γράφει ο Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Στο χώρο της Αριστεράς, αλλά και σε τμήμα του αστικού χώρου αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός για την αστική δημοκρατία με επίκεντρο τον αυταρχισμό που οξύνεται σε βαθμό απειλητικό. Κινδυνεύει η αστική δημοκρατία; Η έξαρση του αυταρχισμού δεν είναι νεοφανής στην αστική δημοκρατία. Στην ιστορική εξέλιξή της εμφανίζει ισχυρά φαινόμενα αυταρχισμού με ποικίλλουσα οξύτητα, όπως η ισχυρή καταστολή, οι διακρίσεις και διώξεις κατά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, τα αντιδημοκρατικά εκλογικά συστήματα, η δημαγωγική ιδεολογική χειραγώγηση κ.ά. Στη σύγχρονη όμως φάση η αστική δημοκρατία, ιδίως απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’70, διέρχεται οξύτερη κρίση, κυρίως λόγω του εγγενούς ισχυρού αυταρχισμού στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και λόγω της ιστορικής κρίσης της Αριστεράς. Ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της σύγχρονης υπεραυταρχικής αστικής δημοκρατίας, εκτός της γνωστικής αυταξίας, έχει και καθοριστική αξία για την επιλογή του μεταρρυθμιστικού ή του επαναστατικού δρόμου για την κοινωνική αλλαγή. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Κινδυνεύει η αστική δημοκρατία;
Ο κίνδυνος που διατρέχει η αστική δημοκρατία εμφανίζεται με δύο τρόπους: Με την κλασική μορφή κατάλυσής της με τη χρήση στρατιωτικής βίας και με την έμμεση μορφή κατάλυσης θεμελιωδών θεσμών, με όριο τη διατήρηση μιας ισχυρά υπονομευμένης κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου τα στρατιωτικά πραξικοπήματα πραγματοποιούνταν με αρκετή συχνότητα: Αργεντινή, Βραζιλία, Δομινικανή Δημοκρατία, Γουατεμάλα, Περού, Ουρουγουάη, Πακιστάν, Ταϊλάνδη, Γκάνα, Τουρκία, Ελλάδα και αλλού. Μετά το 2000 στρατιωτικά πραξικοπήματα ανέτρεψαν τον πρόεδρο Μόρσι στην Αίγυπτο το 2013, την πρωθυπουργό Σιναουάτρα στην Ταϊλάνδη το 20141 (Levitsky-Ziblatt, 2018:14), ενώ το 2016 πραγματοποιήθηκε αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία.
Στο σύγχρονο καπιταλισμό σχεδόν καθολική μορφή υπονόμευσης της αστικής δημοκρατίας, χωρίς να καταργείται ως σύνολο, αποτελεί η δραστική θεσμική αλλοίωση, επί το συντηρητικότερο, των θεσμών της ή και εισαγωγή νέων αυταρχικών θεσμών ή και η λειτουργική παραβίαση των αστικοδημοκρατικών θεσμών διά του αυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης, ενώ διατηρείται το γράμμα του νομικού συστήματος2 (Ηug-Ginsburg, 2018:32). Σ’ αυτή τη μορφή παραβίασης της δημοκρατίας δεν πρωταγωνιστούν οι στρατιωτικοί, αλλά οι πολιτικοί, και δη οι κορυφαίοι λειτουργοί του πολιτεύματος: αυτοί που καταλαμβάνουν το θώκο του προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού και των υπουργείων.
