Συνταξιοδοτική δαπάνη, υπερπλεονάσματα και ανάπτυξη

Συνταξιοδοτική δαπάνη, υπερπλεονάσματα και ανάπτυξη, Κώστας Μελάς
Στο πλαίσιο του περιορισμού και της σταδιακής εξάλειψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της γενικής κυβέρνησης, τα Μνημόνια επέβαλαν την άμεση περιστολή των δημοσίων δαπανών για τις συντάξεις. Στα ληφθέντα μέτρα άμεσης απόδοσης, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τις περικοπές των συντάξεων, καθώς και τους μηχανισμούς αυτόματης εξισορρόπησης. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Oι νομοθετικές επιλογές των Μνημονίων περιλαμβάνουν ένα δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που είναι μακροπρόθεσμο κι ένα αμιγώς δημοσιονομικό σκέλος που είναι βραχυμεσοπρόθεσμο. Τα Μνημόνια συνέδεσαν την κοινωνική ασφάλιση με την πορεία της εθνικής οικονομίας και τις αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού. H συμμετοχή των κρατικών πόρων στη χρηματοδότηση των συντάξεων εξαρτήθηκε άμεσα από την οικονομική μεγέθυνση.

Ο καθορισμός ενός ορίου στη χρηματοδότηση των συντάξεων από το κράτος ήταν η αφετηριακή επιλογή της δημοσιονομικής προσαρμογής των Μνημονίων. Ως κύριο μέλημα πρόβαλε η ανάγκη της στεγανοποίησης του κρατικού προϋπολογισμού απέναντι στη διόγκωση του ασφαλιστικού ζητήματος. Αυτό που ενδιέφερε πρωτίστως, ήταν η αποφυγή μιας απεριόριστης κρατικής παρέμβασης για κάλυψη των ελλειμμάτων των Ταμείων, η οποία θα υπονόμευε διαρκώς την πραγματοποίηση των λοιπών κρατικών σκοπών και την ισορροπία του κρατικού προϋπολογισμού.
Εξάλλου, το όριο στην κρατική συμμετοχή μπορεί να εκληφθεί ως όριο συμμετοχής της φορολογίας στη χρηματοδότηση του θεσμού, αφού οι κρατικοί πόροι είναι κυρίως φορολογικής προέλευσης. Με το Ν. 3863/10 η χώρα μας είχε δεσμευτεί να μην υπερβαίνει η συνταξιοδοτική δαπάνη το όριο του 16,2% του ΑΕΠ κατ’ έτος. Αυτή είναι η υποχρέωση της χώρας έναντι των δανειστών.
Όπως προκύπτει από τις αναλογιστικές μελέτες, ο δείκτης συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ, χωρίς τις μειώσεις των συντάξεων την 1/1/2019, παραμένει σε επίπεδα χαμηλότερα του 16% του ΑΕΠ, συγκεκριμένα στο 15,3%. Το 2020 αντίστοιχα στο 13,9% και το 2030 στο 12,0%. Τη δεκαετία 2030-2040 παρατηρείται άνοδος και ο δείκτης φθάνει στο 12,9%. Από εκεί και πέρα ο δείκτης παρουσιάζει μείωση: το 2050 υπολογίζεται στο 12,5% και το 2060 στο 11,5%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόλο που η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα ο δείκτης συνταξιοδοτικής δαπάνης προς το ΑΕΠ να μην υπερβαίνει το 16%, με τα εφαρμοζόμενα μέτρα ο δείκτης διαρκώς μειώνεται, συγκλίνοντας συνεχώς προς το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ (11,3%) που έχουν υιοθετήσει συστήματα ανάλογα με αυτό της Ελλάδος.

