Του David Boaz*
Το 1898, μετά την γρήγορη νίκη των
Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο με την Ισπανία, ο σπουδαίος κοινωνικός
επιστήμονας του Yale William Graham Sumner εξεφώνησε μια ομιλία με τίτλο
“Η κατάκτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ισπανία”.
Είπε στο ακροατήριό του “Νικήσαμε την Ισπανία σε μια στρατιωτική
σύγκρουση, αλλά παραιτούμαστε ώστε να κατακτηθούμε από αυτήν στο πεδίο
των ιδεών και των πολιτικών”.
Υποστήριξε ότι αρχικά οι Αμερικανοί “έφτασαν εδώ για να θωρακιστούν από τα κοινωνικά βάρη και τα κληρονομημένα λάθη του παλαιού κόσμου” και επέλεξαν να “απογυμνωθούν από όλες τις τρέλες και τα λάθη που είχαν κληρονομήσει… Δεν ήθελαν να έχουν αυλές και μεγαλοπρέπειες, τάξεις τιμών, κορδέλες, παράσημα και τίτλους. Δεν ήθελαν να έχουν δημόσιο χρέος. Απέρριπταν με βδελυγμία την ιδέα ότι το δημόσιο χρέος είναι μια δημόσια ευλογία. Αν ένας πόλεμος δημιουργούσε χρέος, αυτό έπρεπε να αποπληρωθεί εν καιρώ ειρήνης και όχι να κληροδοτηθεί στο μέλλον”.
Ο Αμερικανός Πολίτης “πάνω απ’ όλα ήθελε την εγγύηση της ειρήνης και της ηρεμίας ενώ ο ίδιος ασκούσε τίμια την εργασία του και τηρούσε τους νόμους”.
Αν όμως, τόνισε ο Σάμνερ, η Αμερική γίνει αποικιοκρατική δύναμη όμως οι αυτοκρατορίες της Ευρώπης, θα υποστούμε “πόλεμο, χρέος, φορολογία, διπλωματία, ένα σύστημα μεγάλου κράτους, μεγαλοπρέπειες, δόξα, μεγάλο στρατό και ναυτικό, δαπάνες πολυτέλειας και δημαγωγία - με μια λέξη, ιμπεριαλισμό”. Και εκείνη τη μέρα θα έχουμε πετάξει στα απορρίμματα την αμερικανική αρχή της ελευθερίας με αντάλλαγμα “μια ισπανική πολιτική κυριαρχίας και ρύθμισης”.
Θυμήθηκα αυτή την προειδοποίηση του Σάμνερ διαβάζοντας ένα άρθρο στην Washington Post από τον Eswar Prasad, έναν διακεκριμένο οικονομολόγο του εμπορίου στο πανεπιστήμιο Κορνέλ και το Brookings Institution. Ο Πρασάντ προειδοποιεί ότι η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται αποφασισμένη στον εμπορικό της πόλεμο με την Κίνα να μιμηθεί την Κίνα:
“Η Κίνα μπορεί να φαίνεται σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει έναν εμπορικό πόλεμο, καθώς είναι μια έντονα διευθυνόμενη οικονομία και το κράτος συντρίβει την πολιτική διαφωνία. Όμως κάθε ελιγμός της συνεπάγεται τεράστιο ρίσκο. Στο μεταξύ, ο Τραμπ που διαχειρίζεται μια ανθεκτική και ευέλικτη οικονομία, δεν επιδιώκει ακριβώς μια νίκη για τον αμερικανικό τρόπο του επιχειρείν. Η προσέγγισή του, που σε κάποιες πτυχές της μοιάζει να έχει βγει απευθείας από κάποιο εγχειρίδιο του Πεκίνου, θα κάνει την οικονομία μας να μοιάζει λίγο περισσότερο με την κινεζική”.
