Pierre DARDOT & Christian LAVAL: Ο νέος λογισμός του κόσμου Δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία


Σε μετάφραση Γιάννη Δουλφή
Δέκα χρόνια πριν, το 2009, ο Christian LAVAL[1] με το συνεργάτη του σε πολλά έργα, Pierre DARDOT δημοσίευσαν το μνημειώδες βιβλίο La nouvelle raison du monde. Essai sur la societe neoliberale (Ο νέος λογισμός του κόσμου. Δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία), όπου αναπτύσσουν ενδελεχώς, σε βάθος και με μεγάλη ενάργεια το νεοφιλελευθερισμό στη συγκεκριμένη εφαρμογή του, και μέσα από μια ιστορική αναδρομή την καταγωγή των ιδεών και των πρακτικών του, αναδεικνύοντας ότι είναι μια πολύ βαθύτερη κατάσταση πραγμάτων από ό,τι συνήθως νομίζεται, που έχει διαποτίσει όλη την ύπαρξη των ανθρώπων. Μέσω πολλαπλών δρόμων, ο νεοφιλελευθερισμός επιβλήθηκε ως ο νέος λογισμός του κόσμου, ο οποίος καθιστά τον ανταγωνισμό τον παγκόσμιο κανόνα συμπεριφοράς και δεν αφήνει άθικτη τη σφαίρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η λογική διαβρώνει ακόμη και την κλασική αντίληψη της δημοκρατίας. Εισάγει νέες μορφές υποταγής, οι οποίες, για εκείνους που την αμφισβητούν, αποτελούν μια νέα πολιτική και πνευματική πρόκληση. Μόνο η κατανόηση αυτής της ορθολογικότητας θα επιτρέψει να του αντιτάξουμε μια πραγματική αντίσταση και να ανοίξουμε ένα άλλο μέλλον. Πρόκειται για ένα προκλητικό και ρηξικέλευθο δοκίμιο, που επιχειρεί να κλονίσει ορισμένες συνήθειες της σκέψης, υπερβαίνοντας τις τρέχουσες – και εν πολλοίς τετριμμένες – ερμηνείες της νέας πραγματικότητας που κυριαρχεί σε όλο τον κόσμο, σκάβοντας βαθιά στην ιστορία, στα θεμέλια, στις ιδέες και στους θεσμούς που τον στηρίζουν.
Μακριά από τον καπιταλισμό του παρελθόντος, εξηγούν οι συγγραφείς, ο νεοφιλελευθερισμός δεν αντιλαμβάνεται πλέον την αγορά ως φυσικό δεδομένο, αλλά ως στόχο προς οικοδόμηση, έτσι ώστε η μορφή της επιχείρησης να χρησιμεύει ως πρότυπο πολιτικής κυβέρνησης. Είναι η τελική απορρόφηση της πολιτικής στην οικονομία, η εγκατάλειψη της αναζήτησης του κοινού καλού. Αυτή η μεταμόρφωση και η κρίση που προκάλεσε, παρουσιάζονται από τους Laval και Dardot ως συστατικά της λογικής του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Χωρίς διόλου να περιορίζεται στην πολιτική ή ακόμη και στην οικονομία, ο νεοφιλελευθερισμός ανυψώνει τον ανταγωνισμό στην τάξη ενός καθολικού και απόλυτου κανόνα. Καμία σφαίρα δεν του διαφεύγει, δημιουργώντας έτσι νέες μορφές υποταγής, καταλήγοντας να περιορίσει τον καθένα μας στην κατάσταση του homo economicus.
Ο Νέος Λογισμός του Κόσμου είναι ταυτόχρονα ένα θεωρητικό βιβλίο, μια οικονομική ανάλυση και ένας ιστορικός απολογισμός. Αυτό το καθιστά ενδιαφέρον και είναι επίσης αυτό που το καθιστά προσιτό. Οι συγγραφείς του προσπαθούν να τοποθετήσουν τον νεοφιλελευθερισμό στο πλαίσιό του και να εντοπίσουν την ιστορία του από τη δεκαετία του 1930 και τη διάσημη διάσκεψη Walter Lippmann, 1938, την ιδρυτική πράξη της νέας θεωρίας. Η μεγάλη αξία του Dardot και του Laval είναι πρώτα απ ‘όλα η αποκατάσταση της αυστηρότητας των λέξεων. Όχι, ο «νεοφιλελευθερισμός» και ο «υπερφιλελευθερισμός» δεν είναι εναλλάξιμοι. Ο ένας δεν είναι η νέα παραλλαγή του άλλου. Η διαφορά δεν είναι μόνο σημασιολογική. Και το ενδιαφέρον του δεν είναι μόνο μια καζουιστική που απευθύνεται στους ειδικούς. Έχει σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Ο νεοφιλελευθερισμός, που διαπερνά όλη την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πολιτικό δόγμα. Δεν είναι μια μακρινή κληρονομιά της φυσιοκρατίας αγαπητή στον Quesnay ή της «laissez faire la nature» («άφησε τη φύση να πράξει») που συνιστάται από τον Boisguilbert στη διάσημη διατριβή του στις αρχές του 18ου αιώνα. Ούτε είναι ισοδύναμος με τον μονεταρισμό του Μίλτον Φρίντμαν ή με τον φιλελευθερισμό των κακόφημων «αγοριών του Σικάγο» που είχαν τεθεί στην υπηρεσία του δικτάτορα Πινοσέτ. Η νέα θεωρία κατασκευάζεται αντίθετα στην κριτική του φιλελεύθερου νατουραλισμού. Όλο το έργο που επισκοπείται εδώ επιδιώκει να διαλύσει αυτήν την ασάφεια. Οι Dardot και Laval τονίζουν τις συνέπειες από τη σύγχυση των εννοιών και των λέξεων. Αναλύουν επίσης την επίδραση του νεοφιλελευθερισμού στους τρόπους της πολιτικής διαχείρισης. Αυτή είναι η έλευση της διάσημης έννοιας της «διακυβέρνησης». Σταδιακά, οι μέθοδοι «διαχείρισης» του ιδιωτικού εισβάλλουν στη δημόσια σφαίρα. Οι Dardot και Laval μας δείχνουν πολύ αποτελεσματικά πώς ο νεοφιλελευθερισμός, «ο Νέος Λογισμός του Κόσμου» δεν σταματά στην οικονομία, αλλά υποτάσσει ολοκληρωτικά τη θέασή μας για την πολιτική.
