Πορεία της αστικής δημοκρατίας προς τον «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό»

γράφει ο Δημήτρης Γρηγορόπουλος

 Στο χώρο της Αριστεράς, αλλά και σε τμήμα του αστικού χώρου αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός για την αστική δημοκρατία με επίκεντρο τον αυταρχισμό που οξύνεται σε βαθμό απειλητικό. Κινδυνεύει η αστική δημοκρατία; Η έξαρση του αυταρχισμού δεν είναι νεοφανής στην αστική δημοκρατία. Στην ιστορική εξέλιξή της εμφανίζει ισχυρά φαινόμενα αυταρχισμού με ποικίλλουσα οξύτητα, όπως η ισχυρή καταστολή, οι διακρίσεις και διώξεις κατά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, τα αντιδημοκρατικά εκλογικά συστήματα, η δημαγωγική ιδεολογική χειραγώγηση κ.ά. Στη σύγχρονη όμως φάση η αστική δημοκρατία, ιδίως απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’70, διέρχεται οξύτερη κρίση, κυρίως λόγω του εγγενούς ισχυρού αυταρχισμού στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση και λόγω της ιστορικής κρίσης της Αριστεράς. Ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της σύγχρονης υπεραυταρχικής αστικής δημοκρατίας, εκτός της γνωστικής αυταξίας, έχει και καθοριστική αξία για την επιλογή του μεταρρυθμιστικού ή του επαναστατικού δρόμου για την κοινωνική αλλαγή. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Κινδυνεύει η αστική δημοκρατία;

 Ο κίνδυνος που διατρέχει η αστική δημοκρατία εμφανίζεται με δύο τρόπους: Με την κλασική μορφή κατάλυσής της με τη χρήση στρατιωτικής βίας και με την έμμεση μορφή κατάλυσης θεμελιωδών θεσμών, με όριο τη διατήρηση μιας ισχυρά υπονομευμένης κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου τα στρατιωτικά πραξικοπήματα πραγματοποιούνταν με αρκετή συχνότητα: Αργεντινή, Βραζιλία, Δομινικανή Δημοκρατία, Γουατεμάλα, Περού, Ουρουγουάη, Πακιστάν, Ταϊλάνδη, Γκάνα, Τουρκία, Ελλάδα και αλλού. Μετά το 2000 στρατιωτικά πραξικοπήματα ανέτρεψαν τον πρόεδρο Μόρσι στην Αίγυπτο το 2013, την πρωθυπουργό Σιναουάτρα στην Ταϊλάνδη το 20141 (Levitsky-Ziblatt, 2018:14), ενώ το 2016 πραγματοποιήθηκε αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία.

Στο σύγχρονο καπιταλισμό σχεδόν καθολική μορφή υπονόμευσης της αστικής δημοκρατίας, χωρίς να καταργείται ως σύνολο, αποτελεί η δραστική θεσμική αλλοίωση, επί το συντηρητικότερο, των θεσμών της ή και εισαγωγή νέων αυταρχικών θεσμών ή και η λειτουργική παραβίαση των αστικοδημοκρατικών θεσμών διά του αυταρχικού τρόπου διακυβέρνησης, ενώ διατηρείται το γράμμα του νομικού συστήματος2 (Ηug-Ginsburg, 2018:32). Σ’ αυτή τη μορφή παραβίασης της δημοκρατίας δεν πρωταγωνιστούν οι στρατιωτικοί, αλλά οι πολιτικοί, και δη οι κορυφαίοι λειτουργοί του πολιτεύματος: αυτοί που καταλαμβάνουν το θώκο του προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού και των υπουργείων.

Η εκτελεστική εξουσία αποβαίνει παντοδύναμη. Η διάκριση, ισοδυναμία, αλληλοσυμπλήρωση και ο αμοιβαίος έλεγχος των τριών εξουσιών3 (Mοντεσκιέ, 2006) έχει συρρικνωθεί στην αστική δημοκρατία υπέρ της εκτελεστικής εξουσίας. Η κοινοβουλευτική εξουσία κολοβώνεται απ’ την εκτελεστική που ιδιοποιείται σημαντική μερίδα της νομοθετικής εξουσίας, με ρυθμίσεις, όπως οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι υπουργικές αποφάσεις, οι υπουργικές εγκύκλιοι κανονιστικού περιεχομένου κατά κανόνα. Επιπλέον, η σύγχρονη εκτελεστική εξουσία όλο και συχνότερα παραβιάζει τους νόμους, ενώ όλο και σπανιότερα η δικαιοσύνη χαρακτηρίζει άκυρη αυτή τη νομοθέτηση, χωρίς ποινικές συνέπειες για τους παρανομούντες πολιτικούς. Αυτό συνέβη στις μνημονιακές νομοθετήσεις στη χώρα μας περικοπής μισθών και συντάξεων, που κηρύχτηκαν άκυρες από δικαστικές αρχές, χωρίς επιπτώσεις για τους πολιτικούς, αλλά και χωρίς να αποδοθούν στο σύνολό τους οι περικοπείσες αποδοχές στους δικαιούχους. Άλλος τρόπος μείωσης του αυτεξούσιου των βουλευτών επιβάλλεται απ’ τη γραφειοκρατία των κομμάτων, που με την απειλή ακόμη και διαγραφής, πειθαναγκάζουν τους βουλευτές να συμμορφώνονται στην κομματική συστημική απόφαση. Ο χαρακτηρισμός «πατέρες του έθνους» που παλαιότερα αποδιδόταν στους βουλευτές στη σύγχρονη αστική δημοκρατία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Αλλά και της τρίτης εξουσίας, της δικαιοσύνης, οι εξουσίες παρά τις διακηρύξεις και θεσπίσεις της αυτονομίας της, σε ευρύ βαθμό απορροφούνται απ’ την εκτελεστική εξουσία, με έμμεσο τρόπο. Με την ψήφιση νόμων που αντίκεινται στη νομοθεσία και το Σύνταγμα, τους οποίους, αν η δικαιοσύνη δεν κατορθώσει να κηρύξει άκυρους, είναι υποχρεωμένη να τους τηρεί. Και το κυριότερο, στις περισσότερες χώρες, με τη μία ή την άλλη ρύθμιση, η ηγεσία της δικαιοσύνης επιλέγεται απ’ την κυβέρνηση και κατά κανόνα ετεροκαθορίζεται απ’ αυτήν.

Η ανώτερη κρατική γραφειοκρατία που, σε άλλες ιστορικές συνθήκες, είχε σχετική αυτοτέλεια απ’ την εκτελεστική εξουσία, στο σύγχρονο καπιταλισμό είναι υποτελής και ελεγχόμενη απ’ την κυβέρνηση, αν και αναγνωρίζεται η ανάγκη αποπολιτικοποίησής της, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια των ασκούμενων πολιτικών. Γι΄ αυτό, η εκάστοτε κυβέρνηση τοποθετεί στελέχη προσκείμενα σ’ αυτήν στην κορυφή του κρατικού μηχανισμού.

Ακόμη και το υπουργικό συμβούλιο έχει υποβαθμιστεί και σπάνια συγκαλείται η ολομέλειά του. Η κυβερνητική εξουσία ουσιαστικά ασκείται απ’ τον πρωθυπουργό, που συγκεντρώνει υπερεξουσίες, το γραφείο των συνεργατών του και τους υπουργούς ορισμένων κορυφαίων υπουργείων. Ο συγκεντρωτισμός, επομένως, διέπει και τη λειτουργία του κατεξοχήν συγκεντρωτικού οργάνου του κράτους, της κυβέρνησης.

