Η Αριστοτελική οικονομική σκέψη

Όλα ξεκίνησαν, ως συνήθως, με τους Έλληνες.

Η Αριστοτελική οικονομική σκέψη, τόνισε επίσης τη σημασία της συμπληρωματικότητας των οικονομικών παραγωγικών συντελεστών στην απόδοση της αξίας τους. Ένα πριόνι, όπως επεσήμανε, είναι πιο πολύτιμο από ένα δρεπάνι στην τέχνη της ξυλουργικής, αλλά δεν είναι πιο πολύτιμο παντού και σε κάθε επιδίωξη μας. Τόνισε επίσης ότι ένα αγαθό με πολλές πιθανές χρήσεις θα είναι πιο επιθυμητό, ​​ή πολύτιμο, από ένα αγαθό με μόνο μία χρήση.

Ενώ η Αριστοτελική οπτική ήταν επικριτική για την επιδίωξη απόκτησης χρήματος, ωστόσο αντιτάχθηκε σε κάθε περιορισμό – όπως αυτούς που υποστήριζε ο Πλάτωνας – στη συσσώρευση ιδιωτικής περιουσίας εκ μέρους ενός ατόμου.

Του Murray Ν. Rothbard

Απόδοση: Ευθύμης Μαραμής

Εισαγωγή

Οι απόψεις του μεγάλου φιλόσοφου Αριστοτέλη είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς ολόκληρη η δομή της σκέψης του είχε τεράστια και κυρίαρχη επιρροή στην οικονομική και κοινωνική σκέψη στα μέσα και στα τέλη του Μεσαίωνα, η οποία σκέψη θεωρούταν Αριστοτελική.

Παρόλο που ο Αριστοτέλης, κατά την ελληνική παράδοση, περιφρονούσε την επιδίωξη απόκτησης χρημάτων και ήταν ελάχιστα υποστηρικτής της ελεύθερης οικονομίας, έθεσε ωστόσο οξύτατα επιχειρήματα υπέρ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ίσως επηρεασμένος από τα επιχειρήματα υπέρ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας του Δημόκριτου, ο Αριστοτέλης εξαπέλυσε ισχυρή επίθεση στον κοινοτισμό1 της άρχουσας τάξης που επικαλούταν ο Πλάτωνας. Κατήγγειλε τον στόχο του Πλάτωνα για την τέλεια ενότητα του κράτους μέσω κοινοτισμού, επισημαίνοντας ότι μια τέτοια ακραία ενότητα αντιβαίνει στην ποικιλομορφία της ανθρωπότητας και στέκεται ενάντια στα αμοιβαία οφέλη που αποκομίζει ο καθένας μέσω της ανταλλαγής στις αγορές. Ο Αριστοτέλης παρέθεσε στη συνέχεια, σημείο προς σημείο, τις αντιθέσεις μεταξύ της ιδιωτικής και της κοινοτικής ιδιοκτησίας.

Ιδιωτική και κοινοτική ιδιοκτησία κατά τον Αριστοτέλη

Πρώτον, η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι πιο παραγωγική και συνεπώς θα οδηγήσει σε πρόοδο. Τα εμπορεύματα που υπόκεινται σε κοινή ιδιοκτησία από μεγάλο αριθμό ατόμων, δεν θα λάβουν επαρκή προσοχή, δεδομένου ότι οι άνθρωποι θα πράττουν κυρίως προς το δικό τους συμφέρον και θα παραμελούν τα καθήκοντα που μπορούν να μετατοπίσουν σε άλλους. Αντίθετα, οι άνθρωποι θα αφιερώσουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και φροντίδα στην δική τους ιδιοκτησία.

Δεύτερον, ένα από τα επιχειρήματα του Πλάτωνα υπέρ της κοινής ιδιοκτησίας, ήταν ότι αυτή ευνοεί την κοινωνική ειρήνη, αφού κανείς δεν θα ζηλεύει ή θα προσπαθεί να αρπάξει την ιδιοκτησία άλλου. Ο Αριστοτέλης απάντησε ότι η κοινοτική ιδιοκτησία θα οδηγήσει σε συνεχιζόμενες και έντονες συγκρούσεις, καθώς κάθε ένας θα διαμαρτύρεται ότι έχει δουλέψει σκληρότερα και απέκτησε λιγότερα από άλλους που έχουν κάνει ελάχιστα και έχουν αποκτήσει περισσότερο από το κοινό απόθεμα. Επιπλέον, ο Αριστοτέλης υποστήριξε πως δεν παρακινούνται όλα τα εγκλήματα από οικονομικά κίνητρα. Όπως δήλωνε: «οι άνθρωποι δεν γίνονται τύραννοι για να μην υποφέρουν από το κρύο».

