Το καράβι που έπεσε σε ξέρα και η ανάγκη για νέους χάρτες

Το καράβι που έπεσε σε ξέρα και η ανάγκη για νέους χάρτες, Λουκάς Αξελός
Πολλά είπαμε, παρ’ όλα αυτά για το μεγαλύτερο, το σκοτεινότερο, το βαθύτερο μέρος του Αχαάβ, δεν καταφέραμε να πούμε το παραμικρό
Χέρμαν Μέλβιλ, Μόμπι Ντικ
Αν κάτι αποτελεί, πλέον, κοινό τόπο, ανεξάρτητα από τον βαθμό παραδοχής και την επιχειρηματολογία, είναι ότι το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων πολιτών εισπράττει την σημερινή κατάσταση ως έναν καταστροφικό σεισμό διαρκείας, που εδώ και εννέα χρόνια εξακολουθεί να μας απειλεί με εξίσου σφοδρές μετασεισμικές δονήσεις. Είναι όμως η ερμηνεία για τα αίτια, το βάθος της κρίσης, τις ευθύνες και τον τρόπο αντιμετώπισης της όλης καταστάσεως από το πλείστο των πολιτών και των πολιτικών δυνάμεων αντίστοιχο της σοβαρότητας του φαινομένου; ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η καθημερινότητα το διαψεύδει, δείχνοντάς μας με τον τρόπο της ότι το πέρασμα σε μιαν άλλη πραγματικότητα απαιτεί νέους χάρτες και πλοήγηση σε αχαρτογράφητα νερά. Κι αυτό γιατί το χρονικό της πορείας προς την συντριπτική ήττα που έχουμε υποστεί ως Έθνος, ως Λαός και ως Αριστερά είναι μακρύ. Ξεκινάει δεκαετίες πριν και δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής σε κανέναν μας.
Ως εκ τούτου, αυτό που θα μπορούσε να θέσει κανείς ως σημείο εκκίνησης για το φτιάξιμο ενός καινούργιου χάρτη, είναι η ανάγκη ύπαρξης πολλών και διαφορετικού χαρακτήρα και υφής, αλλά στην ίδια στρατηγική κατεύθυνση, προσεγγίσεων. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η συστηματική προσπάθεια διασταύρωσης, επανεξέτασης και κριτικής αποτίμησής τους και στην συνέχεια η προσπάθεια τοποθέτησης των ψηφίδων στην σωστή τους θέση, με ιστορική επίγνωση ότι η ολοκλήρωση αναστύλωσης του κατεδαφισμένου κτηρίου είναι θέμα, τουλάχιστον, μιας γενιάς.

Η αφετηριακή ανάπηρη ανεξαρτησία

Είναι προαπαιτούμενο μιας σοβαρής ιστορικής και επιστημονικής προσέγγισης να συνειδητοποιήσουμε πως η αφετηριακά ανάπηρη ανεξαρτησία που κερδίσαμε το 1821, εξακολουθούσε να παραμένει ανάπηρη ακόμα και μετά την δεύτερη έφοδο στους ουρανούς το 1940-1945. Η Ελλάδα εγγράφεται τύποις στους νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πόλεμου, αλλά κατ’ ουσίαν ο ελληνικός λαός στερείται του δικαιώματος να καθορίζει ο ίδιος το πεπρωμένο του.
Αυτό είναι το καθεστώς που και μεταπολιτευτικά κληρονομήσαμε, με κάποιες ρωγμές –είναι η αλήθεια– μετά το 1974. Και σε αυτό το καθεστώς μας γυρίζει επί τα χείρω από το 2009 και εντεύθεν η πολιτική των Μνημονίων. Γιατί τα Μνημόνια συμπύκνωσαν, εσωτερίκευσαν και θεσμοθέτησαν, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά το σταθερά παρόν καθεστώς της εξάρτησης , το καθεστώς της ξενοκρατίας και της υποτέλειας για να θυμηθούμε και τον Γεώργιο Φιλαρέτο.
Αν και ηττημένοι στρατιωτικά και πολιτικά το 1949, το λαϊκό κίνημα, οι λαϊκές τάξεις, ο δημοκρατικός κόσμος (με πρωτοστατούσα την Αριστερά), κρατήθηκαν όρθιοι. Χάρη στην δίκαιη οργή και πείσμα που δημιούργησε η απροκάλυπτη αγγλοαμερικανική επέμβαση. Χάρη στην αδάμαστη βούληση των αγωνιστών της Αριστεράς να μην υποκύψουν στην βία των νικητών. Χάρη στα ισχυρά ηθικά αποθέματα και τους οργανικούς δεσμούς με τις υποτελείς τάξεις που σύμπασα η Αριστερά είχε συσσωρεύσει στις δεκαετίες που πέρασαν και φυσικά χάρη στα οξύτατα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που δημιούργησε το κυρίαρχο αμερικανοκρατούμενο συγκρότημα εξουσίας.
Με αντιφατικά, ασυνεχή αλλά και επίμονα παρόντα μικρά και μεγάλα κύματα, με την πλημμυρίδα και την άμπωτη πάντοτε παρούσες, τα ριζοσπαστικοποιημένα λαϊκά στρώματα και οι πολιτικές τους προεκτάσεις ξαναέθεσαν από τις αρχές τις δεκαετίας του 1960 επί τάπητος το διαχρονικό αίτημα για Εθνική Ανεξαρτησία, Δημοκρατία και Κοινωνική Δικαιοσύνη.