Αξίζει να επισημανθεί αναφορικά με την παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας ότι ακόμη και η κήρυξη στρατιωτικού νόμου ή η αναστολή άρθρων του Συντάγματος, δηλαδή ουσιαστικά η επιβολή δικτατορικού καθεστώτος, προτείνεται ή και επιβάλλεται απ’ την εκτελεστική εξουσία. Επί παραδείγματι, στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 αποτυπωνόταν η αναμφισβήτητη ένταση της κρατικής καταστολής, όχι τόσο στο επίπεδο της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, που είναι υπεύθυνοι και λογοδοτούν στην υποβαθμισμένη όμως Βουλή και στο λαό, όσο στο πρόσωπο του προέδρου της Δημοκρατίας. Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της προτεραιότητας αποτελούσε το δικαίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας να κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, την οποία προσυπέγραφε το υπουργικό συμβούλιο. Στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 διατηρήθηκε η ενισχυμένη θέση της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά με καθιέρωση της υπερέχουσας θέσης του πρωθυπουργού έναντι του προέδρου της Δημοκρατίας. Συγκριτικά, στο προαναφερθέν παράδειγμα, το δικαίωμα ενεργοποίησης του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας μεταβιβάζεται στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, που τον προτείνει στη Βουλή, για ν’ αποφασίσει για την εφαρμογή του (άρθρο 48 του Συντάγματος) (Σωτηρέλης-Ξηρός, 2015:69).4 Στη δεύτερη περίπτωση είναι παρατηρητέα δύο σημεία: Πρώτο, η μεταβίβαση της κήρυξης κατάστασης πολιορκίας από τον προεδρικό στον πρωθυπουργικό-κυβερνητικό φορέα. Δεύτερο, η αναβάθμιση της Βουλής, στην οποία ανατίθεται η έγκριση ή όχι της κυβερνητικής πρότασης για την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, δεν είναι τόσο ισχυρή όσο φαίνεται, αφού το κυβερνών κόμμα διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία, εκτός απροόπτου, πειθαρχεί στον πρωθυπουργό και ηγέτη της κομματικής παράταξης. Εξάλλου, σε συνθήκες της λεγόμενης «έκτακτης ανάγκης», την οποία επικαλείται ο προτείνων τον σχετικό νόμο πρόεδρος της Δημοκρατίας ή πρωθυπουργός, τα συστημικά κόμματα της συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης συγκλίνουν σε συναινετική στάση, προφασιζόμενα τον κλονισμό των θεμελίων της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Εκτός απ’ την ακραία περίπτωση της κατάστασης πολιορκίας, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με δικτατορία, την οποία δεν επιβάλλει ο στρατός με πραξικόπημα, αλλά συναινεί και εγγυάται την τήρησή της, υπάρχει και μια άλλη διαδικασία αντιδημοκρατική, που στην υπερβολή της τείνει στην αχρήστευση του κοινοβουλίου. Την έννοια της έκτακτης ανάγκης (κινδύνους για τα θεμέλια του αστικού συστήματος) επικαλείται η εκτελεστική εξουσία, όλο και συχνότερα, για να εκδίδει είτε προεδρικά διατάγματα είτε πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Αυτές οι νομοθετικές πράξεις δεν εγκρίνονται απ’ το νομοθετικό σώμα. Εφαρμόζονται, δημιουργούν τετελεσμένα, τα οποία εν συνεχεία είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακληθούν. Κατόπιν εορτής οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου υποβάλλονται προς έγκριση στη Βουλή, η οποία εκούσα άκουσα στην πλειοψηφία της τις υπερψηφίζει. Επικαλούμενες τα μνημόνια ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οι ελληνικές κυβερνήσεις απ’ το 2010 έως και σήμερα εκδίδουν κατά κόρον προεδρικά διατάγματα, ακόμη και αντικείμενα στο Σύνταγμα, τα οποία εκ των υστέρων ουδέποτε καμία κοινοβουλευτική πλειοψηφία καταψήφισε. Ορισμένες μάλιστα απ’ αυτές τις νομοθετήσεις της κυβέρνησης, η Δικαιοσύνη ήδη τις κρίνει άκυρες ως αντισυνταγματικές. Στοιχείο υπέρβασης και της Δικαιοσύνης απ’ την εκτελεστική εξουσία ακόμη και σ΄ αυτές τις ακυρώσεις, αποτελεί η μερική μόνον αποκατάσταση της βλάβης των αδικηθέντων, ιδίως μισθωτών και συνταξιούχων. Τα προεδρικά διατάγματα καθορίζονται απ’ το Σύνταγμα (άρθρο 43, παρ. 2). «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όρια της»5 (Σωτηρέλης-Ξηρός, 2015:66).

Παροιμιώδης θεωρείται η διακυβέρνηση της Γερμανίας επί προεδρίας Χίντεμπουργκ με προεδρικά διατάγματα στο διάστημα της προεδρίας του (19251933). Η διακυβέρνηση με προεδρικά διατάγματα επί προεδρίας Χίντεμπουργκ από εξαίρεση αποτέλεσε τον κανόνα, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης. Αυτή η εκτροπή εξοικείωσε τον λαό με την αυταρχική διακυβέρνηση και τη διάβρωση της αστικής δημοκρατίας, ανοίγοντας τον δρόμο για την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία. Τον Ιανουάριο του 1933, ο Χίντεμπουργκ όρισε καγκελάριο τον Χίτλερ, αν και δεν διέθετε την πλειοψηφία στη Βουλή. Ο Χίτλερ απ’ τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 1933, κυβέρνησε με προεδρικά διατάγματα. Μετά τις εκλογές στις 5 Μαρτίου 1933, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα σε συμμαχία με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Λίγες μέρες μετά, στις 23 Μαρτίου, με νόμο κατάργησε τη Βουλή και επέβαλε τη στυγνή δικτατορία του ναζισμού6 (Winkler, 2011:225-337).
Η ενίσχυση των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών

Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, η νομοθετική και εν μέρει η εκτελεστική εξουσία περιορίζονται, λόγω της ισχυρής ενίσχυσης και των κατασταλτικών μηχανισμών. Όσο οξύνεται η ταξική πάλη και, ιδίως, όταν απειλείται το αστικό κράτος, το βάρος της εξουσίας μετατοπίζεται στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, που είναι στεγανοποιημένοι όχι μόνο απ’ την κοινωνία, αλλά και απ’ τη νομοθετική εξουσία και εν μέρει και απ’ την εκτελεστική. Επιπλέον, ιδρύονται και ενισχύονται παραστρατιωτικοί μηχανισμοί και τμήματα εθνοφυλακής, στην ηγεσία των οποίων υπεραντιπροσωπεύεται η άκρα Δεξιά7 (Γρηγορόπουλος, 2019:8-9). Η αστυνομία ενισχύεται αριθμητικά και οπλικά. Στο εσωτερικό της στεγανοποιούνται πυρήνες ακροδεξιών. Ενισχύονται τα στρατιωτικοποιημένα τμήματα, όπως η ομάδα ΔΕΛΤΑ στην Ελληνική Αστυνομία, που είναι αποκλειστικά εντεταλμένη στην καταστολή της κινηματικής δράσης. Οι μυστικές υπηρεσίες (ΕΥΠ στα καθ’ ημάς) δεν ελέγχεται απ’ τη Βουλή, εν μέρει μόνο ελέγχεται απ’ την κυβέρνηση και είναι διαβρωμένη απ’ τον ξένο παράγοντα, ιδίως τις ΗΠΑ. Οι υπηρεσίες της ΕΥΠ διεισδύουν και τοποθετούν ανθρώπους τους ακόμη και στα υπουργεία, για να συγκεντρώσουν στοιχεία και να τα αξιοποιούν ανάλογα.

Η υπερεκτίμηση της ασφάλειας στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και οι δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας έχουν αναγάγει σε ύψιστης σημασίας και ευρύτατης εφαρμογής διαδικασία την επιτήρηση και παρακολούθηση των επικοινωνιών, αντιλήψεων και δραστηριοτήτων ατόμων και ομάδων με πρόθεση να καταγραφούν ηλεκτρονικά και να κατασταλούν αντίπαλες προς το σύστημα φωνές και δράσεις. Πρόκειται για ένα σύγχρονο οργουελικό φακέλωμα, που δύναται να περιλάβει τεράστιο αριθμό ανθρώπων. Σε σύγκριση με το σύγχρονο ηλεκτρονικό φακέλωμα, το παλιό φακέλωμα των αριστερών πολιτών απ’ την Ασφάλεια, μοιάζει με παιδικό παιχνίδι. Στην υπηρεσία της παρακολούθησης, επιτήρησης και καταστολής έχει τεθεί ευρύ φάσμα σύγχρονων τεχνολογικών μέσων. Απ’ τους δορυφόρους Echelon των ΗΠΑ, κυρίως, που καταγράφουν δεδομένα σε παγκόσμια κλίμακα, τη συστηματική παρακολούθηση και υποκλοπή των συνομιλιών πολιτών και οργανώσεων, ως την αναλυτική καταγραφή και αξιολόγηση του διαδικτύου, των αναρτήσεων και των μηνυμάτων που ανταλλάσσονται στο διαδίκτυο, την αποκόμιση πληροφοριών και προσωπικών δεδομένων ακόμη και από εμπορικές και καταναλωτικές δραστηριότητες, την αξιοποίηση των βιογραφικών σημειωμάτων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, τις επώνυμες στατιστικές, τις κάμερες ασφαλείας για την παρακολούθηση κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων με την καταγραφή προσώπων.