Απαίτηση ΔΝΤ

Η απαίτηση του ΔΝΤ για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ το 2019, αρχικά εδραζόταν στην αντίληψή του ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018 και μέχρι το 2022. Στη συνέχεια, θεωρεί ότι η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και η μείωση του αφορολόγητου είναι διαρθρωτικά μέτρα και όχι δημοσιονομικά.
Συγκεκριμένα αναφέρει: «Είναι προτεραιότητα να ισορροπηθεί εκ νέου το δημοσιονομικό μείγμα πολιτικής με έναν τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη. Η επίτευξη του υψηλού στόχου για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο 2018-2022, που έχει συμφωνηθεί με τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς θα απαιτήσει υψηλή φορολογία και θα περιορίσει την κοινωνική δαπάνη και τις επενδύσεις. Για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς παράλληλα με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, οι αρχές θα πρέπει να στοχεύσουν σε δημοσιονομικά ουδέτερες βελτιώσεις στο δημοσιονομικό μείγμα πολιτικής, αρχίζοντας με το ήδη νομοθετημένο δημοσιονομικό πακέτο για το 2019-2020.
»Το 2019, η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει με σχεδιασμένες αυξήσεις στην στοχευμένη κοινωνική προστασία και στην επενδυτική δαπάνη, με χρηματοδότηση που θα προέρχεται από εξοικονομήσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Το 2020, θα πρέπει να μειώσει τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διευρύνει τη φορολογική βάση του φόρου εισοδήματος με έναν δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Αυτά τα μέτρα, υποστηριζόμενα από μεταρρυθμίσεις στο δημοσιονομικό-δομικό τομέα, με σκοπό την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της εφαρμογής, θα βοηθήσουν στη μείωση των ποσοστών φτώχειας και των οικονομικών στρεβλώσεων και θα στηρίξουν την ανάπτυξη».
Με απλά λόγια το ΔΝΤ ισχυρίζεται: μειώστε το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών κατά 4,9 δις ευρώ και αυτούς τους πόρους χρησιμοποιήστε τους για να βοηθηθεί η μεγέθυνση και η κοινωνική προστασία! Με αυτό τον τρόπο μακροπρόθεσμα (δηλαδή πότε;) και σιγά-σιγά θα έλθει η μεγέθυνση και η κανονικότητα, αλλά με μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων!
Δηλαδή, τα στρώματα αυτά, μετά από τις σημαντικές απώλειες που έχουν υποστεί θα πρέπει να χρηματοδοτήσουν με το υστέρημά τους την μεγέθυνση και την κοινωνική προστασία, έτσι ώστε όλοι να προσαρμοστούν σε κατώτερο σημείο ευημερίας. Δεν υπάρχει άραγε άλλος τρόπος να χρηματοδοτηθεί η περαιτέρω μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας; Βέβαια υπάρχει αλλά δεν είναι αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Μια νύξη όμως μπορεί να γίνει.

Δύο ζητήματα

Υπάρχουν δύο ζητήματα που συνδέονται άμεσα με τη δυνατότητα μείωσης της αφαίμαξης που παρατηρείται στην ελληνική οικονομία, μέσω των φορολογικών και άλλων συναφών μέτρων. Το πρώτο είναι τα συμφωνηθέντα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική. Αυτά αποτελούν τον αρνητικό υπερκαθορισμό της ελληνικής οικονομίας. Όλα τα πολιτικά κόμματα στηρίζουν την όποια αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής πρωτίστως στην εκ νέου διαπραγμάτευση με τους δανειστές για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Το δεύτερο αφορά στα υπερπλεονάσματα που παράγει η παρούσα κυβέρνηση τα τελευταία δύο χρόνια. Η παραγωγή υπερπλεονασμάτων (και τα υψηλά πλεονάσματα φυσικά τα ίδια αποτελέσματα προκαλούν) είναι γνωστό ότι συμβάλλει αρνητικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Υπολογίζεται ότι το υπερπλεόνασμα του 2017 «στοίχισε» στο ρυθμό ανάπτυξης 1,2%. Δηλαδή «χάσαμε» κοντά στα 2 δισ ευρώ ΑΕΠ. Κερδίζουμε πλεόνασμα, χάνουμε εισόδημα.
Όσο αυξάνεται το πρωτογενές πλεόνασμα με τον τρόπο που γίνεται στην ελληνική οικονομία, τόσο έχουμε αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Όμως, σε αυτή τη συγκυρία η μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι βασικός παράγοντας για τη βελτίωση όλων των μακροοικονομικών μεγεθών, που αποτελούν κριτήρια για την αύξηση των επενδύσεων, τις οποίες τόσο ανάγκη έχει η χώρα. Ακόμη και για τη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι βασικός παράγοντας. Επομένως, η αποφυγή υπερπλεονασμάτων θα ήταν μια κάποια λύση μέσα σε αυτό το δύσκολο δημοσιονομικό πλαίσιο.

Σχόλια