Οι τρεις απόπειρες ανατροπής

Και αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι τρεις φορές το ριζοσπαστικοποιημένο ετερογενές λαϊκό στρατόπεδο, πραγματοποίησε την αναγκαία εισβολή στον χώρο που ρυθμίζονταν τα πεπρωμένα του και συγκρουόμενο με τους επικυρίαρχους κατάφερε να «αγγίξει» την προοπτική μιας βαθύτερης εθνικής-δημοκρατικής αλλαγής που και αποτελούσε το καθολικό σημείο σύγκλισης των λαϊκών στρωμάτων.
Ήταν το 1963-1964, το 1980-1981 και το 2014-2015. Και οι τρεις περιπτώσεις παρά τις σημαντικές μεταξύ τους διαφορές, παρουσιάζουν κοινούς παρονομαστές, όπως:
  • Το υπό συγκρότηση εθνικό-λαϊκό μπλοκ, κατ’ ουσίαν αποτελούσε μιαν ετερόκλητη κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στα φτωχά λαϊκά στρώματα και τα παραδοσιακά ή υπό εκκόλαψιν νέα μεσοστρώματα. Πρόκειται επί της ουσίας για την ευρεία «Δημοκρατική Παράταξη» που κινείται από το 50% έως το 70% ανάλογα με το εύρος της κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας.
  • Η σύγκλιση του ετερόκλητου κοινωνικά και πολιτικά στοιχείου, που συγκροτούσε κάθε φορά το εθνικό-λαϊκό μπλοκ επραγματοποιείτο σε ένα εθνικό-δημοκρατικό μίνιμουμ θέσεων και όχι στα ποικίλα μαξιμαλιστικά σενάρια που είχαν στο μυαλό τους οι διάφοροι ορθόδοξοι σοσιαλιστές ή κομμουνιστές.
  • Το χαμηλό επίπεδο «οργανικής σύνθεσης» του εναλλακτικού προγράμματος τους, γεγονός που αποτυπώθηκε μόλις ήρθαν σε επαφή με την εξουσία και την πραγματικότητα.
  • Την σφοδρή έως λυσσαλέα αντίδραση που συνάντησαν από τους πολεμίους.
  • Τον ευκαιριακό, ανεπαρκή, αντιδημοκρατικό, μεταπρατικό, ενίοτε εθελόδουλο και σε κάθε περίπτωση κατώτερο των περιστάσεων χαρακτήρα της ηγεσίας που σε κάθε μια περίπτωση ήταν επικεφαλής. Αυτά είναι μερικά από τα «κοινά» τους, τρόπον τινά, στοιχεία, γιατί από κει και πέρα οι διάφορες είναι υπαρκτές, παρά τον κοινό στην ήττα παρονομαστή τους.
Αξίζει, ίσως, να επισημανθεί ότι η πρώτη και η δεύτερη περίπτωση είχαν επικεφαλής ηγέτες τους Γεώργιο Παπανδρέου και Ανδρέα Παπανδρέου, που δεν εντάσσονταν στον χώρο της ιστορικής Αριστεράς, ενώ την τρίτη συγκρότησαν μεταλλαγμένα υπολείμματά της.

Πολιτικός μεταμορφισμός

Τόσο η πρώτη, όσο και η δεύτερη περίπτωση στηρίζονταν σε μιαν ενεργή λαϊκή συμμετοχή, διαμορφώνοντας ανάλογες παρεμβάσεις και αντιστάσεις, γεγονός που το αποδεικνύουν τόσο το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 για την ανατροπή της πρώτης, όσο και η για μια πενταετία περίπου, χαμηλής -είναι η αλήθεια- κλίμακας, προσπάθειες του «λαϊκού» ΠΑΣΟΚ να αντισταθεί στις υπέρτερες δυνάμεις της εξωτερικής και εσωτερικής (εντός του ΠΑΣΟΚ δηλαδή) αντίδρασης.
Η τρίτη περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετά διαφορετική στον βαθμό που ως φαινόμενο ταχύτητας πολιτικού μεταμορφισμού δεν έχει προηγούμενο στους κόλπους της Αριστεράς. 
Η προδοσία του δημοψηφίσματος του 2015 και η εν μια νυχτί αλλαγή στρατοπέδου (παρ’ ότι η μετατόπιση είχε συντελεστεί πολύ πιο πριν), κατέκαψε κυριολεκτικά τα περιορισμένα αποθέματα καύσιμων που είχαν απομείνει.
Έτσι δημιούργησε ένα πρωτοφανές πλήγμα υπόβαθρου, με την έννοια της ολοκληρωτικής αναίρεσης του μοναδικού πλεονεκτήματος που είχε απομείνει στην όποια Αριστερά: του στοιχειώδους ήθους και του χαρακτηρισμού της ηγεσίας της ως αποστατών των διακηρύξεων τους, αλλά και της λαϊκής εντολής, με χαρακτηριστικά όμως μάλλον Τόνυ Μπλαίρ (νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη) παρά Ηλία Τσιριμώκου (κλασική αποστασία).

Σχόλια