Οι νομικές περιπέτειες του «Μακεδονισμού» στην Ελλάδα

Οι νομικές περιπέτειες του
Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών στην χώρα μας με το Ν. 4588/2019, με την οποία η χώρα μας αναγνωρίζει «μακεδονική» ιθαγένεια/εθνότητα, γλώσσα, ιστορία (και την «Μακεδονία του Ίλιντεν» προφανώς) και πολιτισμό αποτελεί για την χώρα μας εθνική ήττα. Η ήττα δεν έγκειται μόνο στο περιεχόμενο της Συμφωνίας και στα επίμαχα σημεία της, αλλά και στη χρήση που θα κάνουν οι γείτονές μας, οι οποίοι εκτός του ότι θα αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες» νέτα σκέτα και θα καλούν και την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα να τους αποκαλεί βάσει της Συμφωνίας έτσι, στο τέλος, φοβάμαι ότι θα επιβάλουν de facto και την ονομασία του κράτους τους ως «Μακεδονίας» νέτα σκέτα και όχι ως «Βόρειας Μακεδονίας», όπως προβλέπει η Συμφωνία. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Ήδη υπάρχουν τέτοιου είδους περιστατικά, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση από υπερβολική καλοπιστία έως και αφέλεια τα υποβαθμίζει. Μέσα στο ευρύτερο αυτό πλέγμα «μακεδονισμού» εντάσσεται και το ζήτημα της λεγόμενης «μακεδονικής» μειονότητας. Ήδη από τις 22 Ιανουαρίου 2019 και πριν την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών ο ομιλών είχε θέσει το θέμα σε άρθρο του στην πανελλήνιας εμβέλειας ημερήσια εφημερίδα Φιλελεύθερος.
Τότε λοιπόν είχε γράψει πως η αποδοχή των παραπάνω όρων από την ελληνική πλευρά στο κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, είναι πολύ πιθανό να (ξανα)ανοίξει την όρεξη κάποιων που μιλάνε για «μακεδονική» μειονότητα στην Βόρεια Ελλάδα, αυτή την φορά με την υπογραφή και της χώρας μας, η οποία μέχρι τώρα αρνείτο την ύπαρξή της.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Δεν αμφισβητείται ιστορικά ότι ακόμα και εντός των ορίων της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας κατοικούσαν πριν και μετά την απελευθέρωση σλαβόφωνοι. Η κατάταξή τους στο ελληνικό έθνος, όπως και των ελληνοφώνων κατοίκων της Μακεδονίας εγένετο κυρίως ανάλογα με την σχέση τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τους σλαβόφωνους αγωνίστηκαν με τους ελληνόφωνους για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον ελληνικό στρατό, από την άλλη όμως ένα μεγάλο μέρος δεν είχε ελληνική εθνική συνείδηση και κοίταγε προς την Βουλγαρία. Λόγω της δις κατάληψης διά της βίας με την άδεια των Γερμανών κατά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους (1916-1918 και 1941-1944) των εδαφών της Μακεδονίας από την Βουλγαρία και της συνταύτισης του μέρους αυτών των σλαβοφώνων με τους Βούλγαρους, οι σλαβόφωνοι Έλληνες πολίτες είχαν έρθει πολλάκις σε αντίθεση με τον ελληνικό πληθυσμό και το ελληνικό κράτος.
Η συμπόρευσή τους κατά τον εμφύλιο πόλεμο με τον ΕΛΛΑΣ και το ΚΚΕ, το οποίο είχε αποδεχθεί τη θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς περί υπάρξεως «μακεδονικού» έθνους και περί δημιουργίας «ελεύθερου μακεδονικού κράτους» που θα περιλάμβανε την Μακεδονία του Αιγαίου, την Μακεδονία του Βαρδάρη κα την Μακεδονία του Πιρίν και θα έφθανε μέχρι τον Νέστο και τον Όλυμπο, οδήγησε το ελληνικό κράτος στον εκδιωγμό τους μαζί με χιλιάδες Έλληνες κομμουνιστές σε χώρες του πρώην σιδηρούν παραπετάσματος, κυρίως την τότε Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.
Παρέμειναν μερικές χιλιάδες σλαβοφώνων κυρίως στη Δυτική Μακεδονία και την Πέλλα, οι οποίοι καλούντο από το ελληνικό κράτος «Σλαβομακεδόνες» ή «Μακεδονοσλάβοι». Ειρήσθω ότι και το ελληνικό κράτος συνέφερε να γίνεται λόγος για «Σλαβομακεδόνες» υπό την έννοια του απαγαλακτισμού τους από την Βουλγαρία, καθότι η γλώσσα τους είχε πολλά κοινά στοιχεία με την βουλγαρική, η δε βουλγαρική πλευρά την θεωρεί ακόμη και σήμερα βουλγαρική διάλεκτο. Ο χαρακτηρισμός των ως «Σλαβομακεδόνων» από την ελληνική πλευρά αναιρούσε το επιχείρημα της Βουλγαρίας περί υπάρξεως βουλγαρικής μειονότητας στην Ελλάδα.

Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας

Ως γνωστόν, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα αρνήθηκε αρχικά την αναγνώριση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας υπό τον Στρατάρχη Τίτο, διότι αυτή περιείχε ως επιμέρους ομόσπονδο τμήμα τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το οποίο χρησιμοποίησε ο Τίτο σταδιακά και εντέχνως για να «αποβουλγαροποιήσει» τον πληθυσμό του, εν συνεχεία υπό την πίεση του αμερικανικού παράγοντα υποχρεώθηκε να το πράξει.
Για την χώρα μας, όμως, καθ’ όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν υφίστατο «Μακεδονικό» ζήτημα, αν και αναγνώριζε την ομοσπονδιακή δομή της πρώην Γιουγκοσλαβίας με την ύπαρξη ομόσπονδης Δημοκρατίας με το όνομα αυτό, και βέβαια δεν αναγνώριζε «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα, όπως υποβολομιαία προσπαθούσε να θέτει κατά καιρούς η γιουγκοσλαβική πλευρά.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι όχι μόνο η Γιουγκοσλαβία, αλλά και η Ρουμανία προσπάθησε να θέσει ζήτημα «κουτσοβλαχικής» μειονότητας στη Θεσσαλία, το οποίο εν συνεχεία εγκατέλειψε λόγω της άρνησης των Ελλήνων Βλάχων να θεωρηθούν ότι αποτελούν εθνική μειονότητα στην Ελλάδα.
Το θέμα της λεγόμενης «μακεδονικής» μειονότητας επανήλθε με τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και το αίτημα για ανεξαρτησία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Δημοκρατίας. Δεν είναι του παρόντος να εκθέσουμε τα λάθη που έγιναν καθ’ όλη την διάρκεια του πρώτου ημίσεως της δεκαετίας του 90 με την μη εκμετάλλευση εκ μέρους της χώρας μας του ευνοϊκού γι αυτήν διεθνούς περιβάλλοντος για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της γειτονικής χώρας και των συμπαρομαρτούντων με ευνοϊκούς γι αυτήν όρους.

Το θέμα είναι ότι η επίμονη άρνηση της χώρας μας να δεχθεί να αναγνωρίσει την χώρα αυτή, με σύνθετη ονομασία, την έφερε σε αντίθεση με τους εταίρους και συμμάχους της και δημιούργησε ένα κλίμα διεθνούς συμπάθειας για την άλλη πλευρά.
Παράλληλα, δημιούργησε συμπάθεια για την ύπαρξη «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα. Αυτή η συμπάθεια εκδηλώθηκε κυρίως σε ακαδημαϊκούς και δημοσιογραφικούς κύκλους αλλά και στο Συμβούλιο της Ευρώπης και την τότε Συνδιάσκεψη για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη, τον μετέπειτα ΟΑΣΕ, μέσα σε ένα γενικότερο φιλικό προς τις διάφορες μειονότητες πλαίσιο.
Αυτό συνέβη διότι, παράλληλα με την ύπαρξη «μακεδονικού» κράτους, που θα έπρεπε να αναγνωρισθεί κάτι το οποίο αρνείτο η Αθήνα, υπήρχε κατά τους κύκλους αυτούς και «μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα. Κατά συνέπεια οι σλαβόφωνοι Έλληνες, κάτοικοι της Φλώρινας, της Καστοριάς και της Πέλλας, θεωρήθηκαν ως εθνική και γλωσσική «μειονότητα», η άρνηση της ύπαρξης της οποίας από το ελληνικό κράτος ισοδυναμούσε με καταπίεση.

Ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων

Αυτό το ευνοϊκό για τις μειονότητες περιβάλλον εκμεταλλεύθηκαν κάποιοι από τους σλαβόφωνους αυτούς Έλληνες πολίτες, πέντε τον αριθμό, μεταξύ των οποίων και ο νυν Βουλευτής Φλώρινας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτριος Σέλτσας, οι οποίοι εθνοτικά ισχυρίζονταν ότι έχουν «μακεδονική» εθνική συνείδηση, μιλούν την «μακεδονική» γλώσσα και θρησκευτικά συνταυτίζονταν με την σχισματική Ορθόδοξη Εκκλησία της Αχρίδας.
Υπόψιν ότι την τελευταία δεν αναγνώριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αλλά και καμία Ορθόδοξη Εκκλησία και ζήτησαν από τα ελληνικά δικαστήρια την αναγνώριση Σωματείου με την επωνυμία «ΣΤΕΓΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», όπου βέβαια ως «μακεδονικός» δεν νοείτο ο ελληνικός πολιτισμός της Μακεδονίας αλλά υπονοείτο ο πολιτισμός της «Μακεδονίας» ως εθνικής έννοιας.
Την εκτίμηση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι δεν γίνεται λόγος για «σλαβικό» ή «σλαβόφωνο» πολιτισμό της ελληνικής Μακεδονίας, ούτε βέβαια για τον ελληνικό πολιτισμό της Μακεδονίας, αρχαίας και σύγχρονης. Ως εκ τούτου, τα ελληνικά δικαστήρια θεώρησαν ότι πίσω από τον τίτλο και τον σκοπό αυτού του υπό ίδρυση σωματείου υποκρύπτονταν σκοποί αμφισβήτησης της ακεραιότητας της ελληνικής Μακεδονίας.
Επιπλέον τα ελληνικά δικαστήρια διέβλεπαν ότι με το σωματείο προωθούνταν ένας αυτόνομος εθνολογικά «μακεδονικός» πολιτισμός, διαφορετικού από αυτόν του ελληνικού πολιτισμού, συστατικό στοιχείο του οποίου είναι και ο πολιτισμός της ελληνικής Μακεδονίας. Φυσικά μέσω αυτών εξυπηρετούνταν αλυτρωτικές διαθέσεις προώθησης «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα.

Το ΕΔΔΑ δεν πείστηκε

Οι παραπάνω παραδοχές των ελληνικών δικαστηρίων όμως δεν έπεισαν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου(ΕΔΔΑ), στο οποίο προσέφυγαν οι αιτούντες στην κύρια δίκη. Στην απόφασή του στην υπόθεση «Σιδηρόπουλος κλπ κατά Ελλάδας» του 1998 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχθηκε ότι η άρνηση καταχώρησης Σωματείου με την ως άνω επωνυμία από την ελληνική Δικαιοσύνη παραβιάζει το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το άρθρο αυτό κατοχυρώνει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι υπό την έννοια ότι ο σκοπός του υπό σύσταση Σωματείου δεν δημιουργεί κινδύνους για την εθνική ασφάλεια και την δημόσια τάξη της χώρας.
Μόνο εάν το Σωματείο, μετά την εγγραφή του και την λειτουργία του προβεί σε πράξεις που παραβιάζουν ή διακινδυνεύουν την εθνική ασφάλεια και την δημόσια τάξη, μπορεί με δικαστική απόφαση να τεθεί δικαιολογημένα υπό το πρίσμα του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εκτός νόμου. Υπόψη ότι το Δικαστήριο στην απόφασή του αυτή, δεν δέχθηκε την ύπαρξη «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα ούτε παραβίαση άλλων διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Μιλάμε για διατάξεις που παρέπεμπαν στην ύπαρξη μειονότητας όπως τα άρθρα 9, 10 και 14 που κατοχυρώνουν την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, την ελευθερίας της έκφρασης και την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων με βάση την εθνότητα, γλώσσα, καταγωγή κλπ.
Εν συνεχεία υπήρξαν άλλες δύο υποθέσεις στο Στρασβούργο, «Ουράνιο Τόξο κλπ κατά Ελλάδας» το 2005 και «Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού κατά Ελλάδας» του 2010 με παρόμοια κατάληξη. Μάλιστα στην απόφαση «Ουράνιο Τόξο κλπ» το Δικαστήριο σε δύο αποστροφές του μιλά για «μακεδονική» μειονότητα και γλώσσα, αν και στο θέμα της μειονότητας αναφέρεται στον σκοπό του σωματείου «Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού». Τις αποστροφές αυτές, όμως, αποφεύγει να επαναλάβει στην τρίτη απόφαση «Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού κατά Ελλάδας» του 2010.
Παρά την μερική δικαίωση των σλαβόφωνων στοιχείων της Δυτικής Μακεδονίας και της Πέλλας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι συλλογικότητές τους, δηλ. το Σωματείο με την επωνυμία «ΣΤΕΓΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» και το κόμμα «ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ» λόγω της ανύπαρκτης πολιτικής παρουσίας του τελευταίου στις εθνικές εκλογές και της αντίστοιχης ανύπαρκτης κοινωνικής αποδοχής της πρώτης, σταμάτησαν να δημιουργούν τα προβλήματα που δημιουργούσαν. Εξαίρεση βέβαια υπήρξαν κάποια μεμονωμένα περιστατικά τοπικού χαρακτήρα, με αποτέλεσμα η συζήτηση περί «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα να ατονήσει και διεθνώς.
Σε επόμενο άρθρο θα εκτεθούν οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από την Συμφωνία των
Πρεσπών για το θέμα της λεγόμενης «μειονότητας».

Σχόλια