Οι κυβερνήσεις και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί δικαιολογούν τον χείμαρρο της επιτήρησης με την αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, που αφορούν κυρίως την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της εγκληματικότητας. Στην πραγματικότητα, η επίκληση αυτών των λόγων από κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών ή διωκτικές αρχές, στην τεράστια έκτασή της τουλάχιστον, συγκαλύπτει την καταγραφή και καταστολή κριτικών προς το σύστημα αντιλήψεων και δραστηριοτήτων, ενώ παραβιάζει και τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του απαραβίαστου του ιδιωτικού βίου. Πριν η επίκληση της ασφάλειας αποκτήσει καθοριστική αξία, όπως στο σύγχρονο αστικό κράτος, προφητικά σχεδόν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος έγραφε: «Όποιος είναι πρόθυμος να θυσιάσει τις πρωταρχικές ελευθερίες του για λίγη, πρόσκαιρη ασφάλεια, δεν αξίζει ούτε τη μία ούτε την άλλη»8 (Ράμμος, 2019:24).

Εκτός απ’ τον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους που υπερενισχύεται, διογκώνονται και οι δομές και λειτουργίες, ιδιωτικές και δημόσιες, του ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους. Είναι λανθασμένη η αντίληψη ότι η διόγκωση της κατασταλτικής λειτουργίας οφείλεται και συνεπάγεται την αποδυνάμωση της ιδεολογικής χειραγώγησης. Απεναντίας, η ιδεολογική λειτουργία εντείνεται, για να δικαιολογήσει και την ένταση της καταστολής με την επίκληση της ασφάλειας της ζωής, της περιουσίας και των δικαιωμάτων των πολιτών. Η ιδεολογική ακτινοβολία της αστικής δημοκρατίας με πρωτεύοντα τον πολυκομματικό κοινοβουλευτισμό σε περιορισμένη πλέον έκταση χειραγωγεί ιδεολογικά τις μάζες λόγω της αφερεγγυότητας και ασυνέπειας των κυβερνώντων κομμάτων και των ηγετών τους. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί διογκώνονται για να υπηρετήσουν το σύστημα. Παρατηρείται μια αύξουσα αυταρχικοποίηση και συντηρητικοποίηση των ιδεολογικών μηχανισμών. Στα συστημικά μέσα, δημόσια και ιδιωτικά, ουσιαστικά αποκλείεται η δυνατότητα έκφρασης των αντιπάλων του συστήματος, ελεεινολογείται ο κομμουνισμός και ο ισλαμισμός και άλλα θεωρούμενα αντίπαλα ιδεολογικά ρεύματα. Η τεράστια συγκέντρωση ιδεολογικών, πολιτιστικών, ψυχαγωγικών μέσων σε μια δράκα μονοπωλίων συρρικνώνει την πολυφωνία, όπως και ο ασφυκτικός περιορισμός των αντισυστημικών, ιδεολογιών στην εκπαίδευση, η έξαρση και διάδοση του θρησκευτικού σκοταδισμού αλλά και ακροδεξιών αντιλήψεων, σ’ αντιδιαστολή με τη συρρίκνωση ή και την εξάλειψη αντισυστημικών αντιλήψεων και των εκφραστών τους απ’ τα ιδεολογικά μέσα. Στις ενδείξεις αυταρχισμού του κράτους οι Steven Levitsky και Daniel Ziblat θεωρούν κορυφαίες: (α) «την άρνηση αποδοχής των πολιτικών αντιπάλων ως ισότιμων «παικτών»· (β) «την ετοιμότητα στον περιορισμό ελευθερίας έκφρασης των αντιπάλων αλλά και των μη φιλικών μέσων μαζικής ενημέρωσης»9 (LevitskyZiblatt, 2018:42-43).
Διαπλοκή μονοπωλίων και κράτους

Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό πραγματοποιείται εκτεταμένη διαπλοκή των κυρίαρχων μονοπωλίων με την εκτελεστική εξουσία και η κυριαρχική επιρροή του κεφαλαίου σ’ αυτήν τείνει να καταργήσει τη σχετική αυτοτέλεια του κράτους έναντι του κεφαλαίου, συρρικνώνει γενικά την πολιτική έναντι της οικονομίας, ενώ η λαϊκή βούληση και η ετυμηγορία και ο νομιμοποιητικός της ρόλος έναντι της εκτελεστικής εξουσίας νοθεύεται και συρρικνώνεται. Γράφει σχετικά η Ιφιγένεια Καμτσίδου: «Πάντως τα παραπάνω ελλείμματα και οι αντιφάσεις, που ενσωματώνει ο κοινοβουλευτισμός στα πολιτεύματα της ύστερης νεωτερικότητας, δεν πρέπει να εξουθενώνουν τη συνεισφορά του όχι μόνον στην ανάπτυξη των, εν πολλοίς τυπικών, δημοκρατικών θεσμών, αλλά και στη διατήρηση μιας σχετικής αυτονομίας του πολιτικού, που κινδυνεύει να συνθλιβεί από την κυριαρχική επέκταση των αγορών»10 (Καμτσίδου, 2011:277).

Μετά τις δύο μεγάλες αστικές επαναστάσεις, την αμερικάνικη και τη γαλλική, το έθνος ως κοινότητα ελεύθερων και νομικά ίσων πολιτών ανήγαγε το κοινοβούλιο ως κατεξοχήν έκφραση της πολιτικής κυριαρχίας, ανατρέποντας ή συρρικνώνοντας την εξουσία του μονάρχη. Στον ιμπεριαλισμό τα κυρίαρχα μονοπώλια διαμόρφωσαν προνομιακή σχέση με την εκτελεστική εξουσία και τον κρατικό μηχανισμό, υποβαθμίζοντας το κοινοβούλιο. Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αυτή η διαπλοκή έγινε κατά πολύ ισχυρότερη. Αυτή η σχέση, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της Ακροδεξιάς σε ισχυρά κράτη και την άνοδό της ακόμη και στον κυβερνητικό θώκο, παρακάμπτει την κοινοβουλευτική εξουσία, τη μόνη που έχει λαϊκή νομιμοποίηση, και γενικά ενισχύει την τάση συρρίκνωσης της αστικής δημοκρατίας και της πολιτικής ως μεθόδου ρύθμισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων υπέρ του κυρίαρχου ρόλου του κεφαλαίου και της οικονομίας. Ορθά λοιπόν, για τις ακραίες τουλάχιστον περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για τη σύγχρονη αστική δημοκρατία ο χαρακτηρισμός «κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός» και με παρεμφερή έννοια ο όρος «μεταδημοκρατία»11 (Κράουτς 2006:55-90).

Στο σύγχρονο στάδιο η επιρροή του κεφαλαίου στο κράτος είναι άμεση, έχει χαρακτήρα σύμπλεξης κράτους-κεφαλαίου, άμεσης παρέμβασης του κεφαλαίου στην άσκηση της εξουσίας, με διάφορες μορφές, ενώ στον ιμπεριαλισμό η σχέση κράτους-μονοπωλιακού κεφαλαίου, παρά τη σύμπλεξή τους (κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός), ήταν κυρίως εξωτερική ως επίδραση της οικονομικής δύναμης επί της πολιτικής διαχείρισης. Χαρακτηριστική του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η παρέμβαση διεθνών, αλλά και εθνικών οικονομικών οργάνων στο κράτος (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, ΠΟΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Τράπεζα, στην οποία υπάγονται οι εθνικές τράπεζες των χωρών-μελών της ΕΕ), αλλά και η περίπτωση των γιγάντιων πολυεθνικών και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ΤΤΙΡ (Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου-Επενδύσεων) κ.ά., με τάσεις υπερτέρησης της εξουσίας τους έναντι των εθνών-κρατών.

