Επιμέλεια και μετάφραση: Γιώργος Κουτσαντώνης και Αλέξανδρος Μπριασούλης
«Αν στην αρχαιότητα οι φιλόσοφοι αποκαλούνταν τρομακτικοί, σήμερα μοιάζουν με αρνιά» (Giorgio Colli).Στο κείμενο που θα ακολουθήσει μεταφράζουμε κάποια αποσπάσματα από τη σκέψη του Angelo Tonelli, σύγχρονου ποιητή, μελετητή και μεταφραστή κειμένων της κλασσικής αρχαιότητας. Ο Tonelli δεν είναι ένας τυπικός επιμελητής των κειμένων που μεταφράζει, αλλά και ένας ιδιότυπος στοχαστής που εμπλέκεται στενά με το αντικείμενό του, με μια προσωπική ματιά που ξεφεύγει από την πεπατημένη και που διαφοροποιείται, χωρίς μεγάλη προσπάθεια, από την δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία του ακαδημαϊκού κατεστημένου. Ο Angelo Tonelli είναι ένας από τους λίγους, εκλεκτούς μαθητές του σπουδαίου Ιταλού φιλόσοφου, φιλόλογου και ελληνιστή Giorgio Colli[1], η επιρροή του οποίου υπήρξε καθοριστική στην διαμόρφωση της ιδιαίτερης στάσης του απέναντι στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Όπως κι ο μαθητής του, έτσι κι ο Colli βιοπορίστηκε και απέκτησε φήμη κυρίως ως επιμελητής και υπεύθυνος εκδόσεων και όχι ως δημιουργός μιας αυτόνομης και πρωτότυπης σκέψης. Αν αυτή η σκέψη έμεινε στη σκιά της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αυτό οφείλεται σε μια άλλη ομοιότητα με τον Tonelli: ο Colli κινήθηκε και αυτός εκτός του ακαδημαϊκού κατεστημένου της εποχής του και ενάντια στις πνευματικές μόδες της μεταπολεμικής Ιταλίας που επέβαλαν μια άνευ όρων, μονόδρομη πολιτική στράτευση. Αντιθέτως, όπως αναφέρει η βιογράφος του, Federica Montevecchi, ο Colli αφιερώθηκε στην αδιάκοπη, εσωτερική άσκηση μιας προσωπικής παιδείας, την οποία, όπως οι αρχαίοι σοφοί, μοιράζονταν με ένα στενό κύκλο μαθητών που δεν ικανοποιούνταν από την επίσημη, κρατική εκπαίδευση. «Η λειτουργία της εκπαίδευσης πρέπει να αφαιρεθεί από το πανεπιστήμιο», συνήθιζε να λέει ο Colli. «Το σχολείο δεν μεταρρυθμίζεται, αλλά πρέπει να καταπολεμηθεί». Για τον Ιταλό ελληνιστή η κρατική, ομοιόμορφα διαμορφωμένη, εκπαίδευση, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί ούτε με την αναζήτηση της γνώσης ούτε με το επίδικό της, την κατάκτηση της σοφίας. «Σοφός είναι αυτός που ρίχνει φως στα σκοτάδια, αυτός που λύνει τους δεσμούς, αυτός που φωτίζει το άγνωστο. Για τον σοφό το αίνιγμα είναι μια θανάσιμη πρόκληση». Η τελευταία αυτή φράση συμπυκνώνει με τρόπο επιγραμματικό την πνευματική πορεία του Colli: εκκινώντας από τον Νίτσε, τη μεγαλύτερη φιλοσοφική του επιρροή, ο Colli στρέφει το ενδιαφέρον του στην προσωκρατική περίοδο της ελληνικής φιλοσοφίας, εκεί που θεωρεί ότι πρέπει να αναζητηθούν οι πηγές της ελληνικής σοφίας. Ο Colli μάλιστα θεωρούσε ότι ο όρος σοφία (sapienza) ήταν προτιμότερος της λέξης φιλοσοφία, η οποία συμβόλιζε για τον