H Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου




Γράφει ο Δαμιανός Βασιλειάδης
Eκπαιδευτικός, συγγραφέας
Μέλος της Πατριωτικής Συσπείρωσης, Υποψήφιος σύμβουλος με τον ανεξάρτητο από κόμματα συνδυασμό: ΑΘΗΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, με υποψήφιο δήμαρχο τον Γιώργο Καραμπελιά, συγγραφέα, εκδότη, για τον Δήμο της Αθήνας
Από το 1994 μια νέα “εθνική επέτειος” ήρθε να προστεθεί στο πάνθεον των εθνικών επετείων.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα και ολοκλήρωσε την προαποφασισμένη από τους Νεότουρκους εθνική εκκαθάριση με την τελευταία κατάληξη της σφαγής και πυρπόλησης της Σμύρνης το 1922, για την οποία γνωστή Ελληνίδα έγραψε ότι δεν ήταν σφαγή, αλλά «συνωστισμός» στο λιμάνι της.[1] Επίσης το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός. Ούτε γεωγραφικά ούτε χρονικά.
Θα πρέπει να γνωρίζουμε όλοι μας ότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που οι ιστορικές του καταβολές πρέπει να αναζητηθούν στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα.
Το Ανατολικό Ζήτημα, αν θέλουμε να ανατρέξουμε στις απαρχές της ποντιακής τραγωδίας, προκύπτει στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, μπροστά στην επιταχυνόμενη παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, προβάλλουν αξιώσεις και επιχειρούν κάθε είδους διείσδυση, οικονομική, πολιτική στρατιωτική ή άλλη, σε αυτό τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου.
Το Ανατολικό Ζήτημα, επεισόδιο του οποίου αποτελεί η ελληνική επανάσταση, θεωρείται ότι λήγει με τον οριστικό διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την επόμενη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ίδρυση του τουρκικού κράτους.
Είναι η περίοδος της αποικιοκρατικής επέκτασης και της προσπάθειας των ισχυρών δυνάμεων της εποχής να κατακτήσουν εδάφη της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με κύριο στρατηγικό στόχο τον έλεγχο των πετρελαίων του Κιρκούκ και της Μοσούλης.
Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι οι διάφορες διενέξεις των ισχυρών δυνάμεων ακόμη και από τα τέλη του 19 αιώνα είχαν να κάνουν βασικά με τα πετρέλαια. Ακόμη και αυτό το λεγόμενο ανατολικό ζήτημα στην ουσία του είχε άμεση σχέση με τα πετρέλαια της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Ήταν η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και το πετρέλαιο από τότε αποτελούσε στρατηγική πηγή ενέργειας, όπως ακριβώς και σήμερα.
Σ’ αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία εναντίον της Ρωσίας, η οποία προσπαθεί να προσεταιριστεί τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας για να πετύχει τους στόχους της.
Αυτήν την πολιτική της Ρωσίας απεφάσισε να εμποδίσει με κάθε τρόπο και μέσο η Γερμανία, συμβουλεύοντας τους Νεότουρκους να εξαφανίσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της επικράτειάς της κι’ έτσι να θέσουν φραγμό στην κάθοδο της Ρωσίας στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μήπως οι σημερινές διενέξεις των ισχυρών της γης στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής δε θυμίζουν τα τραγικά γεγονότα αναβίωσης του Ανατολικού Ζητήματος;
Υπάρχουν σήμερα στα αρχεία των δυτικών χωρών και των ΗΠΑ πολλές αναφορές στο θέμα των πετρελαίων που έχουν άμεση σχέση με το ανατολικό ζήτημα.
Περιττό να τονίσουμε ότι διαχρονικά η Γερμανία τάχθηκε ενάντια στα συμφέροντά της Ελλάδας, ακόμη και πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, της οποίας εμπνευστής για τη γενοκτονία του χριστιανικού πληθυσμού από μέρους των Νεότουρκων και του Μουσταφά Κεμάλ υπήρξε η Γερμανία. Υπάρχουν αδιάσειστα ντοκουμέντα που το αποδεικνύουν.
Η Γερμανία στήριζε και στηρίζει ανέκαθεν την Τουρκία εναντίον της Ελλάδας και συνετέλεσε στον αφανισμό των χριστιανικών πληθυσμών της. Η πολιτική της απέβλεπε στην προσπάθεια της να εμποδίσει τους λαούς αυτούς στη Μικρά Ασία να συμπαραταχθούν με τους Ρώσους, ως ομόθρησκοι, για την προέλαση τους στις πετρελαιοπηγές της Μοσούλης και τον έλεγχο της περιοχής της Μέσης Ανατολής. 
Η πρόσφατη ιστορία μας με την κατοχή και την σημερινή ηγεμονική στάση της Γερμανίας αποδεικνύει για άλλη μια φορά του λόγου το αληθές.  Η Ελλάδα είχε τα περισσότερα θύματα από όλες τις κατεχόμενες χώρες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Και αυτό επίσης δεν πρέπει να το λησμονούμε.
 Όταν μιλάμε για Γερμανούς, για Έλληνες κ.λπ για να μην υπάρχει παρανόηση, θα πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι εννοούμε εκείνες τις οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που καθορίζουν την πολιτική των κυβερνήσεων. Με αυτή την έννοια θα ήταν λάθος να λέμε ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες, οι Γερμανοί είναι ναζί κ.λπ.
Οι γενικεύσεις είναι πάντοτε λάθος. Μιλάμε πάντοτε για συγκεκριμένες πολιτικές συγκεκριμένων κύκλων που αποφασίζουν ερήμην των λαών τους.
Η πολιτική της Γερμανίας εναντίον της Ρωσίας ξεκινάει κατ’ ουσίαν από την εποχή των ορλοφικών το 1770 (ίσως και νωρίτερα), όταν η Ρωσία επεδίωξε να ξεσηκώσει τους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κορυφώνεται κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο ποντιακός Ελληνισμός διεκδικεί τη δική του ιστορική μνήμη και την εγγραφή της στη συλλογική μνήμη του έθνους.
Είναι μια αρχή, όχι όμως το τέλος.
Γιατί όμως αυτή η επιμονή στην συλλογική μνήμη των Ποντίων; Μάλιστα μετά και την παρέλευση ενός ολόκληρου αιώνα, που οι πληγές της τραγωδίας φαίνεται να αποτελούν μακρινή ανάμνηση;
Τι νόημα έχει αυτή η επέτειος που τόση σημασία της δίνουν οι Πόντιοι;
Είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί και την απάντηση την έδωσε ο Μίλαν Κούντερα, ένας Τσέχος συγγραφέας (Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης), με τα ακόλουθα λόγια:
Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος, είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του, την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία, να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία …
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός για να αρχίσει αυτό το έθνος να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν .
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα».

