Το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα εμποδίζει την ανάπτυξη

Το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα εμποδίζει την ανάπτυξη, Κώστας Μελάς
Κώστας Μελάς Η απαίτηση για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% μέχρι το 2022 σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία θα είναι σε θέση να καλύψει το Γενικό Δημοσιονομικό Έλλειμμα, το οποίο μέχρι και το 2022 (λήξη της περιόδου χάριτος πληρωμής τόκων των δανείων από το EFSF και τα διακρατικά δάνεια) κυμαίνεται περίπου στα 6,2 δις ευρώ. Από το 2023 και μετά, τουλάχιστον μέχρι το 2030, το ύψος των τόκων που πρέπει να καταβάλει η Ελλάδα αυξάνει σημαντικά. Αν μάλιστα το ύψος των επιτοκίων ανεβεί, οι τόκοι θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Με τη βασική υπόθεση ότι ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της χώρας θα είναι τουλάχιστον 1,5%, το σταθερό ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ (3,5%) σημαίνει συνεχή αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε απόλυτους αριθμούς. Σύμφωνα με την υπόθεση που έχουμε κάνει, το 2022 πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% θα αντιστοιχεί περίπου σε 7 δισ ευρώ. Δηλαδή, μέχρι το 2022 θα υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις για πληρωμή των τόκων και θα κατευθύνεται στην αποπληρωμή του δημοσίου χρέους.
Ο συνδυασμός πρωτογενών πλεονασμάτων, μεγέθυνσης του ΑΕΠ και περιόδου χάριτος (μη καταβολή τόκων για τα δάνεια που αναφέραμε παραπάνω) μέχρι τουλάχιστον το 2022 θα μειώσει σημαντικά το λόγο χρέους/ΑΕΠ. Η επιδιωκόμενη έξοδος της Ελλάδος στις αγορές θα μπορέσει να αναχρηματοδοτεί τα ληξιπρόθεσμα χρεολύσια.

Δύο δεδομένα

Υπήρχαν εξαρχής δύο δεδομένα που αμφισβητούν αυτό το αφήγημα: η πρώτη ιστορικής αξίας και η δεύτερη θεωρητικής σημασίας. Συγκεκριμένα και κατά σειρά:
Ιστορικά, η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους. Την περίοδο 1994-2001 η Ελλάδα κατόρθωσε να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους (ετήσιος μέσος όρος) 1,75% του ΑΕΠ. Την περίοδο 1990-2008 το πρωτογενές έλλειμμα (ετήσιος μέσος όρος) κυμάνθηκε περίπου στο 1%, ενώ την περίοδο 2002-2008 (περίοδο ένταξης στο ευρώ) το πρωτογενές έλλειμμα κυμάνθηκε περίπου στο 2% (δεύτερη κυβέρνηση Σημίτη και οι κυβερνήσεις Καραμανλή). Το έτος 2009 (έτος που σηματοδότησε το ξέσπασμα της κρίσης) το πρωτογενές έλλειμμα άγγιξε το 10%. Την περίοδο 2010-2015 (πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής) το πρωτογενές έλλειμμα κυμάνθηκε στο 1,5% (ετήσιος μέσος όρος).
Σύμφωνα με το ΔΝΤ (IMF, Country Report 16/130, May 2016) η μελέτη των στοιχείων σε 55 χώρες τα τελευταία 200 έτη δείχνει ότι καμία δεν κατάφερε να προσεγγίσει τον στόχο που έχει τεθεί στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, καμία χώρα δεν κατάφερε να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο από 2% μετά από ύφεση, η οποία διάρκεσε περισσότερο από πέντε έτη και με διψήφιο ποσοστό ανεργίας.
Από τις χώρες που ανήκουν στην Ευρωζώνη, την περίοδο ύπαρξης του ευρώ (δηλαδή του συγκεκριμένου θεσμικού και οικονομικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του ενιαίου νομίσματος και ό,τι αυτό συνεπάγεται), καμία χώρα δεν διατήρησε για 10 συνεχή έτη πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5%, ενώ συγχρόνως υπήρχε διψήφιο ποσοστό ανεργίας. Η Ιρλανδία είναι η μόνη χώρα που επέτυχε συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα του 3,5% για περισσότερο από μια δεκαετία. Το επέτυχε, όμως, με πολύ υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ (1992-96: 6,1% και 1997-2001: 9,1%). Το ποσοστό ανεργίας αντίστοιχα ήταν 13,9% (1992-96) και 6,3% (1997-2001).