Η εκτελεστική εξουσία αποβαίνει παντοδύναμη. Η διάκριση, ισοδυναμία, αλληλοσυμπλήρωση και ο αμοιβαίος έλεγχος των τριών εξουσιών3 (Mοντεσκιέ, 2006) έχει συρρικνωθεί στην αστική δημοκρατία υπέρ της εκτελεστικής εξουσίας. Η κοινοβουλευτική εξουσία κολοβώνεται απ’ την εκτελεστική που ιδιοποιείται σημαντική μερίδα της νομοθετικής εξουσίας, με ρυθμίσεις, όπως οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι υπουργικές αποφάσεις, οι υπουργικές εγκύκλιοι κανονιστικού περιεχομένου κατά κανόνα. Επιπλέον, η σύγχρονη εκτελεστική εξουσία όλο και συχνότερα παραβιάζει τους νόμους, ενώ όλο και σπανιότερα η δικαιοσύνη χαρακτηρίζει άκυρη αυτή τη νομοθέτηση, χωρίς ποινικές συνέπειες για τους παρανομούντες πολιτικούς. Αυτό συνέβη στις μνημονιακές νομοθετήσεις στη χώρα μας περικοπής μισθών και συντάξεων, που κηρύχτηκαν άκυρες από δικαστικές αρχές, χωρίς επιπτώσεις για τους πολιτικούς, αλλά και χωρίς να αποδοθούν στο σύνολό τους οι περικοπείσες αποδοχές στους δικαιούχους. Άλλος τρόπος μείωσης του αυτεξούσιου των βουλευτών επιβάλλεται απ’ τη γραφειοκρατία των κομμάτων, που με την απειλή ακόμη και διαγραφής, πειθαναγκάζουν τους βουλευτές να συμμορφώνονται στην κομματική συστημική απόφαση. Ο χαρακτηρισμός «πατέρες του έθνους» που παλαιότερα αποδιδόταν στους βουλευτές στη σύγχρονη αστική δημοκρατία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Αλλά και της τρίτης εξουσίας, της δικαιοσύνης, οι εξουσίες παρά τις διακηρύξεις και θεσπίσεις της αυτονομίας της, σε ευρύ βαθμό απορροφούνται απ’ την εκτελεστική εξουσία, με έμμεσο τρόπο. Με την ψήφιση νόμων που αντίκεινται στη νομοθεσία και το Σύνταγμα, τους οποίους, αν η δικαιοσύνη δεν κατορθώσει να κηρύξει άκυρους, είναι υποχρεωμένη να τους τηρεί. Και το κυριότερο, στις περισσότερες χώρες, με τη μία ή την άλλη ρύθμιση, η ηγεσία της δικαιοσύνης επιλέγεται απ’ την κυβέρνηση και κατά κανόνα ετεροκαθορίζεται απ’ αυτήν.
Η ανώτερη κρατική γραφειοκρατία που, σε άλλες ιστορικές συνθήκες, είχε σχετική αυτοτέλεια απ’ την εκτελεστική εξουσία, στο σύγχρονο καπιταλισμό είναι υποτελής και ελεγχόμενη απ’ την κυβέρνηση, αν και αναγνωρίζεται η ανάγκη αποπολιτικοποίησής της, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια των ασκούμενων πολιτικών. Γι΄ αυτό, η εκάστοτε κυβέρνηση τοποθετεί στελέχη προσκείμενα σ’ αυτήν στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού.
Ακόμη και το υπουργικό συμβούλιο έχει υποβαθμιστεί και σπάνια συγκαλείται η ολομέλειά του. Η κυβερνητική εξουσία ουσιαστικά ασκείται απ’ τον πρωθυπουργό, που συγκεντρώνει υπερεξουσίες, το γραφείο των συνεργατών του και τους υπουργούς ορισμένων κορυφαίων υπουργείων. Ο συγκεντρωτισμός, επομένως, διέπει και τη λειτουργία του κατεξοχήν συγκεντρωτικού οργάνου του κράτους, της κυβέρνησης.
Αξίζει να επισημανθεί αναφορικά με την παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας ότι ακόμη και η κήρυξη στρατιωτικού νόμου ή η αναστολή άρθρων του Συντάγματος, δηλαδή ουσιαστικά η επιβολή δικτατορικού καθεστώτος, προτείνεται ή και επιβάλλεται απ’ την εκτελεστική εξουσία. Επί παραδείγματι, στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 αποτυπωνόταν η αναμφισβήτητη ένταση της κρατικής καταστολής, όχι τόσο στο επίπεδο της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, που είναι υπεύθυνοι και λογοδοτούν στην υποβαθμισμένη όμως Βουλή και στο λαό, όσο στο πρόσωπο του προέδρου της Δημοκρατίας. Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της προτεραιότητας αποτελούσε το δικαίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας να κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, την οποία προσυπέγραφε το υπουργικό συμβούλιο. Στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 διατηρήθηκε η ενισχυμένη θέση της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά με καθιέρωση της υπερέχουσας θέσης του πρωθυπουργού έναντι του προέδρου της Δημοκρατίας. Συγκριτικά, στο προαναφερθέν παράδειγμα, το δικαίωμα ενεργοποίησης του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας μεταβιβάζεται στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, που τον προτείνει στη Βουλή, για ν’ αποφασίσει για την εφαρμογή του (άρθρο 48 του Συντάγματος) (Σωτηρέλης-Ξηρός, 2015:69).4 Στη δεύτερη περίπτωση είναι παρατηρητέα δύο σημεία: Πρώτο, η μεταβίβαση της κήρυξης κατάστασης πολιορκίας από τον προεδρικό στον πρωθυπουργικό-κυβερνητικό φορέα. Δεύτερο, η αναβάθμιση της Βουλής, στην οποία ανατίθεται η έγκριση ή όχι της κυβερνητικής πρότασης για την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, δεν είναι τόσο ισχυρή όσο φαίνεται, αφού το κυβερνών κόμμα διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία, εκτός απροόπτου, πειθαρχεί στον πρωθυπουργό και ηγέτη της κομματικής παράταξης. Εξάλλου, σε συνθήκες της λεγόμενης «έκτακτης ανάγκης», την οποία επικαλείται ο προτείνων τον σχετικό νόμο πρόεδρος της Δημοκρατίας ή πρωθυπουργός, τα συστημικά κόμματα της συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης συγκλίνουν σε συναινετική στάση, προφασιζόμενα τον κλονισμό των θεμελίων της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Εκτός απ’ την ακραία περίπτωση της κατάστασης πολιορκίας, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με δικτατορία, την οποία δεν επιβάλλει ο στρατός με πραξικόπημα, αλλά συναινεί και εγγυάται την τήρησή της, υπάρχει και μια άλλη διαδικασία αντιδημοκρατική, που στην υπερβολή της τείνει στην αχρήστευση του κοινοβουλίου. Την έννοια της έκτακτης ανάγκης (κινδύνους για τα θεμέλια του αστικού συστήματος) επικαλείται η εκτελεστική εξουσία, όλο και συχνότερα, για να εκδίδει είτε προεδρικά διατάγματα είτε πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Αυτές οι νομοθετικές πράξεις δεν εγκρίνονται απ’ το νομοθετικό σώμα. Εφαρμόζονται, δημιουργούν τετελεσμένα, τα οποία εν συνεχεία είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακληθούν. Κατόπιν εορτής οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου υποβάλλονται προς έγκριση στη Βουλή, η οποία εκούσα άκουσα στην πλειοψηφία της τις υπερψηφίζει. Επικαλούμενες τα μνημόνια ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οι ελληνικές κυβερνήσεις απ’ το 2010 έως και σήμερα εκδίδουν κατά κόρον προεδρικά διατάγματα, ακόμη και αντικείμενα στο Σύνταγμα, τα οποία εκ των υστέρων ουδέποτε καμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία καταψήφισε. Ορισμένες μάλιστα απ’ αυτές τις νομοθετήσεις της κυβέρνησης, η Δικαιοσύνη ήδη τις κρίνει άκυρες ως αντισυνταγματικές. Στοιχείο υπέρβασης και της Δικαιοσύνης απ’ την εκτελεστική εξουσία ακόμη και σ΄ αυτές τις ακυρώσεις, αποτελεί η μερική μόνον αποκατάσταση της βλάβης των αδικηθέντων, ιδίως μισθωτών και συνταξιούχων. Τα προεδρικά διατάγματα καθορίζονται απ’ το Σύνταγμα (άρθρο 43, παρ. 2). «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όρια της»5 (Σωτηρέλης-Ξηρός, 2015:66).
Παροιμιώδης θεωρείται η διακυβέρνηση της Γερμανίας επί προεδρίας Χίντεμπουργκ με προεδρικά διατάγματα στο διάστημα της προεδρίας του (19251933). Η διακυβέρνηση με προεδρικά διατάγματα επί προεδρίας Χίντεμπουργκ από εξαίρεση αποτέλεσε τον κανόνα, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης. Αυτή η εκτροπή εξοικείωσε τον λαό με την αυταρχική διακυβέρνηση και τη διάβρωση της αστικής δημοκρατίας, ανοίγοντας τον δρόμο για την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία. Τον Ιανουάριο του 1933, ο Χίντεμπουργκ όρισε καγκελάριο τον Χίτλερ, αν και δεν διέθετε την πλειοψηφία στη Βουλή. Ο Χίτλερ απ’ τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 1933, κυβέρνησε με προεδρικά διατάγματα. Μετά τις εκλογές στις 5 Μαρτίου 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα σε συμμαχία με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Λίγες μέρες μετά, στις 23 Μαρτίου, με νόμο κατάργησε τη Βουλή και επέβαλε τη στυγνή δικτατορία του ναζισμού6 (Winkler, 2011:225-337).