Αυτός είναι ένας εύστοχος ορισμός που περιγράφει παραστατικά τι σημαίνει ιστορική μνήμη. Πέρα από τη φυσική γενοκτονία υπάρχει και η γενοκτονία της μνήμης. Ένας λαός χωρίς μνήμη είναι ένας λαός χωρίς παρόν και χωρίς μέλλον, γιατί εκείνοι που ξεχνούν την ιστορία τους δεν μπορούν με κανένα τρόπο να δημιουργήσουν το μέλλον τους.
Αυτό ισχυρίζεται και ο μέντορας του Ερντογάν, ο πολύς Αχμέτ Νταβούτογλου λέγοντας: «Κοινωνίες με ριζικά αποδυναμωμένη και φθαρμένη εθνική συνείδηση, δεν έχουν πεδίο στρατηγικής λογικής, θέτουν σε κίνδυνο την ιστορική τους ύπαρξη, περιθωριοποιούνται στη διεθνή σκακιέρα».
Καθήκον μας λοιπόν να διατηρήσουμε εμείς οι Πόντιοι και οι λοιποί Συνέλληνες τη μνήμη της μακραίωνης και ένδοξης ιστορία μας και την εθνική μας συνείδηση, που αποτελεί την ταυτότητά μας και τον συνεκτικό κρίκο της ύπαρξής και της δυναμικής παρουσίας μας στα πεπρωμένα αυτού του τόπου, που λέγεται πατρίδα.
Ήδη από το 1908 οι λεγόμενοι Νεότουρκοι, οι αιμοσταγείς Εμβέρ πασάς, ο Ταλαάτ, ο δρ. Σακίρ, ο δρ. Ναζί, ο Νουρεντίν, ο σφαγέας της Σμύρνης και του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη της Χρυσόστομου, είχαν πάρει την απόφαση να εξοντώσουν τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας.
«Θα σας κόψουμε τα κεφάλια, θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς», δήλωνε ο Τούρκος πρωθυπουργός Σεφκέτ πασάς, τον Ιούλιο του 1909, στον μεγάλο πατριάρχη του Γένους, Ιωακείμ τον Γ’.
Οι Γερμανοί, που ήταν οι ηθικοί αυτουργοί των εγκλημάτων, έβλεπαν τους Έλληνες και τους Αρμενίους, καθώς και τους Ασσυροχαλδαίους, που στην πλειοψηφία τους ήταν χριστιανοί, ως εμπόδιο στα σχέδιά τους. για οικονομική διείσδυση στην Ανατολή.
Ο καθοδηγητής των Τούρκων στρατηγός Λίμαν Φον Σάντερς, ο μετέπειτα αρχιστράτηγος των Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, υποστήριζε κυνικά τα εξής:
«Η Τουρκία δεν έχει ουδεμίαν ασφάλειαν ούτε δύναται να οργανωθεί ελευθέρως εις το μέλλον, λόγω της παρουσίας των Ελλήνων. Για να μην προκληθεί αντίδραση στον ‘πολιτισμένο’ κόσμο προτείνει, ως ‘τελική λύση’, τον λευκό θάνατο, τις ατέλειωτες οδοιπορίες. Σας διαβεβαιώνω ότι οι παγωνιές και το κρύο του χειμώνα, οι βροχές και η μεγάλη υγρασία, ο ήλιος και η τρομερή ζέστη του καλοκαιριού, οι αρρώστιες του εξανθηματικού τύφου και της χολέρας, οι κακουχίες και η ασιτία, θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, με τις σφαγές που λογαριάζετε να κάνετε εσείς».
Εκμεταλλευόμενοι και τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Τούρκοι διατάζουν για δήθεν λόγους ασφαλείας την μεταφορά των χριστιανών του Πόντου στα ενδότερα.
Οι Νεότουρκοι από το 1914 έως το 1918 και ο Μουσταφά Κεμάλ από το 1919 έως το 1922 ακολούθησαν κατά γράμμα το συστηματικό, οργανωμένο, σατανικό σχέδιο των Γερμανών συμβούλων.
Έτσι οι Νεότουρκοι μετά από τους Βαλκανικούς Πολέμους και πριν από την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο της «λύσης» των εθνοτικών προβλημάτων με την εξόντωση των άλλων εθνοτήτων.
Το σχέδιο συζητείται στα μυστικά συνέδρια των Νεότουρκων που διεξάγονται στη Θεσσαλονίκη το 1908, 1909, 1910 και 1911 και προβλέπει την απομάκρυνση του χριστιανικού πληθυσμού από τα εδάφη της Μικράς Ασίας ακόμα και με τη χρήση βίας, για να δημιουργηθεί εκεί το νέο τουρκικό κράτος.
Στο τελευταίο συνέδριό τους, αυτό του 1911, οι Νεότουρκοι λαμβάνουν την εξής απόφαση:
«Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται… Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία… Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία».
Το σχέδιο της συστηματικής εξόντωσης ολοκληρώνεται. Σε μυστική σύσκεψη των Νεότουρκων υπό την προεδρία του Ταλαάτ Πασά, ο δρ. Σακίρ Μπεχαεντίν αναφέρει τα εξής: «Τα έθνη που απέμειναν από παλιά στην Αυτοκρατορία μας, μοιάζουν με ξένα και βλαβερά χόρτα που πρέπει να ξεριζωθούν. Να ξεκαθαρίσουμε τη γη μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της επανάστασής μας».
Στην ίδια σύσκεψη ο δρ. Ναζίμ λέει:
«…Θέλω να ζήσει ο Τούρκος. Και θέλω να ζήσει μόνο σ αυτά τα εδάφη και να είναι ανεξάρτητος. Εκτός των Τούρκων όλα τα άλλα στοιχεία να εξοντωθούν, άσχετα σε ποια θρησκεία ή πίστη ανήκουν. Αυτή η χώρα πρέπει να καθαρίσει από τα ξένα στοιχεία. Οι Τούρκοι πρέπει να κάνουν την εκκαθάριση».
Αρχίζει πλέον απροκάλυπτα η ριζική εξόντωση. Οι άνδρες δολοφονούνται στα διαβόητα «Αμελέ Ταμπουρού», στα τάγματα θανάτου, και τα γυναικόπαιδα με την διαδικασία του «λευκού θανάτου». 353.000 Πόντιοι πεθαίνουν από φρικτό θάνατο. Εκατοντάδες χιλιάδες οι μάρτυρες του Ποντιακού Ελληνισμού. Αδυνατεί ο ανθρώπινος νους να συλλάβει την φρίκη.
Όσοι δεν σφαγιάστηκαν προσπάθησαν να διασωθούν με τη φυγή προς τον Καύκασο και μετά το 1922, όσοι επέζησαν στην γη του Πόντου, να διαφύγουν στην Ελλάδα.
Είναι λάθος να πιστεύουμε πως τα θύματα τις γενοκτονίας ανέρχονται στις 353.000. Ποια στατιστική υπολόγισε τους θανάτους στις θανατηφόρες διαδρομές της προσφυγιάς, όπου τους Πόντιους θέριζε η πείνα, οι κακουχίες, οι ποικίλες ασθένειες και επιδημίες; Κανείς.
Μπορώ να αναφέρω μόνο, ως ένα από τα χιλιάδες παραδείγματα, την προσωπική μαρτυρία του πατέρα μου, που υπήρξε πέντε φορές πρόσφυγας, ο οποίος το 1918, μετά την παράδοση του Επαρχείου του Καρς από τον Λένιν στον Μουσταφά Κεμάλ, οδήγησε το χωριό του αποτελούμενο από 70 οικογένειες στην περιοχή του Κουμπάν του Βορείου Καυκάσου. Στην μακρά διαδρομή προς το Κουμπάν πέθανε το ολιγότερο ένα τρίτο των συγχωριανών του από τις κακουχίες και τις ασθένειες, διανύοντας γύρω στα 2000 χιλιόμετρα ανάμεσα από τις ορεινές διαβάσεις του Καυκάσου. Είναι νωπές οι αδιάψευστες μαρτυρίες.
Άλλοι είχαν χειρότερη τύχη. Πολλοί πέθαναν στα πλοία της προσφυγιάς και στα στρατόπεδα φιλοξενίας από την πείνα, τις επιδημίες της χολέρας του τύφου, της ελονοσίας κ.λπ. Αυτά τα νούμερα δεν τα κατέγραψε καμία στατιστική.
Και δυστυχώς υπάρχουν Έλληνες συμπολίτες μας που αμφισβητούν την ποντιακή γενοκτονία, υπηρετώντας ,συνειδητά ή ασυνείδητα, συμφέροντα ξένων δυνάμεων. Είναι γνωστοί και μη εξαιρετέοι.
Παρ’ όλο που  η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών βρίθουν μαρτυριών για το ειδεχθές έγκλημα, που διαπράχθηκε εναντίον του Ελληνικού λαού. Υπάρχει επιπλέον πλήθος μαρτυριών ξένων πρεσβειών και προξενείων που αδιάψευστα επιβεβαιώνουν με ντοκουμέντα τη θηριωδία των Τούρκων.
Απ’ αυτές μόνο μία θα αναφέρω ενδεικτικά. Στις 20 Μαρτίου 1922, ο Άγγλος διπλωμάτης Ρέντελ συνέταξε ένα μνημόνιο για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος των χριστιανών από το 1919 κι έπειτα. Στο προοίμιο αυτού του μνημονίου διαβάζουμε:
«Η επίτευξη της ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, φάνηκε να επέφερε μια προσωρινή παύση των διωγμών των μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων, που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην επιδίωξη αυτών των διωγμών, είναι γενικώς αποδεκτό … ότι πάνω από 500.000 ‘Έλληνες εξορίστηκαν, εκ των οποίων συγκριτικώς ελάχιστοι επέζησαν…»
Η πανάρχαια ιστορία του ποντιακού Ελληνισμού τρεισήμισι χιλιετιών που ξεκινάει από το μύθο του Φρίξου και της Έλλης, της αργοναυτικής εκστρατείας με τον Ιάσωνα και το χρυσόμαλλο δέρας, των Αμαζόνων, του Προμηθέα Δεσμώτη και συνεχίζει κατά την ιστορική περίοδο που οδηγεί τελικά στην ένδοξη Αυτοκρατορία του Πόντου των Μεγαλοκομνηνών αυτοκρατόρων, καταλήγει στο μαρτυρικό τέλος του τραγικού ξεριζωμού από τις ένδοξες πατρίδες.
Για την ιστορική αλήθεια θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η μεθοδική γενοκτονία των Χριστιανών της Μ. Ασίας δεν περιλαμβάνει μόνο τη γενοκτονία του ποντιακού Ελληνισμού,  αλλά και τη γενοκτονία των Ελλήνων της Ιωνίας, καθώς και τη γενοκτονία του Θρακικού Ελληνισμού.
Για τις δύο πρώτες γενοκτονίες και με καθυστέρηση επτά περίπου δεκαετιών, υπάρχει η ομόφωνη απόφαση- έγκριση του Ελληνικού κοινοβουλίου, που συνοδεύεται από ανάλογα προεδρικά διατάγματα της Χώρας. Τα διατάγματα αυτά καθορίζουν, έστω και υποτονικά, την 19η Μαϊου και την 14η Σεπτεμβρίου αντίστοιχα, ως ημέρες μνήμης αυτών των γενοκτονιών. Η γενοκτονία του Θρακικού Ελληνισμού δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί ούτε από το Ελληνικό κοινοβούλιο..
Ο ποντιακός Ελληνισμός διεκδίκησε τη δική του ιστορική μνήμη και την εγγραφή της στη συλλογική μνήμη του έθνους.
Γιατί όμως αυτή η επιμονή στη συλλογική μνήμη των Ποντίων; Μάλιστα μετά και την παρέλευση ενός ολόκληρου αιώνα, που οι πληγές της τραγωδίας φαίνεται να αποτελούν μακρινή ανάμνηση;
Υπάρχει όμως και ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος που μας υποχρεώνει ως Ποντίους να διατηρήσουμε άσβεστη τη μνήμη του κορυφαίου αυτού γεγονότος την γενοκτονίας των προγόνων μας. Είναι η δικαίωση αυτής της θυσίας και η απαίτηση να μην επαναληφθούν, καθώς επαναλήφθηκαν τέτοια ή παρόμοια τραγικά γεγονότα, όπως ο διωγμός των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο, την Τένεδο και η  εθνοκάθαρση 200.000 Ελληνοκυπρίων από τις προγονικές τους εστίες το 1974.
Δεν διακατεχόμαστε από αισθήματα αντεκδίκησης και μίσους. Δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτε με τους λαούς, που αποτελούν με τον ένα ή άλλο τρόπο πάντοτε τα θύματα.
 Θέλουμε και επιδιώκουμε συμφιλίωση. Θέλουμε και επιδιώκουμε την ειρηνική επίλυση των προβλημάτων. Όμως με έναν απαράβατο κανόνα. Την αναγνώριση των εγκλημάτων, ώστε να αποτραπεί η επανάληψή τους.
Η γενοκτονία ήταν ομολογουμένως ένα προμελετημένο έγκλημα, που η κυβέρνηση των Νεότουρκων έφερε σε πέρας με συστηματικότητα. Δεν είχε σχέση με τις στρατιωτικές διαμάχες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν ο ξεριζωμός του άμαχου πληθυσμού, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και τα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο.
Πριν από τον όρο “Γενοκτονία” υπήρχε ο όρος “Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας”.
Tο Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα:
«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των
Eλλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη)».