Επί παραδείγματι, η ΕΕ έχει δημιουργήσει απλώς ένα σχετικά χαλαρό πολιτικό μηχανισμό, που είναι πρόπλασμα μόνο κράτους. Γενικά, η γιγαντιαία πολυεθνική πολυκλαδική επιχείρηση δύσκολα είναι συμβατή ακόμη και με τον περιορισμένο έλεγχο των δραστηριοτήτων της. Στο μόρφωμα της ΕΕ ο χαλαρός πολιτικός μηχανισμός είναι ευάλωτος σε συνεχείς και μαζικές παρεμβάσεις των lobbies των πολυεθνικών για τη διαμόρφωση των αποφάσεων. Στην πολύ ευρύτερη της ΕΕ, ΤΤΙΡ, αν και αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί, οι αρχές που έχουν καθοριστεί για τη σχέση κρατών και πολυεθνικών στην ΤΤΙΡ ιχνηλατούν καθαρά την τάση κυριαρχίας των μονοπωλίων επί των κρατών: «Οι ίδιες οι εταιρείες θα έχουν το αναγνωρισμένο δικαίωμα να προσβάλλουν νόμους και κρατικές ρυθμίσεις σε όργανα που θα οριστούν απ’ τους δύο συνεταίρους, όταν κρίνουν ότι κάποιος νόμος ή κρατική ρύθμιση δυσχεραίνει τον ανταγωνισμό, την πρόσβαση στους διαγωνισμούς του Δημοσίου ή τις επενδύσεις. Προβλέπεται ακόμη ότι μία επιχείρηση θα μπορεί να προσβάλει όχι μόνον το κεντρικό κράτoς, αλλά οποιαδήποτε δημόσια αρχή: περιφέρειες, δήμο, κ.ά, όταν κρίνει ότι ένας δήμος, για παράδειγμα, περιορίζει το “δικαίωμα της επιχείρησης να επενδύσει όσο επιθυμεί, όπου επιθυμεί, όταν επιθυμεί”» (άρθρο 4 της Συμφωνίας). Η κρατική κυριαρχία περιορίζεται ακόμη πιο ασφυκτικά με την πρόβλεψη ότι η Συμφωνία θα ισχύει ανεξάρτητα απ’ την εναλλαγή κυβερνήσεων. Δηλαδή, δεν θα επιτρέπεται σε μια κυβέρνηση να καταργήσει στον εθνικό χώρο της τη Συμφωνία ή έστω να την περιορίσει»12 (Συλλογικό, 2015:52).

Στην άμεση διαπλοκή μονοπωλίων και κράτους τα μονοπώλια απορροφούν όλο και περισσότερη εξουσία απ’ το αστικό κράτος. Ενισχύεται η τάση στελέχωσης καίριων θέσεων της κυβέρνησης και του κράτους, ακόμη και του πρωθυπουργικού θώκου, από καπιταλιστές ή μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων και οικονομικών οργανισμών του συστήματος (Τραμπ, Μπερλουσκόνι, Πινιέρα, Παπαδήμος, Στουρνάρας κ.ά.). Στην ΕΕ το τραπεζικό σύστημα, οι κεντρικές τράπεζες των κρατώνμελών υπάγονται άμεσα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αδιαμεσολάβητες απ’ τα εθνικά κράτη. Έχουν δημιουργηθεί διεθνή οικονομικά όργανα, τα οποία παρεμβαίνουν άμεσα και καθοριστικά στα έθνη-κράτη και στην οικονομία. Οι συστάσεις αυτών των οργάνων κατά κανόνα γίνονται αποδεκτές απ’ τις εθνικές κυβερνήσεις. Αυτά τα διεθνή όργανα είναι παγκόσμιας εμβέλειας και καλύπτουν βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), Παγκόσμια Τράπεζα, IBSA (Εμπορικό Οικονομικό Φόρουμ), Αναπτυξιακή Τράπεζα, Οίκοι Αξιολόγησης. Αλλά και σε επίπεδο έθνουςκράτους υπάρχουν καπιταλιστικοί οργανισμοί μεγάλης επιρροής στο κράτος, όπως ο ΣΕΒ, ο ΙΟΒΕ, οι ιδιωτικές τράπεζες κ.ά.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η ακόρεστη δίψα των πολυεθνικών για υπερκέρδη και οι μειωμένες ηθικές αντιστάσεις πολιτικών οδηγούν σε τεράστια οικονομικά σκάνδαλα (Siemens, Novartis), τα οποία, κατά κανόνα, μένουν ατιμώρητα απ’ τη δικαιοσύνη, παρά την εμφανή εμπλοκή στελεχών τους ή και των ηγεσιών της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Σε οικονομικά σκάνδαλα εμπλέκονται πολιτικοί απ’ το κυβερνών κόμμα συνήθως, αλλά και πολιτικοί από το κόμμα της αντιπολίτευσης.

  • Καπιταλιστική «αποκέντρωση» του κράτους

Δημιουργούνται όργανα και θεσμοί ανεξάρτητα απ’ την εκάστοτε κυβέρνηση και τα κόμματα, όπως οι ανεξάρτητες αρχές, οι ΜΗΚΥΟ, η αποκεντρωμένη τοπική εξουσία, τα δημοψηφίσματα. Αυτά τα όργανα και τους θεσμούς η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση τα θεωρεί αποκέντρωση και περιορισμό ενός υδροκεφαλικού κράτους. Με αυτά τα όργανα θεωρείται ότι μειώνεται η εξουσία και ο υπερσυγκεντρωτισμός του κράτους, αφού αυτά περιορίζουν, υποτίθεται, το υπερσυγκεντρωμένο και γραφειοκρατικό κράτος και δημιουργούν πιο πρόσφορους όρους για την ποιοτικότερη και ταχύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, αλλά και δυνατότητες άμεσου ελέγχου της λειτουργίας και ευρείας συμμετοχής των πολιτών στις διαδικασίες αυτών των οργάνων. Πρόκειται για νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα αποκέντρωσης και εκδημοκρατισμού του κράτους, που στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, ενώ συμβάλλει και στην ιδεολογική χειραγώγηση των πολιτών. Λόγου χάρη, τα μονοπώλια εμπιστεύονται περισσότερο το ΕΣΡ ή άλλα ανάλογα όργανα, ότι δεν θα μεροληπτήσουν εις βάρος ορισμένων υπέρ άλλων, ότι χωρίς τον γραφειοκρατικό και ασφυκτικό έλεγχο του κράτους ευκολότερα και αμεσότερα θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των κεφαλαίων, ότι είναι πιθανότερο να προσεταιρίζονται μέλη του. Και η ΕΕ από έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος προτιμά να χρηματοδοτεί τις ΜΗΚΥΟ, για να καλύπτουν τις ανάγκες των εγκλείστων στη Μόρια και αλλού, χωρίς μάλιστα να πιέζουν για εκταμίευση μεγαλύτερων κονδυλίων. Αλλά και τα νεοφιλελεύθερα δημοψηφίσματα είναι δημοκρατικοφανής τρόπος επιβολής της πολιτικής του κεφαλαίου, αφού τα ερωτήματα, κατά κανόνα, τεχνηέντως αποκλείουν αντισυστημική έκβαση. Εξάλλου, η εκτελεστική εξουσία, κατά κανόνα, δεν δεσμεύεται απ΄ το Σύνταγμα για υποχρεωτική εφαρμογή της ετυμηγορίας του δημοψηφίσματος, αλλά επινοεί και τρόπους υπέρβασής της, όπως συνέβη με το δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 2015 στη χώρα μας. Η αποκεντρωμένη τοπική εξουσία είναι ψευδοαποκεντρωμένη, αφού το Παρατηρητήριο και η κεντρική εξουσία αλλά και το θεσμικό πλαίσιο, ελέγχει ασφυκτικά τις δραστηριότητες και ιδιαίτερα τις δαπάνες, οι οποίες επί μνημονίων μειώθηκαν κατά 70%, ενώ επιβάλλουν την κάλυψη των αναγκών του δήμου με φόρους εξοντωτικούς για τους δημότες στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, που οι πολίτες είναι αδύνατο να μην εξοφλήσουν.

Παρόμοιους θεσμούς αποκέντρωσης και συμμετοχής επιχείρησε να εφαρμόσει το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του (1981-1985), όπως η συμμετοχή, η αυτοδιαχείριση, η κοινωνικοποίηση. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ αντανακλούσαν την ορμή ενός μαχητικού σοσιαλρεφορμισμού για τη μεταφορά της αστικής δημοκρατίας απ’ τη σφαίρα της κρατικής πολιτικής στη σφαίρα της κοινωνίας και της εργασίας. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις, υποτίθεται, θα εξασφάλιζαν διανομή της εξουσίας μεταξύ κράτους και πολιτών και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό με τη σταδιακή ενίσχυση των εξουσιών των πολιτών. Αυτή η στρατηγική αποδείχτηκε ανεδαφική και απατηλή, αφού εχθρός δεν οριζόταν το κεφάλαιο ή τα μονοπώλια, αλλά τα παρασιτικά στρώματα και οι μεσάζοντες. Επομένως, ο «σοσιαλισμός» του ΠΑΣΟΚ ισοδυναμούσε με τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, με την απαλλαγή της κοινωνίας απ’ τα παρασιτικά στρώματα. Είναι αλήθεια ότι αυτές οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν εξυπηρετούν τον λαό, αλλά το κεφάλαιο στο σύνολό του ή την κυρίαρχη μερίδα του13 (Κοτζιάς, 1983:501-505).

