Ο Φρόυντ [και ο Λε Κορμπυζιέ] στην Ακρόπολη...

Στο βράχο της Ακρόπολης έχω να ανέβω από το 2011 όταν μαζί κάποιοι άνθρωποι ενάντια στο μνημόνιο ανεβήκαμε τότε, την 28η Οκτωβρίου, για να κρεμάσουμε ένα δεκάμετρο ΟΧΙ στην νέα κατοχή. Έκτοτε, το πράγμα επαναλήφθηκε ξανά και ξανά. Ξεχείλωσε. Και από τα τείχη της Ακρόπολης κρεμάστηκε το...αόρατο ΝΑΙ που μας πνίγει.
Την έβλεπα κάθε μέρα από παιδί. Όταν άνοιγα το παράθυρο του δωματίου μου ήταν εκεί, στο βάθος, απέναντί μου, λίγο πριν να ενωθεί ο μακρινός ορίζοντας με τη θάλασσα που ήταν για μένα η μακρινή θάλασσα του νότου όπου πρωτοκολύμπησα. Και ξαφνικά ένα καλοκαίρι, αν θυμάμαι καλά, έφερε τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης, αποχαλινώνοντας την αντιπαροχή. Τρία με τέσσερα σπίτια στην τιμή του ενός. Και ύψος. Μεγαλύτερο ύψος, που αναιρούσε κάθε έννοια υψηλού. Που έκλεινε τον ορίζοντα χωρίς να αφήνει τουλάχιστον το περιθώριο για μια εσωτερική αυλή. Πόλη, Ακρόπολη, θάλασσα, οι άξονες φυγής, οι ισορροπίες χάθηκαν. Όσα είχαν διαφυλάξει ασπούδαχτοι συχνά κτίστες. Στη θέση τους μια πολυκατοικία, τέρας του Λόχνες, Η απόπειρα αυτοκτονίας, της οποίας αργότερα υπήρξα σιωπηλή μάρτυς, έγινε από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας αυτής.
Ώρα να δούμε τον Φρόυντ, πατέρα της ψυχανάλυσης. Να ξαναπούμε άλλη μια φορά μια ιστορία για τον πατέρα που άλλα τέκνα του έχουν πει τόσες φορές τόσο καλύτερα από μας. Ως δώρο για τα εβδομηκοστά γενέθλια του Ρομαίν Ρολλάν «από έναν άνθρωπο που έχει πλέον φτωχύνει, έχοντας (ωστόσο) ζήσει καλύτερες ημέρες» και που θαυμάζει βαθειά το συγγραφέα, ο πατέρας της ψυχανάλυσης στέλνει στο συγγραφέα το 1936 το γράμμα/αυτοανάλυσή του, σχετικά με μια διαταραχή της μνήμης κατά την επίσκεψή του στην Ακρόπολη το 1904.
Ο Φρόυντ ερμηνεύει στο γράμμα του αυτό, του 1936, την παράξενη ιδέα που του ήρθε, όταν ένα απόγευμα αντίκρισε μετά από ένα ταξίδι με τον μικρότερο αδελφό του την Ακρόπολη και σκέφτηκε: 
  • «Ώστε όλο αυτό υπάρχει πραγματικά όπως το έχουμε μάθει στο σχολείο»
Την παλινδρόμηση αυτή στην παιδική ηλικία ενός ανθρώπου τότε 48 χρόνων προκειμένου να επιβεβαιώσει αυτό που δεν πίστευε ότι θα μπορούσε, ότι θα ήταν ικανός, άξιος κάποτε να καταφέρει να κάνει στην ζωή του, την συνδέει αφ’ ενός με τη δυσκολία που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους να αντέξουν την εκπλήρωση μιας επιθυμίας τους και αφ’ ετέρου με τη διαδικασία της αποξένωσης, του ανοίκειου, όταν για λόγους άμυνας κυρίως, ένα μέρος της πραγματικότητας ή ένα κομμάτι του εγώ μάς φαίνεται ξένο.