Η ελληνική περίπτωση

Η Ελλάδα είναι τελείως διαφορετική περίπτωση. Έχει συνολική μείωση του ΑΕΠ περίπου 26% στα τελευταία εννέα έτη (2008-2016). Μόνη εξαίρεση το 2014 (+0,3%). Το δε ποσοστό ανεργίας άγγιξε και το 27%!!! Και τα δύο ήταν συνέπειες του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο απαιτεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και 2% για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση Τσίπρα όχι μόνο επέτυχε τον στόχο όσον αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά και το υπερέβη κατά τρόπο εντυπωσιακό. Αυτό συνέβη και το 2018. Μπορεί οι δανειστές να χειροκρότησαν αυτή την επίδοση, μπορεί η κυβέρνηση να χρησιμοποίησε το υπερπλεόνασμα για να χρηματοδοτήσει την επιδοματική πολιτική της προς τους φτωχούς και κατ’ αυτόν τον τρόπο να οικοδομήσει εκλογικά ερείσματα σ’ αυτή την κοινωνική κατηγορία, αλλά το κόστος για την ελληνική οικονομία ήταν και παραμένει βαρύ.
Είναι απολύτως παραδεκτό στην οικονομική θεωρία, αλλά συνάγεται και από την κοινή λογική, ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε μια οικονομία που βρίσκεται στη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, δρουν εντελώς προκυκλικά και επηρεάζουν αρνητικά την προσπάθεια μεγέθυνσης της. Τούτο συμβαίνει διότι όποιο πλεόνασμα παράγεται, με τους συγκεκριμένους τρόπους (συνεχή μείωση εισοδημάτων, υψηλότατη φορολόγηση εν μέσω υψηλότατης ανεργίας), εξάγεται από το εισοδηματικό κύκλωμα κατευθυνόμενο κυρίως στην αποπληρωμή του χρέους.
Αυτό στερεί από την οικονομία μια βασική πηγή ρευστότητας, η οποία αν επανεισερχόταν με σωστό και στοχευμένο τρόπο στο κύκλωμα της οικονομίας θα αποτελούσε σημαντική ενίσχυση στη διαδικασία της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και της μείωσης της ανεργίας. Τα επιχειρήματα ότι την απαίτηση για μείωση των πρωτογενών επιδιώκουν οι πολιτικοί για τη διαιώνιση των υπαρκτών πελατειακών σχέσεων τους δεν θίγει σε καμία περίπτωση την απολύτως σωστή οικονομική άποψη περί μειώσεως των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Δεν υπάρχει λύση χωρίς ελάφρυνση

Όταν πονάει το κεφάλι μας δεν το κόβουμε. Λαμβάνουμε τουλάχιστον κάποιο παυσίπονο. Παράλληλα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στο σημερινό πλαίσιο, οι πηγές ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας έχουν ουσιαστικά περιοριστεί σε ακραίο σημείο με βασική ευθύνη των δανειστών, αλλά και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η υποθετική μείωση του ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος για τα επόμενα χρόνια π.χ. στο 2%, θα σήμαινε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να δανείζεται για να καλύψει μέρος της πληρωμής τόκων. Υπενθυμίζουμε ότι οι καταβαλλόμενοι τόκοι μέχρι και το 2022 είναι ως προς το ύψος ανελαστικοί (ομόλογα ΕΚΤ, ιδιώτες που δεν μπήκαν στο PSI, ΔΝΤ, Έντοκα του Δημοσίου) και είναι αδύνατον να μειωθούν.
Παράλληλα, η μείωση του ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος θα εκτροχίαζε την κατά τους δανειστές βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Από τα παραπάνω συνάγεται πως το πρόβλημα δεν έχει ρεαλιστική λύση, εάν δεν προωθηθεί η περαιτέρω απαραίτητη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.

Σχόλια