Οι μεταρρυθμίσεις «συμμετοχής» στην εξουσία και την οικονομία και οι μεταρρυθμίσεις «αποκέντρωσης» του κράτους και της οικονομίας των σοσιαλρεφορμιστών και των νεοφιλελεύθερων εφαρμόστηκαν με διαφορετική έκταση, μορφή και μίγμα και από το ένα ρεύμα και από το άλλο στην περίοδο κυριαρχίας της μιας ή της άλλης διαχείρισης, της κεϊνσιανής ή της νεοφιλελεύθερης.

  • «Κρατικοποίηση» των συστημικών κομμάτων


Στο άρθρο 60 του ελληνικού Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση»14 (Σωτηρέλης-Ξηρός, 2015:79). Η κατά συνείδηση ψήφος των βουλευτών είναι μια εξιδανικευμένη στάση. Μόνο στις μεγάλες αστικές επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα, την αμερικάνικη και ιδίως τη γαλλική, το κοινοβούλιο απέκτησε προνομιακή θέση έναντι της εκτελεστικής εξουσίας (μονάρχης). Εξάλλου, δεν είχαν συγκροτηθεί συγκεντρωτικά ισχυρά κόμματα. Γι’ αυτό, και ο βουλευτής απολάμβανε σημαντική ανεξαρτησία γνώμης και στάσης.

Η αστική δημοκρατία, έκτοτε και σταδιακά, καθώς υποτασσόταν στην αστική τάξη, έφθινε για να καταλήξει στην άκρως αυταρχική αστική δημοκρατία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Σ’ αυτές τις συνθήκες ο βουλευτής όχι μόνο δεν ψηφίζει κατά συνείδηση, αλλά, αν απειθαρχεί στην απόφαση της ηγετικής γραφειοκρατίας του κόμματος, το λιγότερο περιπίπτει σε δυσμένεια, ενώ κατά κανόνα διαγράφεται απ’ το κόμμα, όπως κατ’ επανάληψη συνέβη στη διάρκεια της μνημονιακής διακυβέρνησης στη χώρα μας.

Η απορρόφηση σε μεγάλο βαθμό της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας απ’ την εκτελεστική εξουσία προϋποθέτει την υποταγή των συστημικών κομμάτων στην εκτελεστική εξουσία και τη συμμόρφωση των βουλευτών στις επιλογές της ηγεσίας του κόμματός τους. Τα συστημικά κόμματα θεσμικά δεν ανήκουν στο κράτος αλλά στο ευρύτερο πολιτικό σύστημα. Στην πραγματικότητα όμως έχουν εξελιχθεί σε οργανικό τμήμα του κράτους, όχι μόνο το κυβερνών, αλλά και τα λοιπά συστημικά κόμματα. Συνδέονται με τμήματα της μονοπωλιακής ολιγαρχίας και παρά την μεταξύ τους απόκλιση, ιδεολογική και πολιτική, συμβάλλουν στην υλοποίηση του εκάστοτε κυβερνητικού προγράμματος απ’ την εκτελεστική εξουσία, αλλά και στη χειραγώγηση αντιτιθέμενων τμημάτων της κοινωνίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κεφαλαιοκρατίας.

Τα συστημικά κόμματα «κρατικοποιούνται» με την έννοια ότι εγκαταλείπουν την υπεράσπιση επιμέρους συμφερόντων, απελευθερώνονται από δεσμεύσεις σε τάξεις και στρώματα, για να υπηρετήσουν την κυρίαρχη κρατική πολιτική, που κυρίως επιβάλλει η μεγάλη κεφαλαιοκρατία15 (Agnoli, 2013:44). Επί παραδείγματι, στη διάρκεια της διακυβέρνησής του ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ διατράνωνε ότι η πολιτική του προστάτευε τους μη έχοντες, στην πραγματικότητα υπηρετούσε την κυρίαρχη πολιτική που επέβαλλαν οι δανειστές. Σ’ αυτά τα κόμματα έχει πραγματοποιηθεί ένας εσωτερικός μετασχηματισμός. Τα συστημικά κόμματα αποστασιοποιούνται όλο και περισσότερο απ’ τον τύπο μιας δημοκρατικής οργάνωσης, δομούνται και λειτουργούν ιεραρχικά και γραφειοκρατικά, διευθύνονται από μια ολιγαρχία με απόλυτη εξουσία του αρχηγού. Όπως ακριβώς στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κράτος, το γραφειοκρατικό επιτελείο της εκτελεστικής εξουσίας υπό τον πρωθυπουργό που περιβάλλεται από υπερεξουσίες, διευθύνει μονοσήμαντα και σε μεγάλο βαθμό απορροφά τη νομοθετική και δικαστική εξουσία.

Αυτή η γραφειοκρατικοποίηση-ολιγαρχικοποίηση των ηγετικών επιτελείων των κομμάτων είναι αναγκαία για να εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη της οικονομικής και κρατικής ολιγαρχίας και να ενσωματωθούν στο σύστημα κυριαρχίας καρπούμενα τα αντίστοιχα οφέλη. Αυτή η γραφειοκρατικοποίηση εξουδετερώνει τις τάσεις μελών και οπαδών, ιδίως προοδευτικών κομμάτων, για ενεργό πολιτική δράση και ανεπιθύμητες για την κεφαλαιοκρατία διεκδικήσεις και τις αποκλείει απ’ την ενεργό συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων στο κόμμα και την κρατική εξουσία. Τα συστημικά κόμματα επιχειρούν να κατοχυρώσουν την ολιγαρχική δόμησή τους και τη συστημική πολιτική τους, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση των μελών τους για τη συστημική πολιτική τους είτε είναι συμπολίτευση είτε αντιπολίτευση. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά τους στο σύστημα και αποτελεί βασικό όρο για τη συμμετοχή ενός κόμματος στην κατανομή θέσεων (υπουργικές θέσεις ή καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και στον διορισμό μελών και οπαδών τους σε θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα). Έτσι λειτουργεί ο θεσμός πελατείας.

Η προϊούσα κρατικοποίηση-γραφειοκρατικοποίηση των συστημικών κομμάτων, ακόμη και των αυτοπροσδιοριζόμενων ως «αριστερών» συνδέεται και με την αποϊδεολογικοποίησή τους (παρά την ενίοτε οξεία ιδεολογική αντιπαράθεση προς άγρα ψηφοφόρων και οπαδών), με την επίκληση του συμφέροντος του ανθρώπου και της κοινωνίας, γενικά κι αόριστα, χωρίς επίκληση των συμφερόντων των τάξεων, που αντιβαίνουν στα συμφέροντα αντίπαλων τάξεων. Άρα, αποποιούνται την ταξική πάλη, έστω και μια ρεφορμιστική εκδοχή της, και κάνουν λόγο αόριστα για κοινωνικές αντιθέσεις.

Η ουσιαστική αποϊδεολογικοποίηση, που δεν είναι βέβαια ολοκληρωτική, συνδέεται όλο και περισσότερο με τον πραγματισμό και τεχνοκρατισμό. Όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό η πολιτική των κομμάτων, ιδίως όταν αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση, αλλά και προ αυτής, έστω σε μικρότερο βαθμό, δεν καθορίζεται από ιδεολογικοπολιτικές αρχές, αλλά από τα πράγματα, από πραγματικά προβλήματα. Έτσι, η τεχνοκρατική και πραγματιστική διαχείριση αποτελεί τον θεματοφύλακα αποσόβησης «ιδεοληπτικών υπερβολών» είτε απ’ τον σοσιαλρεφορμισμό είτε απ’ τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, ώστε να υπηρετούν πιστότερα τα καπιταλιστικά συμφέροντα.