Ιταλό την αρχή της παρακμής του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. «Ακόμα και ο ίδιος ο Πλάτωνας αποκαλούσε τους προσωκρατικούς, σοφούς», γράφει ο Colli στην εισαγωγή του έργου του “La Sapienza Greca”. «Ό,τι ακολούθησε μετά στον τομέα της σκέψης εξαρτάται από εκείνους τους σοφούς. Θα ήταν όμως λάθος να προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε αυτή τη σοφία διά μέσω της μεταγενέστερης φιλοσοφίας. Πολλές από τις κατοπινές ερμηνείες, που ισχύουν ακόμα και σήμερα, αλλά που είναι εντελώς παραπλανητικές, βασίζονται στην αριστοτελική παραχάραξη αυτής της σκέψης, την οποία επεξεργάστηκε κατόπιν η εγελιανή ιστοριογραφία». Σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των νιτσεϊκών επιγόνων, ο Colli δεν επιδόθηκε σε μια γενεαλογικού τύπου ερμηνεία της φιλοσοφίας (οι οποίες γενεαλογίες θα κατέληγαν όλες στο άδειασμα της φιλοσοφίας από το νόημά της), αλλά προσπάθησε να βρεθεί «στις πλάτες της φιλοσοφίας», προκειμένου να ανακαλύψει τι θα μπορούσε να βρίσκεται πριν τη σοφία, τι θα μπορούσε να αποτελεί το σκοτεινό φόντο της. Στο τέλος αυτής της πορείας ο Colli θα σταθεί μπροστά στο αίνιγμα, το οποίο μαζί με τον αγώνα, θα τοποθετήσει στο κέντρο της ελληνικότητας. Είναι το αίνιγμα που επιβάλλει στον άνθρωπο την πρόκληση της σύγκρουσης, τον αγώνα να εκφράσει το θεϊκό σημείο όρασης του κόσμου, το παν, το οποίο όμως είναι από τη φύση του άρρητο και απλησίαστο. Η αριστοτελική λογική, όπως και ο μετέπειτα δυτικός ορθολογισμός, στέρησαν από τη φιλοσοφία τον αινιγματικό της χαρακτήρα για να την μετατρέψουν σε σύστημα ικανό να χειραγωγήσει τα πάντα. Έτσι όμως θυσίασαν για χάρη της αποτελεσματικότητας τον δρόμο που οδηγούσε στην πραγματική γνώση. Είναι στον ίδιο αυτό δρόμο που βαδίζει και η σκέψη του Angelo Tonelli, σκέψη απαραίτητη σε όποιον επιθυμεί να διατηρήσει μια ζωντανή σχέση με την αρχαία κληρονομιά, αλλά και μια σκέψη επίκαιρη και ουσιαστικά πολιτική: «Δίχως ένα πολιτισμό βασισμένο στη σοφία, την ισορροπία και τη φώτιση, η δημοκρατία καταρρέει διότι δεν υπάρχει πλέον ο δήμος (δηλαδή λαός με συνειδητή ταυτότητα), αλλά μόνο ένα είδος πλήθους, συνονθύλευμα μιμητικών ατόμων, τα οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, συνειδητά ή υποσυνείδητα, υποταγμένα στον θεό του χρήματος, προσπαθούν να χειραγωγήσουν».
—— ○ ——
Το να μιλάς για «ελληνικό σαμανισμό*» είναι ήδη από μόνο του κάτι το επαναστατικό: πέρα από έργο του E. R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο,
το οποίο ποτέ δεν εκτιμήθηκε επαρκώς- που ήδη είχε ανοίξει τον δρόμο
προς αυτή την κατεύθυνση και τις μελέτες των Colli, Eliade, Couliano,
Burckert και Kingsley, η κοινή γνώμη, ακαδημαϊκή και μη, αγνοεί αυτό το
εντυπωσιακό φαινόμενο που προέρχεται από τον πνευματικό μας πολιτισμό.