Ο Πρασάντ απαριθμεί κάποια από τα “πλεονεκτήματα” της Κίνας σε έναν εμπορικό πόλεμο: μια οικονομία όπου κυριαρχεί το κράτος, με κρατικές τράπεζες και μια αυταρχική κυβέρνηση που μπορεί να φιμώσει τις διαφωνίες και να λογοκρίνει τα κακά νέα. Ο Τραμπ, από την άλλη πλευρά, έχει το πλεονέκτημα “μιας απίστευτα ευέλικτης και ανθεκτικής οικονομίας” και της δικομματικής υποστήριξης για μια “πιο σκληρή στάση έναντι της Κίνας”. Όμως ο Πρασάντ προειδοποιεί:
“Ασκώντας όμως την εξουσία του, μπορεί εντέλει να κάνει την αμερικανική οικονομία να μοιάζει λίγο περισσότερο με την κινεζική όπου κυριαρχεί ο κράτος - και έτσι να καταφέρει ένα μόνιμο πλήγμα στην ελεύθερη αγορά των ΗΠΑ. Για να διασώσει τον αγροτικό τομέα από τις συνέπειες του εμπορικού πολέμου, ο Τραμπ ήδη έχει διαθέσει 28 δις δολάρια σε κρατικές επιδοτήσεις. Ακόμη έχει ασκήσει πίεση σε αμερικανικές εταιρίες να επιστρέψουν τις βάσεις παραγωγής τους στις αμερικανικές ακτές, αντί να τις αφήσει να πάρουν από μόνες τους τις εμπορικές τους αποφάσεις. Ο Τράμπ μάλιστα έχει ασκήσει πίεση στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα, η ανεξαρτησία της οποίας θεωρείται ιερή, να μειώσει τα επιτόκια υπονοώντας ότι η Fed θα πρέπει να συμβάλλει στη μείωση της αξίας του δολαρίου. Με τέτοιες κινήσεις, διατρέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει τα πραγματικά ισχυρά σημεία των ΗΠΑ: τους θεσμούς που καθιστούν το αμερικανικό δολάριο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας τόσο κυρίαρχα.
Το χειρότερο όμως είναι πως ο Τραμπ υπονοεί ότι η νομοκρατία μπορεί να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Αφού επέβαλε κυρώσεις σε κινεζικές εταιρίες τεχνολογίας όπως η ΖΤΕ και η Huawei με την αιτιολογία ότι παραβιάζουν αμερικανικούς κανόνες, υπονόησε ότι αυτές οι κυρώσεις μπορεί να αρθούν στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης για μια εμπορική συμφωνία”.
Όπως ο Σάμνερ ανησυχούσε το 1898 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ανταλλάσσουν την ειρήνη και την ελευθερία για μια “ισπανική πολιτική κυριαρχίας και ρύθμισης”, ο Πρασάντ φοβάται ότι “Η Κίνα έχει καταστήσει την απουσία ανεξάρτητων θεσμών στη χώρα μια πηγή ισχύος σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της εξωγενούς οικονομικής επιθετικότητας. Ο Τραμπ βλέπει ότι η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αντιγράψει στοιχεία αυτού του μοντέλου - και φαίνεται έτοιμος να εγκαταλείψει όσα καθιστούν τις Ηνωμένες Πολιτείες μοναδικές”.
Αντιμετωπίσαμε μια παρόμοια πρόκληση τη δεκαετία του 1980, όταν ισχυρές αμερικανικές φωνές ζήτησαν μια βιομηχανική πολιτική παρόμοια με αυτή στην οποία πίστωναν την επιτυχία της τότε ανθούσας ιαπωνικής οικονομίας. Όμως η κριτική ανάλυση των επιστημόνων του Cato και άλλων σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα σταμάτησε αυτή την εκστρατεία εγκαίρως πριν δούμε την Ιαπωνία να βυθίζεται στη “χαμένη δεκαετία” της οικονομικής στασιμότητας.