Η ενίσχυση των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών
Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, η νομοθετική και εν μέρει η εκτελεστική εξουσία περιορίζονται, λόγω της ισχυρής ενίσχυσης και των κατασταλτικών μηχανισμών. Όσο οξύνεται η ταξική πάλη και, ιδίως, όταν απειλείται το αστικό κράτος, το βάρος της εξουσίας μετατοπίζεται στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, που είναι στεγανοποιημένοι όχι μόνο απ’ την κοινωνία, αλλά και απ’ τη νομοθετική εξουσία και εν μέρει και απ’ την εκτελεστική. Επιπλέον, ιδρύονται και ενισχύονται παραστρατιωτικοί μηχανισμοί και τμήματα εθνοφυλακής, στην ηγεσία των οποίων υπεραντιπροσωπεύεται η άκρα Δεξιά7 (Γρηγορόπουλος, 2019:8-9). Η αστυνομία ενισχύεται αριθμητικά και οπλικά. Στο εσωτερικό της στεγανοποιούνται πυρήνες ακροδεξιών. Ενισχύονται τα στρατιωτικοποιημένα τμήματα, όπως η ομάδα ΔΕΛΤΑ στην Ελληνική Αστυνομία, που είναι αποκλειστικά εντεταλμένη στην καταστολή της κινηματικής δράσης. Οι μυστικές υπηρεσίες (ΕΥΠ στα καθ’ ημάς) δεν ελέγχεται απ’ τη Βουλή, εν μέρει μόνο ελέγχεται απ’ την κυβέρνηση και είναι διαβρωμένη απ’ τον ξένο παράγοντα, ιδίως τις ΗΠΑ. Οι υπηρεσίες της ΕΥΠ διεισδύουν και τοποθετούν ανθρώπους τους ακόμη και στα υπουργεία, για να συγκεντρώσουν στοιχεία και να τα αξιοποιούν ανάλογα.
Η υπερεκτίμηση της ασφάλειας στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και οι δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας έχουν αναγάγει σε ύψιστης σημασίας και ευρύτατης εφαρμογής διαδικασία την επιτήρηση και παρακολούθηση των επικοινωνιών, αντιλήψεων και δραστηριοτήτων ατόμων και ομάδων με πρόθεση να καταγραφούν ηλεκτρονικά και να κατασταλούν αντίπαλες προς το σύστημα φωνές και δράσεις. Πρόκειται για ένα σύγχρονο οργουελικό φακέλωμα, που δύναται να περιλάβει τεράστιο αριθμό ανθρώπων. Σε σύγκριση με το σύγχρονο ηλεκτρονικό φακέλωμα, το παλιό φακέλωμα των αριστερών πολιτών απ’ την Ασφάλεια, μοιάζει με παιδικό παιχνίδι. Στην υπηρεσία της παρακολούθησης, επιτήρησης και καταστολής έχει τεθεί ευρύ φάσμα σύγχρονων τεχνολογικών μέσων. Απ’ τους δορυφόρους Echelon των ΗΠΑ, κυρίως, που καταγράφουν δεδομένα σε παγκόσμια κλίμακα, τη συστηματική παρακολούθηση και υποκλοπή των συνομιλιών πολιτών και οργανώσεων, ως την αναλυτική καταγραφή και αξιολόγηση του διαδικτύου, των αναρτήσεων και των μηνυμάτων που ανταλλάσσονται στο διαδίκτυο, την αποκόμιση πληροφοριών και προσωπικών δεδομένων ακόμη και από εμπορικές και καταναλωτικές δραστηριότητες, την αξιοποίηση των βιογραφικών σημειωμάτων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, τις επώνυμες στατιστικές, τις κάμερες ασφαλείας για την παρακολούθηση κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων με την καταγραφή προσώπων.