Οι Έλληνες Σοφοί δεν ήταν γραφιάδες, όπως ίσως θα ήθελε να τους
απεικονίσει κατ’ εικόνα και ομοίωσή της η σύγχρονη νερόβραστη
ερμηνευτική, αντιθέτως ήταν άτομα που ξεκινούσαν μια πορεία συνεχούς
αναζήτησης του εαυτού τους και από αυτή την πνευματική αναζήτηση
μεταμορφωνόντουσαν μέχρι το μεδούλι. Ο Εμπεδοκλής ήταν δεδηλωμένα
σαμάνος, και το κήρυττε:«Πόσα φάρμακα χρησιμοποιούνται κατά των ασθενειών και κατά της γήρανσης
θα το μάθετε, γιατί για εσάς μόνο επιθυμώ να περατώσω τούτες τις διδασκαλίες.
Και θα κατευνάσετε την οργή των ανέμων που ακούραστοι ανεβαίνουν στη γη,
καταστρέφοντας τα χωράφια με τις ριπές τους, και, αν το επιθυμείτε,
με τη σειρά σας θα καλέσετε τα οφέλη του ανέμου, και απ’τη σκοτεινή βροχή
θα δημιουργήσετε τις κατάλληλες ξηρασίες για τον άνθρωπο και από τη θερινή θερμότητα
θα δημιουργήσετε χειμάρρους που θα θρέψουν τα δέντρα και θα αναβλύζουν στον αιθέρα
και θα ανασύρετε από τον Άδη το σθένος ενός εξαφανισμένου ανθρώπου». (fr. 110 DK)
Το ταξίδι που ξεκινά με το προοίμιο του Παρμενίδη στο Πέρι Φύσεως είναι επίσης εντυπωσιακά σαμανικό:
«Ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ΄ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι,
πέμπον, ἐπεί μ΄ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι
δαίμονες, ἣ κατὰ πάντ΄ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα·
τῇ φερόμην· τῇ γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι
ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ΄ὁδὸν ἡγεμόνευον.
Ἄξων δ΄ἐν χνοίῃσιν ἵει σύριγγος ἀυτήν
αἰθόμενος – δοιοῖς γὰρ ἐπείγετο δινωτοῖσιν
κύκλοις ἀμφοτέρωθεν -, ὅτε σπερχοίατο πέμπειν
Ἡλιάδες κοῦραι, προλιποῦσαι δώματα Νυκτός,
εἰς φάος, ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας».
Εκτός από τις Μαινάδες, τις σαμάνους που ακολουθούν τον θεό της έκστασης, ο Διόνυσος, και οι εκστατικές εμπειρίες των ελευσίνιων μυστηρίων, τα οποία παρεμπιπτόντως διευθύνονται θεσμικά από οικογένειες ιερέων των Ευμολπίδων και Κηρύκων, οι οποίες παρουσιάζουν εντυπωσιακά κοινά χαρακτηριστικά με τις εμπειρίες των σαμάνων, υπάρχουν χαρακτήρες που μπορούν να οριστούν ως «σαμάνοι» με τη στενή έννοια του όρου: ο μυθικός υπερβόρειος Άβαρις, που δεν έτρωγε ποτέ, προέβλεπε το μέλλον και θεράπευε από τις ασθένειες. Η Αριστέα ήταν ικανή να βυθιστεί σε μακρύ ύπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου εγκατέλειπε το φυσικό της σώμα και μπορούσε να υλοποιηθεί κάπου αλλού, ή ακόμη ο Επιμενίδης, ο οποίος στην Κρήτη, στο σπήλαιο του Όρους Ίδη (Ιδαίο Άντρο ή Αρσένιο), στο οποίο γεννήθηκε ο ίδιος ο Δίας, επώασε σε έκσταση μια «ενθουσιώδη» σοφία (δηλαδή «διαμέσου του θεού») αλλά και οι Ερμότιμος, Ζάλμοξις, Πυθαγόρας, Ανάχαρσις μπορούν να συμπεριληφθούν, για ορισμένα χαρακτηριστικά τους, σε αυτήν την ομάδα. Σαμανικά στοιχεία βρίσκουμε και στην κάθαρση των Κορυβάντων, στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, στους σιβυλλικούς χρησμούς. Υπάρχει ένας ελληνικός σαμανισμός και είναι χρήσιμο να το σημειώσουμε, διότι όλα αυτά έχουν βαθιές επιπτώσεις στην πολιτιστική και πνευματική μας διαμόρφωση.