Οι τουρκικές κυβερνήσεις αρνούνται πως υπήρξε γενοκτονία και τοποθετούν επισήμως το θάνατο των Ελλήνων στα πλαίσια των ευρύτερων απωλειών του πολέμου, του λιμού ή άλλων κοινωνικών αναταράξεων.
Θα είμαστε ανάξιοι των προγόνων μας, αν δεν παραμένουμε σταθεροί στην αξίωση για τη δικαίωση της γενοκτονίας των προγόνων μας, που αποτελεί ένα από τα κορυφαία και απαράγραπτα καθήκοντα του Ποντιακού Ελληνισμού.
Εμείς οι Πόντιοι ομνύουμε στο αίμα των προγόνων, που ρέει στις φλέβες μας, ότι δεν θα πάψουμε να αγωνιζόμαστε έως την τελική τους δικαίωση. Και η δικαίωση θα έρθει με την αναγνώριση της γενοκτονίας.
[1] Για την ιστορία θα πρέπει να αναφερθεί η καθοριστική παρέμβαση του Μιχάλη Χαραλαμπίδη για την αναγνώριση αυτή. Φυσικά και άλλοι συνέβαλαν για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό.
ΠΗΓΗ
==============


Ημέρα θλίψης και περισυλλογής: Ο αφανισμός των Ποντίων στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας


