Φραγκώ Γιάννακα Αλεξιάδη, η Καρπαθιά μάνα...

Του Μανώλη Δημελλά
Τι κάνει τους ανθρώπους να φωτοβολούν και να ξεχωρίζουν; Πως γίνεται ένα πρόσωπο, δυο μάτια, να σκορπούν τέτοια θαλπωρή και τρυφερότητα;
Λοιπόν δεν είναι λίγες οι στιγμές που γνωστοί και φίλοι ρωτούν για την Κάρπαθο, ψάχνουν τις αυθεντικές γωνιές του νησιού, αναζητούν κάτι από...
περασμένους χαρακτήρες, ψήγματα από γνήσιες ψυχές, που αν είχαν τύχη ίσως να έντυναν ήρωες τρανών βιβλίων. 
Λοιπόν, χωρίς δεύτερη σκέψη, η Κάρπαθος ανέκαθεν ήταν γυναικεία υπόθεση! 
Γιαγιά, μάνα, σύζυγος, κόρη. Σε κάθε ηλικία οι γυναίκες είχαν τον πιο δύσκολο ρόλο. 
Κάπως σαν αυτόματη σκέψη, η γυναίκα της Καρπάθου δεν είχε περιθώρια να κάμει αστοχίες, δε θα μπορούσε να μην αναθρέψει τα παιδιά, να μη φροντίσει ζώα, χτήματα και σπίτια. Να παραδοθεί στους δικούς της ανθρώπους. Όμως με αυτό τον τρόπο, εντελώς αθόρυβα, τους κατακτούσε, τους έκανε κομμάτι της!
Μα πόσο θα ήθελα ο καθρέφτης ή ένας πίνακας της Καρπάθου, να έμοιαζε της Φραγκώς Γιάννακα Αλεξιάδη.
Πρώτη εικόνα είναι το καλωσόρισμα, το ανεπιτήδευτο γλυκό της καλημέρα, το τρυφερό της κέρασμα.
Η Φραγκώ γεννήθηκε το 1929, όπως επαναλαμβάνει είναι 100% Πηγαδιώτισσα, με καταγωγή από το Απέρι! 
Ο πατέρας ήταν χτίστης, δούλεψε στο νησί, έπειτα στην Αθήνα κι έφτασε μέχρι τη μακρινή Τεχεράνη της Περσίας.
Τα δικά της παιδικά χρόνια έπεσαν πάνω στην εποχή των μεγάλων ιταλικών διεκδικήσεων. Θυμάται τη μαύρη ποδιά με τον άσπρο γιακά, τα σύμβολα της ιταλικής  νεολαίας φασιστών. Όμως οι Μπαλίλας, όπως ήταν γνωστοί, δεν πρόφτασαν να γίνουν σπουδαία μνήμη. Η Φραγκώ, όπως για τα περισσότερα παιδιά της εποχής, έπαψαν να πηγαίνουν στο σχολείο, δεν ήθελαν τα ιταλικά γράμματα.
Το 1943, όταν οι Γερμανοί πάτησαν το νησί, έδιωξαν τους Πηγαδιώτες από τα σπίτια τους και η οικογένεια της Φραγκώς τράβηξε για τα πάνω χωριά. Τα σπίτια στο λιμάνι λεηλατήθηκαν, έσπασαν αποθήκες, άρπαξαν πιθάρια με τρόφιμα και χάθηκαν περιουσίες. Σα να μην έφταναν αυτά, τους είχε απαγορευθεί ακόμη και η πρόσβαση στο λιμάνι! 
Έπειτα δεν άργησε η απελευθέρωση και το 1946, ήταν 16 ετών, όταν γνώρισε κι ερωτεύτηκε τον 23χρονο Γιώργο Αλεξιάδη. 
