Βασίλης Καραποστόλης
Στην ερώτηση «τι κάνεις;», η τυπική ελληνική απάντηση παραμένει πάντα η ίδια: «τρέχω». Έτσι απαντούσε και ο μέσος Έλληνας την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία και αργότερα. Όλοι έσπευδαν να βρουν τα αναγκαία και υπήρχαν τόσα εμπόδια στον δρόμο τους που έπρεπε να προπονούνται διαρκώς για να τα ξεπεράσουν. Κυριολεκτικά η Ελλάδα βρισκόταν στο πόδι. Όρθια και κινούμενη από ‘δω κι από ‘κει (όπως την έδειχναν και οι παλιές κωμωδίες στον κινηματογράφο) μην μπορώντας όμως ποτέ να εκπληρώσει εκείνη την επιθυμία για ραχάτι του Μίμη Φωτόπουλου, το όνειρο όλων των κατ’ ανάγκην δρομέων που ήταν «να κάθονται». ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Παρ’ όλα αυτά, αν και κατάκοποι από τον μόχθο της μέρας, εκείνοι οι αεικίνητοι άνθρωποι του βιοπορισμού, κατάφερναν να εμφανίζονται το βράδυ, ο ένας απέναντι στον άλλο, με μια όρεξη απροσδόκητη για νέες σχέσεις και επαφές που θα τους έκαναν να ξεχάσουν τις ταλαιπωρίες. Αυτή η όρεξη θα λιγόστευε ολοένα και περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Ώσπου να φθάσει στις μέρες μας στον κατώτατο βαθμό της, εκεί όπου ο καθένας αισθάνεται πως το μεδούλι του ρουφήχτηκε και δεν ξέρει από τι και πώς.
Όμως στην ελληνική κοινωνία, τέτοιου είδους απάθεια δεν είναι δυνατόν να εξαπλωθεί. Μια και τίποτα σχεδόν δεν μπορεί να προχωρήσει από μόνο του και μηχανικά, χρειάζονται διαρκώς ενέργειες και αποφάσεις. Κι αυτές βέβαια εξαντλούν κάποτε ακόμη και τους πιο επιδέξιους.
Η παλιά κοινωνικότητα
Δεν υπάρχουν λοιπόν μπλαζέ, υπάρχουν μόνο αποκαμωμένοι. Τους ακούμε παντού να παραπονούνται. Σε ιδιωτικές συζητήσεις, σε περιοδικά, σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Μας λείπει, λένε, η παλιά κοινωνικότητα. Η παρουσία των άλλων, η ζεστασιά (ακόμη και αν σε λίγο γυρίσει σε ψύχρα). Υπάρχει τόση ανάγκη γι’ αυτά, αλλά κανείς δεν κάνει τίποτα για να τα βρει, περιμένοντας εκείνα να έλθουν και να του χτυπήσουν την πόρτα.Όσοι επομένως το κατορθώνουν αυτό, αναδεικνύονται σε ρυθμιστές των καταστάσεων. Είναι βέβαια πολύ λίγοι, αλλά αυτό τους χαρίζει και υπεροχή. Ένα στρώμα αποτελούμενο από άτομα που σ’ ένα μόνο ενώνονται: Στο ότι μπορούν και συγκεντρώνονται, στο ότι σημαδεύουν σταθερά τον όποιο στόχο τους. Είναι εκείνοι που δείχνουν πως θέλουν κάτι, όταν οι άλλοι δεν ξέρουν τι θέλουν. Μια νέα ολιγαρχία σχηματίζεται την ώρα που η δημοκρατία γλαρώνει στην πολυθρόνα της. Το μέλλον λοιπόν ανήκει σ’ αυτούς, στους λίγους επίμονους.
Σχόλια