Τρίτον, η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι σαφώς έμφυτη στην ανθρώπινη φύση: η αγάπη του ανθρώπου για τον εαυτό του, για τα χρήματα και για την ιδιοκτησία του, είναι όλα συνδεδεμένα σε μια φυσική αγάπη προς την αποκλειστική ιδιοκτησία.

Τέταρτον, ο Αριστοτέλης, όντας μεγάλος παρατηρητής του παρελθόντος και του παρόντος, επεσήμανε ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία υπήρχε πάντα και παντού. Η επιβολή της κοινοτικής ιδιοκτησίας στην κοινωνία, θα σήμαινε πως αγνοούμε την ανθρώπινη ιστορική εμπειρία και πως κάνουμε άλμα σε νέες μη δοκιμασμένες καταστάσεις. Η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας θα δημιουργούσε, πιθανώς, περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυνε.

Τέλος, ο Αριστοτέλης συνδύασε τις οικονομικές και ηθικές του θεωρίες παρέχοντας την λαμπρή θεώρηση ότι μόνο η ιδιωτική ιδιοκτησία παρέχει στους ανθρώπους την ευκαιρία να ενεργούν ηθικά, π.χ. να εξασκούν τις αρετές της αγαθοεργίας και της φιλανθρωπίας. Η εξαναγκαστική φύση της κοινοτικής ιδιοκτησίας θα κατέστρεφε αυτή την ευκαιρία.

Ενώ ο Αριστοτέλης ήταν επικριτικός για την επιδίωξη απόκτησης χρήματος, αντιτάχθηκε σε κάθε περιορισμό – όπως αυτούς που υποστήριζε ο Πλάτωνας – στη συσσώρευση ιδιωτικής περιουσίας εκ μέρους ενός ατόμου. Αντ’ αυτού, ο Αριστοτέλης πίστευε πως η εκπαίδευση πρέπει να διδάσκει, ώστε να περιορίζονται εθελοντικά οι αχαλίνωτες επιθυμίες και να οδηγούνται έτσι οικειοθελώς οι άνθρωποι να περιορίσουν τις ατομικές συσσωρεύσεις πλούτου.

«Φυσικές ανάγκες» και «αφύσικες επιθυμίες»

Παρά την έντονη υπεράσπιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και την αντίθεσή του στους καταναγκαστικούς περιορισμούς που επιθυμούσε ο Πλάτωνας για τον πλούτο, ο αριστοκράτης Αριστοτέλης ήταν απόλυτα περιφρονητικός για την εργασία και το εμπόριο όπως και οι προκάτοχοί του. Δυστυχώς, ο Αριστοτέλης έθεσε ένα πρόβλημα που απασχόλησε τους επόμενους αιώνες, δημιουργώντας μια παραπλανητική διάκριση μεταξύ των «φυσικών» αναγκών που πρέπει να ικανοποιηθούν και των «αφύσικων» επιθυμιών, οι οποίες είναι απεριόριστες και πρέπει να εγκαταλειφθούν.

Δεν υπάρχει εύλογο επιχείρημα για να μας επιδείξει γιατί, όπως πίστευε ο Αριστοτέλης, οι ανάγκες που εξυπηρετούνται με εργασία στα όρια της επιβίωσης ή ο αντιπραγματισμός, αποτελούν κάτι «φυσικό», ενώ εκείνες οι ανάγκες που ικανοποιούνται από πολύ πιο παραγωγικές ανταλλαγές χρημάτων είναι τεχνητές, «αφύσικες» και συνεπώς καταδικαστέες. Οι ανταλλαγές για χρηματικό κέρδος απλώς καταγγέλλονται ως ανήθικες και «αφύσικες», συγκεκριμένα δραστηριότητες όπως το λιανικό εμπόριο, το χονδρεμπόριο, οι μεταφορές και η μίσθωση εργατικού δυναμικού. Ο Αριστοτέλης έτρεφε ιδιαίτερη εχθρότητα για το λιανικό εμπόριο, το οποίο φυσικά εξυπηρετεί άμεσα τον καταναλωτή. Ήθελε να εξαλειφθεί εντελώς.