Από την Εισαγωγή
Ο νεοφιλελευθερισμός ως ορθολογικότητα
Δεν έχουμε τελειώσει με το νεοφιλελευθερισμό. Ό,τι και να νομίζουν πολλοί, αυτός δεν είναι μια περαστική ιδεολογία προορισμένη να εξαφανισθεί μαζί με τη χρηματοπιστωτική κρίση, δεν είναι απλά και μόνο μια οικονομική πολιτική που αναγορεύει το εμπόριο και την οικονομία σε μια πρωτεύουσα θέση. Πρόκειται μάλλον για κάτι άλλο, για κάτι μάλλον περισσότερο, για τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε. Δεν πρόκειται παρά, λιγότερο ή περισσότερο, για τον τρόπο της ύπαρξής μας, δηλαδή για τον τρόπο με τον οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεριφερόμαστε, να σχετιζόμαστε με τους άλλους και με τον ίδιο τον εαυτό μας.
Ο νεοφιλελευθερισμός ορίζει στην πραγματικότητα ένα συγκεκριμένο κανόνα ζωής στις δυτικές κοινωνίες και, πέραν αυτών ακόμη, σε όλες τις κοινωνίες που τις ακολουθούν στο δρόμο της «νεωτερικότητας». Ο κανόνας αυτός επιβάλλει στον καθένα να ζει σε ένα σύμπαν γενικευμένου ανταγωνισμού, επιτάσσει στους πληθυσμούς να εισέλθουν σε ένα οικονομικό αγώνα του ενός κατά του άλλου, υπαγορεύει την υπαγωγή των κοινωνικών σχέσεων στο υπόδειγμα της αγοράς, μετατρέπει ακόμη και το μεμονωμένο άτομο υποβάλλοντάς το να αντιλαμβάνεται εφεξής τον εαυτό του ως επιχείρηση.
Εδώ και τριάντα τουλάχιστον χρόνια ο κανόνας αυτός ύπαρξης κυριαρχεί στις δημόσιες πολιτικές, υπαγορεύει τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, μετασχηματίζει την κοινωνία, αναδιαμορφώνει την υποκειμενικότητα. Οι περιστάσεις της κανονιστικής του επιτυχίας έχουν συχνά – πυκνά περιγραφεί.
Τόσο ως προς την πολιτική του όψη (κατάκτηση της εξουσίας από τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις), όσο και ως προς την οικονομική του όψη (η ορμή του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού), είτε ως προς την κοινωνική του όψη (η εξατομίκευση των κοινωνικών σχέσεων σε βάρος της συλλογικής αλληλεγγύης, η ακραία πόλωση μεταξύ πλούσιων και φτωχών), είτε ακόμη και στην υποκειμενική του διάσταση (την εμφάνιση ενός νέου υποκειμένου, την ανάπτυξη νέων ψυχικών παθολογιών). Εδώ βρίσκονται οι συμπληρωματικές διαστάσεις του νέου λογισμού του κόσμου. Εξ ου και θα πρέπει να εννοήσουμε ότι ο λογισμός αυτός είναι σφαιρικός, με τις δύο έννοιες που ο όρος αυτός μπορεί να ενδυθεί, είναι παγκόσμιος αφού αγκαλιάζει την παγκόσμια κλίμακα και επιπλέον, διόλου περιοριζόμενος στην οικονομική σφαίρα, τείνει να ολοποιεί, δηλαδή να «δημιουργεί κόσμο», με τη δύναμη της ενιαιοποίησης όλων των διαστάσεων της ανθρώπινης ύπαρξης.
Λόγος του κόσμου, που είναι ταυτόχρονα ένας «λογό-κοσμος». Ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιείται εδώ ως ένας ευφημισμός που επιτρέπει να αποφύγουμε να προφέρουμε τη λέξη «καπιταλισμός». Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο λογισμός του σύγχρονου καπιταλισμού, ενός καπιταλισμού που έχει απαλλαγεί από τις αρχαϊζουσες αναφορές του και νοούμενος πλήρως ως ιστορική κατασκευή και ως γενικός κανόνας της ζωής.
Ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να ορισθεί ως το σύνολο των λόγων [discours] των πρακτικών, των μηχανισμών που καθορίζουν τη νέα διακυβέρνηση των ανθρώπων σύμφωνα με την οικουμενική αρχή του ανταγωνισμού.

Pierre Dardot και Christian Laval Συνέντευξη για την πολιτική του κοινού

Pierre DARDOT, Christian LAVAL Commun. Essai sur la révolution au XXIe siècle Editions La Decouverte (Κοινό. Δοκίμιο για την επανάσταση τοτ 21ου αιώνα) Μάρτιος 2014
Σε όλο τον κόσμο, τα κινήματα αμφισβητούν την οικειοποίηση φυσικών πόρων, χώρων και δημόσιων υπηρεσιών, γνώσεων και δικτύων επικοινωνίας, από μια μικρή ολιγαρχία. Όλοι αυτοί οι αγώνες εγείρουν την ίδια απαίτηση, θεμελιώνονται στην ίδια αρχή: το κοινό. Το κοινό δεν είναι απλά ένα πράγμα αλλά ένα σύνολο πρακτικών μαζί με τους συμφωνημένους κανόνες και τις διαδικασίες λήψεις αποφάσεων που σχετίζονται με αυτές. Ο Pierre Dardot και ο Christian Laval δείχνουν γιατί αυτή η αρχή είναι σήμερα απαραίτητη ως ο κεντρικός όρος της εναλλακτικής πολιτικής για τον εικοστό πρώτο αιώνα: συνδέει τον αντικαπιταλιστικό αγώνα και την πολιτική οικολογία με τη διεκδίκηση των «κοινών» εναντίον των νέων μορφών ιδιωτικής και κρατικής ιδιοκτησίας · συναρθρώνει πρακτικούς αγώνες με τις έρευνες για τη συλλογική διακυβέρνηση φυσικών ή πληροφοριακών πόρων · ιχνογραφεί νέες δημοκρατικές μορφές που φιλοδοξούν να αναλάβουν την αντικατάσταση της πολιτικής εκπροσώπησης και του μονοπωλίου των κομμάτων.