Η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού – που από το 1994 αναγνωρίζεται επισήμως από την ελληνική πολιτεία με την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου, ως Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου – αναφέρεται στα βίαια, μαζικά, φονικά γεγονότα, της δεύτερης και των αρχών της τρίτης δεκαετίας του 20αιώνα, που έλαβαν χώρα στην καταρρέουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τη δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κράτους, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την φυσική εξόντωση, τον αφανισμό, τον εκτοπισμό, την εκρίζωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες. Τα γεγονότα αυτά πυροδοτήθηκαν από την σταδιακά αυξανόμενη ανάδυση και εντεινόμενη επίδραση του τουρκικού εθνικισμού στην πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο οποίος προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα κατέστη κυρίαρχη ιδεολογία, αναλαμβάνοντας δια των πολιτικών εκφραστών του, την εξουσία και τον έλεγχο της αυτοκρατορίας. Η ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους το 1908 στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη θεωρείται η απαρχή του για τους «συστηματικούς» και «οργανωμένους» – όπως υποστηρίζουν σύγχρονοι ιστορικοί και ερευνητές – διωγμούς, εξαντλητικές πορείες εξόντωσης, εγκλεισμούς σε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, λεηλασίες, βιαιότητες, σε βάρος όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής. Όπως επισημαίνουν, οι ίδιοι, οι ωμότητες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους και σε διάφορες φάσεις, μέσα στη δεκαετία 1913-1923 και μέσα σε εμπόλεμες συνθήκες, αλλά και σε ειρηνικά μεσοδιαστήματα, στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να υπολογιστεί, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν. Ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης αναφέρει: «Οι Έλληνες σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έναρξη των διωγμών, σε ήταν περίπου 2 με 2,2 εκατομμύρια. Στο χώρο του Πόντου ήταν περίπου 450.000. Στην επίσημη απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισήμως, 1,2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που χάθηκαν στην περίοδο 1914-22, αυτών που αγνοείται η τύχη τους, είναι της τάξης των 700.000- 800.000, σε όλη την έκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας». Το επίσημο τουρκικό κράτος, που διαδέχθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αρνείται ότι διαπράχθηκε «γενοκτονία» εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της Ανατολής τα τελευταία χρόνια ύπαρξης της αυτοκρατορίας. «Η Τουρκική Δημοκρατία, δημιουργείται το 1923, δηλαδή μετά το τέλος των γεγονότων. Τα γεγονότα και τις γενοκτονίες τις προκάλεσε ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός, οι Νεότουρκοι στην αρχή και ο Κεμάλ στη συνέχεια. Η σχέση του σύγχρονου τουρκικού κράτους με αυτούς που διέπραξαν τις γενοκτονίες μπορεί να μην είναι θεσμική, είναι όμως οργανική, γιατί ουσιαστικά αυτοί δημιουργούν το τουρκικό κράτος» αναφέρει ο κ. Αγτζίδης. Ο ίδιος, ο όρος «γενοκτονία» διατυπώθηκε και ενσωματώθηκε στο διεθνές δίκαιο, μεταγενέστερα (1948) από τον Πολωνό νομομαθή Ράφαελ Λέμκιν, με σκοπό τη νομική περιγραφή «μαζικών εγκλημάτων» από κυρίαρχες εξουσίες, με προσχεδιασμό, οργάνωση, συστηματικότητα και με σκοπό «τη μεθοδευμένη εξολόθρευση, ολική, ή μερική» διαφόρων «εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, ή άλλων μειονοτήτων» και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου επιστημονικού διαλόγου και κοινωνικού προβληματισμού. Το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων, σύμφωνα με μελετητές των γεγονότων, είτε εξαιτίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είτε και του συνεχιζόμενου επιστημονικού διαλόγου και της διαδικασίας τεκμηρίωσης, ή και των δύο, κρατήθηκε χαμηλά για δεκαετίες, ώσπου άρχισε σταδιακά να τίθεται εντονότερα από την προσφυγική «Κοινωνία των Πολιτών», τους επιζήσαντες και τους απογόνους τους, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Η οργανωμένη μελέτη των πηγών, η αξιοποίηση των μαρτυριών, αλλά και έργα νεώτερων ιστορικών, Ελλήνων και ξένων, μεταξύ αυτών και σύγχρονων Τούρκων ιστορικών, τις τελευταίες δεκαετίες βοήθησε στην αποσαφήνιση του ιστορικού τοπίου και σε ευρεία επιστημονική τεκμηρίωση του αιτήματος «μνήμης» και αναγνώρισης «γενοκτονικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόστηκαν κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, μεταξύ αυτών και κατά του ποντιακού ελληνισμού (1916-1922). Έγκριτοι Έλληνες και ξένοι, ιστορικοί, νομικοί, κοινωνιολόγοι, αποφαίνονται σήμερα, παραθέτοντας στοιχεία και επιχειρήματα, ότι οι διωγμοί, οι θάνατοι, οι πυρπολήσεις χωριών και οι εκτοπίσεις, εκείνη της περιόδου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποτελούσαν μέρος ενός «μεθοδευμένου» και «συστηματικού» σχεδίου της εθνικιστικής «ελίτ» των Νεότουρκων, με κύριο στόχο τον «εκτοπισμό», την “εκδίωξη από τα εδάφη της αυτοκρατορίας” με τη χρήση βίαιων, απάνθρωπων πρακτικών που είχαν ως αποτέλεσμα μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή, με ανεπανόρθωτες συνέπειες για τις χριστιανικές μειονότητες της Ανατολής. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ παραθέτει τις απόψεις τεσσάρων Ελλήνων επιστημόνων, μελετητών των γεγονότων εκείνης της περιόδου, τα οποία σφράγισαν τη μοίρα του προσφυγικού στοιχείου, του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού. Θεοδόσης Κυριακίδης, διδάκτωρ ιστορίας, επιστημονικός συνεργάτης στην Έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ Χρονολογία – σταθμός αποτελεί ασφαλώς η «Επανάσταση των Νεότουρκων» τον Ιούλιο 1908 στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, όταν οι Ταλάτ –Κεμάλ –Ενβέρ, υποβαθμίζουν τη σουλτανική εξουσία και καθίστανται απόλυτα κυρίαρχοι, πολιτικά, ιδίως μετά το 1913. Τα συνέδρια των Νεοτούρκων είναι τακτικά, το πιο σημαντικό είναι αυτό το 1913 στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί αποκρυσταλλώνεται το σύνθημα : «Η Τουρκία στους Τούρκους». Οι βαλκανικοί πόλεμοι θα δημιουργήσουν έντονα προβλήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γιατί με την απώλεια οθωμανικών εδαφών και την προσφυγοποίηση των μουσουλμάνων από βαλκανικά εδάφη, πιέζονται οι ελίτ και οι Νεότουρκοι, οι οποίοι θα κληθούν να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Κατηγορούν τους χριστιανούς ότι «κατέστρεψαν τη χώρα» και ότι πάντοτε προσπαθούσαν «να στραφούν κατά της πατρίδας». Υπάρχουν αναφορές τους, για «εσωτερικό καρκίνωμα στο σώμα της αυτοκρατορίας», ή «πληγή που πρέπει να γιατρευτεί», ή για το «άγριο χορτάρι που πρέπει να ξεριζωθεί», κ.τ.λ. Αυτή η τάση του τουρκικού εθνικισμού βρίσκει ιδεολογικούς εκφραστές, όπως ο Ζιγιά Γκιολκάπ, ο οποίος με ποιήματα και με άρθρα στον τύπο ενισχύει αυτόν τον τουρκικό εθνικισμό. Προς τα τέλη του 1914, λίγες εβδομάδες μετά το ξέσπασμα του Α’ ΠΠ, παρατηρείται συσπείρωση των μουσουλμάνων και επικρατεί το σύνθημα: «Ο πόλεμος για τη σωτηρία της πατρίδας δεν είναι μόνο αναγκαίος είναι και θεάρεστος». Η ελίτ έχει αποφασίσει να εκδιώξει τις χριστιανικές κοινότητες. Αυτό, ασφαλώς, δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να προκαλέσει τις μεγάλες δυνάμεις, τη διεθνή κοινότητα. Οπότε το σχέδιο που έχουν είναι προσπάθειες ανταλλαγής υποτίθεται εθελοντικών για ανταλλαγή πληθυσμών, στη συνέχεια με πογκρόμ ιδίως στα παράλια της Μικράς Ασίας 1913-14 να δημιουργήσουν συνθήκες τρόμου, όπως η σφαγή της Φώκαιας, για να διώξουν τους πληθυσμούς αυτούς. Είναι συγκλονιστικές οι μαρτυρίες, έχουν δημοσιευτεί. Επόμενος σημαντικός σταθμός είναι η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, όπου οι σφαγές ξεσηκώνουν την κοινή γνώμη. Επειδή, με τις σφαγές των Αρμενίων προκάλεσαν την κοινή γνώμη, οι Γερμανοί στέλνουν συνεχώς τηλεγραφήματα και εκδηλώνουν την ανησυχία τους – καθώς ήταν στενοί σύμμαχοι και συνεργάτες κατά τον Α’ΠΠ – ότι η διεθνής