Ο Αριστοτέλης δεν είναι καθόλου συνεπής στις οικονομικές του μελέτες. Διότι, μολονότι καταδικάζει την νομισματική ανταλλαγή ως ανήθικη και αφύσικη, επαινεί ταυτόχρονα ένα τέτοιο δίκτυο ανταλλαγών, το οποίο κρατά την πόλη ενωμένη με αμοιβαίες δοσοληψίες.

Αντιφάσεις για το χρήμα

Η σύγχυση στη σκέψη του Αριστοτέλη μεταξύ του αναλυτικού και του «ηθικού» φαίνεται επίσης στη συζήτηση του για τα χρήματα: από τη μία πλευρά, βλέπει ότι η αύξηση των χρημάτων διευκόλυνε πολύ την παραγωγή και την ανταλλαγή. Και βλέπει επίσης ότι το χρήμα, το μέσο ανταλλαγής, αντιπροσωπεύει τη γενική ζήτηση και «κρατά όλα τα αγαθά μαζί». Επίσης, τα χρήματα εξαλείφουν το σοβαρό πρόβλημα της «διπλής σύμπτωσης των επιθυμιών», όπου κάθε έμπορος θα πρέπει να θέλει απευθείας τα αγαθά του άλλου. Τώρα, κάθε άτομο μπορεί να πουλήσει αγαθά για χρήματα. Επιπλέον, τα χρήματα χρησιμεύουν ως αποθήκη αξιών που θα χρησιμοποιηθούν για μελλοντικές αγορές.

Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα για το μέλλον με την ηθική καταδίκη του έντοκου χρηματικού δανεισμού ως «αφύσικου». Δεδομένου ότι τα χρήματα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν άμεσα και χρησιμοποιούνται μόνο για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών, είναι «άγονα» και δεν μπορούν από μόνα τους να αυξήσουν τον πλούτο. Ως εκ τούτου, η επιβολή τόκων, που ο Αριστοτέλης θεωρούσε λανθασμένα ότι συνεπαγόταν άμεση παραγωγικότητα των χρημάτων, καταδικάστηκε σφόδρα ως αντίθετη στη φύση.

Ο Αριστοτέλης θα τα είχε πάει καλύτερα αν απέφευγε μια τέτοια βιαστική ηθική καταδίκη και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί, στην πραγματικότητα, ο τόκος καταβάλλεται οικουμενικά. Μήπως θα μπορούσε να μην υπάρχει κάτι «φυσικό», στο τέλος, όσον αφορά το επιτόκιο; Και αν είχε ανακαλύψει τον οικονομικό λόγο της χρέωσης – και της καταβολής – των τόκων, ίσως ο Αριστοτέλης είχε καταλάβει γιατί αυτές οι χρεώσεις ήταν ηθικές και καθόλου αφύσικες .

Ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πλάτωνας, ήταν εχθρικός προς την οικονομική ανάπτυξη και ευνόησε μια στατική κοινωνία, η οποία ταίριαζε με την αντίθεσή του στην επιδίωξη απόκτησης χρήματος και στη συσσώρευση πλούτου. Η αντίληψη του Ησίοδου όσον αφορά τα οικονομικά προβλήματα, όπως η κατανομή των σπάνιων μέσων για την ικανοποίηση εναλλακτικών αναγκών/επιθυμιών, ουσιαστικά αγνοήθηκε τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τον Αριστοτέλη, ο οποίος αντ’ αυτού γνωμοδότησε υπέρ της υποβάθμισης των αναγκών/επιθυμιών, ώστε να συμβιβάζονται αυτές με όσα μέσα είναι διαθέσιμα.

