Περί αντιφαστικού μετώπου ή πως ο Ρέντσι έστρωσε τον δρόμο στον Σαλβίνι

Περί αντιφαστικού μετώπου ή πως ο Ρέντσι έστρωσε τον δρόμο στον Σαλβίνι, Δημήτρης Δεληολάνης
Στις 10 Ιουνίου 1924 μια ομάδα φασιστών και μυστικών αστυνομικών απήγαγε και δολοφόνησε τον βουλευτή Τζάκομο Ματεότι. Ο Ματεότι ήταν γραμματέας του ρεφορμιστικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και δολοφονήθηκε διότι στις 30 Μαΐου είχε καταγγείλει στο Κοινοβούλιο τις συνθήκες εκτεταμένης βίας και νοθείας υπό τις οποίες είχαν διεξαχθεί οι εκλογές στις 6 Απριλίου. Εκλογές που είχαν δώσει στο φασιστικό ψηφοδέλτιο την απόλυτη πλειοψηφία. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Στις 27 Ιουνίου, ο γραμματέας του ρεφορμιστικού κόμματος Φιλίπο Τουράτι ανήγγειλε πως οι βουλευτές της αντιφασιστικής αντιπολίτευσης είχαν αποφασίσει να αποχωρήσουν από το Κοινοβούλιο μέχρις ότου γινόταν σαφές ποιος δολοφόνησε τον βουλευτή. Και πράγματι, οι αντιφασίστες βουλευτές συγκεντρώθηκαν στον λόφο Αβεντίνο της Ρώμης. Μαζί τους και οι 19 βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας.

Καθόλη τη διάρκεια της αποχώρησης στο Αβεντίνο, κaι ενώ η κυβέρνηση του Μουσολίνι είχε μπει σε βαθιά κρίση εξ’ αιτίας των ευθυνών της στη δολοφονία του Ματεότι, οι κομμουνιστές ζητούσαν από τα αντιφασιστικά κόμματα, το καθολικό Λαϊκό Κόμμα, το Ρεφορμιστικό και το Σοσιαλιστικό, να κινητοποιήσουν τις κομματικές οργανώσεις τους και να μεταφέρουν την αγανάκτηση για το φασιστικό έγκλημα στους δρόμους.
Μόνον η μαξιμαλιστική ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος ανταποκρίθηκε εν μέρει στις εκκλήσεις των κομμουνιστών. Οι καθολικοί ήταν σε εσωτερική διαμάχη με το Βατικανό που έκανε ανοίγματα προς τον Μουσολίνι, ενώ οι ρεφορμιστές, καθώς και τα μικρότερα προσωποπαγή κόμματα ανέμεναν μάταια μια κίνηση του βασιλιά Βίκτωρος Εμμανουήλ Γ’.
Η αδράνεια των ρεφορμιστών, που ήταν και το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς και είχαν υπό τον έλεγχο τους το συνδικάτο CGL, βοήθησε σημαντικά στη σταθεροποίηση του καθεστώτος. Τον Ιανουάριο του 1925 ο Μουσολίνι εκφώνησε στο Κοινοβούλιο μια επιθετική ομιλία, στην οποία ανέλαβε την «πολιτική, ιστορική και ηθική ευθύνη» για τη δολοφονία του Ματεότι. Οι βουλευτές στο Αβεντίνο θεωρήθηκαν έκπτωτοι, θεσπίστηκε Ειδικό Δικαστήριο για τους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος, γρήγορα διαλύθηκε κάθε δημοκρατικός και φιλελεύθερος θεσμός και επικράτησε η δικτατορία.