Καταγράφοντας τη διαδρομή του μέχρι την Αθήνα και την Ακρόπολη, o Φρόυντ συνδέει τα συναισθήματά του στο βράχο με ένα αίσθημα δυσανεξίας που ένιωσε όταν ο συνεργάτης του αδελφού του στην Τεργέστη τους πρότεινε να αλλάξουν προορισμό και να πάνε στην Αθήνα αντί για την Κέρκυρα, όπως σκόπευαν. Το αίσθημα αυτό, ωστόσο, δεν τον εμποδίζει να βγάλει μαζί με τον αδελφό του τα εισιτήρια του πλοίου για τον Πειραιά. Να πρόκειται για μια δυσανεξία που ισοσκέλιζε κατ’ αρχήν τα λύτρα που ένιωθε ότι πρέπει να πληρώσει για να εκπληρώσει μια επιθυμία που, λόγω των οικονομικών της οικογένειας, ήταν γι’ αυτόν άπιαστη όταν ήταν μικρός; Η εκπλήρωση αυτή είναι που, όταν φτάνει στον τόπο της επιθυμίας, τον κάνει να αρνείται την οικειότητα μαζί της, να παραμένει αποξενωμένος από το κομμάτι του εαυτού του που έχει επίγνωση της πραγματικότητας, αλλά και του δρόμου που έχει διανύσει από τότε που ήταν μικρός. Κάτι ακόμα πιο παράξενο, ασεβές θα λέγαμε. Ερμηνεύοντας το γεγονός μετά από 34 χρόνια, συνδέει την Ακρόπολη με ένα τέρας. Είναι, μας λέει, αυτό που ένιωσα τότε σαν αυτό που θα ένιωθε κανείς αν έβλεπε νεκρό μπροστά του το τέρας του Λόχνες και έτσι επιβεβαίωνε την ύπαρξή του. (Τηλεγραφικό σχόλιο: Ο συνειρμός του Φρόυντ φέρνει κοντά όχι τη ραπτομηχανή και την ομπρέλα αλλά την ωραία (Ακρόπολη) και το τέρας. Τέρας που κολυμπά στο σύνορο της φαντασίωσης, του μύθου και της ανησυχαστικής υποψίας ότι κάτι, σε τελευταία ανάλυση, ίσως υπάρχει. Τέρας ενδεχομένως θηλυκό, το τέρας του Λόχνες, γνωστό ως Νέσσυ; Τέρας διεμφυλικό, διότι μόνιμο στοιχείο του, αν πιστέψουμε προς στιγμήν τις αμφιβόλου γνησιότητας φωτογραφίες, είναι ένας αδιάπτωτα εν διεγέρσει φαλλικός λαιμός, που υψώνεται από το θηλυκό υποτίθεται σώμα του; Πάντως τέρας και μάλιστα κατά Φρόυντ νεκρό, με οριστικά πεσμένο, άδοξα σωριασμένο τον φαλλικό λαιμό του. 
«Κυρίες και κύριοι φτάσαμε στον ιερό βράχο/τέρας. Βράχο γεμάτο τέρατα. Παρακαλώ κοιτάξτε εδώ τον Εριχθόνιο, τον Τρισώματο δαίμονα. Σκέτα φίδια με μια μικρή δόση ανθρώπου. Παρακαλώ ένα φιλοδώρημα για την ξεναγό, τις δύσκολες αυτές μέρες. Αλλά σημειώστε το, αν θέλετε. Τέρας στην αρχαία γλώσσα των ιθαγενών (δηλαδή των ελλήνων) σημαίνει το θαυμαστό».
Η Ακρόπολη λοιπόν στην επικράτεια του ανοίκειου. Το αίσθημα ωστόσο του ανοίκειου εκφράζει, όπως λέει, και έναν τρόπο άμυνας απέναντι σε κάτι δύσκολο να αντιμετωπίσεις, και συγχρόνως σχετίζεται με αναμνήσεις και εμπειρίες που έχουν πέσει στη λήθη: Δεν αμφέβαλε, μας λέει ο Φρόυντ τελικά, ποτέ για την ύπαρξη της Ακρόπολης. Αυτό για το οποίο αμφέβαλε ήταν αν εκείνος, όπως είπαμε πιο πάνω, θα μπορούσε ποτέ, αν θα του επιτρεπόταν – από ποιον άραγε; – να την επισκεφθεί.
