Του Χρήστου Λάσκου *
06.09.2019
06.09.2019
Εχει γίνει κοινός τόπος πια η πρόβλεψη πως η
παγκόσμια οικονομία βρίσκεται εκ νέου μπροστά σε ένα επεισόδιο κρίσης.
Σε ό,τι αφορά τους «έγκυρους», καλώς τους και ας άργησαν.
Οπως πολύ σωστά επισήμαιναν όλα αυτά τα χρόνια οι
ριζοσπάστες –μαρξιστές, αλλά και πολλοί μετακεϊνσιανοί- οι πολιτικές
«διάσωσης» μετά το 2008 το μόνο που επιδίωκαν ήταν να μεταθέσουν τα
χειρότερα στο μέλλον, φροντίζοντας, εν τω μεταξύ, να φορτώσουν όλα τα
βάρη της κρίσης στον κόσμο της εργασίας.
Από αυτήν την άποψη, υλοποιούσαν στο έπακρο τη
μία από τις δύο προϋποθέσεις για την υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης,
την παροξυσμική επίταση της εργασιακής εκμετάλλευσης, ώστε να τονωθεί η
καπιταλιστική κερδοφορία.
Η δεύτερη, όμως, προϋπόθεση έμεινε εντελώς
ανικανοποίητη: η καταστροφή υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, το οποίο
αδυνατεί να κερδοφορήσει σε επίπεδα ικανοποιητικά, ώστε να τεθεί εκ νέου
σε κίνηση ο «αναπτυξιακός» κύκλος, όχι μόνο δεν επιτελέστηκε, αλλά και
μεγάλο μέρος του διασώθηκε μέσω των κρατικών πολιτικών. Είναι, βλέπετε,
και το περίφημο too big to fail για τις εταιρείες, που εμποδίζει την
ουσιαστική εκκαθάριση – αντίθετα, η πρακτική είναι, δέκα χρόνια τώρα,
διασώσεις, ως εφαρμογή ενός σοσιαλισμού για τους πλούσιους.
Η πολιτική αυτή, ωστόσο, δεν δημιούργησε όρους
υπέρβασης της κρίσης στο μέτρο που οι παραγωγικές επενδύσεις –ο
θεμελιώδης δείκτης αναστροφής της κατάστασης- δεν ανέκαμψαν, έστω
στοιχειωδώς.
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν το υποτιθέμενα,
από τα think tanks, κύριο αίτιο της δυσπραγίας –το «χρέος»- όχι μόνο δεν
αντιμετωπίστηκε αυτά τα χρόνια, αλλά επιδεινώθηκε κατά πολύ. Και το
γεγονός πως τα προβλήματα του αυξανόμενου χρέους και του ανεξέλεγκτου
χρηματιστικού τομέα παρέμεναν άλυτα όλα αυτά τα χρόνια έκανε σχεδόν
βέβαιη την επιστροφή ενός νέου και μάλλον ακόμη καταστροφικότερου 2008.
Πράγματι, τα στοιχεία δείχνουν πως το παγκόσμιο
χρέος αυξήθηκε από 150 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2007 σε 250 το 2018
–μια ασύλληπτη αύξηση 65%. Σε ό,τι αφορά το επιχειρηματικό χρέος,
αυξήθηκε ακόμη περισσότερο –σε ποσοστό 80% περίπου. Αλλωστε, αυτός ήταν ο
τρόπος με τον οποίο «αντιμετωπίστηκε» ο κίνδυνος ολοκληρωτικής διάλυσης
του συστήματος μετά την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς και της διάχυσης
της μόλυνσης στην παγκόσμια οικονομία –ό,τι ονομάστηκε «σοσιαλισμός για
τους πλούσιους, καπιταλισμός για τους φτωχούς».
