Του PAUL KRUGMAN (*)
Το 1961, η Αμερική βρέθηκε αντιμέτωπη με κάτι που οι συντηρητικοί θεώρησαν θανάσιμη απειλή: την προοπτική ενός εθνικού ασφαλιστικού προγράμματος υγείας για ηλικιωμένους πολίτες.
Η στρατηγική φυσικά δεν έφερε αποτελέσματα. Το Medicare όχι μόνο καθιερώθηκε, αλλά έγινε τόσο δημοφιλές που οι Ρεπουμπλικανοί κατηγορούν σήμερα (αδίκως) τους Δημοκρατικούς ότι θέλουν να περικόψουν τη χρηματοδότησή του. Το πνεύμα αυτής της στρατηγικής όμως – ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να ενισχυθεί το δίχτυ κοινωνικής προστασίας ή να μειωθούν οι ανισότητες οδηγεί στον ολοκληρωτισμό – παραμένει ζωντανό.
Κι έτσι, στο ετήσιο διάγγελμά του προς το έθνος, ο Ντόναλντ Τραμπ μίλησε για την απειλή που αντιμετωπίζει η Αμερική από τον σοσιαλισμό.
Τι εννοούν οι άνθρωποι του Τραμπ, ή οι συντηρητικοί εν γένει, όταν μιλούν για «σοσιαλισμό»; Εξαρτάται. Μερικές φορές εννοούν τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ετσι, μετά το διάγγελμα, ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν δήλωσε ότι «δεν γυρίζουμε πίσω στον σοσιαλισμό». Με άλλα λόγια, μέχρι το 2016 η Αμερική ήταν ένα σοσιαλιστικό κολαστήριο…
Άλλες φορές εννοούν τον κεντρικό σχεδιασμό σοβιετικού τύπου ή την εθνικοποίηση των βιομηχανιών όπως έγινε στη Βενεζουέλα – κι ας μην υπάρχει κανείς στην αμερικανική πολιτική ζωή που να υποστηρίζει τέτοια πράγματα.
Μερικοί προοδευτικοί αμερικανοί πολιτικοί αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστές και ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι περισσότεροι ψηφοφόροι κάτω των 30, λένε ότι υποστηρίζουν τον σοσιαλισμό. Ούτε οι πολιτικοί όμως ούτε οι ψηφοφόροι ζητούν να περάσουν τα μέσα παραγωγής στο κράτος. Αντιθέτως, σημειώνουν τον ισχυρισμό των συντηρητικών πως οτιδήποτε ελέγχει τις ακρότητες της οικονομίας της αγοράς συνιστά σοσιαλισμό και λένε, «ε, τότε, είμαι σοσιαλιστής».
Μάλλον όχι.
Στο κάτω-κάτω, οι ψηφοφόροι υποστηρίζουν με θέρμη τα περισσότερα από τα μέτρα που προτείνουν οι «σοσιαλιστές», όπως υψηλότερη φορολογία για τους πλούσιους και Medicare για όλους. Δεν πρέπει όμως να υποτιμάμε τη δύναμη της ανεντιμότητας. Τα δεξιά μέσα ενημέρωσης θα παρουσιάσουν οποιονδήποτε λάβει το χρίσμα των Δημοκρατικών ως έναν νέο Τρότσκι, και εκατομμύρια άνθρωποι θα τα πιστέψουν.
Ας ελπίσουμε τα υπόλοιπα μέσα να αποκαλύψουν το μικρό μυστικό του αμερικανικού σοσιαλισμού, ότι δηλαδή δεν είναι καθόλου ριζοσπαστικός.
(*) Ο Πολ Κρούγκμαν είναι αρθρογράφος των New York Times και Νομπελίστας Οικονομίας – (Πηγή: The New York Times via ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Το 1961, η Αμερική βρέθηκε αντιμέτωπη με κάτι που οι συντηρητικοί θεώρησαν θανάσιμη απειλή: την προοπτική ενός εθνικού ασφαλιστικού προγράμματος υγείας για ηλικιωμένους πολίτες.
- Σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την καταστροφή, ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος επινόησε την «Επιχείρηση Καφές». Ζήτησε δηλαδή από τις συζύγους των γιατρών (βρισκόμαστε στο 1961) να προσκαλέσουν τις φίλες τους και να τους παίξουν ένα ηχογραφημένο μήνυμα όπου ο Ρόναλντ Ρίγκαν εξηγούσε ότι η κοινωνικοποίηση της ιατρικής θα κατέστρεφε την αμερικανική ελευθερία. Οι νοικοκυρές θα έγραφαν στη συνέχεια επιστολές στο Κονγκρέσο με τις οποίες θα κατήγγελλαν το Medicare. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η στρατηγική φυσικά δεν έφερε αποτελέσματα. Το Medicare όχι μόνο καθιερώθηκε, αλλά έγινε τόσο δημοφιλές που οι Ρεπουμπλικανοί κατηγορούν σήμερα (αδίκως) τους Δημοκρατικούς ότι θέλουν να περικόψουν τη χρηματοδότησή του. Το πνεύμα αυτής της στρατηγικής όμως – ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να ενισχυθεί το δίχτυ κοινωνικής προστασίας ή να μειωθούν οι ανισότητες οδηγεί στον ολοκληρωτισμό – παραμένει ζωντανό.