Θα προχωρήσουμε στον δρόμο του Πατέρα. Με όσες παγίδες, όσες συναντήσεις με τον Λάϊο και τυχαίες πατροκτονίες μπορεί να κρύβει. Στο δρόμο ενός συμβολικού πατέρα, μεγαλύτερου από τον πατέρα του πατέρα της ψυχανάλυσης. Ήταν λοιπόν με μία πατρική –σε εισαγωγικά έστω- απαγόρευση που είχε να κάνει η αποστασιοποιημένη και ψυχρή κρίση του την οποία περιγράφει. Η επιθυμία να προχωρήσει πιο πέρα από τον πατέρα του συγκρούονταν με την απαγόρευση αυτής της επιθυμίας. Πραγματική εφόσον την ένιωθε, αλλά και εκτός πραγματικότητας αφού για τον πραγματικό πατέρα του η Ακρόπολη δεν σήμαινε, όπως ο ίδιος μας λέει, τίποτα. Η διπλή αυτή εν τοις πράγμασι υπεροχή απέναντι στον πατέρα μετατρέπεται σε υποταγή, κάνοντας τον Φρόυντ να αντιδράσει λόγω ενοχής – που κρύβει το φόβο μιας πατρικής τιμωρίας – με τον υποτίθεται περίεργο αυτόν τρόπο.
Μια ενσωματωμένη λοιπόν ενοχή απέναντι στον πατέρα του, μας αφήνει να καταλάβουμε ο Φρόυντ ότι δεν επέτρεψε στην ψυχή και το σώμα του να αντιδράσουν διαφορετικά στην επίσκεψη εκείνη. Θα ήταν άραγε δίκαιο να προχωρήσουμε σε μια αναγωγή από την προσωπική στην ομαδική ψυχολογία, κάτι που ο πατέρας της ψυχανάλυσης υπογραμμίζει ότι πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή για να αποφύγουμε λάθη που κάποτε διέπραξε και ο ίδιος; Θα ήταν νόμιμο, με βάση τα πρόσφατα γεγονότα στον τόπο μας, να υποθέσουμε ότι κάτι από το ανθελληνικό μένος που σάρωσε τα γερμανικά κυρίως αλλά και άλλα Μήντια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις λοιδορίες τους για την Ακρόπολη, τις Καρυάτιδες και την Αφροδίτη, κρυβόταν στην αμφιθυμία τους προς την ελληνική αρχαιότητα, νιώθοντας απέναντί της το δέος απέναντι στον «πατέρα» αλλά συγχρόνως, θέλοντας να παίξουν πλέον οι ίδιοι το ρόλο αυτόν, για την Ευρώπη του σήμερα; Να θεωρήσουμε ότι ο Φρόυντ, εκτός από τον πατέρα του, ένιωσε και μια δυσανεξία απέναντι στους πατέρες της Ευρώπης που τότε ακόμη θεωρούνταν οι Έλληνες; Ο αντίλογος σε μια τέτοια άποψη είναι εύκολος και νόμιμος. Ποτισμένος από την αρχαία ελληνική γραμματεία, ο Φρόυντ στήριξε, θεμελίωσε τη σκέψη του, όπως έκαναν και βασικοί συνεχιστές του -ο Άμπρααμ, ο Γιούνγκ, ο Φερέντσι και ο Ρανκ- σε διάλογο μαζί της. Τόσο μάλιστα που, αν το ενδιαφέρον για τα γράμματα και τον πολιτισμό των Ελλήνων δεν έχουν ακόμα σήμερα, που υπερισχύει ο τεχνικός/τεχνολογικός πολιτισμός, σβήσει εντελώς, αυτό οφείλεται κατά πολύ στην ψυχανάλυση. Το ζήτημα βρίσκεται ίσως αλλού. Όχι στο αν ο Φρόυντ κατέφασκε την Αρχαία Ελλάδα, πράγμα βέβαιο, αλλά στον τρόπο που την έβλεπε από την πλευρά της σχέσης του με τον πατέρα.