Τα πράματα κύλησαν γρήγορα, δίχως συγκατάθεση από τους γονείς, το ζευγάρι ήξερε το δρόμο. Κλέφτηκαν, ο Γιώργος πήρε τη Φραγκώ στο χωριό Πυλές κι ο γάμος τους δεν άργησε να γίνει αποδεκτός από τις οικογένειες τους. 
Την επόμενη χρονιά, ήταν ο πιο λαμπρός Μάρτιος της Δωδεκανήσου, την ημέρα της ενσωμάτωσης, η Φραγκώ γεννούσε το δεύτερο παιδί της!  
Μα η Κάρπαθος δεν χωρούσε το ζευγάρι, είχαν ήδη κάμει 6 παιδιά, 5 γιούς και μια κόρη, όταν ο Γιώργος το πήρε απόφαση, θα έφευγε μετανάστης για την Αμερική. 
Εκεί θα έκαναν προκοπή, αφού το νησί δεν έφτανε, δεν ήταν ικανό να χορτάσει τους ανθρώπους του.
Ήταν ήδη καλός τσαγκάρης, 10 χρόνια έφτιαχνε τα παπούτσια της Καρπάθου, όταν πήγε στο Pittsburghκαι αρχικά δούλεψε σε ένα εστιατόριο. Δυο χρόνια αργότερα έπιασε δουλειά στα χειροποίητα και τα πιο ακριβά παπούτσια της Αμερικής. 
Ήταν καλός μάστορας και προπαντός γρήγορος, είχε βρει τη δουλειά που του ταίριαζε.
Το 1962 η Φραγκώ μπήκε στο υπερωκεάνιο ΟΛΥΜΠΙΑ και πέρασε τον ωκεανό, είχε μαζί της τα τρία μεγάλα παιδιά, είδε τη Λισαβώνα, τη Μεσίνα, το Χάλιφαξ.  Ήταν ήδη 32 χρονών κι άφηνε πίσω, στο νησί, τα τρία μικρότερα παιδιά της.
Την επομένη χρονιά η Φραγκώ επέστρεψε άρον-άρον στην Ελλάδα, η μητέρα της είχε αρρωστήσει και χρειαζόταν τη φροντίδα της. Μετά από ένα σωρό περιπέτειες ξανα-γύρισε στην Αμερική, αυτή τη φορά ήταν μαζί και δεμένη όλη η οικογένεια. 
Ο Γιώργος, η Φραγκώ, πέντε γιοί και η μοναχοκόρη τους. Έξι άντρες και ένα κορίτσι είχαν ανάγκη από τη στοργή και τη φροντίδα της!
Πέρασαν 25 χρόνια στην ξενιτιά, ώσπου το 1987 επέστρεψαν μόνιμα στην Κάρπαθο κι από τότε η Φραγκώ ζει στο νησί, ενώ τα παιδιά της έκαμαν στην Αμερική σπουδαίες καριέρες και όμορφες φαμίλιες.
Η Φραγκώ, όπως κάθε καρπαθιά μάνα και γιαγιά, της αρέσει να μιλά για την ιστορία, να παινεύει τα παιδιά της και με κάθε ευκαιρία να καμαρώνει τους συντοπίτες της, για τα καλιμέντα τους. Μάλιστα δε διστάζει να πει πως όπως γνωρίζει την Κάρπαθο, τα χωριά και τα ξωμέτοχα του νησιού της, έτσι ξέρει και την Αμερική! Γιατί είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει σε αρκετές πολιτείες και να δει με τα μάτια της σπουδαία ανθρώπινα έργα.  
Αθόρυβα, μακριά από εγωισμούς ή όποιες άλλες στενές δεύτερες σκέψεις κι αδυναμίες, η Φραγκώ πέτυχε όλα εκείνα που αποτελούν πρότυπα, το στοίχημα των ημερών μας. 
  • Με μια μικρή λεπτομέρεια, έγινε θυσία για τους ανθρώπους της, προσέφερε τα δικά της χρόνια, έγινε η γέφυρα με το μέλλον! Από το αποτέλεσμα φαίνεται πως πέτυχε.