Κι έτσι, στο ετήσιο διάγγελμά του προς το έθνος, ο Ντόναλντ Τραμπ μίλησε για την απειλή που αντιμετωπίζει η Αμερική από τον σοσιαλισμό.
Τι εννοούν οι άνθρωποι του Τραμπ, ή οι συντηρητικοί εν γένει, όταν μιλούν για «σοσιαλισμό»; Εξαρτάται. Μερικές φορές εννοούν τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ετσι, μετά το διάγγελμα, ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν δήλωσε ότι «δεν γυρίζουμε πίσω στον σοσιαλισμό». Με άλλα λόγια, μέχρι το 2016 η Αμερική ήταν ένα σοσιαλιστικό κολαστήριο…
Άλλες φορές εννοούν τον κεντρικό σχεδιασμό σοβιετικού τύπου ή την εθνικοποίηση των βιομηχανιών όπως έγινε στη Βενεζουέλα – κι ας μην υπάρχει κανείς στην αμερικανική πολιτική ζωή που να υποστηρίζει τέτοια πράγματα.
- Το κόλπο – και αυτή είναι η κατάλληλη λέξη – είναι να κινείσαι μεταξύ των διαφορετικών αυτών πραγμάτων ελπίζοντας ότι κανείς δεν θα το καταλάβει. Λέει κάποιος ότι θέλει δωρεάν δίδακτρα στα πανεπιστήμια; Κοιτάξτε πόσοι πέθαναν στον λιμό της Ουκρανίας!
Μερικοί προοδευτικοί αμερικανοί πολιτικοί αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστές και ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι περισσότεροι ψηφοφόροι κάτω των 30, λένε ότι υποστηρίζουν τον σοσιαλισμό. Ούτε οι πολιτικοί όμως ούτε οι ψηφοφόροι ζητούν να περάσουν τα μέσα παραγωγής στο κράτος. Αντιθέτως, σημειώνουν τον ισχυρισμό των συντηρητικών πως οτιδήποτε ελέγχει τις ακρότητες της οικονομίας της αγοράς συνιστά σοσιαλισμό και λένε, «ε, τότε, είμαι σοσιαλιστής».
- Aυτό που πραγματικά θέλουν οι Αμερικανοί που υποστηρίζουν τον «σοσιαλισμό» είναι αυτό που ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί σοσιαλδημοκρατία: μια οικονομία της αγοράς, όπου η φτώχεια θα περιορίζεται από ένα ισχυρό δίχτυ κοινωνικής ασφαλείας και η ακραία ανισότητα θα περιορίζεται από την προοδευτική φορολογία. Το πρότυπό τους είναι η Δανία ή η Νορβηγία, όχι η Βενεζουέλα.
- Οι οικονομολόγοι του Τραμπ δυσκολεύονται πολύ να περιλάβουν τις σκανδιναβικές κοινωνίες στο αντισοσιαλιστικό τους μανιφέστο. Αλλοτε λένε ότι οι χώρες αυτές δεν είναι πραγματικά σοσιαλιστικές και άλλοτε ότι, παρά τα φαινόμενα, οι Δανοί και οι Σουηδοί υποφέρουν.
Μάλλον όχι.
Στο κάτω-κάτω, οι ψηφοφόροι υποστηρίζουν με θέρμη τα περισσότερα από τα μέτρα που προτείνουν οι «σοσιαλιστές», όπως υψηλότερη φορολογία για τους πλούσιους και Medicare για όλους. Δεν πρέπει όμως να υποτιμάμε τη δύναμη της ανεντιμότητας. Τα δεξιά μέσα ενημέρωσης θα παρουσιάσουν οποιονδήποτε λάβει το χρίσμα των Δημοκρατικών ως έναν νέο Τρότσκι, και εκατομμύρια άνθρωποι θα τα πιστέψουν.
Ας ελπίσουμε τα υπόλοιπα μέσα να αποκαλύψουν το μικρό μυστικό του αμερικανικού σοσιαλισμού, ότι δηλαδή δεν είναι καθόλου ριζοσπαστικός.
(*) Ο Πολ Κρούγκμαν είναι αρθρογράφος των New York Times και Νομπελίστας Οικονομίας – (Πηγή: The New York Times via ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Σχόλια