Το Barron's περιγράφει με ιδιαίτερα μελανά χρώματα τις καταστροφικές συνέπειες των μνημονίων στην ελληνική οικονομία
Την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια σχολιάζει το Barron's
δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αρνητική πορεία της ελληνικής οικονομίας
κατά την περίοδο των μνημονίων.Ο τίτλος του δημοσιεύματος είναι ενδεικτικός: «το μνημόνιο της Ελλάδας ήταν μια καταστροφή για την Ελλάδα».
«Ο ESM εκταμίευσε την τελευταία δόση των δανείων προς την ελληνική κυβέρνηση στις 6 Αυγούστου.
Στις 20 Αυγούστου, το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε επισήμως, αν και τα δάνεια δεν αναμένεται να αποπληρωθούν πλήρως για τον επόμενο μισό αιώνα.
Εάν ο στόχος τους ήταν να στηρίξει την ελληνική οικονομία, τα δάνεια έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να θεωρηθούν ότι απέτυχαν» τονίζεται στο δημοσίευμα.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μετά το 2008, η οικονομία συρρικνώθηκε κατά ένα τέταρτο και περισσότεροι από 400.000 Έλληνες έχουν μεταναστεύσει.
Την ίδια στιγμή, οι τιμές ακινήτων έχουν υποχωρήσει κατά 43%, τα δάνεια των τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα έχουν περιοριστεί κατά ένα τρίτο.
Το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικό είναι όταν κάποιος συνειδητοποιήσει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο εκταμιεύθηκαν τα δάνεια.
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, ο στόχος δεν ήταν ποτέ για να βοηθήσουν τους Έλληνες ή την ελληνική κυβέρνηση, αλλά για να βοηθήσουν τους δανειστές στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, εισέρευσαν ξένοι επενδυτές.
Αυτό οδήγησε σε άνοδο της εγχώριας κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Οι Έλληνες δαπανούσαν πολύ περισσότερα από όσα κέρδιζαν, με αποτέλεσμα το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να κυμαίνεται από το 5% περίπου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το 1999 σε 10% μέχρι το 2006 και σε 14% μέχρι το 2008.
Το χρέος αυξήθηκε κατά 7 φορές.
Ο πληθωρισμός παρέμεινε σχετικά συγκρατημένος -περίπου 3,5% ετησίως κατά μέσο όρο από το 2002 έως το 2007- πράγμα που υποδηλώνει ότι οι δαπάνες αυξάνονταν σε γενικές γραμμές ανάλογα με την παραγωγικότητα, ακόμη και αν η χρηματοδότηση αυτών των δαπανών ήταν σαφώς μη βιώσιμη.
Ενώ ο ιδιωτικός μη χρηματοπιστωτικός τομέας της Ελλάδας αύξησε το χρέος του, τόσο όσο η ελληνική κυβέρνηση, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δανείστηκαν κυρίως μέσω μακροπρόθεσμων δανείων από εγχώριες τράπεζες.
Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, δανείστηκε ως επί το πλείστον με τη μορφή ομολόγων στα οποία έπρεπε να γίνεται roll over τακτικά.
Μέχρι τα μέσα του 2009, η κυβέρνηση χρωστούσε περισσότερα από 230 δισ. ευρώ σε μη Έλληνες, περίπου το 70% των συνολικών οικονομικών υποχρεώσεών της μετά την εξάλειψη του εσωτερικού δανεισμού.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση χρειάστηκε συνεχή δάνεια για τα αποπληρώνει τα χρέη της.
Όπως αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα, αυτό ήταν εύκολο πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση, καθώς η ταχεία ανάπτυξη της Ελλάδας και η προφανής σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με τα πλουσιότερα κράτη της δυτικής Ευρώπης, κατέστησαν τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
Μετά την κρίση, όμως, οι ξένοι επενδυτές υποχώρηση, αποτελώντας πλήγμα τόσο για την ελληνική κυβέρνηση όσο και για τις ελληνικές τράπεζες.
«Εάν η Ελλάδα ήταν μια χώρα με δικό της νόμισμα, όπως η Τσεχία ή η Νέα Ζηλανδία, η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να έχει καλύψει το κενό χρηματοδότησης και να αποτρέψει μια απότομη κατάρρευση των δαπανών.