Τα συστημικά κόμματα, ακόμη κι όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, με τη συμμετοχή τους σε κρατικά αξιώματα και των οπαδών τους σε θέσεις εργασίας, αποκτούν κρατική δύναμη και πρόσβαση, μετατρέπονται σε μια κοινωνική δύναμη που έχει κρατική δύναμη και επιρροή, που έχει και ικανοποιεί αυτοτελή συμφέροντα, εξασφαλίζοντας την αναπαραγωγή και ενίσχυσή της16 (Agnoli, 2013:44-45). Μέσα απ’ την κατανομή θέσεων, αξιωμάτων και δικαιωμάτων, το συστημικό κόμμα δημιουργεί ή και πολλαπλασιάζει ένα κύκλο οπαδών και εκτεταμένο πελατειακό σύστημα. Έτσι, τα συστημικά κόμματα ενσωματώνονται στο σύστημα και ενσωματώνουν σ’ αυτό και το κοινό τους, όχι με πρόσκληση σε κινηματικές διεκδικήσεις, όπως σε κάποια φάση της ιστορικής πορείας τους έπρατταν τα σοσιαλρεφορμιστικά κόμματα, αλλά με την κατανομή θέσεων, μικροπαροχών, μικροβελτιώσεών τους ή την επαγγελία τους ότι με την άνοδο του κόμματος στην κυβερνητική εξουσία τα προβλήματα θα λυθούν όχι με αγώνες, αλλά με την ανάθεση και τις διαβουλεύσεις με συστημικούς παράγοντες.

Τα συστημικά κόμματα αποτελούν και ιδεολογικούς μηχανισμούς, που δρουν παράλληλα και συμπληρωματικά προς αμιγώς κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Περισσότερο μάλιστα απ’ αυτούς επωμίζονται καθοριστική χειραγωγική λειτουργία. Η διαπάλη των συστημικών κομμάτων για δευτερεύοντα ζητήματα, ενώ στα θεμελιώδη συμπίπτουν, όπως και η εναλλαγή κυβερνήσεων, που παρά τα διαφορετικά μίγματα υιοθετούν την εκάστοτε κυρίαρχη πολιτική διαχείρισης του συστήματος, συγκαλύπτουν τη διαρκή και αδιαίρετη εξουσία του κεφαλαίου και παρεμποδίζουν χωρίς βία, σ’ αυτήν την περίπτωση, τη δημιουργία ισχυρού επαναστατικού κόμματος.
Η αστική δημοκρατία και η μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης

Η αυταρχικοποίηση ως και συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας και ιδίως του αστικού κοινοβουλίου, του μοναδικού εξαρτώμενου απ’ τη λαϊκή ετυμηγορία οργάνου της, συνδέεται οργανικά με την «κατάσταση εξαίρεσης». Σε ορισμένες αναλύσεις17 (Βακάν, 2002:68) αυτός ο παράγοντας (κατάσταση εξαίρεσης) συμπαρατίθεται παράλληλα με άλλους παράγοντες που συντελούν στη συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας, όπως η παγκοσμιοποίηση και η νέα «εδαφικότητα», η συγκρότηση πολυεθνικών και ιδίως των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, ο (λόγω της λιτότητας αναπόφευκτος) αυταρχισμός της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, ο ταξικός ανταγωνισμός και οι λαϊκές αντιδράσεις και ταραχές (κινήματα πλατειών, επί παραδείγματι), ο οξυνόμενος, παράλληλα με την παγκοσμιοποίηση διεθνής ανταγωνισμός, η ένταση, που οδηγείται ως την έκρηξη συχνότερων πολεμικών, ακόμη και πολυεθνικών (όπως στη Συρία) συρράξεων. Δεν πρέπει, ωστόσο, να τους αντιλαμβανόμαστε, σύμφωνα με τη θεωρία των παραγόντων, ως παράλληλα δρώντες. Παρά τη σχετική αυτοτέλειά τους, ανάγονται σε τελευταία ανάλυση στον οικονομικό παράγοντα, στο πολύχρονο «κύμα» κρίσεων, υφέσεων, επιβράδυνσης, ανεπαρκούς για το κεφάλαιο κερδοφορίας, που σοβεί στον καπιταλισμό ανισόμετρα, απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Αυτοί οι παράγοντες ευθύνονται για το φαινόμενο που ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν έχει ονομάσει «μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης». Η κατάσταση εξαίρεσης ανάγεται στην αντίληψη και πολιτική πρακτική των Ρωμαίων. Σε κρίσιμες συνθήκες, ιδίως σε πολεμικές αναμετρήσεις με επικίνδυνη έκβαση, οι Ρωμαίοι ανέστελλαν τις πολιτικές και νομοθετικές λειτουργίες και περιέβαλλαν έναν διακεκριμένο πολίτη με απόλυτες, δικτατορικές εξουσίες. Η θεωρία και η πολιτική εφαρμογή της κατάστασης εξαίρεσης έχει την αφετηρία της στον Μεσοπόλεμο με τη μορφή της σχεδόν μόνιμης ή και μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης.

Εξ ορισμού και απ’ την ιστορική της προέλευση η κατάσταση εξαίρεσης ορίζεται ως η προσωρινή κατάσταση αναστολής του συντάγματος, της δικαιοσύνης, του κοινοβουλίου, γενικά της αστικής δημοκρατίας, όταν ένα καθεστώς διατρέχει σοβαρό κίνδυνο έσωθεν ή έξωθεν προερχόμενο. Ο κίνδυνος, κανονικά, πρέπει να είναι προφανώς μεγάλος και άμεσος, ώστε η προσωρινή αντικατάσταση της αστικής δημοκρατίας απ’ τη δικτατορική διακυβέρνηση να εξασφαλίζει ευρύτερη κοινωνική συναίνεση. Μόλις ο κίνδυνος παρέλθει, η νομιμότητα και το δημοκρατικό πολίτευμα αποκαθίστανται. Στην πρώτη εφαρμογή της, ωστόσο, η κατάσταση εξαίρεσης δεν είχε το στοιχείο της προσωρινότητας. Στη μια περίπτωση, ο πρόεδρος της Γερμανίας ανέστειλε το δημοκρατικό καθεστώς της Βαϊμάρης και κυβερνούσε σχεδόν αποκλειστικά με προεδρικά διατάγματα. Στη δεύτερη περίπτωση, η ναζιστική δικτατορία του Χίτλερ δεν είχε εξαιρετικό, αλλά μόνιμο χαρακτήρα. Άρα, ο χαρακτηρισμός αυτός του καθεστώτος ως κατάστασης εξαίρεσης λογικά αυτοαναιρείται, όταν μονιμοποιείται.

Την κατάσταση εξαίρεσης ως μόνιμο καθεστώς και όχι ως εξαίρεση παροδική προβάλλει ο γνωστός νομικός και πολιτικός θεωρητικός Καρλ Σμιτ, ο οποίος διέκρινε τη «δικτατορία των κομισάριων», που έχει σκοπό να διατηρήσει το υπάρχον καθεστώς και την «κυρίαρχη δικτατορία», που έχει σκοπό να δημιουργήσει μια νέα δικαιική τάξη. Αποφαίνεται μάλιστα ότι: «Κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης»18 (Σμιτ, 1994:83).

Κυρίαρχος στη δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ, ο οποίος κυβερνούσε με προεδρικά διατάγματα, χωρίς τυπικά να καταργήσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το υπεραυταρχικό όμως καθεστώς που επέβαλε άνοιξε τον δρόμο στον επόμενο κυρίαρχο, τον Αδόλφο Χίτλερ, που το 1933 επέβαλε φασιστική δικτατορία.

Απ’ το διάσημο αυτό απόσπασμα του Σμιτ προκύπτει το συμπέρασμα ότι την κατάσταση εξαίρεσης δεν την εννοεί ως προσωρινή κατάσταση, αλλά ως μόνιμη κατάσταση, ως νέα δικαιική τάξη. Την νέα δικαιική τάξη χαρακτηρίζει δικτατορία, που δεν είναι προσωρινό καθεστώς, είναι το καθεστώς που επιβάλλουν αυτοί που κυριαρχούν στα πολιτικά πράγματα και αντικαθιστούν το παλαιό καθεστώς. Εύλογα, ο Καρλ Σμιτ συγκαταλέγεται στους θεωρητικούς πατέρες της νομιμοποίησης της ναζιστικής δικτατορίας. Στον αντίποδα, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, απαντώντας στη σχολή Σμιτ και ουσιαστικά απαντώντας στη ναζιστική αντίληψη και πολιτική, εύστοχα παρατηρεί: «Η παράδοση των καταπιεσμένων μάς διδάσκει πως η κατάσταση εξαίρεσης που ζούμε είναι ο κανόνας. Πρέπει να αποκτήσουμε μια έννοια της ιστορίας που να αντιστοιχεί σ’ αυτό. Τότε θα έχουμε μπροστά μας ως έργο μας να προκαλέσουμε την πραγματική κατάσταση εξαίρεσης κι αυτό θα βελτιώσει τη θέση μας απέναντι στο φασισμό»19 (Μπένγιαμιν, 2000:θέση 9).