Η χρήση της λέξης κοινό στον ενικό ρίχνει φως  σε ένα από τα θεμέλια της επιχειρηματολογίας τους. Όταν γίνεται λόγος για τα «κοινά» στον πληθυντικό κάποιος τείνει να αντιμετωπίζει τις σύγχρονες πρωτοβουλίες μέσα από το πλαίσιο των αγροτικών κοινών. Την ίδια στιγμή, τείνει να βλέπει το/τα κοινό/ά ως ένα πράγμα αντί ως ένα σύνολο πρακτικών. Και οι δύο τάσεις μας οδηγούν σε κατευθύνσεις που δεν είναι εποικοδομητικές. Ταυτόχρονα, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, εμείς επί του παρόντος βρισκόμαστε σε ένα πολιτικό αδιέξοδο και χρειαζόμαστε απεγνωσμένα να βρούμε τρόπους να προχωρήσουμε μπροστά. Ενώ ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα να δουλεύει υπέρ των λίγων, οι εναλλακτικές, είτε με την μορφή της επιστροφής στο παλιό, μετά το 1945, μοντέλο κράτους πρόνοιας, είτε στο αυταρχικό κρατικό σοσιαλιστικό μοντέλο του παλιού ανατολικού μπλοκ, είναι καταδικασμένες να μείνουν στο παρελθόν ή να είναι αναφανδόν ανεπιθύμητες, ή και τα δύο. Επίσης, η αυτο-διακυβέρνηση και η κατάληψη δημόσιων χώρων ως πρακτική που υιοθετήθηκε από ένα μεγάλο εύρος πρόσφατων κινημάτων δείχνει μία αληθινή δίψα για πιο άμεσες μορφές δημοκρατίας και μία βαθιά δυσπιστία στα παραδοσιακά, κρατικοκεντρικά, αντιπροσωπευτικά μοντέλα. Όμως, το γεγονός ότι καμία από αυτές τις διαμαρτυρίες δεν στάθηκαν ικανές να παράγουν περισσότερο στέρεους ή διαδεδομένους τρόπους δράσης, δείχνει επίσης κάποιους από τους περιορισμούς τους. Αυτή είναι η θεματική, που το σημαντικό βιβλίο των Dardot και Laval, πραγματεύεται.
Αυτή η ανάδυση του κοινού στο προσκήνιο των δραστηριοτήτων απαιτεί μια εργασία διαύγασης στη σκέψη. Η σημερινή έννοια του κοινού διακρίνεται από τις πολλές προηγούμενες χρήσεις αυτής της έννοιας, είτε φιλοσοφικές, νομικές είτε θεολογικές: το υπέρτατο αγαθό της πόλης, η καθολικότητα της ουσίας, η ιδιότητα που είναι εγγενής σε ορισμένα πράγματα, όταν δεν είναι το τέλος που επιδιώκεται από τη θεία δημιουργία. Αλλά υπάρχει και ένα άλλο νήμα που συνδέει το κοινό, όχι με την ουσία των ανθρώπων ή τη φύση των πραγμάτων, αλλά με τη δραστηριότητα των ίδιων των ανθρώπων: μόνο μια πρακτική εγκαθίδρυσης του κοινού μπορεί να αποφασίσει τι είναι «κοινό», να διατηρήσει ορισμένα πράγματα σε κοινή χρήση, να παράγει τους κανόνες που μπορούν να το επιβάλλουν στους ανθρώπους. Όπως σημειώνουν, «μόνον η πρακτική δραστηριότητα των ανθρώπων μπορεί να καταστήσει τα πράγματα κοινά, όπως αντίστοιχα μόνον αυτή η πρακτική δραστηριότητα μπορεί να παράξει ένα νέο συλλογικό υποκείμενο». Με αυτή την έννοια, το ίδιο το κοινό καλεί σε μια νέα θέσμιση της κοινωνίας: μια επανάσταση.

Michel Bauwens 24 Ιουλίου 2015
Η συνέντευξη διενεργήθηκε από τον Amador Fernández-Savater. Οι Dardot και Laval είναι οι συντάκτες ενός βιβλίου σχετικά με τον νεοφιλελευθερισμό και ένα βιβλίο για το «κοινό»: «Κοινό, Δοκίμιο για την επανάσταση στον 21ο αιώνα».
Ποια ήταν η πρόθεσή σας να γράψετε το βιβλίο; Γιατί θέσατε αυτή την βασική ιδέα του κοινού εδώ και τώρα;
Pierre Dardot: Το βιβλίο αυτό ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι με τα προηγούμενα έργα μας, ιδιαίτερα το The New Way of the World [Ο Νέος Τρόπος του Κόσμου] (Γαλλ: La Nouvelle Raison du Monde). Το τελευταίο τελειώνει με μια κάπως ελλειπτική έκφραση: «ο λόγος των κοινών». Θέλαμε να υποδείξουμε ότι οι «αντι-διαγωγές» για τις οποίες μιλήσαμε στο βιβλίο αυτό, δηλαδή τις πρακτικές αντίστασης και υποκειμενικοποίησης, θα έπρεπε να διατυπωθούν ως ένας νέος πολιτικός λόγος, ένας εναλλακτικός πολιτικός λόγος στον νεοφιλελεύθερο λόγο που είχαμε αναλύσει.
Αυτό, για το οποίο δεν ήμασταν τόσο σίγουροι ήταν αυτή  ακριβώς η συσχέτιση, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, τι είδους άμεση και θετική συμμετοχή στις διαγωγές αντίστασης θα μπορούσε να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας εναλλακτικής ορθολογικότητας. Είχαμε κατά νου μια αντίθεση ανάμεσα σε δύο αρχές: τον ανταγωνισμό (μια αρχή της νεοφιλελεύθερης λογικής) και το κοινό, αλλά ήταν ακόμα πολύ αφηρημένη. Τελικά, αυτό που διακυβεύεται είναι αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε θετικότητα των πρακτικών αντίστασης: δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με μια αντίσταση στην εξουσία που είναι καθαρά αμυντική ή αντιδραστική. Αντίθετα, πρέπει να σκεφτούμε μια αντίσταση που μπορεί να παράγει νέους κανόνες. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα είμαστε σε θέση να ανατρέψουμε τη νεοφιλελεύθερη λογική.