Ο κομμουνιστικός κίνδυνος

Γιατί όμως οι ρεφορμιστές σοσιαλιστές δεν κατάφεραν να διακρίνουν τον κίνδυνο και δεν αποδέχτηκαν τις εκκλήσεις για λαϊκή κινητοποίηση; Την απάντηση την είχε δώσει από τότε ο Αντόνιο Γκράμσι. Αργότερα, τα ιστορικά αρχεία επιβεβαίωσαν πλήρως τη διαπίστωση του. Ο Τουράτι φοβόταν βεβαίως τη βία των φασιστών, αλλά πολύ περισσότερο φοβόταν τους κομμουνιστές και το εξεγερσιακό πνεύμα που είχε διαδώσει στο βιομηχανικό προλεταριάτο η ρωσική επανάσταση. Βεβαίως, ούτε ο Τουράτι ούτε κανείς άλλος μπορούσαν να γνωρίζουν εκ των προτέρων πού ακριβώς οδηγούσε το κόμμα του και την κυβέρνηση του ο Μπενίτο Μουσολίνι. Παραμένει όμως το μοιραίο λάθος του να θεωρήσει κύριο αντίπαλο όχι τον φασισμό, αλλά το τότε μικρό πλην δραστήριο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Το ίδιο είχε συμβεί και στην Γερμανία. Μπροστά στις εξεγέρσεις που είχαν ξεσπάσει στον απόηχο της ρωσικής επανάστασης και με πρωτεργάτες διάφορες κομμουνιστικές ομάδες, η πανίσχυρη γερμανική σοσιαλδημοκρατία δεν δίστασε να συμμαχήσει με τους υπερεθνικιστές, προκειμένου να υπερασπίσει τη «συνταγματική τάξη». Το αποτέλεσμα ήταν να νομιμοποιηθούν και διογκωθούν οι εξτρεμιστικές ακροδεξιές ομάδες και στο τέλος να στραφούν εναντίον της ίδιας της σοσιαλδημοκρατίας, καταστρέφοντας ανελέητα εκείνη τη «συνταγματική τάξη» που υποτίθεται ότι προστάτευαν από τον κομμουνιστικό κίνδυνο.
Αυτή η στάση του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού απέναντι στον ανερχόμενο φασισμό βρίσκεται πίσω από το ολέθριο σύνθημα του «σοσιαλφασισμού» που υιοθέτησε η Κομμουνιστική Διεθνής το 1928: σύμφωνα με τις τότε εκτιμήσεις της Διεθνούς, τα ρεφορμιστικά κόμματα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια εκδοχή του φασισμού, άρα εχθροί του κομμουνιστικού κινήματος, ακριβώς όπως και οι φασίστες.
Θα χρειαστούν επτά χρόνια και ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος προκειμένου η Κομμουνιστική Διεθνής να εγκαταλείψει το 1935 την στείρα αυτή πολιτική και να υιοθετήσει εκείνη του λαϊκού μετώπου με τις δημοκρατικές δυνάμεις, πρωτίστως με τους σοσιαλιστές, εναντίον των φασιστικών καθεστώτων. Είναι η πολιτική βάση επάνω στην οποία οικοδομήθηκαν τα αντιστασιακά κινήματα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε οι σοσιαλιστές, κομμουνιστές και άλλες δυνάμεις έβαλαν στην πρώτη θέση τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Τι μας διδάσκει