  • Την κρυφοκοιτάζω και χαίρομαι το γοργό αέρινο βήμα της, μα πάντοτε έχει να κάμει ένα σωρό δουλειές κι όταν τύχει να μου μιλούν για τα μεγάλα, τα λαμπερά πρόσωπα του τόπου, για όλους όσους λένε πως αγαπούν το νησί και ψάχνουν τρόπους να προσφέρουν (ειδικά τους αρσενικούς). Τότε δείχνω τη Φραγκώ, εκείνη κρατά τις ακαταμάχητες συμβουλές κι όλες χωράνε σε τρεις μονάχα λέξεις, ταπεινότητα, προσφορά και αυτοθυσία.
verena
==============
ΠΗΓΗ
===========
 

Για τις μανάδες που μας αποχαιρετούν


                    Στον Γιώργο και τον Βασίλη
 Λες και το κάνουν επίτηδες οι λιγοστές μανάδες που απέμειναν στη ζωή μας, οι μανάδες που μας μεγάλωσαν με το γάλα της αγρύπνιας και της αγωνίας τους και τώρα μας αποχαιρετούν για πάντα. Λες και το κάνουν επίτηδες, διαλέγοντας τις μέρες μιας γιορτής όπου ο χρόνος αναγεννάται, για να μας αποχαιρετήσουν. Σα να προσπαθούν να φύγουν όσο πιο αθόρυβα γίνεται, αυτές οι γυναίκες της αθόρυβης γενναιότητας και της ανώνυμης καθημερινής ανθρωποστασίας που ποτέ δεν χαμήλωσε σε ύψος κατώτερο από το τεράστιο. Χωρίς να παίξει βλέφαρο, χωρίς να τρίξει πάτημα, χωρίς να μαρμαρώσει ούτε στιγμή το ανέμισμα μιας κουρτίνας την άνοιξη, το κλείσιμο μιας πόρτας από τον άνεμο που έπαιρνε τα σωθικά τους. Χωρίς να απαιτούν από κανέναν να το καταλάβει. Αλλά και χωρίς να κρύβονται. Γιατί η μέσα λύπη τους δεν ήταν σκοτεινή, ήταν απλώς το μέσα φως ενός επιλύχνιου ύμνου. Ή Ορφικού.
   Οι μανάδες που μας μεγάλωσαν, δεν ήταν γυναίκες της εύκολης λύπης. Κι ίσως γι’ αυτό δεν καταδέχονται να φύγουν με θόρυβο. Α, ναι οι λιγοστές μανάδες που μας απέμειναν και τώρα μας αποχαιρετούν ήταν πλασμένες από τα ίδια τους τα χέρια. Αυτές δημιούργησαν τον εαυτό τους, στο πείσμα μιας κακοτράχαλης ζωής που έγινε για να τις γονατίσει αλλά δεν τα κατάφερε. Πολλή δουλειά. Δημιουργία: Ζύμωσαν χειρονομία με χειρονομία τον εαυτό τους, όπως ζύμωναν και το δικό μας βλέμμα στον κόσμο. Να μην υποχωρήσεις, να μη γονατίσεις, να μη προσκυνήσεις, να μη μείνεις ατραγούδιστος και άχαρος και ανεόρταστος. Και πάνω απ’ όλα, να πηγαίνεις. Όχι να φεύγεις, να αποχωρείς, αλλά να πηγαίνεις όσο μακριά κι αν χρειαστεί για να μάθεις. Ήταν την ίδια στιγμή μανάδες της αγκαλιάς και του αποχαιρετισμού.