Οι κυβερνήσεις και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί δικαιολογούν τον χείμαρρο της επιτήρησης με την αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, που αφορούν κυρίως την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της εγκληματικότητας. Στην πραγματικότητα, η επίκληση αυτών των λόγων από κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών ή διωκτικές αρχές, στην τεράστια έκτασή της τουλάχιστον, συγκαλύπτει την καταγραφή και καταστολή κριτικών προς το σύστημα αντιλήψεων και δραστηριοτήτων, ενώ παραβιάζει και τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του απαραβίαστου του ιδιωτικού βίου. Πριν η επίκληση της ασφάλειας αποκτήσει καθοριστική αξία, όπως στο σύγχρονο αστικό κράτος, προφητικά σχεδόν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος έγραφε: «Όποιος είναι πρόθυμος να θυσιάσει τις πρωταρχικές ελευθερίες του για λίγη, πρόσκαιρη ασφάλεια, δεν αξίζει ούτε τη μία ούτε την άλλη»8 (Ράμμος, 2019:24).
Εκτός απ’ τον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους που υπερενισχύεται, διογκώνονται και οι δομές και λειτουργίες, ιδιωτικές και δημόσιες, του ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους. Είναι λανθασμένη η αντίληψη ότι η διόγκωση της κατασταλτικής λειτουργίας οφείλεται και συνεπάγεται την αποδυνάμωση της ιδεολογικής χειραγώγησης. Απεναντίας, η ιδεολογική λειτουργία εντείνεται, για να δικαιολογήσει και την ένταση της καταστολής με την επίκληση της ασφάλειας της ζωής, της περιουσίας και των δικαιωμάτων των πολιτών. Η ιδεολογική ακτινοβολία της αστικής δημοκρατίας με πρωτεύοντα τον πολυκομματικό κοινοβουλευτισμό σε περιορισμένη πλέον έκταση χειραγωγεί ιδεολογικά τις μάζες λόγω της αφερεγγυότητας και ασυνέπειας των κυβερνώντων κομμάτων και των ηγετών τους. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί διογκώνονται για να υπηρετήσουν το σύστημα. Παρατηρείται μια αύξουσα αυταρχικοποίηση και συντηρητικοποίηση των ιδεολογικών μηχανισμών. Στα συστημικά μέσα, δημόσια και ιδιωτικά, ουσιαστικά αποκλείεται η δυνατότητα έκφρασης των αντιπάλων του συστήματος, ελεεινολογείται ο κομμουνισμός και ο ισλαμισμός και άλλα θεωρούμενα αντίπαλα ιδεολογικά ρεύματα. Η τεράστια συγκέντρωση ιδεολογικών, πολιτιστικών, ψυχαγωγικών μέσων σε μια δράκα μονοπωλίων συρρικνώνει την πολυφωνία, όπως και ο ασφυκτικός περιορισμός των αντισυστημικών, ιδεολογιών στην εκπαίδευση, η έξαρση και διάδοση του θρησκευτικού σκοταδισμού αλλά και ακροδεξιών αντιλήψεων, σ’ αντιδιαστολή με τη συρρίκνωση ή και την εξάλειψη αντισυστημικών αντιλήψεων και των εκφραστών τους απ’ τα ιδεολογικά μέσα. Στις ενδείξεις αυταρχισμού του κράτους οι Steven Levitsky και Daniel Ziblat θεωρούν κορυφαίες: (α) «την άρνηση αποδοχής των πολιτικών αντιπάλων ως ισότιμων «παικτών»· (β) «την ετοιμότητα στον περιορισμό ελευθερίας έκφρασης των αντιπάλων αλλά και των μη φιλικών μέσων μαζικής ενημέρωσης»9 (LevitskyZiblatt, 2018:42-43).
Διαπλοκή μονοπωλίων και κράτους
Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό πραγματοποιείται εκτεταμένη διαπλοκή των κυρίαρχων μονοπωλίων με την εκτελεστική εξουσία και η κυριαρχική επιρροή του κεφαλαίου σ’ αυτήν τείνει να καταργήσει τη σχετική αυτοτέλεια του κράτους έναντι του κεφαλαίου, συρρικνώνει γενικά την πολιτική έναντι της οικονομίας, ενώ η λαϊκή βούληση και η ετυμηγορία και ο νομιμοποιητικός της ρόλος έναντι της εκτελεστικής εξουσίας νοθεύεται και συρρικνώνεται. Γράφει σχετικά η Ιφιγένεια Καμτσίδου: «Πάντως τα παραπάνω ελλείμματα και οι αντιφάσεις, που ενσωματώνει ο κοινοβουλευτισμός στα πολιτεύματα της ύστερης νεωτερικότητας, δεν πρέπει να εξουθενώνουν τη συνεισφορά του όχι μόνον στην ανάπτυξη των, εν πολλοίς τυπικών, δημοκρατικών θεσμών, αλλά και στη διατήρηση μιας σχετικής αυτονομίας του πολιτικού, που κινδυνεύει να συνθλιβεί από την κυριαρχική επέκταση των αγορών»10 (Καμτσίδου, 2011:277).