Καθώς όμως η Ελλάδα είναι μέλος της ευρωζώνης, δεν έχει αυτή την επιλογή.
Η κυβέρνηση και οι τράπεζες είχαν χρέος σε ένα νόμισμα που η Τράπεζα της Ελλάδος δεν μπορούσε να εκτυπώσει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν ήθελε να βοηθήσει» επισημαίνεται στο ίδιο δημοσίευμα.
Η λύση θα ήταν η χρεοκοπία της Ελλάδας και στη συνέχεια να λάβει ένα δάνειο από το ΔΝΤ για την εξομάλυνσης της προσαρμογής της στο νέο καθεστώς.
Ωστόσο, αυτή η επιλογή βγήκε από το τραπέζι, καθώς η βασική ανησυχία των δανειστών της Ελλάδας δεν ήταν πως η χρεοκοπία θα επηρέαζε την Ελλάδα, αλλά πως θα επηρεάζονταν οι ίδιοι.
Στο πλαίσιο, χορηγήθηκαν νέα δάνεια στην Ελλάδα, ώστε να μπορεί να αποπληρώνει τα χρέη της.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μόνο το 11% των χρημάτων που δανείστηκε η Ελλάδα κατευθύνθηκαν για την κάλυψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Έλληνες.
Αντίθετα, το 70% των δανείων "διάσωσης" χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή παλιότερων δανείων.
Η κατάσταση, ωστόσο, επιδεινώθηκε περαιτέρω από το γεγονός ότι τα νέα δάνεια συνοδεύθηκαν με ιδιαίτερα αυστηρούς όρους (αύξηση φόρων, μείωση δαπανών).
Όπως αναφέρεται στο ίδιο δημοσίευμα, αυτό ήταν εύκολο πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση, καθώς η ταχεία ανάπτυξη της Ελλάδας και η προφανής σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με τα πλουσιότερα κράτη της δυτικής Ευρώπης, κατέστησαν τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
Μετά την κρίση, όμως, οι ξένοι επενδυτές υποχώρηση, αποτελώντας πλήγμα τόσο για την ελληνική κυβέρνηση όσο και για τις ελληνικές τράπεζες.
«Εάν η Ελλάδα ήταν μια χώρα με δικό της νόμισμα, όπως η Τσεχία ή η Νέα Ζηλανδία, η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να έχει καλύψει το κενό χρηματοδότησης και να αποτρέψει μια απότομη κατάρρευση των δαπανών.
Καθώς όμως η Ελλάδα είναι μέλος της ευρωζώνης, δεν έχει αυτή την επιλογή.
Η κυβέρνηση και οι τράπεζες είχαν χρέος σε ένα νόμισμα που η Τράπεζα της Ελλάδος δεν μπορούσε να εκτυπώσει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν ήθελε να βοηθήσει» επισημαίνεται στο ίδιο δημοσίευμα.
Η λύση θα ήταν η χρεοκοπία της Ελλάδας και στη συνέχεια να λάβει ένα δάνειο από το ΔΝΤ για την εξομάλυνσης της προσαρμογής της στο νέο καθεστώς.
Ωστόσο, αυτή η επιλογή βγήκε από το τραπέζι, καθώς η βασική ανησυχία των δανειστών της Ελλάδας δεν ήταν πως η χρεοκοπία θα επηρέαζε την Ελλάδα, αλλά πως θα επηρεάζονταν οι ίδιοι.
Στο πλαίσιο, χορηγήθηκαν νέα δάνεια στην Ελλάδα, ώστε να μπορεί να αποπληρώνει τα χρέη της.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μόνο το 11% των χρημάτων που δανείστηκε η Ελλάδα κατευθύνθηκαν για την κάλυψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους Έλληνες.
Αντίθετα, το 70% των δανείων "διάσωσης" χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή παλιότερων δανείων.
Η κατάσταση, ωστόσο, επιδεινώθηκε περαιτέρω από το γεγονός ότι τα νέα δάνεια συνοδεύθηκαν με ιδιαίτερα αυστηρούς όρους (αύξηση φόρων, μείωση δαπανών).
Σχόλια