۞
Γενικά οι μελετητές της Αρχαίας Φιλοσοφίας και οι σύγχρονοι
διανοούμενοι παραμένουν παγιδευμένοι στις Θερμοπύλες τους για να
πολεμήσουν τα φαντάσματα της ανατολικής επιρροής στη αρχαιοελληνική
σοφία και γενικά στην ελληνική πνευματικότητα, όπως κατ’ αντιστοιχία οι
Ιάπωνες πολεμιστές παράμειναν χωμένοι μέσα στα δάση, οπλισμένοι σαν
αστακοί, για δεκάδες χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου. Οι Σοφοί και οι Έλληνες φιλόσοφοι της σοφίας δεν ήταν ο Ταρζάν
και η Τζέιν στην καλύβα του θείου Τομ: ταξίδευαν πολύ (ο Πυθαγόρας στην
Αίγυπτο και στη Βαβυλώνα, ο Πλάτωνας στην Αίγυπτο κλπ.). Μάλιστα υπήρχε
ένας αρχαϊκός δρόμος του μεταξιού, ώστε να έρχεται κινεζικό μετάξι στην
Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Οι Σκύθες, βάρβαροι και συγχρόνως
λάτρεις της πολυτέλειας, ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα της ένωσης των
βόρειων προεκτάσεων της Ελλάδας με τις μογγολικές στέπες και πάνω απ’
όλα έχουμε μαρτυρίες πάνω στον Άβαρι, που έζησε μεταξύ του τέλους του
έβδομου αιώνα και του μισού του έκτου, σαμάνος, εξαγνιστής, αιθεροβάτης,
δηλαδή ταξιδιώτης του αιθέρα, ιερέας του Υπερβόρειου Απόλλωνα, κάτοχος
υπεράνθρωπων δυνάμεων, όπως και από τον Εμπεδοκλή του
Αγκριτζέντο/Ακράγαντα: στον πρόσωπο του Άβαρι συνδέεται ισχυρά η Αρχαϊκή
Ελλάδα με την Ανατολική Σιβηρία, τη Μογγολία, την Κίνα και το Θιβέτ.