Αν σκεφτούμε τα κείμενά του, τα σχετικά με την τέχνη, ο Φρόυντ ασχολείται, με εξαίρεση την Γκραντίβα του Γιένσεν, σχεδόν πάντα με τους Πατέρες του θεάτρου και της λογοτεχνίας: Τον Σοφοκλή, τον Σαίξπηρ, τον Καλντερόν, τον Ντα Βίντσι, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Γκαίτε – τον οποίο λατρεύει – και τον Ντοστογιέφσκι, απέναντι στον οποίο εκφράζει μια αμφιθυμία. Μένει ανοιχτό το ζήτημα αν ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνει και επαν-αφηγείται τα έργα τους λειτουργεί κάποτε ως επιβεβαίωση των ήδη διαμορφωμένων του απόψεων. Αλλά όπως έχει ήδη σημειωθεί (Λυοτάρ), ο Φρόυντ έχει μια αντίσταση στο έργο τέχνης, και μάλιστα στην εικόνα, που πηγαίνει ίσως και πέρα από την όποια συνειδητή ή ασύνειδη πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει την τέχνη ως αποδεικτικό υλικό. Και η Ακρόπολη δημιουργήθηκε και παραμένει στη νεότερη και τη σύγχρονη τραυματισμένη μορφή της, έργο τέχνης. Για την ακρίβεια συνολικό έργο τέχνης. Έτσι τη συνέλαβε ο Φειδίας, που είχε τη γενική επιστασία των έργων επί Περικλή τον 5ο αιώνα. Και επίσης συνολικό έργο τέχνης στην αρχαιότητα, διότι εκεί τελούνταν ιερές τελετουργίες, εκεί κατέληγε η Παναθηναϊκή πομπή και κατέθεταν τον πέπλο της θεάς ως αποκορύφωμα της εορτής. Αν όμως προσέξουμε τη ζωφόρο που απεικονίζει την παναθηναϊκή πομπή θα θυμηθούμε κάτι. Θεοί, ακόμα και ο Πατέρας των θεών, ο Δίας, που παρακολουθεί θρονιασμένος στον Όλυμπο, έχουν το ίδιο ανάστημα και το ίδιο παράστημα. Αυτός είναι ο γνωστός αισθητικός νόμος της ισοκεφαλίας για τον οποίο συμφωνώ με όσους υποστηρίζουν ότι έχει και ψυχικές, πολιτικές και πολιτισμικές προεκτάσεις. Η «δυσανεξία» λοιπόν που ένιωσε ο Φρόυντ δεν έχει ίσως να κάνει μόνον με το γεγονός ότι βρέθηκε χωρίς τα προστατευτικά φίλτρα των βιβλίων και των φωτογραφιών μπροστά στο απαστράπτον, μέσα στη τραυματισμένη του γύμνια, συνολικό έργο τέχνης.
Λίγα λόγια τώρα για την οικειότητα, ανάμεσα στον βράχο και τον αρχιτέκτονα
Είμαι ερασιτέχνις θαυμάστρια του Λε Κορμπυζιέ και η βασική μου σχέση μαζί του είναι ότι έχω κατά τύχη επισκεφτεί την πολυκατοικία που έμενε, όπου έμεναν επίσης αγαπητοί φίλοι, στο Παρίσι μια πρωτοχρονιά. Αλλά με ενδιαφέρουν πολύ τα λόγια του ότι (σε αντίθεση με τον Φρόυντ) ένιωσε, όταν επισκέφθηκε το βράχο, την ανάγκη να αγγίξει τα πεσμένα μάρμαρα. Εβδομάδες ολόκληρες τα άγγιζε, μας λέει, «με χέρια γεμάτα σεβασμό, ανησυχία, έκπληξη». Αλλά η επίμονη αυτή τάση να αγγίξει, σημαίνει ότι οι σπασμένες αυτές πέτρες μιλούν για κάτι το πολύ κοντινό, το μύχιο θα έλεγα. Ενώ πολύ αργότερα, στο κατεχόμενο Παρίσι το 1942, που τυπώνει την Χάρτα των Αθηνών, (όπου καταγράφει ανωνύμως τα συμπεράσματα του συνεδρίου του CIAM που είχε διεξαχθεί το 1933 στην Αθήνα), θεωρεί ότι και μόνο το όνομα της Αθήνας στο κείμενο εκείνη την σκοτεινή εποχή, λειτουργούσε ως «απαστράπτουσα ασπίδα».
 
Ο Λε Κορμπυζιέ στον Παρθενώνα – Σεπτέμβριος του 1911 (Πηγή: Ίδρυμα Le Corbusier, Παρίσι).