Ανταλλακτική συναλλαγή

Η δύσκολη συζήτηση σχετικά με την ανταλλαγή εκ μέρους του Αριστοτέλη, η οποία άσκησε μεγάλη επιρροή στο μέλλον, έπασχε σοβαρά από την επίμονη τάση του να συγχέει την ανάλυση με την άμεση ηθική κρίση. Όπως και στην περίπτωση της χρέωσης τόκων, ο Αριστοτέλης δεν παρέμεινε ουσιώδης ώστε να ολοκληρώσει μια μελέτη σχετικά με το γιατί πραγματοποιούνται ανταλλαγές στην πραγματική ζωή, χωρίς να καταφύγει βιαστικά σε ηθικές διακηρύξεις.

Κατά την ανάλυση των ανταλλαγών, ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι αυτές οι αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές συνεπάγονται μια «αναλογική αμοιβαιότητα», αλλά είναι χαρακτηριστικά αμφίβολο για τον Αριστοτέλη αν όλες οι ανταλλαγές χαρακτηρίζονται από τη φύση τους από αμοιβαιότητα ή αν μόνο οι αναλογικά αμοιβαία ανταλλαγές είναι πραγματικά «δίκαιες». Και βεβαίως, ο Αριστοτέλης δεν ήταν αυτός που θα έθετε το ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι συμμετέχουν οικειοθελώς σε «άδικες» ανταλλαγές; Με τον ίδιο τρόπο, γιατί οι άνθρωποι πληρώνουν εθελοντικά τόκους, εάν είναι στην πραγματικότητα «άδικοι»;

Τα σφάλματα του Αριστοτέλη για την ανταλλαγή

Μπερδεύοντας τα πράγματα περαιτέρω, ο Αριστοτέλης, υπό την επιρροή των Πυθαγορείων μυστικιστικών αριθμών, εισήγαγε σκοτεινούς και συγκεχυμένους μαθηματικούς όρους σε κάτι που θα μπορούσε να ήταν μια απλή ανάλυση όσον αφορά την ανταλλακτική συναλλαγή. Το μόνο αμφιλεγόμενο όφελος αυτής της συμβολής, ήταν να δώσει πολλές ώρες στους ιστορικούς της οικονομικής σκέψης στο να προσπαθούν να αναγνώσουν κάποια εξελιγμένη σύγχρονη ανάλυση στα γραπτά του Αριστοτέλη. Αυτό το πρόβλημα επιδεινώνεται από μια ατυχή τάση μεταξύ των ιστορικών σκέψης, να θεωρούν τους μεγάλους στοχαστές του παρελθόντος ως απαραιτήτως συνεπείς και συνεκτικούς με νοήματα. Αυτό βέβαια είναι ένα σοβαρό ιστοριογραφικό λάθος. Όσο μεγάλοι και αν είναι, όλοι οι στοχαστές μπορούν να περιπέσουν σε σφάλματα και ασυνέπειες και ακόμη και να γράψουν ασυναρτησίες περιστασιακά. Πολλοί ιστορικοί σκέψης, δεν φαίνεται να μπορούν να αναγνωρίσουν αυτό το απλό γεγονός.

Η περίφημη ανάλυση του Αριστοτέλη για την αμοιβαιότητα των Ανταλλαγών στο Βιβλίο V στα «Ηθικά Νικομάχεια», αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα καταφυγής σε ασυναρτησίες. Ο Αριστοτέλης μιλάει για έναν οικοδόμο που ανταλλάσσει ένα σπίτι για παπούτσια που παράγει ένας υποδηματοποιός. Στη συνέχεια, γράφει: «Ο αριθμός λοιπόν των παπουτσιών που θα ανταλλαγούν με ένα σπίτι πρέπει να είναι όσος είναι και ο λόγος του οικοδόμου προς τον τσαγκάρη. Γιατί αν δεν είναι έτσι, δεν θα υπάρξει ούτε ανταλλαγή ούτε δοσοληψία». Ορίστε; Πώς μπορεί ποτέ να υπάρξει αναλογία «οικοδόμου» προς «τσαγκάρη»; Πολύ λιγότερο, πως να υπάρξει εξίσωση της αναλογίας: παπούτσια/σπίτια; Σε τι μονάδες μπορούν να εκφραστούν άνθρωποι όπως οι οικοδόμοι και οι υποδηματοποιοί;

