδίο συμμετοχικής και δημιουργικής συνύπαρξης με άλλες ταυτότητες, μόνο στο μέτρο που βασικά, πυρηνικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας γίνονται αποδεκτά, επενδύονται με αξία στη δημοσιότητα και διασφαλίζεται η επιβίωση τους.
Αντ’ αυτού, ηγεμονεύει η επιπόλαιη διέξοδος του μονομερούς εθνικού–ιδεολογικού αφοπλισμού: ανεπαισθήτως κυριάρχησε η αντίληψη της εθνικής ασυνέχειας και της πατριωτικής απαξίωσης. Η σημερινή Ελλάδα τείνει να προσεγγίζεται ως δημιούργημα νεωτερικής εθνογέννεσης που ανάγεται στην ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η διέξοδος που φαίνεται να επικρατεί είναι ανιστόρητη, επιστημονικά έωλη αλλά και –από στρατηγική άποψη– καταστροφική για την επιβίωση του Ελληνισμού.
=================
Σχόλια