   Ίσως γι’ αυτό διαλέγουν να φύγουν τέτοιες μέρες της γιορτής, φεύγουν καταλείποντας ένα τελευταίο μάθημα. Πως η τελευταία δόξα είναι να φύγεις μέσα σ’ ένα γενικό υπερυψούται, σε ένα «δόξα εν υψίστοις» που αξίζει στους ύψιστους ανθρώπους, στις ύψιστες μανάδες που μας μεγάλωσαν αφήνοντας να στάξει σ’ όλο τον κόσμο, η στάλα της ψυχής τους. Τόσο απαλά όσο και η ανάσα, η φυσική ευγένεια της προσφοράς, η φυσική λαχτάρα για το ενσαρκωμένο θαύμα ενός ατελεύτητου αύριο. Που πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος να μην συντελεστεί. Αλλά γι’ αυτό ήταν εκεί οι μανάδες που μας μεγάλωσαν και τώρα γίνονται σκιές από τα φώτα της γιορτής και μας αποχαιρετούν: ήταν εκεί για να συντελεσθεί το θαύμα κι εμείς να είμαστε παρόντες. Να μην λείπουμε ποτέ. Από το καθημερινό, αθόρυβο, ένδοξο θαύμα που λέγεται άνθρωπος.
Ένας ενικός γεμάτος από πλήθη ακατάβλητης ωραιότητας μέσα σε μια στιγμή. Την κάθε στιγμή. Αυτό το θαύμα ήταν οι μανάδες που μας μεγάλωσαν και τώρα μας αποχαιρετούν, περήφανες πάντα και για πάντα πια, αλλά μηδέποτε της έπαρσης στα φτηνά και στα πρόχειρα. Ακριβώς γι’ αυτό διαλέγουν να φύγουν τώρα. Με μια λιτότητα απουσίας ίδια με την λιτότητα που δίδαξαν με την παρουσία τους: για να σου πουν ότι η γιορτή δεν αξίζει χωρίς το πένθος της. Ότι το μακρινό είναι εδώ και σου γνέφει να χορέψεις τώρα, όπως σε χοροστάσι γάμου που τον πρώτο χορό τον λένε « Κλάματα». Να χορέψεις για  να μετρήσεις τώρα τον ουρανό και τον υδατοφόρο ορίζοντα των δακρύων που θα σε βοηθήσουν να λύσεις τον Γόρδιο γρίφο του «δέσαμε στην καρδιά μας και μεγαλώσαμε».
Αλλά μεγαλώσαμε σωστά γιατί αυτές ήταν οι μανάδες μας μεγάλωσαν. Και μπορούμε να τις πενθήσουμε, γιατί είμαστε ικανοί να τις πενθήσουμε όπως ο καθένας νομίζει, αναρωτώμενοι πάντα αν ξέρουμε γι’ αυτές τα περισσότερα ή τα λιγότερα. Αν και νομίζω ότι ακριβώς αυτό είναι το πένθος: Η βαθιά πεποίθηση που σκάβει τα σωθικά και ξέρεις ότι δεν θα διορθωθεί ποτέ: πως ξέρεις τα λιγότερα. Πως έτσι είναι η ζωή. Πάντοτε ξέρεις τα λιγότερα. Ποτέ δεν προλαβαίνεις να αγαπήσεις αρκετά ώστε να μάθεις τα πάντα.
Άραγε τις αγαπήσαμε όσο τους άξιζε; Άραγε… Τι άλλο άραγε; Οι μανάδες που μας μεγάλωσαν τώρα μας αποχαιρετούν. Έτσι κι αλλιώς τα χέρια τους ήταν εργαλεία τα ίδια. Εργαλεία αγάπης. Τα εργαλεία που έφτιαχναν τον κόσμο που τώρα αποχαιρετούν. Ως τελευταία έκφραση δημιουργίας. Και απομένει ο καθένας από μας για να αντικρύσει απ’ την αρχή έκθαμβος το δημιούργημα του εορτάζοντος πένθους και να ψελλίσει: «Και οίδεν ότι καλόν».
Αντίο σας μανάδες που μας μεγαλώσατε. Αντίο και σε μας.

Σχόλια