Η εύστοχη διαπίστωση του Μπένγιαμιν αντέκρουσε τους ευσεβείς πόθους της πλειοψηφίας της κοινωνίας της Γερμανίας ότι το ναζιστικό καθεστώς αποτελούσε μιαν αναγκαστική προσωρινή εξαίρεση για την ανόρθωση της χώρας και της κοινωνίας, αφού, όπως πρέσβευε ο Σμιτ, η κυρίαρχη πολιτική δύναμη δικαιούνταν ως «κατάσταση εξαίρεσης» στο υπάρχον καθεστώς να επιβάλει τη δικτατορία της ως νέα «δικαιική τάξη», δηλαδή ως μόνιμο και όχι ως προσωρινό καθεστώς. Επομένως, η αντίληψη ότι η σύλληψη της κατάστασης εξαίρεσης ως μόνιμης και όχι προσωρινής διατυπώθηκε απ’ τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν στις αρχές του αιώνα μας δεν ευσταθεί, αφού έγκαιρα και εύστοχα ο Μπένγιαμιν απ’ τον Μεσοπόλεμο του 20ού αιώνα είχε διαπιστώσει ότι ο φασισμός δεν ήταν κατάσταση εξαίρεσης, αλλά μόνιμο καθεστώς. Ο Αγκάμπεν συστηματοποίησε και προσάρμοσε αυτή την αντίληψη στις συνθήκες της αυταρχικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Κατά τον Αγκάμπεν, «η κατάσταση εξαίρεσης έχει γίνει σήμερα μοντέλο διακυβέρνησης». Όχι με την έννοια της μόνιμης δικτατορίας, όπως στα φασιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου, αλλά με την έννοια της συστηματικής, μόνιμης και ευρείας ένταξής της στην αστικοδημοκρατκή διακυβέρνηση με τη διατήρηση ενός συρρικνωμένου από εξουσίες κοινοβουλίου («κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός»).

Πάντως, η δικτατορία ως προσωρινό καθεστώς προβλέπεται και απ’ τα συντάγματα των σύγχρονων αστικών δημοκρατιών με τον κλασικό όρο «κατάσταση εξαίρεσης» ή «κατάσταση πολιορκίας», όπως στο άρθρο 48 του ελληνικού Συντάγματος. Δεν καταργείται το Σύνταγμα συνολικά όπως στις φασιστικές ή στρατιωτικές δικτατορίες (καθεστώς 21ης Απριλίου 1967 στη χώρα μας), αλλά επιβάλλεται μια «νέα δικαιική τάξη», σύμφωνα με τον ορισμό του Σμιτ, που καθιστούν το αστικό καθεστώς όχι τύποις, αλλά κατ’ ουσία δικτατορικό. Την κατάσταση πολιορκίας κηρύσσει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας (ελληνικό Σύνταγμα, 1975) ή το κοινοβούλιο (αναθεώρηση Συντάγματος το 1986)20 (ό.π., σημ. 4) με πρόταση της κυβέρνησης. Αυτή η ρύθμιση τυπικά δικαιοδοτεί το κοινοβούλιο για την αυτοκατάργησή του. Αφού η πρωτοβουλία είναι συνταγματική εναπόκειται στην εκτελεστική εξουσία, η οποία με την επίκληση ισχυρότατων κινδύνων (υπερβολικών κατά κανόνα) εκβιάζει τη συναίνεση της συστημικής πολυκομματικής πλειοψηφίας της Βουλής. Η όξυνση των αντιθέσεων στον εθνικό και διεθνή καπιταλισμό καθιστά όλο και περισσότερο επαναλαμβανόμενη την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας. Οι κινηματικές εξάρσεις και οι τρομοκρατικές επιθέσεις αποτελούν πρόσχημα για να κηρύσσουν όλο και συχνότερα και κορυφαίες αστικές δημοκρατίες, όπως η Γαλλία και η Αγγλία, κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και απ’ αυτή την κατάχρηση, επομένως, της κατάστασης πολιορκίας επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό ότι στη νεοφιλελεύθερη αυταρχικότητα και αυτή η κατάχρηση δικαιώνει τον όρο του Αγκάμπεν ότι σήμερα η κατάσταση εξαίρεσης «από εξαίρεση έχει γίνει κανόνας».

Κυρίως όμως η μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης στην εποχή μας επιβάλλεται, με την κατάργηση της διάκρισης των τριών εξουσιών (εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής) που η αστική ιδεολογία και πολιτική την επικαλούνται ως πεμπτουσία του αστικού δημοκρατικού πολιτεύματος.

Αυτή η διάκριση δεν έχει πλέον ισχύ, αφού η εξουσία είναι συγκεντρωμένη, αδιαίρετη, υποτελής στην εκτελεστική εξουσία και σε εκτεταμένο βαθμό καθορίζεται απ’ τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, υπερενισχυμένους και στεγανοποιημένους σε μεγάλο βαθμό, που η εκτελεστική εξουσία συνεχώς τους ενισχύει και επικαλείται την παρέμβασή τους, αλλά και από εξωπολιτικά κέντρα, όπως το μεγάλο κεφάλαιο και από υπερεθνικά κέντρα όπως η ΕΕ, στην περίπτωση της χώρας μας. Σύμφωνα με τον Αγκάμπεν: «Η στιγμή που η Δύση δίνει μαθήματα δημοκρατίας σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι και η στιγμή που η Δύση απομακρύνεται, ανεπιστρεπτί ίσως, απ’ τη δημοκρατική της παράδοση. Στη μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης η εκτελεστική εξουσία απορροφά τη νομοθετική και δικαστική»21 (Agamben, 2003: κεφ.1).

Η πιο σοβαρή μορφή κατάργησης της διάκρισης των εξουσιών είναι η επιβολή της διακυβέρνησης με διατάγματα. Το διάταγμα είναι μορφή νόμου που προωθείται απ’ την εκτελεστική εξουσία και όχι απ’ τη νομοθετική. Τα νομοθετήματα δεν συζητούνται, δεν τροποποιούνται ούτε ψηφίζονται απ’ τη Βουλή. Συνήθως, προβλέπεται η επικύρωσή τους απ’ τη Βουλή (όχι στις ΗΠΑ, επί παραδείγματι, που ο πρόεδρος Τραμπ ασκεί διακυβέρνηση με κατάχρηση προεδρικών διαταγμάτων), αφού ο νόμος έχει ήδη τεθεί σε ισχύ και παράγει αποτελέσματα. Στη βιβλιογραφία δεν αναφέρεται ακύρωση απ’ τη Βουλή θεσπισμένου απ’ την κυβέρνηση νόμου, αλλιώς η παράκαμψη της Βουλής δεν θα είχε πρακτική αξία. Αυτή η πρακτική έχει υψηλή αξία χρήσης σε χώρες που η οικονομία τους έχει εγκλωβιστεί στον κλοιό της κρίσης και της αυστηρής λιτότητας, γι’ αυτό και συναντά έντονη λαϊκή αντίδραση ή έστω δυσαρέσκεια.

Η Ιταλία θεωρείται η πιο προχωρημένη χώρα στη διακυβέρνηση με προεδρικά διατάγματα, με αποτέλεσμα αυτή η διαδικασία ν΄ αποτελεί «καθημερινή μέθοδο νομοθέτησης», ενώ πληθώρα προεδρικών διαταγμάτων εξέδωσαν οι μνημονιακές ελληνικές κυβερνήσεις. Ήδη, τα πρώτα προεδρικά διατάγματα έθεσε σε εφαρμογή και η νεότευκτη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (ΚΕΕΘΑ).

Η διακυβέρνηση με προεδρικά διατάγματα ή πράξεις νομοθετικού περιεχομένου δεν είναι νέα μορφή νομοθέτησης, αλλά στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση εντάσσεται στο Σύνταγμα, κανονικοποιείται και συστηματοποιείται η εφαρμογή της.

Διαρκή κατάσταση εξαίρεσης που υποκαθιστά τη νομοθετική εξουσία αποτελούν οι υπουργικές αποφάσεις και εγκύκλιοι που εκδίδονται απ’ τον κρατικό μηχανισμό (ιδίως απ’ τη γραφειοκρατία των υπουργείων). Πρόκειται για μια πληθώρα ρυθμίσεων που μένουν κατά κανόνα αφανείς και που έχουν κανονιστική αποστολή και όχι ερμηνευτική. Καλύπτουν κενά του νόμου σε σοβαρά θέματα που αφορούν μεγάλο αριθμό πολιτών, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έρχονται και σε αντίθεση με το πνεύμα ή με συγκεκριμένα σημεία του νόμου. Η «αφάνειά» τους τις καθιστά πολύ αποτελεσματικές και προσφιλείς στην εκτελεστική εξουσία, που καταφεύγει στην καταχρηστική εφαρμογή τους.