Τι συνέβη; Μεταφορά όλου του βάρους της κρίσης
στον κόσμο της εργασίας και, ταυτόχρονα, πλήρης κάλυψη του αποκλειστικά
υπεύθυνου για την κρίση καπιταλιστικού τομέα με κρατικές διασώσεις,
τύπωμα τεράστιων ποσοτήτων χρήματος και μηδενικά επιτόκια. Αυτό, βέβαια,
δεν αποτελούσε υπέρβαση της κρίσης, αλλά, όπως πολλές φορές δήλωσαν οι
γκουρού του συστήματος, με πρώτο και καλύτερο τον Λάρι Σάμερς, εισηγητή
της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον, η μόνη δυνατότητα είναι να ενισχύσουμε
τις «φούσκες», διαφορετικά το κακό θα επανέλθει απλώς γρηγορότερα.
Οι «φούσκες», όμως, πάντοτε σκάζουν τελικά. Τώρα το λένε και οι ίδιοι.
Ο διεθνής «έγκυρος» Τύπος –και, αντιγράφοντας,
και ο ελληνικός- αξιοποιώντας μια σειρά από δείκτες, όπως η δεδομένη
υφεσιακή πορεία του συνόλου των οικονομιών, η πολύ κακή εξέλιξη στους
μεταποιητικούς και βιομηχανικούς δείκτες, η τιμή των πρώτων υλών και των
πολύτιμων μετάλλων, αλλά και η ανεστραμμένη καμπύλη ομολογιακών
αποδόσεων οδηγείται στην πρόγνωση για νέο «επεισόδιο». Και αυτή τη φορά
τα πράγματα είναι δυσκολότερα: η νομισματική πολιτική, ύστερα από τόσο
τύπωμα χρήματος και με επιτόκια μηδενικά ή αρνητικά, μάλλον έχει
εξαντληθεί οριστικά, ενώ η δημοσιονομική δεν φαίνεται να προκρίνεται,
στο μέτρο που θα σήμαινε τον ολοκληρωτικό εξευτελισμό για τους
«προαγωγούς της αγοράς», η οποία, ως γνωστόν, πάντοτε είναι η λύση!
Και η Ελλάδα; Στη χειρότερη μοίρα! Εξαιρετικά
ευάλωτη, με επενδύσεις μικρότερες από τις αποσβέσεις, που σημαίνει με
διαρκή μείωση του παραγωγικού της δυναμικού, έχοντας εξασθενήσει σε
ακραίο βαθμό με τις πολιτικές «απόλυτης συμμόρφωσης», που ακολούθησαν
όλες οι κυβερνήσεις, πορεύεται κυριολεκτικά στο πουθενά. Η συμμόρφωση
κατέστρεψε κάθε πιθανότητα απόκτησης εργαλείων πραγματικής αντιμετώπισης
της κρίσης. Οσοι εφάρμοσαν τις συγκεκριμένες πολιτικές, όπως κι αν το
δικαιολογούν, έκαψαν κάθε δυνατότητα ριζικής πολιτικής παρέμβασης, η
οποία όμως ήταν απολύτως αναγκαία προκειμένου η κοινωνία να αποκτήσει
μηχανισμούς στοιχειώδους αυτοπροστασίας.
Δεν είναι τυχαίο πως ο ελληνικός νέος
δικομματισμός μόνο με αυτά δεν ασχολείται. Η πολιτεία του το απαγορεύει.
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί, μπροστά σε μια νέα κρίση, πως οι
μνημονιακές πολιτικές διαμόρφωσαν συνθήκες καλύτερης αντιμετώπισης;
Τι θα κάνουν, αλήθεια, μπροστά σε ένα τέτοιο
ενδεχόμενο Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί δεν λένε το παραμικρό, παρά
ασχολούνται αποκλειστικά σχεδόν με θέματα «παραπολιτικής»; Προφανώς
πρόκειται για ρητορικές ερωτήσεις. Ολοι ξέρουμε τι έγινε. Κι όσο κι αν
φαίνεται κλισέ, για τον κόσμο της εργασίας ο μόνος δρόμος είναι η
οργάνωση της αντίστασης μπροστά στη νέα επίταση της επί δέκα χρόνια
συνεχιζόμενης επίθεσης. Χωρίς «αυταπάτες» αυτήν τη φορά. Και σε ακόμη
δυσκολότερες συνθήκες.
* εκπαιδευτικός
Σχόλια