Christian Laval. Ήμασταν έτοιμοι να χαρτογραφήσουμε το μονοπάτι από την αντίσταση στη χειραφέτηση, κι έτσι προχωρούσαμε πέρα από τον Foucault και τη δυσπιστία του στα «μεγάλα έργα». Αλλά αυτό που τελικά ήταν αποφασιστικής σημασίας για το γράψιμο αυτού του βιβλίου, με αυτό τον τίτλο, ήταν τα διαφορετικά κινήματα που αμφισβήτησαν την ιδιωτική και κρατική διαχείρηση των πόρων, των χώρων, των υπηρεσιών κλπ. Και ιδιαίτερα η κίνηση της κατοχής πλατειών (15Μ, κ.λπ.) που έχει θέσει νέες απαιτήσεις με μια ασύγκριτη ενέργεια.
(Το κίνημα κατά της λιτότητας στην Ισπανία, το οποίο επίσης αναφέρεται ως Κίνημα 15 Μ (Ισπανικά: Movimiento 15-M), το Κίνημα των Αγανακτισμένων και το Καταλάβετε την Πλατεία, έχει προέλευση σε κοινωνικά δίκτυα όπως η πραγματική δημοκρατία ΤΩΡΑ (ισπανικά: Democracia Real YA) ή Νεολαία χωρίς μέλλον (ισπανικό: Juventud Sin Futuro) και ξεκίνησε με διαδηλώσεις στις 15 Μαΐου 2011 κοντά στις τοπικές και περιφερειακές εκλογές που διεξήχθησαν στις 22 Μαΐου).
Σε όλα αυτά τα κινήματα αναπτύχθηκε μια ριζοσπαστική αμφισβήτηση της «αντιπροσωπευτικής» δημοκρατίας, στο όνομα μιας «πραγματικής» δημοκρατίας, που σε ορισμένες περιπτώσεις συνδέεται με οικολογικά αιτήματα που αφορούν τη διατήρηση των «κοινών αγαθών» (κυρίως των αστικών χώρων). Έτσι κάτι που ήταν για μας ακόμα ένα θέμα διαίσθησης στο τέλος του Νέου Τρόπου του Κόσμου έχει πλέον διαμορφωθεί. Πιστεύουμε ότι το κοινό είναι η αρχή που κυριολεκτικά προκύπτει από όλα αυτά τα κινήματα. Το κοινό δεν είναι, λοιπόν, κάτι που έχουμε εφεύρει, αλλά μάλλον αναδύεται από τους σημερινούς αγώνες ως τη δική τους αρχή.
Ποιος είναι ο ορισμός σας για το κοινό;
Pierre Dardot: Ο ορισμός του κοινού που προτείνουμε στην αρχή του βιβλίου δεν επιδιώκει να είναι ένας γενικός ορισμός, ανεξάρτητος από τον χρόνο και τον τόπο. Αν επιστρέψουμε στην ετυμολογία αυτού του όρου (cum-munus), σίγουρα δεν πρέπει να δώσουμε την εντύπωση ότι το κοινό έχει πάντα την έννοια που του δίνουμε σήμερα. Στον Αριστοτέλη, το «κοινόν» [koinôn] είναι αυτό που προκύπτει από τη δραστηριότητα της κοινής προσπάθειας που συνιστά την ιδιότητα του πολίτη, η δραστηριότητα που εμπεριέχει το πηγαινέλα μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνομένων. Στη Ρωμαϊκή Ρεπούμπλικα [Roman Republic] (Κοινοπολιτεία)[2] [res publica: Δημόσια Διαχείριση], η λέξη munis σήμαινε, πάνω απ ‘όλα, τη διάσταση της υποχρέωσης που επιβλήθηκε σε όλους τους δικαστές που κατείχαν δημόσιο αξίωμα. Σήμερα, υπό το φώτα του κινήματος των πλατειών, ο όρος έχει μια μάλλον διαφορετική έννοια: η μόνη έγκυρη πολιτική υποχρέωση είναι αυτή που απορρέει όχι από το να ανήκει κανείς στο ίδιο πράγμα, αλλά από τη συμμετοχή και την εμπλοκή στην ίδια δραστηριότητα ή εργασία. Αυτό το αίτημα είναι ένα ζήτημα συμμετοχικής δημοκρατίας και ως εκ τούτου αντιτίθεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η οποία εξουσιοδοτεί ορισμένους (τους ολίγους) να μιλούν και να ενεργούν εξ ονόματος των πολλών.
Θα μπορούσατε να εξηγήσετε τη διαφορά ανάμεσα στην προσέγγισή σας στο κοινό και σε αυτό που βρίσκουμε σε άλλες επίκαιρες δημόσιες τοποθετήσεις που αφορούν περισσότερο ή λιγότερο το ίδιο πεδίο; Για να είμαστε συγκεκριμένοι: 1) Τι διακρίνει το κοινό από δημόσια – κρατική ιδιοκτησία; 2) Τι διακρίνει το κοινό από τα «κοινά αγαθά»; 3) Τι διακρίνει τις σκέψεις σας από εκείνες άλλων διανοουμένων όπως ο Toni Negri και ο Michael Hardt;
Christian Laval: Η δημόσια – κρατική ιδιοκτησία στηρίζεται σε δύο απαιτήσεις που είναι απόλυτα αντιφατικές: αφενός, σκοπός του είναι να εγγυηθεί την καθολικότητα της πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες. αφετέρου, η κρατική διοίκηση διατηρεί το μονοπώλιο για την εκτέλεση αυτών των υπηρεσιών, περιορίζοντας έτσι τους χρήστες σε καταναλωτές και εξαιρώντας τους από κάθε είδους συμμετοχή στη διοίκησή τους. Τα κοινά πρέπει ακριβώς να θέσουν τέρμα σε αυτή τη θλιβερή διαίρεση μεταξύ των «δημοσίων υπαλλήλων» και των «χρηστών». Για να το θέσουμε με άλλο τρόπο, το κοινό θα μπορούσε να οριστεί το δημόσιο/μη κρατικό: να εξασφαλίσει την καθολικότητα στην πρόσβαση στις υπηρεσίες μέσω της άμεσης συμμετοχής των χρηστών στη διοίκησή τους.