Κλείνω με μια μετάβαση από την ασπίδα της Αθήνας, στην ασπίδα της Αθηνάς. Ο βράχος της Ακρόπολης, το συνολικό αυτό έργο τέχνης είναι αφιερωμένο, κυβερνιέται, διαφεντεύεται από μια γυναίκα θεά, την Αθηνά. Ως πρόμαχος φυλάει την Πόλιν και με τη λάμψη του δόρατός της οδηγεί τα πλοία σε καλό λιμάνι, στον Πειραιά. Και με τη χρυσελεφάντινη μορφή της φέρει στο ίδιο της το σώμα το χρυσάφι που είναι έτοιμη να δανείσει στην πόλη της σε δύσκολες ώρες. Γυναίκα δεν είναι όμως μόνον η κυρά του ιερού βράχου. Ο ίδιος ο βράχος είναι σώμα και γυναίκα. Ένας βράχος με παλλόμενο, ασπαίρον θηλυκό κορμί στο οποίο ο ξεροκέφαλος άντρας, που αναλώνεται σε μάταιους και φονικούς πολέμους, επιθυμεί πάση θυσία να διεισδύσει ερωτικά. Μιλάει ο Αριστοφάνης στην Λυσιστράτη του μέσα από τα προσωπεία της προκλητικής Μυρρίνης και του λάγνου Κινησία, που ο Ευαγγελάτος μας τον είχε δείξει να διεμβολίζει με το γιγάντιο πέος του τα Προπύλαια. Αλλά μήπως θηλυκός δεν είναι μόνον ο αριστοφανικός βράχος της Ακρόπολης; Μήπως η Ακρόπολη είναι θηλυκή ακριβώς ως έργο τέχνης; Έργο τέχνης και γυναίκα μοιράζονται κάποια ενοχλητικά, ανησυχαστικά στοιχεία. Είναι πράγματα, πλάσματα, μάλλον διφορούμενα, αμφιλεγόμενα, απρόβλεπτα, μη λογικά, αφερέγγυα, ανάξια εμπιστοσύνης έτοιμα να χαλάσουν τα σχήματα που κυβερνούν τη σκέψη και τον κόσμο. Ξεκινήσαμε από το δρόμο του Πατέρα. Του Οιδίποδα. Με μια έννοια καταλήγουμε στο δρόμο της Ιοκάστης, της κυρίας που πολλοί αποφεύγουν να τη συναντήσουν, αποχωρώντας με ελαφρά πηδηματάκια. Από τα ερείπια που αφήνει σαν φαμ φατάλ στο δρόμο της, αναδύεται μια άλλη ματιά που κάνει οικείο το ανοίκειο, εύλογο το ακατανόητο και την τραυματισμένη μας μήτρα σπιτικό και ναό μας.
Η Ακρόπολη, έργο ανησυχαστικά οικείο, δηλώνει μια άλλη σχέση με τα αρχέτυπα, με το παρελθόν, τη μνήμη που επιμένει να μας συνέχει. Σχέση που περνά μέσα από δρόμους βιωμάτων που ισορροπούν στο σύνορο συνείδησης και ασύνειδου και που ίσως πουθενά δεν αποτυπώνεται με τόση ευστοχία όσο στο στίχο του Ελύτη, εδώ άλλοι θεοί, θείοι και ξάδερφοι, τουτέστιν όχι πατέρες. Ανοίγει ήδη ο δρόμος για να συλλάβουμε τη μετάβαση από το ανοίκειο, το απαγορευμένο, στην οικείωση, την αλληλεγγύη, την συνενοχή. Υπάρχει μια κάποια αλυσίδα οικείωσης, αλληλεγγύης και συνενοχής ανάμεσα στον βράχο αυτό και κάποιους ανθρώπους. Ίσως σαν τον Μακρυγιάννη, τον Σάντα και τον Γλέζο ή από άλλο δρόμο, τον Σεφέρη.
Αφελής προσωπική κατακλείδα. Το ‘χω παράπονο πως, στο δημοτικό, δεν μας πήγαν επίσκεψη στη Ακρόπολη. Μου αποκαλύφθηκε αργότερα σε κάποια εφηβική επίσκεψη. Με όσα μυούν τους εφήβους στο ευανάγνωστο του ακατανόητου, την δίψα για τον έρωτα και για το δίκιο. Αυτό με οδήγησε αναπάντεχα στη γεύση αυτή της αναπάντεχης οικείωσης για την οποία μίλησα πιο πάνω. Που σου επιτρέπει την αναίδεια να χαμογελάς όταν οι σοφοί του κόσμου αμφισβητούν ή εξυμνούν αυτό το μέγα κάτι, που για σένα είναι τόσο κοντινό, αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας. Αυτός που βιάζονται πότε θα τον ξαποστείλουν στο ΤΑΙΠΕΔ

Σχόλια