κοινή γνώμη θα κατηγορήσει τους ίδιους ότι προκαλούν αυτοί τις σφαγές αυτές. Μάλιστα, υπάρχει δημοσίευμα από εφημερίδα του Μονάχου ότι οι σφαγές πραγματοποιούνται στο όνομα του Κάιζερ…» Επιλέγεται, λοιπόν, η βίαιη μετατόπιση των χριστιανικών μειονοτήτων προς το εσωτερικό». Η ελίτ των Νεότουρκων οργανώνει την εξόντωση, μέσω των εκτοπισμών. Το σχέδιο λειτουργεί με ένα διπλό μηχανισμό. Η ιδέα ήταν να μετατοπιστούν, όπως έλεγαν, για «στρατιωτικούς λόγους» περί τα 30-50 χλμ. προς την ενδοχώρα. Παρατηρώντας όμως τις πορείες αυτών, όμως, βλέπουμε ότι φτάνουν μέχρι την Μαλάτεια και περιοχές που είναι σε απόσταση 300- 400 χιλιόμετρα. Οπότε βλέπει κανείς ότι δεν εξυπηρετεί στρατιωτικούς λόγους αλλά μέσα από τις πορείες, τις κακουχίες το κρύο, την πείνα σκοπός ήταν η εξόντωση. Μέχρι και οι σύμμαχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο αυστριακός πρόξενος, ή ο γερμανός πρέσβης σημειώνουν στα τηλεγραφήματα που στέλνουν αναφέρουν ότι «μπορεί κανείς να κατανοήσει την μετακίνηση των ανδρών στο εσωτερικό για στρατιωτικούς λόγους», αλλά διερωτώνται επίσης, «ποιος είναι ο λόγος να εκτοπίζονται γυναίκες και παιδιά;». Το αντάρτικο στον Πόντο δημιουργείται εκείνη την περίοδο, ως προσπάθεια αυτοάμυνας, διαφύλαξης της ζωής τους. Ο διοικητής της Τεσκιλάτ ι Μαχρουσά, – αφού έχουν εξοντωθεί οι Αρμένιοι – φτάνει το φθινόπωρο του 1916 στον Πόντο, και οι συστηματικές σφαγές στον Πόντο παρατηρούνται ακριβώς, την ίδια περίοδο που φτάνει εκεί. Κάτι που αποτελεί ακόμη μια ακόμη ένδειξη της στοχευμένης και της οργανωμένης εξόντωσης των ελλήνων του πόντου. Οι συστηματικές εκτοπίσεις, οι δολοφονίες, οι διώξεις αρχίζουν από το φθινόπωρο του 1916 και εξελίσσονται με σφοδρότητα μέχρι το καλοκαίρι του 1917. Από τον Απρίλιο του 1916 μέχρι το Φεβρουάριο του 1918 η περιοχή της Τραπεζούντας και ο ανατολικός πόντος καταλαμβάνεται από το ρωσικό στρατό. Στις 15 Μαΐου του 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη και στις 19 Μαΐου φτάνει στην Αμισό, στη Σαμψούντα, με αποστολή να ειρηνεύσει την περιοχή από τη δράση ένοπλων συμμοριών. Αυτονομείται από την Υψηλή Πύλη και κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δέκα μέρες μετά την άφιξη του, στις 29 Μαΐου συναντιέται στη Χάμσα με τον Τοπάλ Οσμάν, τον τοπικό αρχηγό μουσουλμανικών συμμοριών, ο οποίος δρα κυρίως στην περιοχή της Κερασούντας. Φαίνεται ότι τον ενισχύει με άνδρες και οπλισμό και του χορηγεί αμνηστία «για όσα έκανε, αλλά και για το μέλλον». Και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στα διπλωματικά αλλά και ιεραποστολικά έγγραφα, όπου όλοι αναρωτιούνται πώς ένας απλός βαρκάρης πριν από μερικά χρόνια, να πραγματοποιεί όλα αυτά τα εγκλήματα ατιμώρητος. Η απάντηση βρίσκεται σε αυτή τη συνάντηση και στην ασυλία που έχαιρε από τον Μουσταφά Κεμάλ. Η δράση του Τοπάλ Οσμάν και των ομάδων του κορυφώνεται από το 1919 και το 1920 και στις περιοχές γύρω από Τραπεζούντα και στον ανατολικό Πόντο. Ο ίδιος ο Κεμάλ έχει διακριθεί στη μάχη της Καλλίπολης, χαίρει εκτίμησης και καταφέρνει να συσπειρώσει τα απομεινάρια των τούρκων ατάκτων στο εσωτερικό της Ανατολίας. Ισχυροποιείται το 1921 με τις υπογραφές συνθηκών με τους συμμάχους μας κατά τον Α’ΠΠ και αργότερα και με τους μπολσεβίκους. Από το τέλος του 1921 μέχρι το Μάιο του 1922 έχουμε το δεύτερο μεγάλο κύμα των σφαγών στον Πόντο. Βλάσης Αγζίδης, διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής ΑΠΘ «Οι Έλληνες σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έναρξη των διωγμών, σε ήταν περίπου 2 με 2,2 εκατομμύρια. Στο χώρο του Πόντου ήταν περίπου 450.000. Στην επίσημη απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισήμως, 1,2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που χάθηκαν στην περίοδο 1914-22, αυτών που αγνοείται η τύχη τους, είναι της τάξης των επτακοσίων, οκτακοσίων χιλιάδων, σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Να υπογραμμίσουμε, ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην γενοκτονία των Αρμενίων που συντελέστηκε και ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες και στην γενοκτονία των υπολοίπων χριστιανικών πληθυσμών, ιδιαίτερα των Ελλήνων της Ανατολής, η οποία είναι μια διαδικασία που ξεκινά από το 1913 ως το 1922, με κορύφωση σε δύο περιόδους, 1916-17 και 1920-1922. Η «πρωτοτυπία» των Νεότουρκων στην Ιστορία ήταν ότι για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρόνια, μια εξουσία, τελείως ψύχραιμα, επιλέγει εξαρχης, εντοπίζει και προγράφει τα θύματα, διαμορφώνει και διαχέει στους υπόλοιπους μια ιδεολογία μίσους, ακολουθεί μεθόδους κοινωνικού αποκλεισμού των στοχοποιημένων πληθυσμών, συγκροτεί και οργανώνει σε ήρεμους καιρούς παρακρατικούς μηχανισμούς που θα αναλάβουν δράση, όταν το επιτρέψουν οι γενικότερες συνθήκες. Σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση των διώξεων έχει και ο οθωμανικός στρατός, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ συντάσσεται στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών απέναντι στην Αντάντ και έχει εκπαιδευτεί και εξοπλιστεί από γερμανούς αξιωματικούς. Πρώτος στόχος να ακυρωθεί η δυνητική αντίδραση, καταρχήν του μειονοτικού πληθυσμού που μπορεί να πάρει όπλα, αλλά οι εκτοπίσεις δεν περιορίζονται μόνο σε άνδρες, λαμβάνουν τη μορφή μεγάλων από μεγάλες εθνικών εκκαθαρίσεων με θύματα και γυναικόπαιδα. Θα χτυπηθεί αρχικά ο δυτικός πόντος, ανατολικά της Τρίπολης, οι περιοχές Σαμψούντας, Μπάφρας, κ.τ.λ. με εκτεταμένες μετακινήσεις και πορείες «θανάτου» από τα παράλια στο εσωτερικό της Ανατολίας, με αποτέλεσμα τις κακουχίες, την πείνα, το θάνατο και τον εγκλεισμό όσων επιβίωσαν στα «αμελέ ταμπουρού». Ο στόχος είναι η εκδίωξη, με βίαιες, απάνθρωπες πρακτικές, των χριστιανικών μειονοτήτων της ανατολής από τα εδάφη της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως των ανθρωπιστικών συνεπειών. Στη δεύτερη φάση, μετά την αποχώρηση των Ρώσων από τον ανατολικό Πόντο, την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα το 1919 και τη δημιουργία του στρατού του, οι εθνικές εκκαθαρίσεις με τη συμμετοχή και παρακρατικών μουσουλμανικών ομάδων θα ενταθούν και θα επεκταθούν σε όλη την έκταση του Πόντου, μέχρι και το 1923. Βασίλειος Μεϊχανετζίδης, Μέλος της Διεθνούς Ένωσης Μελέτης Γενοκτονιών Η «Διεθνής Ένωση Μελέτης Γενοκτονιών» έχει αποφανθεί από το 2007 ότι οι διώξεις που έλαβαν χώρα από το 1913-14 μέχρι το 1923 συνιστούν όντως γενοκτονία, όπως αυτή ορίζεται στο διεθνές δίκαιο. Με αυτή την άποψη συμφωνεί ένας αυξανόμενος αριθμός γενοκτονολόγων, νομικών και ιστορικών και αυτό συνιστά το πρώτο βήμα για την περαιτέρω αναγνώριση της γενοκτονίας. Η γενοκτονία είναι νομικός, αλλά και ιστοριογραφικός όρος, γιατί έχει εισαχθεί στην ιστοριογραφία ως τέτοιος, επειδή εκφράζει κατά τρόπο ακριβή ένα συγκεκριμένο γεγονός που είναι η γενοκτονία ενός λαού. Όταν συντελέσθηκαν τα γεγονότα αυτά, ο όρος «γενοκτονία», τουλάχιστον στη μορφή που του έδωσε ο Λέμκιν, μπορεί να μην υπήρχε σε αυτή τη μορφή, υπήρχε όμως στις γερμανικές γλώσσες με την ίδια ακριβώς σημασία. Ο Λέμκιν, ο οποίος επινόησε τον όρο και τον εισήγαγε στο διεθνές ποινικό δίκαιο, με τη σύμβαση του ΟΗΕ το 1948 βασίστηκε στα προηγούμενα, κατά Αρμενίων και Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά των Εβραίων στο Β’ ΠΠ, για να ορίσει την έννοια του συγκεκριμένου εγκλήματος. Και μας το λέει αυτό ο ίδιος. Η αναγνώριση μιας γενοκτονίας είναι ένα περίπλοκο γεγονός. Προηγείται η επιστημονική αναγνώριση και ακολουθεί ενδεχομένως η πολιτική αναγνώριση, κοινοβουλίων, πολιτικών φορέων και διεθνών οργανισμών. Η σημαντικότερη αναγνώριση είναι η επιστημονική γιατί σε αυτή βασίζεται η πολιτική αναγνώριση που έρχεται κατόπιν. Αυτό έγινε πιο φανερό, στην περίπτωση των Αρμενίων. Αυτοί που μελετούν την αρμενική γενοκτονία διαβλέπουν ότι ίδια πράγματα συνέβησαν την ίδια εποχή και αργότερα και στους έλληνες τις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολιτική αναγνώριση έχει καταρχήν σημασία ηθική. Και είναι πάρα πολύ σημαντική και