Ο Σάμνερ είχε δίκιο σε πολλά σημεία. Οι ΗΠΑ όντως έγιναν μια παγκόσμια ιμπεριαλιστική δύναμη που επιβαρύνθηκε από πολέμους, χρέος, φορολόγηση, ρυθμίσεις και προσοδοθηρία. Άραγε θα αποδειχθεί και ο Πρασάντ εξίσου προφητικός; Μήπως θα διεξάγουμε έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε ότι υιοθετήσαμε μια “κινεζική πολιτική κυριαρχίας και ρυθμίσεων”;
Υποστήριξε ότι αρχικά οι Αμερικανοί “έφτασαν εδώ για να θωρακιστούν από τα κοινωνικά βάρη και τα κληρονομημένα λάθη του παλαιού κόσμου” και επέλεξαν να “απογυμνωθούν από όλες τις τρέλες και τα λάθη που είχαν κληρονομήσει… Δεν ήθελαν να έχουν αυλές και μεγαλοπρέπειες, τάξεις τιμών, κορδέλες, παράσημα και τίτλους. Δεν ήθελαν να έχουν δημόσιο χρέος. Απέρριπταν με βδελυγμία την ιδέα ότι το δημόσιο χρέος είναι μια δημόσια ευλογία. Αν ένας πόλεμος δημιουργούσε χρέος, αυτό έπρεπε να αποπληρωθεί εν καιρώ ειρήνης και όχι να κληροδοτηθεί στο μέλλον”.
Ο Αμερικανός Πολίτης “πάνω απ’ όλα ήθελε την εγγύηση της ειρήνης και της ηρεμίας ενώ ο ίδιος ασκούσε τίμια την εργασία του και τηρούσε τους νόμους”.
Αν όμως, τόνισε ο Σάμνερ, η Αμερική γίνει αποικιοκρατική δύναμη όμως οι αυτοκρατορίες της Ευρώπης, θα υποστούμε “πόλεμο, χρέος, φορολογία, διπλωματία, ένα σύστημα μεγάλου κράτους, μεγαλοπρέπειες, δόξα, μεγάλο στρατό και ναυτικό, δαπάνες πολυτέλειας και δημαγωγία - με μια λέξη, ιμπεριαλισμό”. Και εκείνη τη μέρα θα έχουμε πετάξει στα απορρίμματα την αμερικανική αρχή της ελευθερίας με αντάλλαγμα “μια ισπανική πολιτική κυριαρχίας και ρύθμισης”.
Θυμήθηκα αυτή την προειδοποίηση του Σάμνερ διαβάζοντας ένα άρθρο στην Washington Post από τον Eswar Prasad, έναν διακεκριμένο οικονομολόγο του εμπορίου στο πανεπιστήμιο Κορνέλ και το Brookings Institution. Ο Πρασάντ προειδοποιεί ότι η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται αποφασισμένη στον εμπορικό της πόλεμο με την Κίνα να μιμηθεί την Κίνα:
“Η Κίνα μπορεί να φαίνεται σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει έναν εμπορικό πόλεμο, καθώς είναι μια έντονα διευθυνόμενη οικονομία και το κράτος συντρίβει την πολιτική διαφωνία. Όμως κάθε ελιγμός της συνεπάγεται τεράστιο ρίσκο. Στο μεταξύ, ο Τραμπ που διαχειρίζεται μια ανθεκτική και ευέλικτη οικονομία, δεν επιδιώκει ακριβώς μια νίκη για τον αμερικανικό τρόπο του επιχειρείν. Η προσέγγισή του, που σε κάποιες πτυχές της μοιάζει να έχει βγει απευθείας από κάποιο εγχειρίδιο του Πεκίνου, θα κάνει την οικονομία μας να μοιάζει λίγο περισσότερο με την κινεζική”.
