Η «νέα Γερμανία» που διατυμπάνιζε ο Χίτλερ πριν γίνει Φύρερ

Στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, τον Οκτώβριο του 1930 και τον Δεκέμβριο του 1931, αναδημοσιεύτηκαν από τον γερμανικό Τύπο, δυο άρθρα του Αδόλφου Χίτλερ. Τα δυο αυτά κείμενα είναι ενδεικτικά του τρόπου, με τον οποίο σκεπτόταν ο μετέπειτα Γερμανός δικτάτορας, ο άνθρωπος που αιματοκύλησε την Ευρώπη και τον κόσμο και ευθύνεται για το Ολοκαύτωμα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Το πρώτο άρθρο είχε τίτλο «Δεν θα υποκύψωμεν. Η θέλησις της Νέας Γερμανίας». Σε αυτό, ο Χίτλερ ανέλυε τις απόψεις του, σχετικά με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ο ίδιος υποστήριζε την άποψη ότι υπήρχαν «δυο Γερμανίες», η παλιά και η νέα. Κατά την άποψή του, εκείνος εκπροσωπούσε τη «νέα Γερμανία» και τις νέες γενιές, οι οποίες δεν έφεραν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, καμία ευθύνη για τα λάθη των προηγουμένων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «η Γερμανία της οποίας ηγούμαι είνε ανεύθυνος του πολέμου και δεν δέχεται να πληρώσει αποζημιώσεις».

Οι πολεμικές αποζημιώσεις που κλήθηκε να πληρώσει η Γερμανία, ως βασική υπεύθυνη της κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελούσαν, σύμφωνα με τον Χίτλερ, ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ευημερία της. Βάσει της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών (παράγραφος 218), η Γερμανία έφερε την αποκλειστική ευθύνη για την έκρηξη του πολέμου και εξ αυτού του λόγου οι νικητές ήγειραν αξιώσεις μεγάλων πολεμικών αποζημιώσεων, οι οποίες λειτούργησαν ανασχετικά για την οικονομική ανάπτυξη της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Η κατάσταση αυτή υπέσκαπτε τα σαθρά θεμέλια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η οικονομική Κρίση του 1929 θα αποτελέσει την αρχή του τέλους ενός θνησιγενούς πολιτεύματος.
Αναφέρει, ακόμη, ότι ο αφοπλισμός της Γερμανίας έπρεπε να συνοδευτεί από τον γενικό αφοπλισμό των υπόλοιπων κρατών, βάσει των δηλώσεων του αμερικανού Προέδρου Ουίλσον, πράγμα που δεν έγινε. Ενδιαφέρον έχει η άποψη του, ότι «την νέαν Ευρώπην, τον νέο κόσμο που υπεσχέθησαν, χωρίς να την πραγματοποιήσουν, ο Ουίλσον, ο Λόϋδ Τζωρτζ, ο Κλεμανσώ, θα την πραγματοποιήσωμεν ημείς». Εδώ, εντοπίζουμε τα πρώτα ψήγματα μιας επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής, βασικά στοιχεία της οποίας υπήρξαν η ακύρωση των όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών και η αναζήτηση ζωτικού χώρου (lebensraum) για το γερμανικό έθνος.

Ο τρόπος που θα κυβερνούσε

Το δεύτερο άρθρο, δημοσιευμένο στην ίδια εφημερίδα, στις 13 Δεκεμβρίου 1931, είχε τίτλο «Πώς θα κυβερνήσω. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών: μοχθηρόν και ανόητον κατασκεύασμα». Ως κείμενο, είχε διαφορετικό τόνο και ύφος, σε σχέση με το προηγούμενο, του Οκτωβρίου του 1930. Ο Χίτλερ, είχε πια εδραιωθεί στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας και μπορούσε να εκφράσει ευκολότερα την φιλοπολεμική και αναθεωρητική του ρητορική.
Βασικό έρεισμα της πολιτικής του αποτέλεσε το γεγονός ότι ο γερμανικός λαός, τέλη του 1931, είχε φτάσει στα όρια των αντοχών του, δυο χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 1929. Ο ίδιος πίστευε ότι «Μόνον οι τυφλοί δεν ημπορούν να ιδούν ότι (η Γερμανία) ευρίσκεται εις το τέλος των δυνάμεών της». Παράλληλα, η ανεργία μάστιζε την εργατική τάξη, ενώ πιθανή αύξηση των γερμανικών εξαγωγών, με σκοπό την κάλυψη των υποχρεώσεών της έναντι των οικονομικών όρων της συνθήκης των Βερσαλλιών, ήταν εντελώς ουτοπική.