απαραίτητη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι ο θύτης, η Τουρκία, είναι και αμετανόητος κα δυνητικά επιρρεπής στην επανάληψη του εγκλήματος. Επειδή, λοιπόν, το 1918 με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ή αργότερα το 1923, δε συστήθηκαν διεθνή δικαστήρια για να δικάσουν την Τουρκία για τα εγκλήματα που διέπραξε, από τον Α’ΠΠ, μέχρι το 1923 και παραμένει εκ τούτου ατιμώρητη και χωρίς μεταμέλεια έρχεται η διεθνής κοινότητα να επανορθώσει, εν μέρει, δια της πολιτικής αναγνώρισης της γενοκτονίας, τις συνέπειες της γενοκτονίας. Διότι οι συνέπειες της γενοκτονίας παραμένουν αθεράπευτες. Η Τουρκία δεν ακολούθησε το πρότυπο της Γερμανίας, όπως όφειλε να ακολουθήσει. Εκ τούτου είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η διαδικασία αναγνώρισης και διεθνοποίησης της γενοκτονίας, ώστε ο θύτης να μην παραμένει παντελώς ατιμώρητος. Νίκος Μιχαηλίδης, Κοινωνικός Ανθρωπολόγος, Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον «Το έγκλημα της γενοκτονίας συντελέστηκε από οθωμανικές παρακρατικές ομάδες και τμήματα του οθωμανικού στρατού κυρίως, με τη συμμετοχή μιας πολύ ιδιαίτερης οργάνωσης «Τεσκιλάτ-ι-Μαχουσά», της μυστικής υπηρεσίας (ελεγχόμενης από το Κομιτάτο Ένωσης και Προόδου) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκείνης της περιόδου. Στόχος ήταν να εντοπίσει που ζούσαν χριστιανικοί, ελληνικοί και αρμενικοί πληθυσμοί, ώστε να εκδιωχθούν και να εξαφανιστούν από την περιοχή. Οθωμανοί αξιωματούχοι σχεδίαζαν ήδη από τα τέλη του 19ου αι. – έχουμε νεώτερες μελέτες που έρχονται στο φως της δημοσιότητας και από νέους Τούρκους ιστορικούς – να εκδιώξουν ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό, μετά την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1930. Σχεδίαζαν να εκδιώξουν τον ελληνικό πληθυσμό ακόμη και από την Αίγυπτο. Για διαφόρους λόγους αυτό το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε, αλλά είναι πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, γιατί δείχνει τη γενοκτονική πρόθεση που διαμορφώθηκε σταδιακά ως αντίληψη. Θεώρησαν ότι οι Έλληνες θα γίνουν εργαλείο των δυτικών στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θεώρησαν σκόπιμο να τους εκδιώξουν όχι μόνο από τον Πόντο, αλλά και από τη Θράκη, τη Μακεδονία, από την Αίγυπτο από όλα τα εδάφη που ζούσαν ελληνικές κοινότητες. Η τουρκική αστική τάξη δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την περιουσία των εκδιωχθέντων Ελλήνων και Αρμενίων. Πολλοί μεγάλοι τουρκικοί επιχειρηματικοί όμιλοι, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, έχουν τις ρίζες τους στη γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών στην εκδίωξη και στην κατάχρηση του πλούτου από τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Έχει τη και αυτό τη σημασία του. Δημιουργήθηκε ο «μύθος» του τουρκικού απελευθερωτικού αγώνα. Στην ουσία δεν υπήρξε απελευθερωτικός αγώνας, αυτό που υπήρξε ήταν μια πολιτική γενοκτονίας και διώξεων των χριστιανικών πληθυσμών. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι συγκροτήθηκαν οι λεγόμενες ομάδες «τουρκικής αυτοάμυνας» μόνο στις περιοχές που ζούσαν χριστιανικοί πληθυσμοί, πουθενά αλλού στην Ανατολία δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Ο Κεμάλ Ατατούρκ, ως κομμάτι αυτού του νεοτουρκικού κινήματος, του «Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος» κατάφερε να κινητοποιήσει, χρησιμοποιώντας το μουσουλμανικό σουνιτικό ένστικτο, σημαντικά τμήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού τα οποία γειτόνευαν με χριστιανικούς πληθυσμούς και να τους χρησιμοποιήσει ως εργαλεία για την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών. Δυστυχώς, η κυρίαρχη αντίληψη σήμερα στην Τουρκία είναι ότι η ίδια υπήρξε θύμα του λεγόμενου δυτικού ιμπεριαλισμού κι όχι θύτης και αυτό ερμηνεύει και τη συμπεριφορά της προς άλλους, ιδιαίτερα τους πρώην υποτελείς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φανταστείτε, την ίδια οπτική και συμπεριφορά να είχαν άλλες πρώην δυτικές αυτοκρατορίες προς τους πρώην αποικιοκρατούμενους τους; Κάτι τέτοιο σήμερα είναι αδιανόητο. Θεωρώ, ότι η αναγνώριση της γενοκτονίας και από ελληνικής πλευράς – αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις – χρειάζεται μια νέα προσέγγιση, η οποία θα ενσωματώνει το ζήτημα της γενοκτονίας και θα το κάνει θεμελιώδες στις σχέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατίας και προοπτικής συνεργασίας. Το γεγονός, ότι μέχρι στιγμής η Τουρκία δεν έχει πιεστεί να αναγνωρίσει αυτό το έγκλημα σημαίνει ότι ουσιαστικά ότι έχουμε μια αναπαραγωγή της πολιτικής κουλτούρας της βίας και των διώξεων. Η προώθηση του ζητήματος αναγνώρισης της γενοκτονίας μέσα στην ίδια την τουρκική κοινωνία και στο εξωτερικό θα συμβάλει καθοριστικά στην αλλαγή και στη φιλελευθεροποίηση της κυρίαρχης τουρκικής πολιτικής κουλτούρας, που είναι μια κουλτούρα επεκτατισμού και κρατικής βίας, όχι μόνο έναντι των γειτόνων, αλλά και των ίδιων των πολιτών της χώρας. Βαθύτατα πιστεύω ότι αν καταφέρουμε και προωθήσουμε το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας θα αλλάξει αυτή η πολιτική κουλτούρα και η πολιτική συμπεριφορά του τουρκικού κράτους, όχι μόνο έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και στο εσωτερικό. Θα είναι ένα σημαντικό λιθαράκι προς τον εκδημοκρατισμό αυτής της χώρας και επομένως στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το Χρονικό της Γενοκτονίας 1908: Κίνημα των Νεότουρκων στην οθωμανική Θεσσαλονίκη. Οι εθνικιστές ηγέτες (Κεμάλ – Ενβέρ – Ταλάτ) υποσκελίζουν το σουλτάνο Αμπτούλ Χαμίτ και αναλαμβάνουν τον πολιτικό έλεγχο της αυτοκρατορίας. 1910: Αυταρχικά, κατασταλτικά μέτρα κατά των χριστιανικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας. 1911: Σε συνέδριο του «Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος» των Νεότουρκων κυριαρχεί το σύνθημα: «Η Τουρκία στους Τούρκους». 1913: Οργανώνεται από τους Νεότουρκους το «Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών» και ιδρύεται η μυστική υπηρεσία (Teskilat i-mahsusa) 1914: Έναρξη του Α’ ΠΠ. Οι πρώτες μαζικές διώξεις κατά Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη. Πογκρόμ στη Δυτική Μικρά Ασία και η σφαγή της Φώκαιας. Ρωσοτουρκικός Πόλεμος. Έξαρση του τουρκικού εθνικισμού, συσπείρωση του μουσουλμανικού στοιχείου. 1915: Καλούνται στην Κωνσταντινούπολη και εξοντώνονται οι πρόκριτοι των Αρμενίων. Η Γενοκτονία των Αρμενίων ολοκληρώνεται σε λίγους μήνες. 1916 – 1917: Πορείες «θανάτου» στο εσωτερικό της Ανατολίας από τον οθωμανικό δυτικό Πόντο (Σαμψούντα, Μπάφρα, κ.α) και απώλειες χιλιάδων χριστιανών – αντρών, γυναικών και παιδιών – από τις κακουχίες, το κρύο και την πείνα. Τάγματα καταναγκαστικής εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Ο ανατολικός Πόντος υπό ρωσική κυριαρχία. Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και λήξη ρωσοτουρκικού πολέμου. 1918: Λήξη Α’ ΠΠ. Η ηγεσία των Νεότουρκων παραδίδεται στους συμμάχους της Αντάντ. Αποχώρηση Ρώσων από τον ανατολικό Πόντο και τον Καύκασο. 1919: Αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Αναχώρηση από Κωνσταντινούπολη στις 15 Μαΐου και άφιξη στις 19 Μαΐου του Μουσταφά Κεμάλ Πασά στη Σαμψούντα, με αποστολή την «ειρήνευση» από τη δράση ομάδων ατάκτων. Αυτονόμηση του από την Υψηλή Πύλη και συνάντηση του στη Χάμσα, στις 29 Μαΐου, με τον Τοπάλ Οσμάν. 1920: Συνθήκη των Σεβρών. Ανατολική Θράκη και Σαντζάκι της Σμύρνης υπό όρους, σε ελληνικό έλεγχο, ο Πόντος εξαιρείται των ρυθμίσεων. 1920-1922: Από την περιοχή της Βιθυνίας ξεκινούν σε όλο τον Πόντο σφαγές, λεηλασίες, καταστροφή χριστιανικών χωριών από παρακρατικές νεοτουρκικές ομάδες. Δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι και Αρμένιοι φεύγουν να σωθούν προς τη Σοβιετική Αρμενία και προς τους υπό γαλλικό έλεγχο Συρία και Λίβανο. 1922: Μικρασιατική καταστροφή. Ο ελληνικός στρατός ηττάται στον Σαγγάριο, φλέγεται η Σμύρνη. 1923: Συνθήκη της Λωζάννης. Ανταλλαγή πληθυσμών, προσφυγιά. ΑΠΕ-ΜΠΕ 19/05/2019 08:00