Ο Πρασάντ απαριθμεί κάποια από τα “πλεονεκτήματα” της Κίνας σε έναν εμπορικό πόλεμο: μια οικονομία όπου κυριαρχεί το κράτος, με κρατικές τράπεζες και μια αυταρχική κυβέρνηση που μπορεί να φιμώσει τις διαφωνίες και να λογοκρίνει τα κακά νέα. Ο Τραμπ, από την άλλη πλευρά, έχει το πλεονέκτημα “μιας απίστευτα ευέλικτης και ανθεκτικής οικονομίας” και της δικομματικής υποστήριξης για μια “πιο σκληρή στάση έναντι της Κίνας”. Όμως ο Πρασάντ προειδοποιεί:
“Ασκώντας όμως την εξουσία του, μπορεί εντέλει να κάνει την αμερικανική οικονομία να μοιάζει λίγο περισσότερο με την κινεζική όπου κυριαρχεί ο κράτος - και έτσι να καταφέρει ένα μόνιμο πλήγμα στην ελεύθερη αγορά των ΗΠΑ. Για να διασώσει τον αγροτικό τομέα από τις συνέπειες του εμπορικού πολέμου, ο Τραμπ ήδη έχει διαθέσει 28 δις δολάρια σε κρατικές επιδοτήσεις. Ακόμη έχει ασκήσει πίεση σε αμερικανικές εταιρίες να επιστρέψουν τις βάσεις παραγωγής τους στις αμερικανικές ακτές, αντί να τις αφήσει να πάρουν από μόνες τους τις εμπορικές τους αποφάσεις. Ο Τράμπ μάλιστα έχει ασκήσει πίεση στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα, η ανεξαρτησία της οποίας θεωρείται ιερή, να μειώσει τα επιτόκια υπονοώντας ότι η Fed θα πρέπει να συμβάλλει στη μείωση της αξίας του δολαρίου. Με τέτοιες κινήσεις, διατρέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει τα πραγματικά ισχυρά σημεία των ΗΠΑ: τους θεσμούς που καθιστούν το αμερικανικό δολάριο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας τόσο κυρίαρχα.
Το χειρότερο όμως είναι πως ο Τραμπ υπονοεί ότι η νομοκρατία μπορεί να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Αφού επέβαλε κυρώσεις σε κινεζικές εταιρίες τεχνολογίας όπως η ΖΤΕ και η Huawei με την αιτιολογία ότι παραβιάζουν αμερικανικούς κανόνες, υπονόησε ότι αυτές οι κυρώσεις μπορεί να αρθούν στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης για μια εμπορική συμφωνία”.
Όπως ο Σάμνερ ανησυχούσε το 1898 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ανταλλάσσουν την ειρήνη και την ελευθερία για μια “ισπανική πολιτική κυριαρχίας και ρύθμισης”, ο Πρασάντ φοβάται ότι “Η Κίνα έχει καταστήσει την απουσία ανεξάρτητων θεσμών στη χώρα μια πηγή ισχύος σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της εξωγενούς οικονομικής επιθετικότητας. Ο Τραμπ βλέπει ότι η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αντιγράψει στοιχεία αυτού του μοντέλου - και φαίνεται έτοιμος να εγκαταλείψει όσα καθιστούν τις Ηνωμένες Πολιτείες μοναδικές”.
Αντιμετωπίσαμε μια παρόμοια πρόκληση τη δεκαετία του 1980, όταν ισχυρές αμερικανικές φωνές ζήτησαν μια βιομηχανική πολιτική παρόμοια με αυτή στην οποία πίστωναν την επιτυχία της τότε ανθούσας ιαπωνικής οικονομίας. Όμως η κριτική ανάλυση των επιστημόνων του Cato και άλλων σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα σταμάτησε αυτή την εκστρατεία εγκαίρως πριν δούμε την Ιαπωνία να βυθίζεται στη “χαμένη δεκαετία” της οικονομικής στασιμότητας.
Ο Σάμνερ είχε δίκιο σε πολλά σημεία. Οι ΗΠΑ όντως έγιναν μια παγκόσμια ιμπεριαλιστική δύναμη που επιβαρύνθηκε από πολέμους, χρέος, φορολόγηση, ρυθμίσεις και προσοδοθηρία. Άραγε θα αποδειχθεί και ο Πρασάντ εξίσου προφητικός; Μήπως θα διεξάγουμε έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε ότι υιοθετήσαμε μια “κινεζική πολιτική κυριαρχίας και ρυθμίσεων”;
*Ο David Boaz είναι εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Cato Institute.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Αυγούστου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Αυγούστου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.
==================
Σχόλια