Αυτή οδυνηρή ιστορία έχει κάτι να μας διδάξει και τώρα. Εν όψει των ευρωεκλογών του προσεχούς έτους, ήδη βλέπουμε το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα να κρούει απεγνωσμένα πολλούς κώδωνες κινδύνου και να προσπαθεί να προωθήσει κάποιου είδους ενιαίο μέτωπο εναντίον των ανερχόμενων ακροδεξιών, εθνικιστικών και σε κάποιες περιπτώσεις νεοφασιστικών και νεοναζιστικών κομμάτων. Κόμματα και κινήματα που, από ό,τι διαφαίνεται, οδηγούνται προς θρίαμβο στις ευρωεκλογές, ενώ οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές, και ίσως και οι χριστιανοδημοκράτες, θα εισπράξουν ταπεινωτική ήττα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε όλη την Ευρώπη σημειώνεται μια γιγαντιαία και αλματώδης ανάπτυξη κάθε είδους ακροδεξιού στοιχείου. Σε δυο χώρες μάλιστα της Ευρωζώνης, την Αυστρία και την Ιταλία, οι δυνάμεις αυτές συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Αν κοιτάξουμε, όμως, στο πρόσφατο παρελθόν, δεν θα δυσκολευτούμε να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες για την ραγδαία ανάπτυξη της άκρας Δεξιάς. Και ανάμεσα στους κύριους υπεύθυνους δεν διστάζουμε να εντάξουμε και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που τώρα απευθύνει αγωνιώδεις εκκλήσεις.
Όταν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές αποδέχτηκαν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και οι κυβερνήσεις τους πρωταγωνίστησαν στις επιθέσεις εναντίον του κοινωνικού κράτους και των μισθωτών, δεν πρέπει τώρα να εκπλήσσονται που οι ψηφοφόροι τους απαξιώνουν και αναζητούν διέξοδο σε οποιοδήποτε κίνημα ή κόμμα υπόσχεται, έστω και δημαγωγικά, διέξοδο από τη νεοφιλελεύθερη κόλαση.
Ούτε μπορούν να διορθώσουν την κατάσταση οι όψιμες αποπομπές των διαφόρων Σουλτς και Ολάντ και οι ανέξοδες αυτοκριτικές που δεν ακολουθούνται από ανάλογες πράξεις. Η αξιοπιστία των Ευρωπαίων σοσιαλιστών έχει περιοριστεί στα σχετικά μικρά σοσιαλιστικά κόμματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που έστω την τελευταία στιγμή κατάφεραν να στραφούν προς τις λαϊκές δυνάμεις και να μετριάσουν σημαντικά τις ολέθριες οικονομικές πολιτικές που επιβάλλονται εντός της Ευρωζώνης.

Το σκεπτικό Ρέντσι

Στην περίπτωση της Ιταλίας, μάλιστα, οι ευθύνες του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος είναι ακόμη μεγαλύτερες. Είχαμε μια συστηματική οικοδόμηση του φαινομένου Σαλβίνι από μέρους του Ματέο Ρέντσι. Από τότε που ο νέος σε ηλικία δήμαρχος Φλωρεντίας ανέλαβε την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος, το 2013, οι ιταλικές τηλεοράσεις δεν σταμάτησαν να προσκαλούν σε κάθε ευκαιρία τον Ματέο Σαλβίνι, τον οποίο διαπίστευσαν ως τον μοναδικό εκπρόσωπο της «κεντροδεξιάς» αντιπολίτευσης.

Το σκεπτικό του Ρέντσι ήταν πως στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση ο ίδιος θα συνέτριβε με ευκολία έναν εξτρεμιστή αντίπαλο, ενώ αν έπρεπε να αντιμετωπίσει τον γηραιό Μπερλουσκόνι θα είχε σοβαρό πρόβλημα: θα έλεγαν ουσιαστικά τα ίδια πράγματα, αλλά ο Μπερλουσκόνι διέθετε μεγαλύτερη πολιτική εμπειρία και κυρίως μεγαλύτερη επικοινωνιακή δύναμη πυρός. Το Κίνημα 5 Αστέρων για τον «οξυδερκή» Ρέντσι απλώς δεν υπήρχε.
Το αποτέλεσμα ήταν να νομιμοποιηθούν και να διαδοθούν οι κραυγές του Σαλβίνι, σε σημείο που να επηρεάσουν ακόμη και ένα μέρος του Δημοκρατικού Κόμματος. Έχουμε ήδη αναφέρει στο slpress.gr τη σκανδαλώδη συμμετοχή εκπροσώπων της ιταλικής κεντροαριστεράς σε εκδηλώσεις διοργανωμένες από τους δεδηλωμένους νεοφασίστες της Casa Pound, σε εγκαίνια μνημείων αφιερωμένων σε εκπροσώπους του μουσολινικού καθεστώτος, την ανέμελη απομίμηση ακροδεξιών συμπεριφορών από μέρους κεντροαριστερών δημάρχων σε θέματα, όπως η δημόσια τάξη ή το προσφυγικό.
Ακόμη πιο σκανδαλώδης είναι η αντιπολιτευτική πολιτική που υιοθέτησε το Δημοκρατικό Κόμμα μετά την ήττα του στις εκλογές του Μαρτίου. Αφού ο Ρεντσι απέτρεψε οποιαδήποτε συνεργασία με το Κίνημα 5 Αστέρων, εξωθώντας το στις αγκάλες της Λέγκας, το κεντροαριστερό κόμμα θεώρησε σωστό να στηρίξει την αντιπολιτευτική του στρατηγική στην κινδυνολογία περί υψηλών επιτοκίων των ιταλικών ομολόγων: η κυβέρνηση εκθέτει την Ιταλία ενώπιον της Ευρώπης και την φέρνει σε αντιπαράθεση με το Βερολίνο, πράγματα ολέθρια και καταδικαστέα, λένε οι εκπρόσωποι του κόμματος αυτού, διότι επιβάλλεται ο «σεβασμός στους κανόνες» της Eυρωζώνης!

