Η ταινία
«Μετάνοια» (Monanieba, 1984, Soviet Union) είναι το τελευταίο μέρος της
τριλογίας του Γεωργιανού σκηνοθέτη Tengiz Abuladze. Τα δύο πρώτα μέρη
είναι «Η Επίκληση» (1968) και «Το Δέντρο των Ευχών» (1977). Είναι όμως
αυτοτελής και αποτελεί μια όαση μέσα στην έρημο των άνοστων, άοσμων και
ρηχών ταινιών που προβάλλονται και διαφημίζονται κατά κόρον. Η ταινία
είχε παγκόσμια αναγνώριση – πρωτάκουστο για Γεωργιανή ταινία - ενώ
απέσπασε και πάρα πολλά βραβεία (μεταξύ άλλων σκηνοθεσίας, α’ ανδρικού
ρόλου, καλύτερης ξενόγλωσσης) και στη συνέχεια «θάφτηκε» γιατί οι ιδέες
της αντιμάχονται όλα τα κυρίαρχα πολιτικά συστήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι
χρονικά η ταινία συμπίπτει με το νέο καθεστώς στη Σοβιετική Ένωση
(Perestroika – Glasnost) το οποίο επέτρεψε την κριτική του προηγούμενου
καθεστώτος αλλά για την συγκεκριμένη ταινία διατήρησε τις αμφιβολίες του
για 3 χρόνια πριν επιτρέψει την προβολή της επί Γκορμπατσόφ για ένα
όμως μόλις χρόνο. Στη συνέχεια απαγορεύτηκε και πάλι.
Προσωπικά
τη θεωρώ σαν μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Μια ταινία
που πρέπει να δείτε, αριστοτεχνικά φτιαγμένη με εξαιρετικούς ηθοποιούς.
Μια σπουδή πάνω στην τυραννία και στο «κυνήγι μαγισσών». Ο μόνος λόγος
που μπορεί να μην αρέσει σε κάποιον είναι να μην την κατανοήσει. Και
αυτό γιατί η ταινία βρίθει συμβολισμών, απαιτεί την προσοχή του ακροατή
ενώ παράλληλα τον αναγκάζει συχνά – πυκνά να σκεφτεί πάνω σε αυτά που
βλέπει. Αυτός θα έπρεπε να είναι και ο στόχος κάθε πραγματικής τέχνης:
να σε κάνει να σκέφτεσαι, να θέλεις να συζητήσεις πάνω σε αυτό που είδες
με άλλους αλλά κυρίως με τον εαυτό σου.
Η υπόθεση
Μια μέρα
μετά την κηδεία του Βάρλαμ Αραβίτζε, δήμαρχο μια μικρής πόλης της
Γεωργίας, το πτώμα του εμφανίζεται στον κήπο του γιου του και
ξαναθάβεται κάτω από άκρα μυστικότητα. Αλλά το πτώμα συνεχίζει κάθε πρωί
να εμφανίζεται ώσπου τελικά η αστυνομία ανακαλύπτει τον υπεύθυνο για
την κατ’ εξακολούθηση εκταφή στο πρόσωπο μιας γυναίκας. Στην απολογία
της η γυναίκα υποστηρίζει ότι ο δήμαρχος δεν θα έπρεπε ποτέ να αναπαυθεί
μιας και ευθύνεται για εγκλήματα τρομοκρατίας ενάντια στο λαό και είναι
ο υπεύθυνος για την εξαφάνιση πολλών από τους φίλους της. Πρόκειται για
μια αντιστροφή της Αντιγόνης και του Κρέοντα.