Όπως σημείωσε ο Peter Kingsley σε μια προκλητική και θεμελιώδη μελέτη
για το θέμα, Άβαρις είναι ένα συλλογικό όνομα: οι Αβάροι[2],
ήταν ένας πληθυσμός τοξοτών και σαμάνων από τη Μογγολία, τους
Υπερβόρειους, στα ακραία ανατολικά σύνορα της Ευρώπης με την Κίνα. Από
την απομακρυσμένη υπερβόρεια γη, ο Άβαρις καλείται στην Ελλάδα ως
εξαγνιστής σαμάνος – για την καταπολέμηση της πανώλης, και ο Μογγόλος
έρχεται κρατώντας ένα βέλος και δεν τρώει τίποτα. Άλλες πηγές μας
πληροφορούν ότι το βέλος ήταν πολύ μεγάλο και ήταν χρυσό. Το χρυσό βέλος
του Άβαρις είναι το όργανο της έκστασής του και το σαμανικό στοιχείο
του Απόλλωνα, του θεού όπου πήγε να συνδράμει όταν ξέσπασε ο λιμός
ανάμεσα στους Υπερβόρειους. Όμως, η εικόνα του Άβαρι είναι ακόμα πιο
σημαντική όταν έρχεται σε επαφή με τον Πυθαγόρα. Ο Αριστοτέλης μας
πληροφορεί ότι αυτός ο τελευταίος ήταν η ενσάρκωση του Απόλλωνα και ο
Ιάμβλιχος προσθέτει ότι ο θεός αποφάσισε να αποκτήσει σάρκα προς όφελος
των ανθρώπων. Αλλού, ο ίδιος ο Πυθαγόρας αποφασίζει να μετενσαρκωθεί
προς όφελος των ζωντανών όντων, όπως και οι βουδιστικοί βοδισάτβα ή το
quṭh των Σούφι. Είναι ακριβώς ο Άβαρις που αναγνωρίζει τον Πυθαγόρα ως
ενσάρκωση του Απόλλωνα και του δίνει το χρυσό βέλος ως ένδειξη αυτής της
αναγνώρισης.Είναι αυτή η χειρονομία που σφραγίζει τη σχέση μεταξύ δυτικών και ανατολικών πνευματικής σοφίας και παραδόσεων κατά την αυγή του πολιτισμού μας, επειδή το βέλος, ανεξάρτητα από τη σχέση του με το θιβετιανό phurba, ήταν ένα ιερό σύμβολο για τους υπερβόρειους πληθυσμούς. Αυτή η αναλογία με τις πρακτικές για την αναγνώριση των Λάμα, μετενσαρκωμένων στη θιβετιανή παράδοση, ήταν υπερβολικά κραυγαλέα και αδιάψευστη – όπως και η αρχική διασύνδεση Ανατολής-Δύσης – για να μην ξεφύγει από τους μυωπικούς φακούς των ακαδημαϊκών και των ορθολογιστών κάθε γεωγραφικού πλάτους και γεωγραφικού μήκους, όπως και στην περίπτωση των Ινδιάνων της Αμερικής που δεν έβλεπαν τις καραβέλες των εισβολέων απλώς και μόνο επειδή δεν είχαν ποτέ προηγουμένως βιώσει την εμπειρία της καραβέλας και δεν είχαν το διανοητικό και αντιληπτικό πρότυπο. Η εμπιστοσύνη στη μετενσάρκωση αποτελεί αρχέτυπο, και μάλιστα πολύ ζωντανό στον ευρασιατικό σαμανισμό και όχι μόνο. Τη βρίσκουμε στις φυλές της Βόρειας Βρετανικής Κολομβίας, στην Αμερική και γενικά στον σαμανισμό της Μογγολίας, της Σιβηρίας και της Κεντρικής Ασίας, από όπου εξαπλώθηκε, με τις μεγάλες μεταναστεύσεις στην προϊστορική εποχή, τόσο προς την Ανατολή, διαμέσου του Ειρηνικού, όσο και προς τη Δύση, με κατεύθυνση την Μεσόγειο, και με όχημα μορφές όπως ο Άβαρις. Αν παραδεχτούμε ότι οι Υπερβόρειοι και ο Απόλλων τους, μέσω του Άβαρι και του Πυθαγόρα, ήταν πολύ πιο κοντά στην Ελλάδα και στην Μεγάλη Ελλάδα από όσο θα θέλαμε να πιστέψουμε, δικαιώνουμε την Ανατολή που είναι στη Δύση μας, ειδικά στη Μεγάλη Ελλάδα. Υπό το πρίσμα όλων αυτών, μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία του πορτρέτου ενός καταφανώς Μογγόλου πολεμιστή από τον Τάραντα του πυθαγόρειου Αρχύτα, μια απεικόνιση σε κεραμικό αγγείο που δημιουργήθηκε τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ. και που περιλαμβάνεται στο Corpus Vasorum Antiquorum Deutschland, (φυλασσόμενο στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης). Εκεί απεικονίζεται ρεαλιστικά ένας πολεμιστής ξεκάθαρα Μογγόλος. Είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό πειστήριο που αποδεικνύει με τρόπο αδιαμφισβήτητο τόσο την πολιτιστική όσο και την εμπορική σχέση και, όπως υποστηρίζω για τουλάχιστον 30 χρόνια, την στενή πνευματική σχέση μεταξύ της Μεγάλης Ελλάδας, της Βορειοανατολικής Ευρώπης και της Ασίας, δηλαδή με τον υπερβόρειο σαμανισμό.