Pierre Dardot: Δεύτερον, το κοινό είναι για εμάς μια πολιτική αρχή και όχι ιδιότητα που θα μπορούσε να έγκειται εκ φύσεως σε ένα συγκεκριμένο είδος «αγαθών». Κάνουμε διάκριση μεταξύ του κοινού ως πολιτικής αρχής που δεν πρόκειται να θεσμοθετηθεί, αλλά μάλλον να εφαρμοσθεί, και των κοινών, τα οποία θεσμοθετούνται πάντα μέσω της εφαρμογής αυτής της αρχής. Τα κοινά δεν «παράγονται», αλλά «θεσμοθετούνται». Αυτός είναι ο λόγος που είμαστε πολύ επιφυλακτικοί όσον αφορά τα «κοινά αγαθά». Επειδή όλα τα αγαθά θεωρούμενα με αυτόν τον τρόπο μοιράζονται αυτή την ιδιότητα να είναι «προϊόντα». Πιστεύουμε ότι αυτός ο συλλογισμός πρέπει να αντιστραφεί: κάθε κοινό που θεσμοθετείται (είτε φυσικός πόρος, γνώση, πολιτιστικός χώρος κλπ.) είναι αγαθό, αλλά κανένα αγαθό δεν είναι, το ίδιο από μόνο του, κοινό. Ένα κοινό δεν είναι «πράγμα», ακόμα και όταν σχετίζεται με ένα πράγμα, αλλά μάλλον ένας ζωντανός δεσμός μεταξύ ενός πράγματος, ενός αντικειμένου ή ενός τόπου και της δραστηριότητας της συλλογικότητας που το αναλαμβάνει, το διατηρεί και νοιάζεται γι’ αυτό. Το κοινό μπορεί να θεσμοθετηθεί μόνο ως αυτό που δεν μπορεί να ιδιοποιηθεί.
Christian Laval: Τέλος, η προοπτική μας θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση τη θέση που διατυπώθηκε από τον Negri και τον Hardt για μια αυθόρμητη παραγωγή του κοινού, που θα ήταν ταυτόχρονα τόσο το αποτέλεσμα όσο και η προϋπόθεση της διαδικασίας παραγωγής (με τον ίδιο τρόπο όπως η επεκτατική δυναμική των παραγωγικών δυνάμεων σε ένα ορισμένο είδος μαρξισμού). Θεωρούμε ότι εξιδανικεύοντας την αυτονομία της άυλης εργασίας στην εποχή του «γνωστικού καπιταλισμού», αυτή η θέση αγνοεί μοιρολατρικά τους μηχανισμούς υποταγής της εργασίας που ασκεί σήμερα το κεφάλαιο.
«Δεν υπάρχουν αγαθά που δεν είναι κοινά αγαθά [από τη φύση τους, από τις εγγενείς ιδιότητές τους], αλλά μάλλον κοινά που πρέπει να θεσμοθετηθούν». Αυτές είναι οι λέξεις που ολοκληρώνουν το έργο σας και κατά κάποιο τρόπο το συνοψίζουν αυτό. Πώς θεσμίζεται το κοινό; Τι είδους θεσμίσεις είναι κατάλληλες;
Pierre Dardot: Θεσμίζω δεν σημαίνει θεσμοποιώ με την έννοια του καθιστώ επίσημο, της καθιέρωσης ή της αναγνώρισης εκ των υστέρων όσων έχουν ήδη υπάρξει για κάποιο χρονικό διάστημα (για παράδειγμα, με τη συνήθεια ή το έθιμο), ούτε σημαίνει δημιουργία εκ του μηδενός. Σημαίνει να δημιουργήσουμε το νέο με – και ξεκινώντας από – αυτό που υπάρχει ήδη, ως τέτοιο σε συνθήκες που παρήλθαν ανεξάρτητα από τη δραστηριότητά μας. Ένα κοινό θεσμίζεται από μια συγκεκριμένη πράξη [praxis] που ονομάζουμε «θεσμίζουσα πράξη». Δεν υπάρχει κάποια γενική μέθοδος για τη θέσμιση οποιουδήποτε κοινού. Κάθε πράξη πρέπει να γίνει κατανοητή και να πραγματωθεί επί τόπου ή σε τόπο [in situ or in loco]. Γι ‘αυτό πρέπει να μιλάμε για «θεσμίζουσες πράξεις» σε πληθυντικό.
Christian Laval: Το άνοιγμα μιας υπηρεσίας που είχε κλείσει μέχρι τη στιγμή αυτή σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο, μετά από συζήτηση με τους υγειονομικούς και τους ασθενείς, εμπεριέχει μια θεσμίζουσα πράξη, αν και μπορεί να είναι μια «μικροπολιτική» επέκταση, όπως θα έλεγε ο Foucault. Ομοίως, η ίδρυση μιας τράπεζας σπόρων για τους αγρότες ή η δημιουργία ενός πολιτιστικού κέντρου για κοινή χρήση. Και αυτές οι πρακτικές προετοιμάζουν και οικοδομούν την επανάσταση που γίνεται αντιληπτή ως «αυτο-θέσμιση της κοινωνίας».
Υπάρχει μια κλασσική καχυποψία ανάμεσα στα πιο εξισωτικά και οριζόντια κινήματα σε σχέση με την ιδέα της «θέσμισης»: ο κίνδυνος γραφειοκρατικοποίησης, η καθιέρωση της παράδοσης, η υπερβολικά άκαμπτη διοχέτευση της «ροής» των κινήσεων κλπ. Πώς θα απαντούσατε σε αυτήν την καχυποψία; Πώς πρέπει να σκεφτόμαστε τη θέσμιση κατά τρόπο που να απαντά σε αυτούς τους κινδύνους; Πώς μπορούμε να κρυσταλλώσουμε χωρίς να παγώσουμε;
Christian Laval: Καθ ‘όλη την ιστορία: υπάρχει μια «κατάρα» που εγκυμονεί στις κοινωνικές κινητοποιήσεις, στα αγωνιστικά κινήματα, στις επαναστατικές εμπειρίες: η διελκυστίνδα μεταξύ της ταχείας διάλυσης τους λόγω έλλειψης δομής και της γραφειοκρατικοποίησής τους. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την αποστέωση των κινημάτων, την υποβάθμισή τους σε μια παγιοποιημένη οργάνωση, με επικεφαλής μια μικρή συντηρητική ολιγαρχία. Ο Sartre, για παράδειγμα, σκεφτόταν ότι η ενοποιημένη με ανατρεπτικό στόχο ομάδα [groupe en fusion] οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια θεσμική πραγμοποίηση. Επομένως, η έννοια του θεσμού καταλήγει σε ένα πράγμα: την αδράνεια ενός νεκρού σώματος.