Η κατάσταση εξαίρεσης επεκτείνεται και στη δικαιοσύνη με τη χειραγώγησή της απ’ την εκτελεστική εξουσία και με τον δραστικό περιορισμό του αυτεξούσιου της δικαιοσύνης. Η έξαρση της τρομοκρατίας και το τεράστιο κύμα μετακίνησης πληθυσμών λόγω πολέμου και οικονομικής ισχνότητας ωθούν τεράστιες μάζες ανθρώπων στη μετανάστευση που κατά κανόνα είναι «άνθρωποι χωρίς χαρτιά». Η εκτελεστική εξουσία στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, υποκαθιστώντας τη δικαιοσύνη, αρνείται ν’ αναγνωρίσει σ’ αυτούς τους ανθρώπους τα ανθρώπινα δικαιώματα, αρνείται ότι έχουν νομική υπόσταση, αρνείται να τους δεχτεί στα εδάφη της, τους απωθεί στην Ελλάδα και την Τουρκία, όπου στη μεγάλη πλειοψηφία τους εγκλείονται σε σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία επικρατούν άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Η κατάσταση εξαίρεσης στην πιο απάνθρωπη μορφή της επικρατεί στις φυλακές, όπου κρατούνται αιχμάλωτοι των σύγχρονων πολέμων. Η ιδιότητα και τα δικαιώματα του αιχμαλώτου είναι καθορισμένα απ’ τη συνθήκη της Γενεύης για το δίκαιο του πολέμου. Οι αιχμάλωτοι των σύγχρονων πολέμων που κρατούνται στις φυλακές του Γκουντάναμο στις ΗΠΑ, στις φυλακές της Τουρκίας (Κύπριοι απ’ το 1974 και Κούρδοι μαχητές), της Συρίας, του Ιράκ, του Ισραήλ και οι οποίοι όχι μόνο δεν έχουν τα προβλεπόμενα δικαιώματα, αλλά βρίσκονται στο έλεος των δεσμοφυλάκων, δεν οδηγούνται σε δίκη, δεν έχουν καμία επαφή με νομικούς, βασανίζονται ή και δολοφονούνται προς εκφοβισμό, θα απελευθερωθούν, αν απελευθερωθούν, όποτε και αν το αποφασίσει η εκτελεστική εξουσία, χωρίς καμία παρέμβαση της δικαιοσύνης, και ανάλογα με την πορεία των σχέσεων της χώρας που τους κρατεί με τις χώρες απ’ όπου προέρχονται. Οι συνθήκες κράτησης αυτών των ανθρώπων είναι συγκρίσιμες με την κατάσταση των αιχμαλώτων στα ναζιστικά στρατόπεδα, οι οποίοι περιβάλλονταν από ένα απόλυτο νομικό κενό. Η «εξαφάνιση» των Κυπρίων αιχμαλώτων του 1974 απ’ τις φυλακές της Τουρκίας και οι βάρβαρες εκτελέσεις αιχμαλώτων απ’ τον ISIS, χάριν τηλεοπτικού εντυπωσιασμού και κατατρομοκράτησης των εχθρών, μόνο με την κατάσταση στα στρατόπεδα του Άουσβιτς και του Μαουτχάουζεν μπορεί να παραβληθεί.

Αυτή η εδραιωμένη πρακτική «απονομιμοποίησης» μεταναστών και φυλακισμένων εχθρών του πολέμου και η άνευ όρων και δικαιωμάτων εξάρτησή τους απ’ την εκτελεστική εξουσία παραπέμπουν στην έννοια της «γυμνής ζωής», όπως αναπτύσσεται απ’ τον Αγκάμπεν στο βιβλίο του Κατάσταση εξαίρεσης και κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή. Η αντίληψη του Αγκάμπεν παραπέμπει στη διάκριση της «απλής ζωής», του απλού γεγονότος του ζην «απ’ τον βίο, απ’ τον διαμεσολαβημένο από αναγνωρισμένα δικαιώματα και κοινωνικοπολιτική προστασία τρόπο ύπαρξης ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας». Η διάκριση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της συζήτησης, που άνοιξε ο Φουκώ εισάγοντας την έννοια της βιοπολιτικής22 (Φουκώ, 2004). Η σχέση ζωής και δικαίου (της κυριαρχίας, κατά τον Αγκάμπεν) κυριαρχεί στη σκέψη του Αγκάμπεν: «Η κατάσταση εξαίρεσης είναι ο πρωταρχικός μηχανισμός, χάρη στον οποίο το δίκαιο αναφέρεται στη ζωή και την περικλείει εντός του με την ίδια την αναστολή του· συνεπώς, μια θεωρία της κατάστασης εξαίρεσης είναι η προκαταρκτική συνθήκη προκειμένου να οριστεί η σχέση που συνδέει, και ταυτόχρονα εγκαταλείπει, το ζωντανό ον στο δίκαιο»23 (Giorgio Agamben, 2003:10).

Στο κάπως δυσνόητο παράθεμά του ο Αγκάμπεν αναπαράγει στην εποχή μας την έννοια του «δικαίου του ισχυρού» στην οποία εντρύφησαν οι αρχαίοι Έλληνες. Το δίκαιο δεν ορίζεται, όπως καθιερώθηκε απ’ τις αστικές επαναστάσεις ως καθολικό δικαίωμα των ανθρώπων, αλλά ως «δίκαιο του ισχυρού». Το «δίκαιο του ισχυρού» όχι ως κατάσταση εξαίρεσης σε συνθήκες ακραίων κινδύνων για την κοινωνία, αλλά ως γενική συνθήκη που συνδέει το ζωντανό ον με το δίκαιο του ισχυρού. Αντίληψη που συνεπάγεται την απόλυτη και διαρκή κυριαρχία του ισχυρού και την απογύμνωση της ζωντανής ύπαρξης των αδύναμων από δικαιώματα και κοινωνικοπολιτική προστασία. Την απογύμνωση της ζωής των αδυνάτων από κάθε δικαίωμα επέβαλαν οι αρχαίοι Αθηναίοι κατασφάζοντας τους ηττημένους Μηλίους, αρνούμενοι το δικαίωμά τους να υπερασπίσουν την πατρίδα. Την αρχή της αδιαμεσολάβητης ύπαρξης από οποιαδήποτε δικαιώματα εφάρμοσαν οι ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και αυτό ισχύει και σήμερα στα κολαστήρια τύπου Γκουαντάναμο και τύπου Μόριας.
Επίλογος

Η αστική δημοκρατία πάντα απείχε απ’ το ιδεότυπό της. Στον 18ο και 19ο αιώνα η ορμή των αστικών επαναστάσεων είχε προσδώσει δύναμη στο αστικό κοινοβούλιο. Αυτό όμως δεν ενείχε κινδύνους για την αστική τάξη, αφού με την τιμοκρατική ψήφο, δικαίωμα ψήφου είχαν οι ανώτερες τάξεις, ενώ οι κατώτερες τάξεις και οι γυναίκες στο σύνολό τους δεν απολάμβαναν αυτό το δικαίωμα. Στο στάδιο του ιμπεριαλισμού τα μονοπώλια συνδέθηκαν και επιδρούσαν στην κυβέρνηση, για να υπηρετεί αποτελεσματικότερα τα συμφέροντά τους. Γι’ αυτό το λόγο, ενώ το εκλογικό δικαίωμα γενικεύτηκε, το κοινοβούλιο έγινε ακίνδυνο για την κυρίαρχη τάξη. Στον νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, το κοινοβούλιο, και σε σημαντικό βαθμό η δικαιοσύνη, έχουν αποψιλωθεί απ’ τις εξουσίες τους και έχει υπερδιογκωθεί η εκτελεστική εξουσία και ο κατασταλτικός τομέας του κράτους. Έχει επιβληθεί ένα μόνιμο καθεστώς έκτακτης ανάγκης με συνταγματικά νομιμοποιημένη τη διαρκή ουσιαστικά αναστολή βασικών ελευθεριών, χωρίς να καταργείται συνολικά η αστική δημοκρατία.

Η ανάλυση του σύγχρονου χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας απαντά και στο ερώτημα που θέσαμε στον πρόλογο. Στη σύγχρονη υπεραυταρχική δημοκρατία, ο μεταρρυθμισμός αποδεικνύεται προφανώς ουτοπικός και δικαιώνεται ο επαναστατικός δρόμος ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, με αναγκαίους βέβαια και σύγχρονους προσδιορισμούς.

Σχόλια