Μετά τις δύο μεγάλες αστικές επαναστάσεις, την αμερικάνικη και τη γαλλική, το έθνος ως κοινότητα ελεύθερων και νομικά ίσων πολιτών ανήγαγε το κοινοβούλιο ως κατεξοχήν έκφραση της πολιτικής κυριαρχίας, ανατρέποντας ή συρρικνώνοντας την εξουσία του μονάρχη. Στον ιμπεριαλισμό τα κυρίαρχα μονοπώλια διαμόρφωσαν προνομιακή σχέση με την εκτελεστική εξουσία και τον κρατικό μηχανισμό, υποβαθμίζοντας το κοινοβούλιο. Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αυτή η διαπλοκή έγινε κατά πολύ ισχυρότερη. Αυτή η σχέση, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της Ακροδεξιάς σε ισχυρά κράτη και την άνοδό της ακόμη και στον κυβερνητικό θώκο, παρακάμπτει την κοινοβουλευτική εξουσία, τη μόνη που έχει λαϊκή νομιμοποίηση, και γενικά ενισχύει την τάση συρρίκνωσης της αστικής δημοκρατίας και της πολιτικής ως μεθόδου ρύθμισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων υπέρ του κυρίαρχου ρόλου του κεφαλαίου και της οικονομίας. Ορθά λοιπόν, για τις ακραίες τουλάχιστον περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για τη σύγχρονη αστική δημοκρατία ο χαρακτηρισμός «κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός» και με παρεμφερή έννοια ο όρος «μεταδημοκρατία»11 (Κράουτς 2006:55-90).
Στο σύγχρονο στάδιο η επιρροή του κεφαλαίου στο κράτος είναι άμεση, έχει χαρακτήρα σύμπλεξης κράτους-κεφαλαίου, άμεσης παρέμβασης του κεφαλαίου στην άσκηση της εξουσίας, με διάφορες μορφές, ενώ στον ιμπεριαλισμό η σχέση κράτους-μονοπωλιακού κεφαλαίου, παρά τη σύμπλεξή τους (κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός), ήταν κυρίως εξωτερική ως επίδραση της οικονομικής δύναμης επί της πολιτικής διαχείρισης. Χαρακτηριστική του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η παρέμβαση διεθνών, αλλά και εθνικών οικονομικών οργάνων στο κράτος (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, ΠΟΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Τράπεζα, στην οποία υπάγονται οι εθνικές τράπεζες των χωρών-μελών της ΕΕ), αλλά και η περίπτωση των γιγάντιων πολυεθνικών και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ΤΤΙΡ (Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου-Επενδύσεων) κ.ά., με τάσεις υπερτέρησης της εξουσίας τους έναντι των εθνών-κρατών.
Επί παραδείγματι, η ΕΕ έχει δημιουργήσει απλώς ένα σχετικά χαλαρό πολιτικό μηχανισμό, που είναι πρόπλασμα μόνο κράτους. Γενικά, η γιγαντιαία πολυεθνική πολυκλαδική επιχείρηση δύσκολα είναι συμβατή ακόμη και με τον περιορισμένο έλεγχο των δραστηριοτήτων της. Στο μόρφωμα της ΕΕ ο χαλαρός πολιτικός μηχανισμός είναι ευάλωτος σε συνεχείς και μαζικές παρεμβάσεις των lobbies των πολυεθνικών για τη διαμόρφωση των αποφάσεων. Στην πολύ ευρύτερη της ΕΕ, ΤΤΙΡ, αν και αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί, οι αρχές που έχουν καθοριστεί για τη σχέση κρατών και πολυεθνικών στην ΤΤΙΡ ιχνηλατούν καθαρά την τάση κυριαρχίας των μονοπωλίων επί των κρατών: «Οι ίδιες οι εταιρείες θα έχουν το αναγνωρισμένο δικαίωμα να προσβάλλουν νόμους και κρατικές ρυθμίσεις σε όργανα που θα οριστούν απ’ τους δύο συνεταίρους, όταν κρίνουν ότι κάποιος νόμος ή κρατική ρύθμιση δυσχεραίνει τον ανταγωνισμό, την πρόσβαση στους διαγωνισμούς του Δημοσίου ή τις επενδύσεις. Προβλέπεται ακόμη ότι μία επιχείρηση θα μπορεί να προσβάλει όχι μόνον το κεντρικό κράτoς, αλλά οποιαδήποτε δημόσια αρχή: περιφέρειες, δήμο, κ.ά, όταν κρίνει ότι ένας δήμος, για παράδειγμα, περιορίζει το “δικαίωμα της επιχείρησης να επενδύσει όσο επιθυμεί, όπου επιθυμεί, όταν επιθυμεί”» (άρθρο 4 της Συμφωνίας). Η κρατική κυριαρχία περιορίζεται ακόμη πιο ασφυκτικά με την πρόβλεψη ότι η Συμφωνία θα ισχύει ανεξάρτητα απ’ την εναλλαγή κυβερνήσεων. Δηλαδή, δεν θα επιτρέπεται σε μια κυβέρνηση να καταργήσει στον εθνικό χώρο της τη Συμφωνία ή έστω να την περιορίσει»12 (Συλλογικό, 2015:52).