Η σωστή απάντηση είναι ότι δεν βγαίνει νόημα και ότι αυτή η συγκεκριμένη άσκηση θα πρέπει να απορριφθεί ως ένα ατυχές παράδειγμα Πυθαγόρειας εμμονής για ποσοτικοποίηση. Και όμως, διάφοροι διακεκριμένοι ιστορικοί έχουν αναγνώσει στις βασανιστικές κατασκευές αυτού του χωρίου, πως ο Αριστοτέλης αποτελεί προπομπό της εργασιακής θεωρίας της αξίας ή προπομπό του W. Stanley Jevons ή του Alfred Marshall. Η εργασιακή θεωρία της αξίας, αναγιγνώσκεται στην ανυποστήρικτη υπόθεση ότι ο Αριστοτέλης «θα πρέπει να εννοούσε» εργάσιμες ώρες δαπανημένες από τον οικοδόμο ή τον υποδηματοποιό, ενώ ο Josef Soudek με κάποιο τρόπο βλέπει εδώ τις αντίστοιχες δεξιότητες αυτών των παραγωγών, δεξιότητες που στη συνέχεια μετριούνται από τα προϊόντα τους. Ο Soudek καταλήγει τελικά πως ο Αριστοτέλης αποτελεί προπομπό του W. Stanley Jevons.

Μπροστά σε όλο αυτό το περίτεχνο κυνήγι φαντασμάτων, αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη η ετυμηγορία για αυτές τις ασυναρτησίες εκ μέρους του οικονομικού ιστορικού μελετητή της αρχαίας Ελλάδας, Moses I. Finley και από τον διακεκριμένο Αριστοτελικό μελετητή H.H. Joachim, ο οποίος είχε το θάρρος να γράψει: «Το πώς ακριβώς θα καθοριστούν οι αξίες των παραγωγών και τι μπορεί να σημαίνει η αναλογία μεταξύ τους, θα πρέπει να ομολογήσω, πως τελικά είναι ακατάληπτο για μένα.»2

Η ανταλλαγή δεν συνεπάγεται ισότητα αξίας των αγαθών

Μια άλλη σοβαρή πλάνη στην ίδια παράγραφο των «Ηθικών Νικομαχείων», οδήγησε σε ανυπολόγιστη ζημιά τους μελλοντικούς αιώνες της οικονομικής σκέψης. Εκεί ο Αριστοτέλης λέει ότι για να γίνει μια ανταλλαγή (οποιαδήποτε ανταλλαγή; μια «δίκαιη» ανταλλαγή;), τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες «πρέπει να εξισωθούν», μια φράση που τονίζει ο Αριστοτέλης αρκετές φορές. Είναι αυτή η απαραίτητη «εξίσωση» που οδήγησε τον Αριστοτέλη να φέρει στο προσκήνιο τις μαθηματικές και ίσες ενδείξεις. Ο συλλογισμός του ήταν ότι για να ανταλλάξουν προϊόντα ο Α και ο Β, η αξία και των δύο προϊόντων πρέπει να είναι ίση, διαφορετικά δεν θα γινόταν ανταλλαγή. Τα διαφορετικά αγαθά που ανταλλάσσονται μεταξύ τους πρέπει να γίνουν ίσα, διότι μόνο πράγματα ίσης αξίας ανταλλάσσονται.

Η αριστοτελική αντίληψη περί ίσης αξίας στην ανταλλαγή, είναι ξεκάθαρα λανθασμένη, όπως κατέδειξε η Αυστριακή Σχολή οικονομικών στα τέλη του 19ου αιώνα. Αν ο Α ανταλλάσσει παπούτσια με σακιά σίτου που ανήκουν στον Β, ο Α το πράττει επειδή προτιμά το σιτάρι από τα παπούτσια, ενώ οι προτιμήσεις του Β είναι ακριβώς οι αντίθετες. Αν υπάρξει ανταλλαγή, αυτό δεν συνεπάγεται ισότητα αξιών, αλλά αντίστροφη ανισότητα αξιών μεταξύ των δύο μερών που κάνουν την ανταλλαγή. Αν αγοράσω μια εφημερίδα για 30 ¢ το κάνω επειδή προτιμώ την απόκτηση της εφημερίδας από το να διατηρήσω τα 30 σεντς, ενώ ο πωλητής της εφημερίδας προτιμά να πάρει τα χρήματα αντί να διατηρήσει την εφημερίδα. Αυτή η διπλή ανισότητα υποκειμενικών αποτιμήσεων, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε ανταλλαγή.