Αξίζει, επίσης, να επισημάνουμε το γεγονός ότι ο Χίτλερ θεωρούσε τη Γαλλία, ως μια χώρα που ακολουθούσε μιλιταριστική και ιμπεριαλιστική πολιτική, οδηγώντας, κατά τα λεγόμενά του, την Ευρώπη στο χάος. Σε αυτό συνετέλεσε, η εισβολή και κατοχή της βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ, από τους Γάλλους, το 1923, ενώ δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχή μας το γεγονός, ότι η Γαλλία ήταν η κυριαρχούσα δύναμη του Συστήματος των Βερσαλλιών. Αντιθέτως, για τις ΗΠΑ πίστευε ότι έπρεπε να σταματήσουν να είναι απλός παρατηρητής των ευρωπαϊκών πραγμάτων και να αποκτήσουν ενεργότερο ρόλο. Γενικότερα, θεωρούσε ότι Άγγλοι και Αμερικανοί «έχουν ανοικτά τα μάτια τους» και ανεγνώριζαν τους δυσβάστακτους οικονομικούς όρους που επιβλήθηκαν στη Γερμανία το 1918-19.
Τι θα έκανε, όμως, ο Χίτλερ, όταν το κόμμα του θα ερχόταν στην εξουσία; Ο ίδιος υποστήριζε ότι ο κόσμος δεν έπρεπε να περιμένει «πυροτεχνικά θαύματα». Η Γερμανία «κείται επί της επιθανατίου κλίνης της και έχει ανάγκην ιατρικής περιθάλψεως». Σε γενικές γραμμές, σκόπευε πρώτον, να αποκαταστήσει τη φήμη και την εμπιστοσύνη που είχε η γερμανική οικονομία, σε διεθνές επίπεδο, προ του πολέμου, δεύτερον, να τακτοποιήσει τα οικονομικά της χώρας, σταματώντας κάθε εξωτερικό δανεισμό, και τρίτον, επιθυμούσε την ανακούφιση των πεινασμένων μαζών του γερμανικού λαού, μέσω της εκτέλεσης δημόσιων έργων, ως θεραπεία του ζητήματος της ανεργίας. Απώτερος σκοπός του πολιτικού του προγράμματος, να αποδώσει ξανά τη Γερμανία στους Γερμανούς.
Η χιτλερική δικτατορία είχε, πριν ακόμα αναλάβει τα ηνία της εξουσίας, θέσει τους στόχους της, αλλά και τα μέσα (γενικευμένος πόλεμος, Ολοκαύτωμα, εξόντωση κάθε εχθρού της ναζιστικής ιδεολογίας) με τα οποία θα τους πετύχαινε. Δυστυχώς, η επανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας της Γερμανίας, στο μυαλό ενός παράφρονα, όπως ο Χίτλερ, στοίχισε στην ανθρωπότητα 80.000.000 ψυχές. Ακολούθησαν οι γερμανικές εθνικές εκλογές του 1932, στις οποίες το κόμμα του Χίτλερ (Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών – NSDAP) αναδείχθηκε πρώτο σε έδρες (37,2%, 230 έδρες). Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο πρόεδρος του Ράιχ, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, διόρισε τον Αδόλφο Χίτλερ Καγκελάριο της Γερμανίας.

Σχόλια