Αλλά αυτή η θέση μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο ως η ανάστροφη της παλιάς μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας του Κόμματος που έβλεπε, ελλείψει πειθαρχημένης οργάνωσης ικανής να καταλάβει το κέντρο της εξουσίας, την αιτία της ήττας των επαναστάσεων (ιδιαίτερα της Παρισινής Κομμούνας). Το μαρξιστικό – λενινιστικό κόμμα, που ήταν ο κάτοχος της γνώσης της ιστορίας, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ομοίωμα κράτους, βασισμένο στο μοντέλο της κεντρικής γραφειοκρατίας. Η πρόκληση των σύγχρονων κινημάτων συνίσταται στο να έχουν την ικανότητα να αντικρούσουν αυτό το διπλή μοιρολατρία.
Pierre Dardot: Πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το αίσθημα ιστορικής ανικανότητας που λέει ότι η αποτελεσματική και διαρκής πολιτική δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από το μονοπώλιο του κυρίαρχου. Και για το σκοπό αυτό υπάρχει μόνο μία λύση: η δημιουργία θεσμών των οποίων η αρχή είναι τέτοια ώστε οι κανόνες να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συνεχούς συλλογικής συζήτησης, ώστε να αποφευχθεί ένα γραφειοκρατικό «πάγωμα». Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι ο θεσμός, όποιος κι αν είναι, θα πρέπει να έχει την ικανότητα να ανοίγεται στο απρόβλεπτο και να προσαρμόζεται στις νέες ανάγκες: η λειτουργία του πρέπει επομένως να επιτρέπει ανά πάσα στιγμή την επανεκκίνηση του θεσμίζοντος».
Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε τώρα σε αυτόν τον αγώνα;
Christian Laval: Οι κυρίαρχες δυνάμεις στην Ευρώπη και στον κόσμο σκόπιμα εισήγαγαν μια λογική πολιτικής αντιπαράθεσης, με το πρόσχημα της επιστροφής χρέους στους πιστωτές, προκειμένου να σπάσουν αυτά τα τμήματα του πληθυσμού που αντιστέκονται στον νεοφιλελευθερισμό και κόβουν την καρδιά από οποιαδήποτε βούληση για πολιτική ρήξη. Εισερχόμαστε σε μια νέα περίοδο αγώνων. Η Ελλάδα και η Ισπανία είναι η πρωτοπορία. Το σημαντικό είναι ότι δεν πρέπει να παραμείνουν μόνοι τους και ότι άλλες δυνάμεις σε άλλες χώρες πρέπει να προσέλθουν σε βοήθεια για να σπάσουν αυτές τις πολιτικές λιτότητας (δημοσιονομικής αυστηρότητας) [austerity].
Η κατάσταση της αντιπαράθεσης σε ευρωπαϊκή κλίμακα δείχνει την πρακτική ανάγκη για ένα νέο διεθνισμό. Και ως εκ τούτου, ένας από τους σημερινούς κινδύνους, αναμφισβήτητα ο μεγάλος κίνδυνος, είναι ότι όταν αντιμετωπίζουν τις καταστροφές του νεοφιλελευθερισμού, κάποιοι καταλήγουν να υποκύπτουν στις θανατηφόρες σειρήνες που απαιτούν εθνικισμό και εθνική κυριαρχία. Αυτό συμβαίνει στη Γαλλία, όχι μόνο στην άκρα δεξιά με το Εθνικό Μέτωπο αλλά και στην «ριζοσπαστική» αριστερά.
Πιστεύουμε ότι μία από τις αρετές και τα πλεονεκτήματα του βιβλίου σας είναι ότι μπορεί να απευθύνει έκκληση τόσο σε όσους ασχολούνται με κινηματικές εμπειρίες βάσης όσο και σε εκείνους που έχουν επιλέξει την «επίθεση στα θεσμικά όργανα». Όσον αφορά τις λαϊκές κινητοποιήσεις, πώς μπορεί το βιβλίο σας να βοηθήσει στην επανεξέταση και την επανεκτίμηση ενός από τα σημαντικότερα προβλήματα τους, εκείνο της διάρκειας; Πώς μπορούν οι πολιτικές πρακτικές (εξισωτικές, ισότιμες, χωρίς αποκλεισμούς κ.λπ.) που αναδύονται σε εξαιρετικές στιγμές αγώνα να μετατραπούν σε «συνήθεια» ή «έθιμο»;
Pierre Dardot: Όσον αφορά τα κινήματα, το εύρος του βιβλίου μας, τουλάχιστον αυτό που επιδιώκουμε, είναι ότι η θεσμική διάσταση της «πραγματικής δημοκρατίας», με τα λόγια της 15Μ, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, να γίνει αντικείμενο πειραμάτων, συζητήσεων, συλλογικών στοχασμών. Για εμάς, η πραγματική δημοκρατία είναι θέμα θεσμών. Και αυτή είναι η προϋπόθεση για τη διασφάλιση της διάρκειας και της δύναμης των κινήσεων. Γι ‘αυτόν τον λόγο είμαστε αντίθετοι σε όλες αυτές τις αυταπάτες σχετικά με την αυθόρμητη ανάπτυξη του «εγγενούς κομμουνισμού» στους αγώνες της βάσης. Αυτές οι ψευδαισθήσεις είναι επικίνδυνες, διότι βραχυκυκλώνουν το αποφασιστικό ζήτημα του θεσμού, δηλαδή, από την πλευρά μας, τη διερεύνηση των αποτελεσματικών μορφών των θεσμιζουσών πράξεων. Σ’ αυτή τη βάση πρέπει να διεξαχθεί ο διάλογος.