Είναι
πολύ εύκολο να καταλάβει κάποιος ότι η ταινία αναφέρεται στην σταλινική
εποχή της Σοβιετικής Ένωσης αλλά θα πρέπει παράλληλα να κατανοήσει ότι
αναφέρεται σε όλες τις εποχές αφού εξερευνά την ανθρώπινη φύση σε πολλά
επίπεδα προσπαθώντας να δώσει απαντήσεις στους λόγους που οι άνθρωποι
κάνουν αυτά που κάνουν. Για παράδειγμα πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν
άνθρωποι οι οποίοι υμνούν τον δήμαρχο ακόμα και μετά θάνατο όταν αυτός
ήταν ένας εγκληματίας; Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει η δικαιολογία ότι
για να «σωθούν» εκατομμύρια ανθρώπων είναι αναγκαίο να πεθάνουν μερικές
χιλιάδες; Πώς είναι δυνατόν η επιστήμη και οι ανακαλύψεις της να
χρησιμοποιούνται ενάντια στην ανθρωπότητα; Πώς είναι δυνατόν να
καταστρέφονται αρχαία μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς στο όνομα της
προόδου ή στο όνομα ιδεολογιών; Πώς είναι δυνατόν να απαιτείται από την
Τέχνη να μπει στην υπηρεσία της κυρίαρχης ιδεολογίας; Πώς είναι
δυνατόν να καταδικάζεις βασισμένος σε ανώνυμες κατηγορίες οι οποίες με
τη σειρά τους είναι βασισμένες σε ζήλεια, προσωπικά συμφέροντα και
ψέματα; Πώς να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας όταν η εξουσία λέει
ότι είσαι; Πώς είναι δυνατόν να είσαι άνθρωπος και να μην χρησιμοποιείς
τη λογική σου; Ποιος ορίζει το «κοινό καλό» στο όνομα του οποίου κάποιος
αποκαλείται εχθρός του λαού και διώκεται; Πώς είναι δυνατόν μια διαταγή
σε δημόσιους υπαλλήλους να υπερβαίνει την προσωπική τους θεώρηση; Είναι
αυτό ηθικό; Όλα αυτά είναι που οδηγούν στην παράνοια του να βλέπεις
εχθρούς παντού: «Είναι δύσκολο να πιάσεις μια μαύρη γάτα σε ένα σκοτεινό
δωμάτιο, ειδικά αν δεν υπάρχει καμιά γάτα». Σίγουρα δύσκολο αλλά όχι
ακατόρθωτο αν το θέλεις πολύ…
Κάποια πραγματικά γεγονότα τα οποία παρουσιάζονται στην ταινία
Η ταινία
βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα: ο δήμαρχος που καταστρέφει τον
καλλιτέχνη ζωγράφο δεν είναι άλλος από τον Μπερία ο οποίος συνέλαβε και
εκτέλεσε γνωστό ζωγράφο της εποχής επειδή τόλμησε να υπερασπιστεί το
μνημείο της εκκλησίας (Metechi) στην πρωτεύουσα της Γεωργίας τον οποίο
σκόπευε να γκρεμίσει για να χτίσει ένα μνημείο. Η εκκλησία τελικά
σώθηκε.
Ο Sergo
Kawtaradze, επαναστάτης και σύντροφος του Στάλιν κατά την διάρκεια των
εκκαθαρίσεων, συνελήφθη και βασανίστηκε μαζί με την γυναίκα του Σοφία το
1936. Η κόρη τους Maya, 11 χρονών, έγραψε πολλά γράμματα στον Στάλιν
ικετεύοντας για την ζωή των γονιών της. Μετά από 3 χρόνια φυλάκισης
αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά έζησαν πάντα με τον κίνδυνο νέας σύλληψης.
Μερικές εβδομάδες αργότερα ο Στάλιν και ο Μπερία έκαναν αιφνιδιαστική
επίσκεψη στις 6 το πρωί στην οικογένεια όπου ο Στάλιν συνομίλησε
ευγενικά με την κόρη τους. Μάλιστα η τελευταία αναφέρει στις αναμνήσεις
της ότι ήταν «γοητευτικός και ευγενικός» ενώ τραγούδησε και μαζί με
κάποιον τενόρο. Τέλος δείπνησαν και μαζί με γεύμα που είχε παραγγείλει ο
ίδιος ο Στάλιν απ’ το καλύτερο γεωργιανό εστιατόριο της Μόσχας.
Συμβολισμοί και νοήματα
Κεντρικό
ρόλο στην ταινία παίζουν οι τρεις γενεές της οικογένειας του εκλιπόντα.
Ο δήμαρχος Βαρλάμ που συμβολίζει το παρελθόν του ολοκληρωτισμού
(σταλινική Ρωσία) , ο γιος του Άβελ και η γυναίκα του που συμβολίζουν
το «αθώο» παρών της συμμόρφωσης και συγκάλυψης (Περεστρόικα), και τέλος ο
εγγονός Τορνίκε που συμβολίζει το μέλλον που πρέπει να πάρει πάνω του
την ευθύνη για τα εγκλήματα του παρελθόντος.
Η
γυναίκα που ξεθάβει το πτώμα το κάνει μόνο στην φαντασία της όπως
αποδεικνύεται με το τέλος της ταινίας. Ο λόγος είναι ότι σκέφτεται τον
τρόπο που θα κάνει τον κόσμο να μην ξεχάσει αλλά και γιατί η ευθύνη για
τα εγκλήματα του παρελθόντος είναι προσωπικό θέμα του καθενός. Η
μετάνοια κυριολεκτικά σημαίνει αλλάζω τρόπο σκέψης. Η τιμωρία που
φαντάζεται στρέφεται όχι τόσο κατά του πεθαμένου όσο κατά του γιου ο
οποίος θέλει να αποκρύψει τα εγκλήματα αλλά και του εγγονού που στην
ουσία είναι από τους λίγους αθώους χαρακτήρες της ταινίας. Το να
ξεθάψουμε το παρελθόν και την ιστορία είναι λύση; Η απάντηση αφήνεται
στον ακροατή.