Πηγή: Ημέρα θλίψης και περισυλλογής: Ο αφανισμός των Ποντίων στο επίκεντρο της ιστορικής έρευνας https://hellasjournal.com/2019/05/imera-thlipsis-kai-perisyllogis-o-afanismos-ton-pontion-sto-epikentro-tis-istorikis-ereynas/

=================
ΒΙΝΤΕΟ


Πρόκειται για μία από τις πιο μαύρες στιγμές της Ιστορίας όχι μόνο για τους Έλληνες αλλά και για την ανθρωπότητα ολόκληρη. Με την Γενοκτονία των Ποντίων αφανίστηκε από τις πατρογονικές του εστίες ένα ζωηρό κομμάτι του ελληνισμού που πάλευε για την επιβίωσή του για περίπου 3000 χρόνια. 
Ο όρος γενοκτονία δημιουργήθηκε το 1945 από τον Αμερικανό καθηγητή Λέμκιν λίγο πριν την Δίκη της Νυρεμβέργης για να περιγράψει τις πρακτικές που χρησιμοποίησαν οι Ναζί για να εξοντώσουν τους Εβραίους. Έτσι, χρησιμοποιείται από τότε για να αποδώσει την προσπάθεια εξόντωσης και αφανισμού, με συστηματικό τρόπο μίας φυλής-πληθυσμιακής ομάδας από μία συγκεκριμένη περιοχή.
Ήταν λοιπόν 19 Μαΐου του 1919 όταν ο Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα Ατατούρκ (πατέρας των Τούρκων) αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα προκειμένου να ξεκινήσει την δεύτερη ιστορικά, φάση της εξόντωσης των Ελλήνων της βόρειας Μικράς Ασίας προσπαθώντας επίσης να συντονίσει την αντίσταση των Τούρκων κατά της ελληνικής στρατιάς που είχε καταλάβει πριν από μερικές εβδομάδες την Σμύρνη. 

Οι Έλληνες του Πόντου αποτελούσαν πάντοτε ένα ζωτικό κομμάτι της περιοχής και παρόλο που ήταν μακρυά από τον εθνικό κορμό της ελληνικής χερσονήσου και των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, διέγραψαν την δική τους πορεία η οποία όμως ήταν παράλληλη με αυτήν των υπολοίπων Ελλήνων. 
Φτάνοντας στην νεώτερη Ιστορία, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, οι Πόντιοι έγιναν ένα κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Περικυκλωμένοι από Μουσουλμάνους και πολλές άλλες εθνότητες, οι Πόντιοι κατάφεραν να διατηρήσουν την εθνική τους συνείδηση με συνέπεια πάντα να αποτελούν για του Οθωμανούς Τούρκους έναν «πονοκέφαλο» για την συγκεκριμένη περιοχή.




Μπορεί πληθυσμιακά να μην ξεπέρασαν τις άλλες εθνότητες αποτελώντας περίπου το 40% της περιοχής, όμως οι δραστηριότητές τους, τους έκαναν κυρίαρχους στην κοινωνική και την οικονομική ζωή του τόπου αυτού. Συγκεντρωμένοι ως επί το πλείστον στα αστικά κέντρα, οι Πόντιοι το 1986 αριθμούσαν περίπου 265.000 ψυχές, μέσα σε μόλις 15 χρόνια είχαν φτάσει τις 330.000, ενώ στις αρχές του 20 αιώνα είχαν ξεπεράσει τις 700.000! 
Οι Πόντιοι όμως δεν αναπτύχθηκαν μόνο πληθυσμιακά αλλά και πνευματικά. Ενώ το 1860 υπήρχαν μόλις 100 σχολεία σε όλον τον Πόντο το 1919 υπολογίζονταν να ξεπερνούν τα 1400, ενώ ανάμεσά τους ήταν και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. 

Πώς γίνεται μαζί με αυτά να λείπουν τα τυπογραφεία, οι λέσχες, τα θέατρα, οι εφημερίδες και κάθε τί που επιβεβαιώνει το υψηλό πνευματικό επίπεδο μίας κοινωνίας. Δεν έλειπαν. Η Σαμψούντα, Τραπεζούντα και οι άλλες ιστορικές πόλεις δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από την κοινωνική και πολιτιστική ζωή πολλών ελεύθερων ευρωπαϊκών πόλεων. 
Ωστόσο από το 1908 και με την χρονιά πολύ σημαντική για όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς ένα φιλόδοξο κίνημα που προωθούσε την ισονομία μεταξύ των λαών αναδύθηκε. Ήταν αυτό των Νεότουρκων. 