۞
Η Ορφική και η Ελευσίνια Σοφία (ο Ορφέας κατέρχεται στον Άδη, η
Περσεφόνη έχει απαχθεί από τον Άδη) χαρακτηρίζεται τόσο καταβατικά όσο
και αναβατικά, από την κατάβαση στην κόλαση και την ανάβαση, που
αναφέρεται στην ανάγκη, για πνευματική αυτοπραγμάτωση, να γνωρίσει το
αόρατο πρόσωπο της Ψυχής και της Φύσης, όπως στην μέλανα φάση του αλχημικού έργου, ή στο descensus ad inferos στη
Κόλαση του Δάντη. Ο θάνατος στην αφύπνιση της συνείδησης, δηλαδή ο
εγωισμός, συμπίπτει με την αναγέννηση της αφύπνισης της συνείδησης, για
να παραθέσω τον Ηράκλειτο. Αλλά έχω επίσης κατά νου το ορφικό απόσπασμα
που λέει: «Τώρα θα πεθάνεις, τώρα θα ξαναγεννηθείς, αυτή τη ημέρα τρεις
φορές ευλογημένος./ Πες στην Περσεφόνη ότι ήταν ο Βάκχος που σε
ελευθέρωσε./ Ο Ταύρος σε πέταξε στο γάλα· ερίφιο έπεσες στο γάλα./ Τι
τύχη! Να ‘χεις τον οίνο για βραβείο». Ο θάνατος είναι αναγέννηση, σε μια
ταυτοχρονία ενοποιημένων αντιθέτων: όποιος αποκτά τη μοναδική
συνείδηση, ωκεάνια, σφραγισμένη στην διονυσιακή εμπειρία, στον θάνατο
συνδέεται με αυτόν και ξαναγεννιέται. Τόσο στη ζωή όσο και στον θάνατο
(ας μου επιτραπεί το αίνιγμα) και τα δύο νικώνται.
۞
Ο Χριστός είναι ένας από τους σοφούς σαμάνους, ο Μεγάλος μυημένος του
μυστηρίου της αγάπης. Δεν είναι διάφορος, τηρουμένων των αναλογιών, από
τον Εμπεδοκλή, ή ο Πυθαγόρα, και ως εκ τούτου, σε εσωτερικό επίπεδο,
είναι ένας επαναστάτης της πνευματικότητας που αντικατοπτρίζεται στη
σχέση μεταξύ των ανθρώπων.
۞
Ο κόσμος είναι έκφραση μιας αμεσότητας, εξωτερίκευση ενός απόλυτου με
το οποίο πρέπει να επανενωθεί με τη μυστηριακή και μυστηριώδη εμπειρία,
διαμέσου μιας λογικής που γνωρίζει πώς να διαλύεται σε αυτό το απόλυτο
και να το ενσωματώνει: η γνώση είναι σωτηρία και απελευθέρωση, ο
Απόλλωνας και ο Διόνυσος είναι συμπληρωματικές πτυχές της γνωστικής
εμπειρίας που κορυφώνεται με την επανασύνδεση με την ίδια την αμεσότητα.
۞
H τραγωδία είναι για τον θεατή μια από τις ύψιστες γνωσιακές
εμπειρίες, για όποιον θεατή την παρακολουθεί με τη ματιά του μυημένου.