Δεν πρέπει να υποτιμάμε πόσο δύσκολο είναι να επινοήσουμε νέα θεσμικά όργανα των οποίων η λειτουργία είναι προσανατολισμένη ρητά στην πρόληψη της οικειοποίησής τους από ένα μικρό αριθμό ατόμων, στη στρέβλωση των σκοπών τους ή στην «ακαμψία» των κανόνων τους. Το ερώτημα δεν είναι πώς να δημιουργηθούν νέα «έθιμα» ή «συνήθειες», επειδή ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο θεσμιζουσών πράξεων, αλλά μάλλον πώς θα επιτρέψουμε την επικράτηση πρακτικών κανόνων που επιτρέπουν τη συζήτηση, τη διαβούλευση, τη συλλογική λήψη αποφάσεων ακόμη και στον ίδιο τον ορισμό των κανόνων που οργανώνουν τη συλλογική ζωή.
Και όσον αφορά τους δημόσιους θεσμούς, πώς μπορεί κάποιος να συνεισφέρει από αυτά στα κοινά; Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να μετατρέψουμε τους δημόσιους θεσμούς σε θεσμούς του κοινού;
Christian Laval: Όπως έχουμε πει, υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ της εφήμερης φύσης των κινητοποιήσεων και του περισσότερο ή λιγότερο «λαϊκού» αυθορμητισμού που καταδικάζει κάθε είδους πολιτική δραστηριότητα στο όνομα της δυσπιστίας σε ό, τι μοιάζει με «πολιτική». Αλλά ταυτόχρονα δεν αρκεί να «κατακτήσουμε την εξουσία» και «να καταλάβουμε τις θέσεις» του Κράτους για να αλλάξουμε τα πράγματα. Η βαθιά και αναμφισβήτητα μη αναστρέψιμη κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη νεοφιλελεύθερη εποχή δείχνει σαφώς την ανάγκη να επινοηθεί μια άλλη πολιτική, μια άλλη σχέση με την πολιτική. Και αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση της πολιτικής του κοινού.
Pierre Dardot: Πρέπει να θυμόμαστε ότι το κοινό δεν προέρχεται από το κράτος. Το Κράτος δεν είναι σε καμία περίπτωση ο ιδιοκτήτης του κοινού, παρά παράνομα. Από το ίδιο το εσωτερικό του κινήματος της κοινωνίας, μέσα από τους αγώνες που τη μετασχηματίζουν, εφευρέθηκαν νέες πολιτικές μορφές. Οι θεσμοί γεννιούνται από τη σύγκρουση. Ξεχάστηκε, χωρίς αμφιβολία λόγω του εκφυλισμού των οργανώσεων του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος, ότι οι εργαζόμενοι του 19ου αιώνα μπόρεσαν, υπό πολύ δύσκολες συνθήκες, να δημιουργήσουν νέους θεσμούς στην εποχή τους, όπως συνδικάτα, συνεταιρισμούς, και τα λοιπά.
Η σημερινή αφθονία των συλλόγων αγώνα και υπεράσπισης των πολιτών συνδέεται με αυτή την ιστορία, ενώ παράλληλα της δίνει μια βαθιά ανανέωση. Δεν είναι μόνο ο χώρος εργασίας που πρέπει να επανασυσταθεί πολιτικά, όπως ήθελαν οι σοσιαλιστές πολλών ετών, αλλά όλες οι κοινωνικές δραστηριότητες και όλες οι σφαίρες της ζωής: το νοσοκομείο, το σχολείο, το σπίτι, η πόλη, ο πολιτισμός.
Christian Laval: Δεν υπάρχει προκαθορισμένο σχέδιο για αυτή τη νέα πολιτική. Έχουμε μόνο συγκεκριμένες εμπειρίες που πρέπει να εξετάσουμε, να συγκρίνουμε, να συνθέσουμε. Για παράδειγμα, όλα αυτά που έχουν διερευνηθεί επί σειρά ετών με την ονομασία «συμμετοχική δημοκρατία» σε τοπικό επίπεδο, σε πολύ διαφορετικές περιοχές και υπό πολύ διαφορετικές μορφές, στη Λατινική Αμερική, στην Αγγλία, στην κουρδική περιοχή της Ροζάβα με την κομμουναλιστική ουτοπία κ.λπ. Και πάνω απ ‘όλα αυτό το ακαταμάχητο κύμα σε ένα παγκόσμιο επίπεδο συλλογικής φροντίδας των «κοινών αγαθών», το οποίο συνεπάγεται (παρά τον λανθασμένο χαρακτηρισμό του) τη συμμετοχή των πολιτών στον ορισμό, τη φροντίδα και την παραγωγή του. Το παράδειγμα του εκδημοκρατισμού των υδάτινων υπηρεσιών στη Νάπολη, όπως προωθεί ο δήμαρχος Luigi de Magistris, ξεχωρίζει με αυτή την έννοια, παρά τα όριά του.
Πιο συγκεκριμένα: ποιο μήνυμα θα δώσατε στις δημοτικές πρωτοβουλίες (Ahora Madrid, Barcelona en Comú, Marea Atlántica) που θεωρούν την «προστασία των κοινών αγαθών» ως βασικό άξονα των προγραμμάτων τους;
Pierre Dardot: Μια από τις «προτάσεις» μας είναι να μετατρέψουμε τις δημόσιες υπηρεσίες σε θεσμοθετημένα κοινά. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα ανήκουν πλέον στο κράτος σαν να ήταν ο ιδιοκτήτης, ο μόνος θεματοφύλακας, η γενική αρχή.
Μια δημόσια υπηρεσία αξίζει τον τίτλο μόνο αν είναι μια υπηρεσία που η κοινωνία δίνει στον εαυτό της για να πραγματοποιήσει τα δικαιώματά της και να ικανοποιήσει τις ανάγκες της. Πρέπει να σπάσουμε το μονοπώλιο της κρατικής διοίκησης προκειμένου να διασφαλίσουμε την καθολικότητα της πρόσβασης στις υπηρεσίες αυτές: οι χρήστες πρέπει να θεωρηθούν όχι ως καταναλωτές αλλά ως πολίτες που συμμετέχουν στις συζητήσεις και αποφάσεις που τους αφορούν παράλληλα με τους «δημόσιους υπαλλήλους»».