Η όμορφη
και στα λευκά ντυμένη (αγνή) γυναίκα συμβολίζει τη δικαιοσύνη. Σε άλλο
ένα σουρεαλιστικό κρεσέντο κάθεται στο ίδιο σκαμνί με τον κατήγορο και
παίζουν μαζί μουσική. Ένας υπαινιγμός στην αμφίβολη φήμη της.
Ο ίδιος ο
δήμαρχος είναι ένα κράμα ολοκληρωτισμού: μουστάκι Χίτλερ, πουκάμισο και
τιράντες Μουσολίνι, μπότες του Στάλιν και γυαλιά του Μπερία.
Η εκταφή δεν είναι μια πράξη εκδίκησης, είναι μια απελπισμένη πράξη ώστε
οι άνθρωποι να μην ξεχάσουν, να μην συγχωρέσουν ποτέ τα εγκλήματα που
έγιναν. Και έτσι δεν υπάρχει ούτε η δικαιολογία της ανίερης πράξης της
εκταφής: όσο υπερασπίζονται το νεκρό και το δήθεν ιερό διακαίωμά του για
ταφή, τόσο αυτός θα ζει και θα συνεχίζει να διαφθείρει την κοινωνία.
Σουρεαλισμός
και στην απεικόνιση της αστυνομίας: μεσαιωνικές πανοπλίες και άλογα.
Είναι ο συμβολισμός που επιλέγει ο σκηνοθέτης για να «ζωγραφίσει» τον
φεουδαρχισμό που επικρατεί σε όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Ο δρόμος προς το ναό είναι ο δρόμος προς την αλήθεια, την
πνευματικότητα, τη δικαιοσύνη, τις πανανθρώπινες αξίες.
Κάποιες επιπλέον σκέψεις
Η ταινία
παρά τη σκοτεινή φύση του ανθρώπου καταφέρνει μέσα από παράλογους
διαλόγους και σουρεαλιστικές καταστάσεις (μοιάζει σαν ο Νταλί ή ο
Μπουνιέλ να έχουν βάλει κάποιες πινελιές) να προκαλέσει άφθονο γέλιο. Το
πρόβλημα είναι ότι αν κάποιος σκεφτεί ότι οι ίδιοι ακριβώς διάλογοι
συμβαίνουν και τώρα το γέλιο γίνεται πικρό, γίνεται κλαυσίγελως.
Η
δυστυχία του ανθρώπου ξεκινά από τις λάθος επιλογές προτεραιοτήτων: να
γίνει πλούσιος, να αποκτήσει φήμη. Όταν όλα αυτά δεν ευοδωθούν ή χαθούν
από τη μια στιγμή στην άλλη τότε ο άνθρωπος νιώθει κενός, μόνος. Τότε
βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον εαυτό του αφού όλα όσα έκανε
ως τώρα ήταν μια αυταπάτη, μια δικαιολογία για να μη μείνει μόνος του
και σκεφτεί. Τι να σκεφτεί; Για το πιο ουσιώδη: ποιος είναι, γιατί ζει,
ποιο το νόημα της ύπαρξης, που πηγαίνει.
Το
γενικό μήνυμα της ταινίας είναι αυτό της προσωπικής ευθύνης. Ένα
τυραννικό καθεστώς δεν είναι μια ανώνυμη γραφειοκρατία, αλλά αποτελείται
από επώνυμους ανθρώπους που υποτίθεται ότι εκτελούν ένα λειτούργημα. Ο
δημόσιος λειτουργός είναι πρωτίστως άνθρωπος και δεν μπορεί να τοποθετεί
την διαταγή πάνω από τις προσωπικές του εκτιμήσεις και τη λογική του.
Διαφορετικά δεν είναι τίποτα άλλο από μια μηχανή ή ένα άλογο ζώο.
Θα
πρέπει όλοι μας να κάνουμε την ερώτηση αλλά και τη διαπίστωση που κάνει η
γριά που ψάχνει το δρόμο για το ναό στην τελευταία σκηνή της ταινίας:
«Οδηγεί αυτός ο δρόμος στο ναό;» και μετά την αρνητική απάντηση που
παίρνει ξαναρωτά: «τι μου χρειάζεται ένας δρόμος που δεν οδηγεί στο
ναό;» Εσείς τι λέτε; Είμαστε στο σωστό δρόμο για το ναό; Προσωπικά και
κοινωνικά;
Σχόλια