Το θέατρο είναι ένα θραύσμα ενός πλανήτη φτιαγμένο ως τόπος θέασης
γεγονότων και περιπετειών που προσωποποιούνται από ηθοποιούς και που
παρακολουθούνται από θεατές αποστασιοποιημένους και ταυτόχρονα
συμπάσχοντες. Σκεφτείτε την κεραυνοβόλα σοφία που προφέρει ο χορός στην
Παράβαση του αισχύλειου Αγαμέμνονα, «παθός μαθός». Ταυτόχρονα η τραγωδία
είναι και τόπος κάθαρσης από τα παθήματα, όπως μας το εξηγεί ο
Αριστοτέλης στην Ποιητική του: όπως ακριβώς συμβαίνει στην πιο
εκλεπτυσμένη ψυχανάλυση, στις τελετουργίες ενσωμάτωσης δαιμόνων του
θιβετιανού chöd ή στους τελετουργικούς χορούς του Μαρόκου, έτσι κι εδώ
αναγνωρίζονται τα συναισθήματα εκείνα που προκαλούν διαταραχές,
συνειδητοποιούνται και εξουδετερώνονται. Όπως ακριβώς η σοφία του
Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή, του Πυθαγόρα ή του Πλάτωνα,
έτσι και η τραγωδία, υπό την αιγίδα του Διόνυσου, θεού των Μυστηρίων,
της μανίας και του στοχασμού (ο καθρέφτης), μας εισάγει σε μια κατάσταση
ειδικής γνώσης, για όποιον έχει μάτια να τη δει: υπέρβαση του
καθημερινού «εγώ» και αίσθηση του ανήκειν στον κόσμο και την
πόλη· εξερεύνηση των σκιών και οικοδόμηση μιας εσωτερικής στάσης
συνειδητής αφύπνισης· ικανότητα διαχείρισης των αρνητικών συναισθημάτων.
Σε αυτά συνίσταται η εκπαιδευτική λειτουργία της σοφία της τραγωδίας. Ο
ποιητικός λόγος ενσαρκώνεται στη ζωή, ο Απόλλων γίνεται Διόνυσος και το
αντίστροφο, χορός και μουσική βγάζουν το λεξιλόγιο από τα συνήθη,
εγκεφαλικά του όρια, ενώ το βλέμμα των θεατών σφραγίζει τις εικόνες σε
ιερό κύκλο. Το μόνο που απομένει στο τέλος είναι η σιωπή της πέτρας,
βλέμμα δίχως υποκείμενο, άδεια αντικείμενα. Διόνυσος και Άδης είναι ο
ίδιος θεός.
۞
Πρέπει να βιαστούμε ώστε να ανακτήσουμε τον πνευματικό θησαυρό της
ελληνικής σοφίας που συνδέεται και με την ανατολική σοφία, η οποία μας
επιτρέπει να διαδώσουμε τις διαλογιστικές πρακτικές στο επίπεδο της
γενικής σχολικής εκπαίδευσης, όπως ήδη έκαναν οι Πυθαγόρειοι και συνεπώς
και ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής, στοιχεία που δεν αποτελούν μια στάση
υπερβολικού εξωτισμού, αλλά έχουν τις ρίζες τους στο αυθεντικότερο
πολιτισμικό και πνευματικό μας γενετικό κώδικα: με αυτόν τον τρόπο θα
θεραπευθεί η ενιαία συνείδηση και το ένσοφο βλέμμα από την αρπαγή που
διαπράττει το αντισυνειδησιακό σύστημα, δηλαδή ο νους. Ενιαία
συνείδηση και ένσοφο βλέμμα, που είναι ενσυναίσθητα και ταυτόχρονα
αποσυνδεδεμένα από τη ζωή, αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση για να
γίνουμε πραγματικά homo sapiens, άνθρωποι δηλαδή ικανοί να
ξεπεράσουμε τα ακατέργαστα δεδομένα του τυφλού ενστίκτου, χωρίς όμως να