Αν η ισορροπία της σχέσης μεταξύ οικοδόμου και εργάτη αγνοηθεί, άλλα τμήματα της ανάλυσης του Αριστοτέλη έχουν θεωρηθεί από ορισμένους ιστορικούς ως προηγηθέντα τμήματα των οικονομικών της Αυστριακής Σχολής. Ο Αριστοτέλης δηλώνει με σαφήνεια ότι τα χρήματα αντιπροσωπεύουν την ανθρώπινη ανάγκη ή ζήτηση, η οποία παρέχει το κίνητρο για ανταλλαγή και είναι αυτά «που κρατάν όλα τα πράγματα μαζί». Η ζήτηση διέπεται από τη χρηστική αξία ή την επιθυμία για ένα αγαθό. Ο Αριστοτέλης ακολουθεί τον Δημόκριτο, επισημαίνοντας ότι αφού η ποσότητα ενός αγαθού φτάσει σε ένα ορισμένο όριο, όταν υπάρχει «πάρα πολύ», η αξία χρήσης θα καταρρεύσει και θα καταστεί άνευ αξίας.

Σπανιότητα, αξία, συμπληρωματικότητα των συντελεστών και οριακή παραγωγικότητα

Αλλά ο Αριστοτέλης πηγαίνει ένα βήμα πέρα ​​από τον Δημόκριτο, επισημαίνοντας την άλλη πλευρά του νομίσματος: ότι όταν ένα αγαθό γίνεται πιο σπάνιο, θα γίνει υποκειμενικά πιο χρήσιμο ή πολύτιμο. Δηλώνει στη ρητορική του ότι «το σπάνιο είναι ένα καλύτερο αγαθό από αυτό που είναι άφθονο, οπότε ο χρυσός είναι κάτι καλύτερο από το σίδηρο, αν και λιγότερο χρήσιμος». Αυτές οι δηλώσεις παρέχουν μια ελάχιστη σωστή ένδειξη της επίδρασης που ασκούν τα διάφορα επίπεδα προσφοράς στην αξία ενός αγαθού και, τουλάχιστον, έναν υπαινιγμό της μεταγενέστερης πλήρως σχηματισμένης Αυστριακής θεωρίας της οριακής ωφέλειας της αξίας και της επίλυσης του «παράδοξου» της αξίας.

Αυτές είναι ενδιαφέρουσες αναφορές και προτάσεις. Αλλά μερικές αποσπασματικές φράσεις, διάσπαρτες σε διάφορα βιβλία, δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση πρόδρομο της Αυστριακής Σχολής. Αλλά ένας πιο ενδιαφέρων πρόγονος της Αυστριακής σκέψης, έχει προσελκύσει την προσοχή των ιστορικών τα τελευταία χρόνια: Οι βάσεις για την αυστριακή θεωρία της οριακής παραγωγικότητας – της διαδικασίας με την οποία η αξία των τελικών προϊόντων αποδίδεται στα μέσα ή τους συντελεστές της παραγωγής.

Στο ελάχιστα γνωστό έργο του, «τα τοπικά», καθώς και στην μεταγενέστερη «Ρητορική», ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με μια φιλοσοφική ανάλυση της σχέσης μεταξύ των ανθρώπινων σκοπών και των μέσων με τα οποία επιδιώκουν αυτούς τους σκοπούς οι άνθρωποι. Αυτά τα μέσα, ή «όργανα παραγωγής», αναγκαστικά αποκομίζουν την αξία τους από τα τελικά τους προϊόντα χρήσιμα στον άνθρωπο, «τα όργανα δράσης». Όσο μεγαλύτερη είναι η επιθυμία, ή η υποκειμενική αξία, ενός αγαθού, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιθυμία ή η αξία των μέσων για την επίτευξη αυτού του προϊόντος.