Με ανύπαρκτη πολιτική σκέψη

Όπως όλοι γνωρίζουν, αυτοί οι περιβόητοι κανόνες, σκαλισμένοι για πάντα στο πεντελικό μάρμαρο, συνοψίστηκαν αποτελεσματικά στην επιστολή, με την οποία η Κομισιόν απέρριψε τον ιταλικό προϋπολογισμό για το 2019. Εν συντομία, η Κομισιόν κατηγορεί την ιταλική κυβέρνηση ότι δεν σέβεται τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης. Η πλήρης άρνηση της αρχής της εναλλαγής στην εξουσία μετά από δημοκρατικές εκλογές.
Αναρωτιέται μετά κανείς, με ποια δημοκρατική νομιμοποίηση ένας μη εκλεγμένος θεσμός απαιτεί την ακύρωση αποφάσεων μιας εκλεγμένης κυβέρνησης. Σ’ αυτή την περίπτωση, υπάρχει και το επιβαρυντικό ότι ανέλαβε να επιπλήξει την Ιταλία ο σοσιαλιστής Ευρωπαίος επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί, ο οποίος κατά τη διάρκεια της θητείας του στο γαλλικό υπουργείο Οικονομίας φρόντισε να φτάσει το έλλειμμα της χώρας του στο 5%.
Με τέτοια εύστοχα αντιπολιτευτικά επιχειρήματα, δεν είναι τυχαία η δημοσκοπική κατακρήμνιση του Δημοκρατικού Κόμματος, που έφτασε στο 14% και συνεχίζει την πτώση του, επιβεβαιώνοντας πλήρως το πανευρωπαϊκό φαινόμενο της «πασοκοποίησης». Επιπρόσθετα, μετά την εκλογική του ήττα το κεντροαριστερό κόμμα βρίσκεται σε χαώδη κατάσταση, χωρίς ηγετική ομάδα, εμπλεκόμενο σε μια παρατεταμένη προσυνεδριακή φάση, αφού κανείς δεν ξέρει εάν και πότε θα γίνει το συνέδριο και ποιος θα είναι ο νέος ηγέτης. Σημαντικό ρόλο στο εσωκομματικό χάος εξακολουθεί να διαδραματίζει ο Ματέο Ρέντσι, που δεν χάνει ευκαιρία να εμφανίσει κάποιο «ηγετικό προφίλ», ή να απειλήσει με την ίδρυση δικού του κόμματος.
Φαίνεται απίστευτο, αλλά η αλήθεια είναι ότι η τύχη του Δημοκρατικού Κόμματος εξαρτάται ακόμη από έναν άνθρωπο με ανύπαρκτη πολιτική σκέψη, που έχασε και στις εκλογές και στο δημοψήφισμα. Ένανπολιτικό αδρά χρηματοδοτούμενο από τον χρηματιστή Ντάβιντε Σέρα και υποστηριζόμενο από το τραπεζικό κατεστημένο. Αναρωτιέται κανείς μήπως αυτή η οικονομική υποστήριξη είναι και το μυστικό της μεγάλης επιρροής που ο Ρέντσι εξακολουθεί να ασκεί στο Δημοκρατικό Κόμμα.

