Karl Heinz Roth : Η κύρια αιτία της ελληνικής οικονομικής κρίσης είναι το ευρώ και η Γερμανία


Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο που ανατέμνει την σύγχρονη ελληνική τραγωδία είναι:  «Η Ελλάδα και η κρίση, τι έγινε και τι μπορεί να γίνει», του σημαντικού Γερμανού συγγραφέα Karl Heinz Roth από τις Εκδόσεις «ΝΗΣΙΔΕΣ».
Βασικό επιχείρημα του συγγραφέα  είναι η διεισδυτική και  σχολαστική ανάλυση της «ελληνικής κρίσης» με την οποία αποδεικνύει ότι, δεν είναι ελληνική αλλά βαθιά ευρωπαϊκή και συνακόλουθα παγκόσμια οικονομική κρίση. Η κύρια αιτία της, υποστηρίζει ο Γερμανός συγγραφέας ήταν η αποσταθεροποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη γερμανική οικονομική ελίτ. Πραγματοποιούμενη με το ντάμπινγκ μισθών και τιμών μετά την εισαγωγή του ευρώ ( * ) η αποσταθεροποίηση κατέστρεψε οικονομικά τις ασθενέστερες περιφερειακές χώρες…»υποστηρίζει ο συγγραφέας.

    Ο δεύτερος στόχος του Roth είναι η αποκάλυψη των διαχρονικών ευθυνών της Γερμανίας για τη στρεβλή και συνεπώς την καχεκτική οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Ο τρίτος στόχος του είναι να αναδείξει τις νέες δυνατότητες που αναδύονται σταδιακά μέσα από τις συνέπειες της κρίσης…»
    Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα θέματα που αναπτύσσονται στο βιβλίο,  αφορά την ομοιότητα του ευρώ με το σύστημα του κανόνα του χρυσού και στη χρήση του ντάμπινγκ μισθών και τιμών στη Γερμανία που περιγράφονται στις σελ.103-105 του βιβλίου του συγγραφέα :