Στην άμεση διαπλοκή μονοπωλίων και κράτους τα μονοπώλια απορροφούν όλο και περισσότερη εξουσία απ’ το αστικό κράτος. Ενισχύεται η τάση στελέχωσης καίριων θέσεων της κυβέρνησης και του κράτους, ακόμη και του πρωθυπουργικού θώκου, από καπιταλιστές ή μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων και οικονομικών οργανισμών του συστήματος (Τραμπ, Μπερλουσκόνι, Πινιέρα, Παπαδήμος, Στουρνάρας κ.ά.). Στην ΕΕ το τραπεζικό σύστημα, οι κεντρικές τράπεζες των κρατώνμελών υπάγονται άμεσα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αδιαμεσολάβητες απ’ τα εθνικά κράτη. Έχουν δημιουργηθεί διεθνή οικονομικά όργανα, τα οποία παρεμβαίνουν άμεσα και καθοριστικά στα έθνη-κράτη και στην οικονομία. Οι συστάσεις αυτών των οργάνων κατά κανόνα γίνονται αποδεκτές απ’ τις εθνικές κυβερνήσεις. Αυτά τα διεθνή όργανα είναι παγκόσμιας εμβέλειας και καλύπτουν βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), Παγκόσμια Τράπεζα, IBSA (Εμπορικό Οικονομικό Φόρουμ), Αναπτυξιακή Τράπεζα, Οίκοι Αξιολόγησης. Αλλά και σε επίπεδο έθνουςκράτους υπάρχουν καπιταλιστικοί οργανισμοί μεγάλης επιρροής στο κράτος, όπως ο ΣΕΒ, ο ΙΟΒΕ, οι ιδιωτικές τράπεζες κ.ά.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η ακόρεστη δίψα των πολυεθνικών για υπερκέρδη και οι μειωμένες ηθικές αντιστάσεις πολιτικών οδηγούν σε τεράστια οικονομικά σκάνδαλα (Siemens, Novartis), τα οποία, κατά κανόνα, μένουν ατιμώρητα απ’ τη δικαιοσύνη, παρά την εμφανή εμπλοκή στελεχών τους ή και των ηγεσιών της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Σε οικονομικά σκάνδαλα εμπλέκονται πολιτικοί απ’ το κυβερνών κόμμα συνήθως, αλλά και πολιτικοί από το κόμμα της αντιπολίτευσης.