Οι Ιταλοί είναι σαφείς

Δεν θα ασχοληθώ με το κόμμα της Φώφης Γεννηματά. Όλοι γνωρίζουμε τα διαπιστευτήρια του κόμματος που συνεργάστηκε στην κυβέρνηση Σαμαρά και επιδιώκει να συνεργαστεί εκ νέου με την κεντροδεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη και τον «ειλικρινή αντιφασίστα» Άδωνη Γεωργιάδη. Μέσα σε αυτό το τεράστιο κενό που άφησε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι που διείσδυσε κι εξασφάλισε συναίνεση η άκρα Δεξιά. Όταν η Αριστερά προσπάθησε να ασκήσει κριτική στην κυρίαρχη οικονομική πολιτική της Ευρωζώνης, όπως συνέβη με την πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα, οι διάφοροι Ολάντ και Σούλτς απάντησαν με απειλές και εκβιασμούς, δείχνοντας έμπρακτα την περιφρόνησή τους στις εκλογές, στο δημοψήφισμα και στη δημοκρατία.
Τώρα έρχονται αντιμέτωποι με την ίδια πρόκληση, αλλά προερχόμενη από λαϊκιστές και ακροδεξιούς. Οι οποίοι έχουν με το μέρος τους το μεγαλύτερο μέρος της ιταλικής κοινής γνώμης. Δημοσκόπηση της εταιρείας SGW, που δημοσιεύτηκε στις 23 Οκτωβρίου, δείχνει ότι το 76% των Ιταλών θεωρεί ότι η ΕΕ αδιαφορεί για τις ανάγκες των Ευρωπαίων πολιτών. Και στις ανάγκες αυτές βάζει στην πρώτη θέση (69%) την απασχόληση και στη δεύτερη (63%) την ανάπτυξη.
  • Η κατάληξη είναι ότι το 77% των Ιταλών ζητά ριζική αλλαγή πολιτικής της Ευρώπης, ενώ μόνον το 22% επιθυμεί έξοδο από την Ευρωζώνη, ή από την ΕΕ. Οι Ιταλοί πολίτες δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Αν και αυτή τη φορά, όπως διαφαίνεται, οι Ευρωπαίοι απαντήσουν στην Ιταλία με την ίδια γλώσσα, με την οποία ταπείνωσαν την Ελλάδα, οπωσδήποτε θα αναδειχθεί σε όλο του το μεγαλείο το σοβαρότατο πρόβλημα δημοκρατίας που ταλανίζει εδώ και πολλά χρόνια την ΕΕ. Θα κυβερνούν οι αγορές ή οι κυβερνήσεις; Η Γερμανία θα εξακολουθεί να κουνάει το δάκτυλο σε όλους, ενώ η ίδια θέτει εαυτόν υπεράνω κανόνων; Το κοινωνικό κράτος είναι ασυμβίβαστο με την Ευρωζώνη; Η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης πρέπει να βασίζεται σε χαμηλούς μισθούς και όχι σε τεχνολογική ανωτερότητα;
Αυτά είναι τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις της Ευρώπης εν όψει των ευρωεκλογών. Ο ακροδεξιός και νεοφασιστικός κίνδυνος προέρχεται από τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό που αναιρεί τη δημοκρατία, ευνουχίζει την πολιτική, εξαθλιώνει την κοινωνία και τροφοδοτεί ρατσισμό και ιδεολογίες φυλετικής ή εθνικής ανωτερότητας. Όπως πριν από έναν αιώνα, έτσι και σήμερα, οι σοσιαλιστές σημαίνουν συναγερμό, αλλά δεν είναι σε θέση να δουν ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος. Κι αν δεν αλλάξουν ριζικά πολιτική κανένα αντιφασιστικό μέτωπο δεν θα τους σώσει.

Σχόλια