εκπέσουμε σε μια ασκητική-μηδενιστική απαισιοδοξία, και ως εκ τούτου
ικανοί να συσχετιστούμε, ως αφυπνισμένοι, με άλλους αφυπνισμένους. Αυτή η
παιδεία θα διαμορφώσει, και ήδη διαμορφώνει, τους πολίτες, και ως εκ
τούτου πολιτικούς και κυβερνήτες, που θα έχουν επίγνωση, ομοψυχία και
ικανότητα να ενεργούν με τρόπο αλληλέγγυο και ενσυνείδητο. Ιδού η Ρόδος,
ιδού και το πήδημα![*] Ο όρος «σαμάνος» και κατ’ επέκταση «σαμανισμός» δεν υπάρχει πουθενά στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Γεωγραφικά προέρχεται από τη Σιβηρία και ετυμολογικά ανήκει στη γλώσσα evenk. Στην Ευρώπη εμφανίστηκε κατά τον 17ο αιώνα και στα γαλλικά καθιερώθηκε στα 1842. Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αυτός ο όρος δεν είναι καθόλου ακριβής από επιστημονική ή εθνογραφική άποψη, περισσότερο περιγράφει ένα φαινόμενο που «ήταν γνωστό» σε όλες τις παραδοσιακές κοινωνίες, και κυρίως στις λεγόμενες πρωτόγονες φυλές: αυτό του ιερέα -μάγου- γιατρού, ενός ξεχωριστού ατόμου που διαμεσολαβεί μεταξύ της κοινότητας και του ιερού. Αν τον χρησιμοποιεί ο Tonelli, που ασφαλώς γνωρίζει τα παραπάνω, έστω και καταχρηστικά, είναι για να τονίσει το γεγονός ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν ήταν διανοούμενοι ή «γραφιάδες», αλλά κάτοχοι μιας σοφίας πνευματικής και πρακτικής, άνθρωποι της δράσης, με την έννοια ότι τη γνώση που είχαν την είχαν κατακτήσει μέσα από διαδικασίες μύησης και πρώτα την εφάρμοζαν στην ίδια τους τη ζωή. Στις σημερινές γλώσσες δεν υπάρχει άλλη λέξη για να περιγράψει αυτή τη λειτουργία του σοφού, οπότε έχει επικρατήσει ο όρος «σαμάνος» ή «γκουρού».
[1]Ο Giorgio Colli (1917 – 1979) δίδαξε αρχαία φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Πίζας για πάνω από τριάντα χρόνια. Μετέφρασε στα ιταλικά το «Όργανον» του Αριστοτέλη και την «Κριτική του καθαρού λόγου» του Καντ για τον εκδοτικό οίκο Einaudi, έναν από τους σημαντικότερους στην Ιταλία. Πέρα από τους αρχαίους φιλόσοφους ο Colli μετέφρασε και έργα των Lôwith και Cassirer. Στη συνέχεια μαζί με τον Mazzino Montinari επεξεργάστηκε την πρώτη πλήρη έκδοση του έργου του Νίτσε (μαζί με όλα τα μεταθανάτια γραπτά του ταξινομημένα σε χρονολογική σειρά). Το έργο του κορυφώθηκε με το “La Sapienza greca“ (Η Ελληνική Σοφία), κριτική έκδοση και μετάφραση των «Προσωκρατικών» (όρο που ο ίδιος είχε απορρίψει). Δυστυχώς, το τεράστιο αυτό πόνημα (έντεκα τόμων), που έμελλε να αντιπαρατεθεί με τους Γερμανούς Diels-Kranz, διακόπηκε από το θάνατό του το 1979 έχοντας ολοκληρώσει στην Ελβετία τον τόμο για τον Ηράκλειτο.
[2]Γνωστοί επίσης ως Όμβροι σε ρουθηνικά χρονικά και ως Βαρχονίτες σε βυζαντινές πηγές.
ΠΗΓΗ
Σχόλια