Christian Laval: Μια άλλη προϋπόθεση που πρέπει να επιβληθεί: η πολιτική δεν πρέπει να είναι θέμα επαγγελματιών. Η πολιτική δεν είναι γραφείο και μάλιστα ένα γραφείο μιας ολόκληρης ζωής. Στο πολιτικό επίπεδο, ένας από τους βασικούς άξονες της επανάστασης που οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε σήμερα είναι η ριζική τροποποίηση του ορισμού της πολιτικής εντολής, σε κάθε επίπεδο, προκειμένου να εξαλειφθεί η «κάστα» των πολιτικών που – πιο κοντά παρά ποτέ στις κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις – έχει κάνει τόσο πολύ κακό στις κοινωνίες μας».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
[1] Ο Christian Laval, είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Nanterre La Défense του Παρισιού, ειδικός στο φιλελευθερισμό και ιδιαίτερα στην ωφελιμιστική φιλοσοφία του Jeremy Bentham. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για αυτά τα θέματα, συμπεριλαμβανομένων πολλών σε συνεργασία με τον Pierre Dardot. Είναι μέλος της Sophiapol * (Ερευνητική Μονάδα: Sociologie, Philosophie, Anthropologie, Politiques) της ομάδας μελέτης «Ερώτημα Marx» και του κέντρου Bentham. Είναι επίσης συνεργάτης ερευνητής στο Ινστιτούτο Ερευνών της Ενιαίας Ομοσπονδίας Συνδικάτων. Πρώην μέλος του επιστημονικού συμβουλίου της ATTAC, είναι συν-διευθυντής (με τον Laurent Jeanpierre) της συλλογής «L’ horizon des posses» στις εκδόσεις La Découverte και αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Ερευνών της Ομοσπονδίας Ενιαίων Συνδικάτων (FSU).). Ο Pierre Dardot είναι φιλόσοφος, ερευνητής επίσης στο ερευνητικό εργαστήριο Sophiapol του πανεπιστημίου Nanterre La Défense του Παρισιού και στενός συνεργάτης του Christian Laval, με τον οποίο έχουν συγγράψει πολλά βιβλία.
[2] Η λατινική φράση res publica (μτφ. δημόσια υπόθεση) είναι όρος ο οποίος αναπτύχθηκε στην αρχαία Ρώμη για την περιγραφή των δημοσίων υποθέσεων, και χρησιμοποιήθηκε αργότερα κατά τον 1ο αιώνα π. Χ. από τον Κικέρωνα, ως μετάφραση του ελληνικού όρου πολιτεία. Στη σύγχρονη εποχή χρησιμοποιείται για να δηλώσει τύπο αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως res publica ή συνηθέστερα ως republic. Το Res publica ως έκφραση αναφέρεται σε κάτι που είναι κοινό μεταξύ πολλών ανθρώπων. Για παράδειγμα μια δημόσια πλατεία ή κήπος στην πόλη της αρχαίας Ρώμης μπορούσε να είναι είτε ιδιωτική ιδιοκτησία (res privata), ή να διαχειρίζεται από το κράτος, με την τελευταία περίπτωση να είναι res publica. Θεωρώντας το σύνολο όλων των κοινών ιδιοκτησιών και του κοινού συμφέροντος, οδηγεί στην έννοια του «res publica» ως το κράτος. Για τους Ρωμαίους ο χαρακτηρισμός αυτός συμπεριελάμβανε και την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μαζί με όλα τα συμφέροντα της, έτσι ως Res Publica μπορούσε να αναφέρεται και η ίδια η αυτοκρατορία στο σύνολο της, άσχετα με το αν κυβερνούνταν ως πολιτεία, ή αν βρισκόταν υπό την αυτοκρατορική μοναρχική εξουσία. Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται και χρήση του όρου κοινοπολιτεία, ως ακριβέστερου και πιο ουδέτερου όρου για την απόδοση του λατινικού, και αποτελώντας αναφορά στο σύνολο του κράτους, χωρίς να διευκρινίζει τον τύπο του πολιτεύματος του. Οι Ρωμαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν επίσης τον όρο για να περιγράψουν την περίοδο όπου η Ρώμη κυβερνιόταν ως πολιτεία, ου ξεκινά με την εκθρόνιση του τελευταίου Ετρούσκου βασιλιά της Ρώμης, του Ταρκύνιου του Υπερήφανου (Tarquinius Superbus), το 509 π. Χ. και τελειώνει με την επικράτηση του Οκταβιανού επί του Μάρκου Αντώνιου στη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π. Χ. Η Roman Republic, λοιπόν, που αποδίδεται συνήθως στα ελληνικά ως Ρωμαϊκή Δημοκρατία (Λατιν.: Res publica Romana), αναφέρεται στο πολίτευμα της Res Publica που εγκαθιδρύθηκε τότε, και αποτελεί τη ρεπουμπλικανική περίοδο της ρωμαϊκής ιστορίας. Στην πραγματικότητα το πολίτευμα αυτό, όντας ουσιαστικά ολιγαρχικό, οργανωμένο αρχικά από τους πατρίκιους, που αποτελούσαν την αγροτική αριστοκρατία και ήταν οι κεφαλές των εκατό κυριότερων οικογενειών της Ρώμης, διευρυνόμενο στη συνέχεια με νέα αξιώματα μετά από συμβιβασμούς στη διαμάχη με τους πληβείους δεν είχε καμία σχέση με το αρχέτυπο που σηματοδοτεί η λέξη Δημοκρατία, όπως αναδύθηκε στην Αρχαία Αθήνα, φθάνοντας στο απόγειό της, την περίοδο του Περικλή. Στη σημερινή εποχή, χρησιμοποιούνται εναλλακτικά οι όροι, Republic και Democracy είτε αδιακρίτως, είτε ενίοτε με αποχρώσεις, για να περιγράψουν το αντιπροσωπευτικό σύστημα του κομματικού κοινοβουλευτισμού, που δεν αποτελεί, όπως έλεγε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, παρά φιλελεύθερη ολιγαρχία. Όσοι θεωρούν τις δύο, αντιδιαμετρικά αντίθετες, αυτές μορφές ως παραλλαγές δημοκρατίας κάνουν τη διάκριση μεταξύ άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. 
ΠΗΓΗ

Σχόλια