- Καπιταλιστική «αποκέντρωση» του κράτους
Δημιουργούνται όργανα και θεσμοί ανεξάρτητα απ’ την εκάστοτε κυβέρνηση και τα κόμματα, όπως οι ανεξάρτητες αρχές, οι ΜΗΚΥΟ, η αποκεντρωμένη τοπική εξουσία, τα δημοψηφίσματα. Αυτά τα όργανα και τους θεσμούς η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση τα θεωρεί αποκέντρωση και περιορισμό ενός υδροκεφαλικού κράτους. Με αυτά τα όργανα θεωρείται ότι μειώνεται η εξουσία και ο υπερσυγκεντρωτισμός του κράτους, αφού αυτά περιορίζουν, υποτίθεται, το υπερσυγκεντρωμένο και γραφειοκρατικό κράτος και δημιουργούν πιο πρόσφορους όρους για την ποιοτικότερη και ταχύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, αλλά και δυνατότητες άμεσου ελέγχου της λειτουργίας και ευρείας συμμετοχής των πολιτών στις διαδικασίες αυτών των οργάνων. Πρόκειται για νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα αποκέντρωσης και εκδημοκρατισμού του κράτους, που στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, ενώ συμβάλλει και στην ιδεολογική χειραγώγηση των πολιτών. Λόγου χάρη, τα μονοπώλια εμπιστεύονται περισσότερο το ΕΣΡ ή άλλα ανάλογα όργανα, ότι δεν θα μεροληπτήσουν εις βάρος ορισμένων υπέρ άλλων, ότι χωρίς τον γραφειοκρατικό και ασφυκτικό έλεγχο του κράτους ευκολότερα και αμεσότερα θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των κεφαλαίων, ότι είναι πιθανότερο να προσεταιρίζονται μέλη του. Και η ΕΕ από έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος προτιμά να χρηματοδοτεί τις ΜΗΚΥΟ, για να καλύπτουν τις ανάγκες των εγκλείστων στη Μόρια και αλλού, χωρίς μάλιστα να πιέζουν για εκταμίευση μεγαλύτερων κονδυλίων. Αλλά και τα νεοφιλελεύθερα δημοψηφίσματα είναι δημοκρατικοφανής τρόπος επιβολής της πολιτικής του κεφαλαίου, αφού τα ερωτήματα, κατά κανόνα, τεχνηέντως αποκλείουν αντισυστημική έκβαση. Εξάλλου, η εκτελεστική εξουσία, κατά κανόνα, δεν δεσμεύεται απ΄ το Σύνταγμα για υποχρεωτική εφαρμογή της ετυμηγορίας του δημοψηφίσματος, αλλά επινοεί και τρόπους υπέρβασής της, όπως συνέβη με το δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 2015 στη χώρα μας. Η αποκεντρωμένη τοπική εξουσία είναι ψευδοαποκεντρωμένη, αφού το Παρατηρητήριο και η κεντρική εξουσία αλλά και το θεσμικό πλαίσιο, ελέγχει ασφυκτικά τις δραστηριότητες και ιδιαίτερα τις δαπάνες, οι οποίες επί μνημονίων μειώθηκαν κατά 70%, ενώ επιβάλλουν την κάλυψη των αναγκών του δήμου με φόρους εξοντωτικούς για τους δημότες στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, που οι πολίτες είναι αδύνατο να μην εξοφλήσουν.
Παρόμοιους θεσμούς αποκέντρωσης και συμμετοχής επιχείρησε να εφαρμόσει το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του (1981-1985), όπως η συμμετοχή, η αυτοδιαχείριση, η κοινωνικοποίηση. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ αντανακλούσαν την ορμή ενός μαχητικού σοσιαλρεφορμισμού για τη μεταφορά της αστικής δημοκρατίας απ’ τη σφαίρα της κρατικής πολιτικής στη σφαίρα της κοινωνίας και της εργασίας. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις, υποτίθεται, θα εξασφάλιζαν διανομή της εξουσίας μεταξύ κράτους και πολιτών και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό με τη σταδιακή ενίσχυση των εξουσιών των πολιτών. Αυτή η στρατηγική αποδείχτηκε ανεδαφική και απατηλή, αφού εχθρός δεν οριζόταν το κεφάλαιο ή τα μονοπώλια, αλλά τα παρασιτικά στρώματα και οι μεσάζοντες. Επομένως, ο «σοσιαλισμός» του ΠΑΣΟΚ ισοδυναμούσε με τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, με την απαλλαγή της κοινωνίας απ’ τα παρασιτικά στρώματα. Είναι αλήθεια ότι αυτές οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν εξυπηρετούν τον λαό, αλλά το κεφάλαιο στο σύνολό του ή την κυρίαρχη μερίδα του13 (Κοτζιάς, 1983:501-505).
Οι μεταρρυθμίσεις «συμμετοχής» στην εξουσία και την οικονομία και οι μεταρρυθμίσεις «αποκέντρωσης» του κράτους και της οικονομίας των σοσιαλρεφορμιστών και των νεοφιλελεύθερων εφαρμόστηκαν με διαφορετική έκταση, μορφή και μίγμα και από το ένα ρεύμα και από το άλλο στην περίοδο κυριαρχίας της μιας ή της άλλης διαχείρισης, της κεϊνσιανής ή της νεοφιλελεύθερης.
- «Κρατικοποίηση» των συστημικών κομμάτων
Σχόλια