Το πιο σημαντικό, ο Αριστοτέλης εισάγει το οριακό στοιχείο σε αυτήν την απόδοση/καταλογισμό της αξίας, υποθέτοντας ότι εάν η απόκτηση ή προσθήκη ενός αγαθού Α σε ένα ήδη επιθυμητό αγαθό Γ δημιουργεί ένα πιο επιθυμητό αποτέλεσμα από την προσθήκη του αγαθού Β, τότε το Α αξιολογείται υψηλότερα από το Β. Ή, όπως το έθεσε ο Αριστοτέλης: «κρίνετε μέσω μιας προσθήκης και δείτε αν η προσθήκη του Α στο ίδιο πράγμα με το Β κάνει το σύνολο πιο επιθυμητό από την προσθήκη του Β».

Ο Αριστοτέλης εισάγει επίσης μια ακόμη έννοια προπομπό της Αυστριακής σκέψης ή, καλύτερα, προπομπό της σκέψης του Eugen von Böhm-Bawerk, τονίζοντας τη διαφορετική αξία όπως αυτή προκύπτει με την απώλεια και όχι με την προσθήκη ενός αγαθού. Το αγαθό Α θα είναι πιο πολύτιμο από το Β, εάν η απώλεια του Α θεωρείται χειρότερη από την απώλεια Β. Όπως ο Αριστοτέλης διατύπωσε με σαφήνεια: «Αυτό είναι το μεγαλύτερο αγαθό, του οποίου το αντίθετο είναι το μεγαλύτερο κακό και που η απώλεια του μας επηρεάζει περισσότερο.»

Ο Αριστοτέλης τόνισε επίσης τη σημασία της συμπληρωματικότητας των οικονομικών παραγωγικών συντελεστών στην απόδοση της αξίας τους. Ένα πριόνι, όπως επεσήμανε, είναι πιο πολύτιμο από ένα δρεπάνι στην τέχνη της ξυλουργικής, αλλά δεν είναι πιο πολύτιμο παντού και σε κάθε επιδίωξη μας. Τόνισε επίσης ότι ένα αγαθό με πολλές πιθανές χρήσεις θα είναι πιο επιθυμητό, ​​ή πολύτιμο, από ένα αγαθό με μόνο μία χρήση.

Κλείνοντας

Οι επικριτές της οικονομικής σημασίας της ανάλυσης του Αριστοτέλη, λένε ότι ο Αριστοτέλης, με εξαίρεση το σημείο του πριονιού και του δρεπανιού, δεν έκανε οικονομική εφαρμογή της ευρείας φιλοσοφικής αντιμετώπισης της απόδοσης (καταλογισμού). Αλλά αυτές οι επικρίσεις, αγνοούν το κρίσιμο σημείο που αναδεικνύει το αυστριακό έργο  – το οποίο επισημαίνεται με ιδιαίτερο δυναμισμό και επεξεργασία από τον Αυστριακό οικονομολόγο του 20ου αιώνα Ludwig von Mises – ότι η οικονομική θεωρία είναι μόνο ένα μέρος, ένα υποσύνολο μιας ευρύτερης, «πραξεολογικής» ανάλυσης της ανθρώπινης δράσης. Αναλύοντας τις λογικές επιπτώσεις της χρήσης των μέσων κατά την επιδίωξη των στόχων σε όλη την ανθρώπινη δράση, ο Αριστοτέλης άρχισε να θέτει έξοχα τις βάσεις για την αυστριακή θεωρία της απόδοσης (καταλογισμού) της αξίας στους συντελεστές της παραγωγής, καθώς και της οριακής παραγωγικότητας που ακολούθησαν δύο χιλιετίες αργότερα.

***

Διαβάστε περισσότερα από τον Murray N. Rothbard
Σημειώσεις:
  1. Ο Rothbard χρησιμοποιεί την λέξη Communism.
  2. H.H. Joachim, Aristotle: The Nichomachean Ethics (Oxford: The Clarendon Press, 1951), σ. 50. Δείτε επίσης, Moses I. Finley, «Aristotle and Economic Analysis,» in Studies in Ancient Society (London: Routledge and Kegan Paul, 1974), σ. 32–40.

 
 

Σχόλια