«H εισαγωγή του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, του ευρώ, καθώς και η μεταβίβαση από τη Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της αρμοδιότητας του συνολικού ελέγχου της οικονομικής πολιτικής, οδήγησε με το ξεκίνημα της νέας χιλιετίας, στην περαιτέρω ενίσχυση του σκληροπυρηνικού νεοφιλελεύθερου μοντέλου δημοσιονομικής σταθερότητας. Έτσι, κατάφερε να μοιάσει με ένα νομισματικό αντίγραφο του συστήματος του κανόνα του χρυσού.  Ως «στόχος για τον πληθωρισμό» ορίστηκε η μέγιστη αύξηση των τιμών στο 2%.»
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τον κανόνα του χρυσού, κάθε χώρα καθόρισε μια συγκεκριμένη ισοτιμία του εθνικού της νομίσματος με τον χρυσό. Το σύστημα αυτό ίσχυσε από την αρχή του 20ου αιώνα έως και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οπότε και σταδιακά εγκαταλείφθηκε από τις χώρες που το ακολουθούσαν έως τότε.”
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009, η χειρότερη από την κρίση των αρχών του 1930 και ακόμα περισσότερο η κρίση της ευρωζώνης, έφερε στο προσκήνιο τους ιστορικούς των οικονομικών, διότι από αρκετές απόψεις η ευρωζώνη μοιάζει με τον κανόνα του χρυσού, ο οποίος λειτούργησε τόσο άσχημα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποφασίζοντας να καθορίζουν αμετάβλητα τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ τους, τα μέλη της ευρωζώνης δεν μπορούν πλέον να καταφύγουν στην υποτίμηση του νομίσματος αν γίνουν μη ανταγωνιστικά.
Αντιθέτως, πρέπει να ξανακερδίσουν την ανταγωνιστικότητά τους με τον δύσκολο τρόπο, δηλαδή μέσω της εσωτερικής υποτίμησης πράγμα που σημαίνει μείωση μισθών και τιμών σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης. Πρόκειται για επίπονη διαδικασία, τόσο επίπονη όσο ήταν και υπό το καθεστώς του κανόνα του χρυσού, το οποίο η Βρετανία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το 1931, ακολουθούμενη από αρκετές άλλες σκανδιναβικές χώρες. Τα κράτη που υποτίμησαν πρώτα το εθνικό τους νόμισμα τελικά τα πήγαν πολύ καλύτερα από άλλα, όπως η Γαλλία, που επέμειναν στον Κανόνα του Χρυσού. Με δεδομένη αυτή την εμπειρία, μια προφανής ερώτηση είναι γιατί το ευρώ έχει επιζήσει, ενώ ο κανόνας του χρυσού διαλύθηκε…»
Συνεχίζοντας ο K.H.Roth, αναφέρει ότι : «Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για την επιτυχία της Γερμανίας να γίνει ο κύριος αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ότι, μετά την εισαγωγή του ευρώ οι γερμανικές ελίτ έχουν χρησιμοποιήσει όλο και περισσότερο το νέο νόμισμα για να προωθήσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.Ανέπτυξαν ένα μοντέλο που συνδυάζει τη συνεχή μείωση των πραγματικών μισθών με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία προκαλείται κυρίως με τη συμβολή της τεχνολογίας.
Μεταξύ 2001 και  2011, η μέση ετήσια αύξηση των ονομαστικών μισθών ήταν 1,6%, αλλά οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 4,2% κατά την ίδια περίοδο. Εν τω μεταξύ, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 1,2% τον χρόνο. Το αποτέλεσμα ήταν μια σταθερή μείωση του δείκτη του μισθολογικού κόστους στην εγχώρια παραγωγικότητα της εργασίας ή στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Δεδομένου ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι πιο στενά συνδεδεμένο με τη δομή των τιμών από την προσφορά χρήματος ή το δημόσιο χρέος, οι Γερμανοί ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν μισθολογικό ντάμπινγκ (*),  το οποίο είναι επίσης εξαιρετικά κερδοφόρο για τις επιχειρήσεις, ώστε να μειώνουν συστηματικά τις τιμές των εξαγωγών τους.
Στην αρχή της  κρίσης, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα και τα άλλα περιφερειακά κράτη της Ε.Ε. ήταν 30% υψηλότερο από ότι στη Γερμανία. Από τη στιγμή που εφαρμόστηκαν τα προγράμματα λιτότητας, αυτό ανέβηκε περισσότερο και έφτασε στο 35%. Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ αυτής της διαφοράς κόστους εργασίας και των εξαγωγικών τιμών, έτσι ώστε η γερμανική πολιτική των ενδοευρωπαϊκών μισθών και το ντάμπινγκ τιμών ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας για την παρακμή της ελληνικής οικονομίας, πολύ περισσότερο καθώς ο de facto ‘κανόνας του χρυσού’ απέκλειε τα νομισματικά αντίμετρα.
Για την επισφράγιση αυτής της εξέλιξης έπαιξαν επίσης καθοριστικό ρόλο και «εγχώριοι» παράγοντες: παρατηρήστε την υπερβολική εισαγωγή κεφαλαίων στην Ελλάδα μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ  και τις εξωφρενικές αυξήσεις των τιμών που αυτή είχε ως αποτέλεσμα.
Ωστόσο, η κύρια αιτία της δυσπραγίας ήταν η αποσταθεροποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη γερμανική οικονομική ελίτ. Πραγματοποιούμενη με το ντάμπινγκ μισθών και τιμών μετά την εισαγωγή του ευρώ, η αποσταθεροποίηση κατέστρεψε οικονομικά τις ασθενέστερες περιφερειακές χώρες…»
……………………………………………………………
(*) Ο όρος “ντάμπινγκ μισθών και τιμών” η “μισθολογικό ντάμπινγκ (Lohndumping, ή wage dumping)”, αναφέρεται στην πολιτική μιας εταιρείας ή μιας οικονομίας να μειώνει την αμοιβή της εργασίας με σκοπό να γίνει ανταγωνιστικότερη από τους ανταγωνιστές της.
Ο Καρλ Χάϊντς Ροτ γεννήθηκε το 1942 στο Werthheim am Main της Γερμανίας. Σπούδασε ιατρική και ιστορία στα Πανεπιστήμια της Κολωνίας, Βόννης, Ντύσελντορφ, Αμβούργου και Βρέμης. Το 1984 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου του Αμβούργου και το 1992 διδάκτορας της ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Βρέμης…
Πηγή

Σχόλια