Όλες οι μειονότητες έτρεφαν ελπίδες για ίση μεταχείριση επί τέλους στην κοινωνία, κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ. Οι Νεότουρκοι αποδείχθηκαν εθνικιστές και αντί της ισονομίας, στην ατζέντα τους είχαν την «κάθαρση» της Τουρκίας από όλους τους «ξένους». 
Στο στόχαστρό τους έβαλαν κυρίως τους χριστιανικούς πληθυσμούς προκειμένου μεγάλες εκτάσεις της Ανατολίας να εκτουρκιστούν. Με την Ελλάδα να είναι απασχολημένη με το Κρητικό Ζήτημα και να μην είναι ικανή να συγκρουστεί ευθέως με την Τουρκία και σε άλλα μέτωπα, οι Πόντιοι και πολλοί άλλοι Έλληνες εκτοπίστηκαν και έζησαν σε μεγάλες κακουχίες υπό το πρόσχημα της «ασφάλειας του κράτους».



Τα «Αμελέ Ταμπουρού» σχέδιο εκπονημένο από Γερμανούς αξιωματικούς σκόπευαν να εξοντώσουν όλους τους άνδρες που δεν κατατάσσονταν στον τουρκικό στρατό. 

Τα τάγματα αυτἀ εργασίας έβαζαν τους άνδρες να εργαστούν σε λατομεία, ορυχεία και κατασκευές δρόμων κάτω από κυριολεκτικά εξοντωτικές συνθήκες. Αποτέλεσμα; Ελέχιστοι ήταν αυτοί που κατάφερναν να επιζήσουν.

 Οι περισσότεροι υπέκυπταν στην πείνα τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Αυτή ήταν η ισονομία που διακήρυτταν οι Νεότουρκοι. 


Κάτι τέτοιο όμως οι Πόντιοι δεν μπορούσαν να το αφήσουν έτσι. Με τον καιρό, χιλιάδες ήταν οι άνδρες που αποφάσισαν να καταφύγουν αντάρτες στα ψηλά και δυσπρόσιτα βουνά της περιοχής προκειμένου με ελάχιστα μέσα να αντιταχθούν στους Τούρκους. Το ίδιο έκαναν και οι Αρμένιοι, όμως μέχρι το 1916 οι Τούρκοι είχαν αντιμετωπίσει την Γενοκτονία των Αρμενίων

Πλέον το πεδίο για τον Μουσταφά Κεμάλ ήταν ελεύθερο. Ωστόσο οι Πόντιοι δεν ήταν εύκολος αντίπαλος με συνέπεια οι αντάρτες να καταφέρουν αποφασιστικά χτυπήματα στον οργανωμένο εθνικιστικό στρατό, ενώ από το 1919 έτρεφαν πολλές ελπίδες με την δημιουργία του Ποντοαρμενικού κράτους αλλά και την παρουσία του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία. 
Οι αντάρτες οργανώνονταν κυρίως σε μικρές ομάδες 15 έως 30 ατόμων για να είναι ευκολότερη η μετακίνησή τους αλλά και η συντήρησ των ανδρών. Όπως διαβάζουμε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου-National Geographic, υπολογίζεται πως περίπου το 1921 οι Πόντιοι αντάρτες στο σύνολότου ανέρχονταν σε πάνω από 12.000 άνδρες. Ένας μεγάλος για την εποχή αριθμός ατάκτων σκληροτράχηλων πατριωτών μαχητών στα νώτα της στρατιάς του Κεμάλ που δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε ποτέ από τα ελλαδικά επιτελεία.


Το βραχύβιο όμως Ποντοαρμενικό κράτος και η ελάχιστη βοήθεια από τις ελληνικές κυβερνήσεις οι οποίες είχαν να ασχολούνται κυρίως με την πολιτική παρά με την κρίσιμη κατάσταση στο μέτωπο, επέτρεψε στον Κεμάλ να προχωρήσει στην «τελική λύση». 
Ενώ μέχρι πρότινος οι Έλληνες της περιοχής είχαν την αρωγή των Ρώσων, όλα άλλαξαν μόλις ήρθαν στην εξουσία οι Μπολσεβίκοι οι οποίοι βοήθησαν απροκάλυπτα τους Τούρκους με κάθε μέσο. 
Στον ίδιο δρόμο και οι Γερμανοί οι οποίοι προμήθευαν με πολεμικό υλικό και πάσης φύσεως εφόδια τις ορδές του Κεμάλ.

Καθ'όλη την διάρκεια της παραμονής του ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Ανατολίας, ο Κεμάλ απασχολούσε τους Έλληνες με αντάρτικες επιθέσεις, ενώ ταυτόχρονα είχε την δυνατότητα να σφαγιάζει ολόκληρα χωριά στον Πόντο. 

Χαρακτηριστικό είναι πως μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, περίπου 200.000 Πόντιοι είχαν χάσει την ζωή του, ενώ σύμφωνα με άλλους ιστορικούς ο αριθμός μπορεί να ξεπερνά και τις 350.000! 
Οι Πόντιοι έψαξαν για νέες πατρίδες, έτσι κατέφυγαν στην νότια Ρωσία αλλά και στην μητέρα Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ξεκινώντας μία νέα ζωή ενώ έδωσαν μία σημαντική πληθυσμιακή ανάσα στην γη της Μακεδονίας.




Η μητέρα Ελλάδα με μία σημαντική καθυστέρηση αναγνώρισε τελικά την μαύρη αυτή στιγμή της Ιστορίας στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 με την Βουλή των Ελλήνων να ψηφίζει ομόφωνα για την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. 
Δεν ξεχνάμε ωστόσο πως οι αντάρτες δεν παραδόθηκαν ούτε ακολούθησαν την πορεία του διαλυμένου ελληνικού στρατού. Πολλοί από αυτούς αρνήθηκαν να εγκατασταθούν στο ελληνικό κράτος και παρέμειναν στα βουνά του Πόντου μέχρι το 1924 σχεδόν παρενοχλώντας τις τουρκικές αρχές δημιουργώντας σοβαρά διπλωματικά επεισόδια μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. 
Τελικά το μικρασιατικό όνειρο πέθανε μαζί με την ελληνιή παρουσία στην Ανατολία. Ο ελληνισμός αυτός όμως δεν πέθανε ποτέ, ήρθε στην Ελλάδα αναζωογόνησε τον κοινωνικό ιστό, μεγαλούργησε και βοήθησε την μητέρα πατρίδα σε κάθε δύσκολη στιγμή που αντιμετώπισε από τότε.

=======================
Αφηγείται η Βαρβάρα Σαλτσίδου από το Κόλοου Έρπαας, γεννημένη το 1902 (καταγραφή: Μάρτιος 1966).
«Προς τα τέλη του 1917 νομίζω, σε κάποιο κρυψώνα στο βουνό Κοτζά Νταγ, οι Τούρκοι ανακάλυψαν πολλές ομάδες κρυπτόμενων γυναικοπαίδων, άλλες τις εβίασαν, άλλες τις πήγαν εξορία όπου και χάθηκαν και άλλες τις πήγαν σαν δούλες και τις πούλησαν.
»Μια ομάδα γυναικών ήμασταν κρυμμένες μέσα σε ένα ρέμα, στον ποταμό Λύκο, έτσι το λέγανε, ή Γεσίλ Ιρμάκ ή Ίρη, δεν θυμάμαι, και εκεί κρυφτήκαμε κάτω από έναν καταρράκτη που είχε πίσω σπηλιά. Είδαμε τους Τούρκους να έρχονται προς τη μεριά μας ακολουθώντας το ποτάμι και σε ύποπτα μέρη, πυροβολώντας για να δουν αν κάποιος βρίσκεται κρυμμένος σε θάμνους ή μέσα στις καλαμιές.
»Καταλάβαμε ότι το ίδιο θα γίνει και με μας αν μας ανακάλυπταν, εκεί όμως που βρισκόμασταν δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι πίσω από τον καταρράκτη θα υπήρχαν άνθρωποι. Αλλά είχαμε μαζί μας και μικρά παιδιά και σκεφθήκαμε, καλά όλα αυτά, αν όμως κάποιο παιδί κλάψει και προδώσει τη θέση μας, τι θα γίνει; Ήμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν.
»Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα "πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν", δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…».
 

Σχόλια